Γιαννούλης Χαλεπάς: η ζωή και το έργο του

24grammata.com/ γλυπτική ζωγραφική

Ι. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗΣ ΧΑΛΕΠΑΣ

Η ζωή του

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς είναι για την νεοελληνική γλυπτική ο μεγάλος τραγικός της μύθος. Ο νεαρός ταλαντούχος καλλιτέχνης με την τεράστια αναγνώριση, την τραγική μοίρα, την τρέλα και την απομόνωση, την μάνα που καταστρέφει τα έργα του, του απαγορεύει την γλυπτική και θέλουν να την ταυτίζει με την Μήδεια. Τέλος, η ανακάλυψη του γηραιού πλέον Γιαννούλη, η επιστροφή του με το εξαιρετικό έργο των τελευταίων χρόνων και η αναγνώριση. Διθυραμβικά σχόλια για την Κοιμωμένη του και συγκίνηση για την τραγική του μοίρα. Αυτός είναι ο Χαλεπάς για το πανελλήνιο, μια μυθιστορηματική μορφή με χαρακτηριστικά αγίου, που εξακολουθεί να συγκινεί ειδικούς, καλλιτέχνες, αλλά και ένα ευρύτερο κοινό. Ωστόσο λίγο είναι γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος του έργου του Χαλεπά δημιουργήθηκε στην Τήνο και στην Αθήνα μετά την επάνοδό του από το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας, ότι το έργο αυτό έχει ξεχωριστή σημασία για την νεοελληνική γλυπτική και ότι συνδέεται στενά με το νησί της Τήνου. Τα εικοσιένα γλυπτά του Χαλεπά στην μόνιμη έκθεση του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού στην Χώρα της Τήνου αποτελούν ένα μοναδικό σύνολο, που παρουσιάζει αυτήν ακριβώς την πλευρά του έργου του Χαλεπά.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννήθηκε το 1851 στον Πύργο της Τήνου, σε έναν τόπο με ιδιαίτερη παράδοση στην τέχνη και ιδιαίτερα στην γλυπτική τον 19ο αιώνα: Φιλιππότης, Χαλεπάς, Βιτάλης, Σώχοι κ.α., για να μείνουμε στα γνωστότερα ονόματα, κατάγονται από τον Πύργο, τα Υστέρνια, την περιοχή Πανόρμου Τήνου. Ο Γιαννούλης ήταν το πρώτο από τα έξι παιδιά του Ιωάννη Χαλεπά, αρχιτέκτονα, μαρμαρογλύπτη, που δημιούργησε ένα από τα σημαντικότερα εργαστήρια μαρμαρογλυπτικής στο δεύτερο μισό του 19ου αι., με δραστηριότητες στο Αιγαίο, Σμύρνη και στα παράλια της Μ. Ασίας, στο Άγιο Όρος, στο Βουκουρέστι, στη Σύρο, στην Αθήνα, στον Πειραιά κ.α. (Γουλάκη – Βουτηρά 1989). Στο περιβάλλον αυτό μεγάλωσε ο Γιαννούλης Χαλεπάς και ήρθε σε επαφή με την τέχνη του. Σπούδασε γλυπτική στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα με τον Λεωνίδα Δρόση (1869-1872). Το 1873 με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελίστριας Τήνου συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου κοντά στον Max Windmann. Το 1874 πήρε το πρώτο βραβείο της Ακαδημίας για το έργο του Παραμύθι της Πεντάμορφης. Η διακοπή της υποτροφίας του τον ανάγκασε το 1876 να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου άρχισε να εργάζεται στο πατρικό εργαστήριο.

