ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ “ΜΕΓΑΛΟ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟ ΚΗΠΟ” ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΓΚΙΓΙΕΝ.

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ “ΜΕΓΑΛΟ ΖΩΟΛΟΓΙΚΟ ΚΗΠΟ” ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ ΓΚΙΓΙΕΝ.

Διαβάστε, επίσης ANTOLOGÍA DE LA POESÍA CÓSMICA DE NICOLÁS GUILLÉN
PRÓLOGO SALVADOR BUENO MENÉNDEZ, ANÁLISIS ARQUETÍPICO FREDO ARIAS DE LA CANAL  κλικ εδώ

και “Our America” That Is Not One: Transnational Black Atlantic Disclosures in Nicolas Guillen and Langston Hughes
Monika Kaup κλικ εδώ

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος

«Ο ΚΗΠΟΣ»
Μια αναφορά στο Νικολά Γκιγιέν
«Τα μεγάλα ποτάμια ξυπνάνε,
Τεντώνονται αργόπρεπα,
Καταβροχθίζουν τα πάντα,
Ογκώνονται,
Σχεδόν διαρρηγνύονται
Και αποκοιμιούνται πολύ.»
(«ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ»/απόσπασμα)
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος, του οποίου τη μνήμη τιμούμε φέτος, με αφορμή τη συμπλήρωση ενός αιώνα από τη γέννησή του, στο σχεδόν αυτοβιογραφικό του έργο «Οδύνη» έχει κατορθώσει να εκφράσει με διάφανο τρόπο, έναν από τους κύριους λόγους της ελληνικής παρακμής. Η επισήμανσή του μοιάζει να μπορεί να σταθεί επίκαιρη και στις μέρες μας. Άλλωστε μήτε τα στηρίγματα και οι επιδιώξεις των απρόσωπων κρατών μεταβάλλονται σημαντικά, μηδέ οι άνθρωποι έχουν άλλες αλήθειες να συνειδητοποιήσουν όσον αφορά την αγοραία πια σχέση, εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου. Ο Βρεττάκος λοιπόν σημειώνει πως το «περίφημο, εθνικό δέντρο που έδωσε τους καρπούς του, τώρα είναι ένας σωρός από καυσόξυλα.» Η διατύπωση αυτή πραγματοποιείται με αφορμή την εθνική κατάπτωση του ελληνισμού, έπειτα από τη μικρασιατική καταστροφή, καθώς και την τραγική, σχεδόν εμμονή της πολιτικής ηγεσίας σε εθνοκεντρικές πολιτικές, η οποία οδήγησε σε πολύχρονες, εσωτερικές παλινωδίες.
Η μνημόνευση του Νικηφόρου Βρεττάκου δεν μπορεί παρά να συνοψίζει το φαινόμενο του κοινωνικού και πολιτικού καταποντισμού, όπως διαπιστώνεται, όχι μόνο στα στενά όρια του ελληνικού κράτους, μα και σε ευρύτερα γεωγραφικά μήκη και πλάτη. Με άλλα λόγια υπάρχουν αλήθειες, όπως ετούτη του Λάκωνα ποιητή, οι οποίες μπορούν να αναχθούν σε διαφορετικά, υπερεθνικά επίπεδα, επιβεβαιώνοντας την οικουμενικότητα μιας αληθινά στοχαστικής και υπερβατικής των στερεοτύπων, σκέψης. Διότι μέσω του στοχασμού τους, μορφές όπως ο Βρεττάκος στάθηκαν με περισυλλογή απέναντι στον κόσμο, μιλώντας με γλώσσα ελληνική. Είναι μόνο η καταγωγή τους που θα μπορούσε να περιορίσει τη δυναμική τους και σε καμία περίπτωση το βάθος των στοχασμών τους.
Με οδηγό τούτο, λοιπόν, θα μπορούσε κανείς να ερμηνεύσει τη στάση του Νικολά Γκιγιέν, ενός εκ των κορυφαίων, Κουβανών ποιητών, όπως αυτή διαποτίζει ένα βαθιά, κοινωνικό έργο. Ο «Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος» συνιστά μια υδατογραφία της εθνικής απογοήτευσης του κουβανικού λαού, για τον οποίο η επανάσταση στάθηκε ένα διαφορετικό, εξίσου καταδυναστευτικό υποζύγιο. Η διαφοροποίηση του μοντέλου εξουσίας, οι ελπίδες, οι οποίες συνόδευσαν μια τέτοια, ισχυρή αλλαγή, φαντάζουν ανεπαρκείς, το πανίσχυρο, λαϊκό κίνημα διασπάται σε πολλαπλά περιθώρια, η κοινωνία υποθάλπει μια άφταστη αγριότητα, το ιδιόρρυθμο, «ζωικό» βασίλειο της κοινωνίας πλουτίζει σε νέα, απάνθρωπα είδη. Ο Νικολάς Γκιγιέν, ένας ενσυνείδητος εραστής της Κούβας και της λαμπρής ιστορικότητας της ευρύτερης, λατινικής