Το 1877, χρονιά της Κοιμωμένης, εμφανίστηκαν τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας του, που οδήγησαν σε εγκλεισμό του στο Ψυχιατρείο της Κέρκυρας το 1888. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (1901) η μητέρα του τον έφερε στην Τήνο όπου έζησε στο πατρικό του σπίτι από το 1902 ως το 1930. Η μητέρα του πέθανε το 1916 και από το 1918 σώζονται χρονολογημένα έργα του. Το 1925 έγινε έκθεση έργων του στην Ακαδημία Αθηνών, από την οποία βραβεύτηκε το 1927 με το Αριστείο των Τεχνών. Το 1928 έγινε δεύτερη έκθεση των έργων του στην Αθήνα στο Άσυλο Τέχνης. Το 1930 η ανεψιά του Ειρήνη Β. Χαλεπά τον έφερε στην Αθήνα, όπου έζησε τα τελευταία οκτώ δημιουργικά χρόνια της ζωής του σε ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, έχοντας κερδίσει την γενική αναγνώριση. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1938.

Το έργο του

Συνολικά σώζονται σήμερα εκατόν δεκαπέντε γλυπτά του Χαλεπά, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες για άλλα τριάντα περίπου, που είτε καταστράφηκαν ή αγνοείται η τύχη τους. Επίσης σώζεται ένας πολύ μεγάλος αριθμός σχεδίων του σε μονόφυλλα ή τετράδια. Ένα μεγάλο σύνολο γλυπτών και σχεδίων βρίσκεται στην κατοχή της οικογένειας Β. Χαλεπά, ενώ σημαντικά σύνολα γλυπτών φυλάσσονται στην Εθνική Πινακοθήκη στην Αθήνα, στην έκθεση του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού που παρουσιάζεται εδώ, στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά στον Πύργο, καθώς και σε πολλούς ιδιώτες.

Το έργο του Χαλεπά χωρίζεται σε τρεις περιόδους: Η πρώτη περίοδος, 1870 – 1878, καλύπτει τα νεανικά του χρόνια μέχρι την εμφάνιση της αρρώστιας του. Η δεύτερη περίοδος, 1902 – 1930, καλύπτει τα χρόνια που έζησε και εργάστηκε στην Τήνο μετά την επάνοδό του από το Ψυχιατρείο της Κέρκυρας. Η τρίτη περίοδος ταυτίζεται με την εποχή που έζησε και δημιούργησε στην Αθήνα, δηλαδή τα χρόνια 1930 – 1938.

Στην πρώτη περίοδο το έργο του εντάσσεται στο συντηρητικό πνεύμα του κλασικισμού του 19ου αιώνα και επηρεάζεται από τον ακαδημαϊσμό, με έμφαση στην ρεαλιστική απόδοση. Η προσοχή του στη σύνθεση συνοδεύεται από μια άψογη τεχνική, μια εξαιρετική δεξιοτεχνία στην απόδοση των λεπτομερειών και στην επεξεργασία του μαρμάρου. Σε αυτή την πρώτη περίοδο ανήκει το πιο διάσημο γλυπτό της νεοελληνικής τέχνης, η περίφημη Κοιμωμένη του, που βρίσκεται στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας. Ο Σάτυρος με τον Έρωτα και το κεφάλι Σατύρου στην Εθνική Πινακοθήκη, καθώς και η Μήδεια που φονεύει τα τέκνα της, έργο που κατέστρεψε ο ίδιος, είναι τα πιο γνωστά έργα του νεαρού Χαλεπά.

Από την δεύτερη και την τρίτη περίοδο δημιουργίας του κανένα σχεδόν έργο δεν ολοκληρώθηκε σε μάρμαρο. Σώζονται προπλάσματα σε πηλό, ενώ τα περισσότερα έργα του μεταφέρθηκαν σε γύψο. Τα θέματα που δουλεύει είναι αντίστοιχα με αυτά της πρώτης περιόδου, μυθολογικά, Σάτυρος και Έρωτας, Μήδεια, ξαπλωμένη γυναικεία μορφή, αλληγορίες, θρησκευτικά, πορτρέτα και σκηνές από την καθημερινή ζωή.

Η αρρώστια του καλλιτέχνη επέδρασε καθοριστικά στο έργο του, ώστε στην δεύτερη περίοδο να εμφανίζεται με διαφορετική αντίληψη, στρέφοντας την πλάτη στον ακαδημαϊσμό, αποβάλλοντας κάθε περιττό – ανεκδοτολογικό στοιχείο και αναζητώντας την ουσία των θεμάτων. Η διαφορά ανάμεσα στην δεύτερη και τρίτη περίοδο είναι λιγότερο αισθητή, περισσότερο πρόκειται για μια διαρκή πορεία του καλλιτέχνη στην ωριμότητα, όπου κύριο μέλημά του είναι να δουλέψει την σύνθεση, τα περίοπτα έργα, πλαστικές αξίες, μια ύλη που πάλλεται, με λιτότητα στην απόδοση του θέματος και αποβλέπει στην αμεσότητα και εκφραστικότητα στο τελικό αποτέλεσμα. Επιδίωξή του είναι το απόλυτο γλυπτό, χωρίς κενά ή τρύπες που διασπούν την ενότητα: «Το αστήρικτον άγαλμα στηρίζεται επί της γενικής ύλης του πηλού, διότι καταστρέφεται με την ανατομικήν οστεολογίαν», γράφει σε ένα ιδιόχειρο σημείωμά του. Γι’ αυτό απέφευγε την «αρματούρα» στα έργα του. Ήθελε να εφαρμόσει στο έργο του την αρχή του Μιχαήλ Αγγέλου για το ιδανικό γλυπτό, το οποίο είναι εκείνο που, «αν κατρακυλήσει από ψηλά πάνω σε επικλινές επίπεδο, δεν θα σπάσει τίποτα, κι αν πάλι σπάσει κάτι απ’ τα ακραία του μέλη, αληθινό γλυπτό είναι αυτό που μένει» (Δούκας 1978, 120). Έτσι, διαρκής του έρευνα και αναζήτηση είναι η σύνθεση, η δομή, η σχέση και η ισορροπία των όγκων· με αυτή του την «μονομανία» σχετίζεται η συνήθειά του να διορθώνει έργα δικά του ή άλλων δημιουργών.

Εκτός από τα γλυπτά σώζεται ένας μεγάλος αριθμός σχεδίων του Χαλεπά, όλα από την δεύτερη και τρίτη περίοδο της δημιουργίας του. Από την περίοδο της Τήνου είναι γνωστά τα σχέδια που έκαμε στα κατάστιχα λογαριασμών της επιχείρησης του πατέρα του μετά την επιστροφή του από την Κέρκυρα. Από τα κατάστιχα αυτά σώζονται δέκα. Οκτώ ανήκουν στην οικογένεια Β. Χαλεπά, ένα στη Συλλογή Κωστοπούλου και ένα στην Εθνική Πινακοθήκη (Παπαστάμος 1981, Γουλάκη – Βουτυρά 1986 και 1986α). Τα σχέδια της δεύτερης περιόδου (βλ. εδώ, ενδεικτικά, τα σχέδια στο ΙΤΗΠ, σελ. 112 – 117), πιο ανήσυχα, επάλληλα, με σύμβολα τράπουλας συχνά ανάμεσά τους, εξομολογητικά, μας επιτρέπουν να διεισδύσουμε στον κόσμο της δημιουργικής εμπειρίας του Χαλεπά, να δούμε τις ιδέες του να παίρνουν σχήμα και μορφή καθώς ξεπηδούν από το μυαλό του. Τα σχέδια της τρίτης του περιόδου πιο καθαρά και ευανάγνωστα, μας βοηθούν να δούμε ποια θέματα δεν ολοκλήρωσε στις τρεις διαστάσεις, την επιμονή του να ξαναγυρίζει σε θέματα της πρώτης περιόδου, να διορθώνει να παλεύει την σύνθεση, μας αποκαλύπτουν την καταπληκτική του οπτική μνήμη, τις παρατηρήσεις, το χιούμορ του – κάποτε σαρκασμό – τις δυσκολίες του.

Ο Χαλεπάς στην νεοελληνική γλυπτική

Ο Χαλεπάς κατέχει μια εντελώς μοναδική θέση στην νεοελληνική γλυπτική. Με το νεανικό του έργο ανήκει στον 19ο αιώνα, με την δεύτερη και τρίτη δημιουργική φάση ανήκει στον 20ο αιώνα ως μια μοναχική φωνή χωρίς προηγούμενο ή επόμενο.

Η καταγωγή του από οικογένεια με παράδοση στην μαρμαρογλυπτική τον συνδέει αμεσότερα με την εξέλιξη της νεοελληνικής γλυπτικής στον 19ο αιώνα, που αναπτύσσεται στην νεοϊδρυόμενη πρωτεύουσα του κράτους και συνδέεται με την ανοικοδόμησή της. Τα πρώτα μεγάλα κτήρια στην Αθήνα, τα Ανάκτορα (σημερινή Βουλή), το Πανεπιστήμιο, η Ακαδημία, η Βιβλιοθήκη, το Ζάππειο, η Μητρόπολη, καθώς και πλήθος από νεοκλασικά αστικά σπίτια έδωσαν δουλειά και συγκέντρωσαν στην πρωτεύουσα τους Τηνιακούς μαρμαράδες που δούλεψαν τα θυρώματα, τα φουρούσια, τα αρχιτεκτονικά γλυπτά και όλες τις διακοσμητικές εργασίες των κτηρίων αυτής της εποχής. Από αυτούς προέκυψαν οι πρώτοι γλύπτες που δημιούργησαν έργα σε δημόσιους χώρους, στο Α΄ Νεκροταφείο, αλλά και εκτός Αθηνών σε ολόκληρη την Ελλάδα. Πολλοί από τους προικισμένους αυτούς τεχνίτες του μαρμάρου διδάχθηκαν γλυπτική από τον κλασικιστή Christian Siegel, τον πρώτο δάσκαλο στο «Σχολείο των Τεχνών» και πέρασαν ταχύτατα από την λαϊκότροπη παράδοση με έντονα μπαρόκ στοιχεία στον νέο χώρο του κλασικισμού.

Ο κλασικισμός επιβλήθηκε στην γλυπτική του 19ου αιώνα ως ιδεολογία του νέου ελληνικού κράτους καθώς επιβεβαίωνε την άμεση σύνδεση με την «αρχαία κληρονομιά». Μετά τον Siegel, οι δάσκαλοι στο «Σχολείο των Τεχνών», ο Λεωνίδας Δρόσης και ο Γεώργιος Βρούτος, αλλά και οι Κόσσοι, οι Μαλακατέδες, οι Φυτάληδες, ο Γεώργιος Βιτάλης, ο Βιτσάρης, έμειναν προσανατολισμένοι στον ιταλικό και τον γερμανικό κλασικισμό, στον ακαδημαϊσμό του Μονάχου, ενώ ο Φιλιππότης εισήγαγε τον ρεαλισμό και μια κάποια αλλαγή στην θεματολογία με έργα που απέδιδαν δραστηριότητες από την καθημερινή ζωή (Θεριστής, μικρός Ψαράς, Ξυλοθραύστης κ.α.). Στο σημείο αυτό το νεανικό έργο του Χαλεπά, ιδιαίτερα η Κοιμωμένη του, φθάνει στα όρια των δυνατοτήτων του ακαδημαϊσμού, αποκαλύπτοντας συγχρόνως την ιδιαιτερότητα του δημιουργού της, την εμμονή του στο θέμα της σύνθεσης.

Ακολουθούν σαράντα χρόνια απουσίας του Χαλεπά από την καλλιτεχνική παραγωγή (1878 – 1918), όπου οι νεοέλληνες γλύπτες σταδιακά προσανατολίζονται όλο και περισσότερο στο Παρίσι, στον Rodin, στον συμβολισμό, καθώς και στον Bourdelle ή τον Maillol, χωρίς να αποδεσμεύονται από την ανθρωπομορφική κατεύθυνση της κλασικής παράδοσης. Ο Λάζαρος Σώχος, ο Μπονάνος, ο Θωμόπουλος, ο Κ. Δημητριάδης, ο Στεργίου, ο Δούκας, μένουν ανάμεσα στα διδάγματα της κλασικής παράδοσης και του ροντενικού ύφους με έργο συχνά άνισο και προβληματικό.

Στην δεκαετία 1920 – 1930 ο Χαλεπάς απομονωμένος στην Τήνο, χωρίς επαφή με την ελληνική πραγματικότητα της πρωτεύουσας, παλεύει την δική του πρόταση, την εμμονή του στην σύνθεση, γι’ αυτό και επιλέγει να δουλεύει τα ίδια θέματα όπως παλιά – το θέμα γι’ αυτόν είναι απλώς μια αφορμή για την έρευνα της φόρμας – και τολμάει συμπαγείς όγκους, αντιθέσεις, εξπρεσιονισμούς, τολμηρούς συνδυασμούς όγκων – σχημάτων. Αλλά και στην Αθήνα ως τον θάνατό του ο Χαλεπάς παραμένει ο μεγάλος μοναχικός στην εποχή του, χωρίς προηγούμενο και χωρίς επόμενο, με αναζητήσεις, ωστόσο, που μέσα από την γνησιότητα της έρευνας αντιμετωπίζουν σύγχρονα πλαστικά θέματα, όπως την μελέτη του γυναικείου γυμνού και την μεταφυσική του διάσταση ή την μεταμόρφωση των θεμάτων του παρελθόντος με διαφορετικό χειρισμό της φόρμας και της επεξεργασίας της επιφάνειας, συναντώντας πρωτοποριακές αναζητήσεις των αρχών του αιώνα μας: π.χ. τον κυβισμό (σχηματοποίηση, γεωμετρικά μοτίβα), τον εξπρεσιονισμό (παραμορφώσεις, εκφραστικά δυναμικά γραμμικά στοιχεία) ή ακόμη τον σουρεαλισμό (ονειρικά θέματα, τολμηρές αλλαγές κλίμακας κ.α.).

Οι σύγχρονοί του τον ανακαλύπτουν, τον αναγνωρίζουν, αλλά δεν τον ακολουθούν. Μετά το 1935 θα προχωρήσει ο Τόμπρος σε μια αφαιρετική γλυπτική, ενώ ο Bourdelle, που παντρεύεται την ελληνίδα Σεβαστού, θα στηρίξει και θα επηρεάσει πολλούς Έλληνες, τον Απάρτη, τον Αντώνη Σώχο (τον μόνο που επηρεάστηκε ως προς τον πριμιτιβισμό από τον Χαλεπά), τον Καστριώτη κ.α. Ο Ζογγολόπουλος, ο Λουκόπουλος, ο Καπράλος, ο Λαμέρας και ακόμη ο Παππάς, που θα προσπαθήσουν ουσιαστικά για την αποδέσμευση της νεοελληνικής γλυπτικής από το κλασικιστικό παρελθόν της, είναι πάντοτε άμεσα εξαρτώμενοι από ρεύματα ευρωπαϊκά, όπως τον εξπρεσιονισμό, τον κυβισμό, τον σουρεαλισμό, την αφαίρεση κ.τ.λ.

Σήμερα περισσότερο από ποτέ το έργο του Χαλεπά μοιάζει να συγκινεί και να εμπνέει καλλιτέχνες, ερευνητές, επιστήμονες, οι οποίοι φαίνεται να έχουν πια την ωριμότητα να το προσεγγίσουν. «Αν η Κοιμωμένη είναι μια ελεγεία για την νέα γυναίκα που χάθηκε, σημειώνει ο Χρόνης Μπότσογλου, η Αναπαυομένη είναι ένα ερωτηματικό για την ύπαρξή της». Το έργο του Χαλεπά, το θαυμαστό πρίν την ασθένεια, το συγκλονιστικό μετά συμβολίζει και συμπυκνώνει την περιπέτεια της σύγχρονης ελληνικής τέχνης. Όπως δηλώνει ο Γ. Ψυχοπαίδης, «ο Χαλεπάς αποκαλύπτει ανάγλυφα με την τραγική του μοίρα το κοσμογονικό πέρασμα της καλλιτεχνικής συνείδησης από τον 19ο στον 20ο αιώνα. Στο πρόσωπό του η ελληνική τέχνη της εποχής του βιώνει με οδυνηρή αυτογνωσία την αργή, τραυματική μετάβαση από τον ευρωπαϊκό ακαδημαϊσμό στη σοφή, δωρική λιτότητα ενός ελληνικού μοντερνισμού». Χωρίς να έχει άμεση επαφή με το εξωτερικό φαίνεται ότι με κάποιον τρόπο (από έντυπα, πληροφορίες, σχόλια ομοτέχνων του) παρακολουθούσε – συνειδητά ή ασυνείδητα δεν είναι εύκολο να πει κανείς – τις σύγχρονες ανησυχίες. Ολοένα και περισσότερο διακρίνουν σήμερα την επαφή που είχε ο Χαλεπάς με την σύγχρονη παραγωγή μέσα από τις σελίδες των Cahiers d’ Art ή άλλων εντύπων που είχε στη διάθεσή του στο σπίτι της οδού Δαφνομήλη (Μαθιόπουλος 2000 και ο ίδιος στο Μπόλης / Παυλόπουλος 2004, 32-43) και αναγνωρίζουν την ιδιόμορφη οπτική του μνήμη.

Στο έργο του Χαλεπά, στα γλυπτά και τα σχέδιά του, αποκαλύπτεται η απελευθέρωση του δημιουργού από τις δεσμεύσεις του ακαδημαϊσμού και η κατάκτηση μιας προσωπικής έκφρασης κερδισμένης με πολλές δυσκολίες, βασανιστικά, μέσα από μια τραγική μοίρα. Σχεδόν αναπόφευκτα η συγκινησιακή αυτή φόρτιση οδηγεί στην ταύτιση της μοίρας του Χαλεπά με αυτή της πορείας της νεοελληνικής τέχνης 19ο – 20ο αιώνα: την σταθερή σχέση με την κλασική τέχνη, τον ακαδημαϊσμό και την λαχτάρα των διανοούμενων της εποχής να συνδεθούν με την νεωτερικότητα, που στην περίπτωση του Χαλεπά προκύπτει επιπλέον μέσα από σταθερές αξίες, την εντοπιότητα, την αυθεντικότητα της τραγικής μοίρας, την εκφραστικότητα στην θέση της δεξιοτεχνίας.

ΙΙ. ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΧΑΛΕΠΑ ΣΤΟ ΙΔΡΥΜΑ ΤΗΝΙΑΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ

Τα έργα του Χαλεπά που εκτίθενται στο Ίδρυμα Τηνιακού Πολιτισμού και παρουσιάζονται πλέον στο κοινό ως ολοκληρωμένο σύνολο αντιπροσωπεύουν κυρίως την δεύτερη περίοδο δημιουργίας του καλλιτέχνη. Στην πρώτη περίοδο ανήκει το ανάγλυφο Φιλοστοργία, το οποίο δώρησε ο ίδιος το 1920 στο Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας. Τα γλυπτά της δεύτερης περιόδου του Χαλεπά (1918 – 1930) χρονολογούνται και ταυτίζονται χάρη στις εξής αναφορές:

1. Κατάλογος έξι έργων από τον Ν. Μωραΐτη που δημοσιεύτηκε στην εφημ. Αστήρ Τήνου, 10.3.1918 (Δούκας 1978, 121).

2. Κατάλογος δεκατριών έργων των χρόνων 1920 – 1923 του Αλέξανδρου Αλαβάνου που δημοσιεύει ο Θ. Βελλιανίτης στην εφημ. Έθνος 19.5.1924 (Δούκας 1978, 125).

3. Κατάλογος δεκαπέντε έργων του 1924 από τον Ν. Λύτρα (αναφέρει τα προηγούμενα δεκατρία συν άλλα δύο).

4. Κατάλογος έξι έργων από τον Φ. Πολίτη στην εφημ. Πολιτεία, 14.4.1925 (Καλλιγάς 1972, 73-74).

5. Κατάλογος πενήντα έξι έργων της περιόδου της Τήνου από τον Δούκα (Δούκας 1978, 132 – 126 και 212 – 214).

Στα Αρχεία του ΠΙΙΕΤ σώζεται η επιστολή του γλύπτη Θωμά Θωμόπουλου προς την Διεύθυνση του Σχολείου των Τεχνών από τις 19 Μαΐου 1922 (βλ.έγγραφο 1, σελ. 30 – 31), που γράφτηκε μετά την επίσκεψη του στον Πύργο της Τήνου και την συνάντησή του με τον Χαλεπά. Είναι φανερό ότι ο Θωμόπουλος εντυπωσιάζεται από τις νέες δημιουργίες του μοναχικού του γλύπτη και σημειώνει χαρακτηριστικά: «εύρον τον καλλιτέχνην εργαζόμενον με αφοσίωσιν υπό τας πλέον δθσμενείς συνθήκας εντός υπογείου κακώς φωτιζομένου, χωρίς καβαλέτα ή άλλην τινά ευκολίαν. Εξήτασα επισταμένως τα νέα αυτού έργα και θεωρώ ταύτα αξιόλογα υπό πάσαν έποψιν ανεξαρτήτως τεχνικών τινών ατελειών. Φρονώ αδιστάκτως ότι το δαιμόνιον του Τεχνίτου τον ωδήγησεν εις μίαν νέαν δημιουργίαν αγνής αρχαϊκής Τέχνης αντιθέτου όλως προς την γνωστήν αυτού κλασσικήν τεχνοτροπίαν. Θεωρώ δε καθήκον ιερόν προς ένα μεγάλον δημιουργόν οίος είναι ο Γιαννούλης Χαλεπάς όπως η ημετέρα Σχολή συστήση εις τας αρμοδίους αρχάς ίνα περισωθώσι τα πρωτογενή ταύτα έργα ωσάν μία φωτεινή αναλαμπή διά την αναγέννησιν της νεωτέρας Ελληνικής Γλυπτικής». Λίγες μέρες αργότερα, στις 28 Μαΐου 1922 ο Διευθηντής του Σχολείου των Καλών Τεχνών στην Αθήνα Γεώργιος Ιακωβίδης διαβιβάζει το παραπάνω έγγραφο του Θωμόπουλου προς το «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως Υπουργείον» με το αίτημα να στείλουν στην Τήνο ειδικό τεχνίτη, για να χύσει τα έργα του Χαλεπά σε γύψο και να τα μεταφέρει στην Αθήνα για έκθεση με πρόθεση την ενίσχυση του καλλιτέχνη (βλ. έγγραφο 2, σελ. 32-33). Δυστυχώς όμως ο πολύτιμος κατάλογος των κυριοτέρων έργων που αναφέρει ότι εσωκλείει ο Θωμόπουλος στην επιστολή του (έγγραφο 1, σελ. 30-31) και τον οποίο διαβιβάζει ο Ιακωβίδης στο Υπουργείο Παιδείας χάθηκε (βλ. και Δούκας 1978, 131).

Ωστόσο για το θέμα αυτό σημαντικότατες πληροφορίες που φέρνει στο φως το έγγραφο της Αδελφότητας Τηνίων του 1926 (αρ. πρωτ. 248/5-6-1926) που φυλάσσεται επίσης στο Αρχείο του ΠΙΙΕΤ και πρωτοδημοσιεύεται εδώ (βλ. έγγραφο 3, σελ. 34-35). Στο έγγραφο αυτό αναφέρονται δώδεκα γύψινα προπλάσματα του Χαλεπά, που βρίσκονταν σε κάποιο χώρο «αρχείο» του Πολυτεχνείου στην Αθήνα και τα οποία ο Χαλεπάς δώρησε στην αδελφότητα Τηνίων. Πρόκειται για τα προπλάσματα που είχαν γίνει το 1922 από τεχνίτες του Αρχαιολογικού Μουσείου με την φροντίδα του γλύπτη Θωμόπουλου, όπως προτείνει στην επιστολή του Μαΐου 1922 (έγγραφο 1, σελ. 30-31) και παρουσιάστηκαν στην έκθεση έργων του Χαλεπά στην Ακαδημία Αθηνών το 1925.

Στο έγγραφο αυτό η Αδελφότης Τηνίων μεριμνά για τη συσκευασία τους σε 14 κιβώτια, την φύλαξή τους σε διαμέρισμα στην Αθήνα και την αποστολή τους στο Ίδρυμα της Ευαγγελιστρίας Τήνου. Έτσι το έγγραφο αυτό αποτελεί την πιο σημαντική πηγή για τα έργα του Χαλεπά στην έκθεση της Ακαδημίας, καθώς και για την χρονολόγησή τους. Πρόκειται για τα εξής:

1. Το Παραμύθι της Πεντάμορφης. 2. Μέγας Αλέξανδρος. 3. Κεφαλή Αθηνάς. 4.Προτομή Ειρήνης Κουβαρά. 5. Προτομή (Κ.Μ.). 6. Αριάδνη Κοιμωμένη. 7. Έρως καταβάλων γίγαντα. [7α. Όμοιον]. 8. Ηρωδιάς. 9. Δάντης και Βεατρίκη. 10. Γαλακτοπώλης. 11. Μήδεια.

Τα έργα αυτά τα δώρησε η Αδελφότης Τηνίων στο ΠΙΙΕΤ για την δημιουργία Μουσείου Τηνίων Καλλιτεχνών. Οι αρ. 4 και 5 δεν βρέθηκαν ανάμεσα στα έργα του Μουσείου και αγνοείται η τύχη τους. Ο αρ. 9 ίσως ταυτίζεται με το έργο Ζευγάρι με καθιστό άνδρα. Ο αρ. 10 αποδίδει πιθανότατα την μία όψη του αμφίγλυφου έργου Αφροδίτη και Χωριατοπούλα. Στο ίδιο έγγραφο αναφέρονται και τρία γλυπτά του Λάζαρου Σώχου, τα δύο ανάγλυφα της βάσης του Κολοκοτρώνη και η προτομή του Ζαρίφη (Γουλάκη – Βουτυρά 1990, 50-53).

Το 1936 η κυρία Θηρεσία Πολίτου χάρισε στο Μουσείο Τηνίων Καλλιτεχνών το πρόπλασμα του αναγλύφου του μνημείου Ι.Ν. Πολίτη στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών (έργο του 1931), του οποίου επίσης αγνοείται η τύχη. Το ίδιο δεν ξέρουμε τι έγινε το ένα από τα δύο ανάγλυφα που δώρησαν το 1955 οι Βασίλειος και Ειρήνη Χαλεπά, που παρίστανε την αυτοπροσωπογραφία του καλλιτέχνη και την ανεψιά του Ειρήνη Χαλεπά (την πληροφορία οφείλω στην γλύπτρια Κατερίνα Χαλεπά – Κατσάτου). Το δεύτερο ανάγλυφο αυτής της δωρεάς είναι ο Ευαγγελισμός του 1936. Δεν ξέρουμε ποια έργα δώρησε ο Κ. Καπαριάς στο Ίδρυμα της Ευαγγελίστριας, μια και δεν αναφέρονται οι τίτλοι τους στο ευχαριστήριο έγγραφο από τις 16.2.1971 πρέπει να αναζητηθούν ανάμεσα στα υπόλοιπα έργα της μόνιμης έκθεσης. Τέλος, σε έγγραφο από τις 13.3.1968 με αρ. πρωτ. 419/746, που πρωτοδημοσιεύεται εδώ (βλ. σελ. 36), αναφέρεται ότι η Νίνα Μαριολοπούλου δώρησε τρία μικρά χάλκινα γλυπτά στο Ίδρυμα, που πιθανότατα ταυτίζονται με τα γλυπτά του καταλόγου αρ. 17, 18 και 19 (βλ. έγγραφο 4, σελ. 36). Το Πανελλήνιο Ιερό Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου δώρησε πρόσφατα στο Μουσείο Γιαννούλη Χαλεπά του Πύργου δέκα γύψινα αντίγραφα από έργα της συλλογής του (Σοφιανός 2004, 11).

Πληκτρολόγησηκειμένου :Κατερίνα Μαρμάνη http://www.tinos.biz