Αμερικής, πολιτικός στο λόγο του, σύγχρονος και συμβολιστής επισημαίνει την κοινωνική αγριότητα, η οποία δεν καθίσταται σε καμία περίπτωση εγχώριο προϊόν της κουβανικής δημοκρατίας, μα ένα καίριο χαρακτηριστικό της σύγχρονης εποχής. Ο «Μεγάλος Ζωολογικός Κήπος», διακατέχεται από μια διάθεση αστεϊσμού, μια ειρωνεία παράγωγη του συμβολιστικού χαρακτήρα του έργου και των διαρκών, όσο και έντονων υπονοούμενων. Μα είναι η τραγικότητα μιας διαπίστωσης, εκείνο, το οποίο ορίζει την αισθητική του Γκιγιέν και καθιστά τη συλλογή αυτή, ένα είδος έκθεσης προσωπογραφιών, αντιπροσωπευτικών βεβαίως της ανθρώπινης παρουσίας στη σύγχρονη συγκυρία των καιρών του. Ετούτα τα πορτραίτα, ερμηνευμένα, με το ρυθμό της απεικόνισης και του συμβολισμού τους παραμένουν οι πιο ισχυροί εκφραστές του αποτροπιασμού με τον οποίο ο Γκιγιέν προικίζει το αίσθημά του.Γραμμένα έπειτα από μια περίοδο συνεχών μετακινήσεων και διωγμών από την πατρίδα του, τα ποιήματα του «Κήπου» συνοψίζουν υποθέτει κανείς το απόσταγμα της παρατήρησης, με την οποία ο ποιητής θεώρησε τον κόσμο και την ανθρώπινη σύστασή του. Η κοινωνική ευαισθησία του Γκιγιέν, η οποία και τον ώθησε σαφώς σε μια τέτοια μελέτη και ομολογία της στρεβλής, ανθρώπινης φύσης, συνιστά ένα χαρακτηριστικό διαμορφωμένο μες στην ίδια την ατομική περιήγηση του ποιητή, τόσο σε χώρες της αμερικανής ηπείρου, όσο και στην ευρωπαϊκή γη, κάτω από συνθήκες πολιτικών μεταβολών ή ακόμα εμπόλεμων συρράξεων, όπως ας πούμε η ισπανική, εμφύλια αντιπαλότητα με τις ιστορικά, καταγεγραμμένες θηριωδίες της. Ακριβώς σε τούτα τα περιβάλλοντα ο Γκιγιέν κατόρθωσε να ανακαλύψει τις αφορές για μια τέχνη ολότελα τραγική, η οποία μπορεί να μας αφήσει έντρομους, τρεμάμενους εμπρός στο εξωλογικό, ηδονολατρικό σχεδόν πάθος της ανθρώπινης αυτοκαταστροφής.
Προτού προβούμε σε μια προσέγγιση των στιχουργημάτων, τα οποία συνθέτουν τον «Κήπο» του Γκιγιέν είναι σκόπιμο, σχεδόν επιβεβλημένο να επισημάνουμε κάποιες παραμέτρους. Καθώς ήδη αναφέραμε, το έργο τοποθετείται περί το 1964, σε μια περίοδο κατά την οποία ο κουβανικός λαός έχει επιβεβαιώσει τις υποψίες του πως καμιά επανάσταση δεν τιμά την καταγωγή της. Ο Νικολά Γκιγιέν μελετά την κουβανική κοινωνία, τα είδη της απαντώνται και μες σε άλλα, εθνικά σύνολα. Η ονοματοδοσία του έργου πιστοποιεί το βαθύτατα, συμβολιστικό του χαρακτήρα, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει μια αναγωγή της ανθρώπινης πραγματικότητας σε μέτρα και επίπεδα κατώτερα της υπόστασής της. Μια απαξιωμένη, κουβανική κοινωνία από τη μια και ο ποιητής από την άλλη, άνθρωπος με όλη του την υποψία σε μια ένταση στρέφει το βλέμα του προς τα ενδότερα της κοινωνίας, η βαθύτατη αγάπη και η οδύνη του για την ιστορική πραγματικότητα ενός ολόκληρου κόσμου, βρίσκει διέξοδο και αντίκρυσμα στην προοπτική του Νικολά Γκιγιέν. Ο ποιητής συνιστά έναν τύπο μεταιχμιακό. Και τούτο διότι μεσολαβεί ανάμεσα σε εκείνους, που οραματίστηκαν την επανάσταση και έσπασαν τη γραφίδα πάνω στις πολυπόθητες ερμηνείες της και πάλι στους άλλους, τους μεταγενέστερους που γνώρισαν την Κούβα των εξοριών, των αποκλεισμών, του απομονωτισμού και έγραψαν με τραχύτητα για τη ζωή, δίχως καμιά διάθεση ωραιοποίησης.
Ο Γκιγιέν για τη συγγραφή του «Κήπου» του αφήνεται σε μια πολύπλευρη επιρροή. Ετούτη εκτείνεται από την εποχή του Αισώπου και τη συμβολιστική μυθιστορία του Έλληνα «λογοποιού.» Ο Αίσωπος έδωσε υπόσταση σε ένα είδος αλληγορικών σχημάτων, μέσω των οποίων θέλησε να αποδείξει ένα συνολικό, άγραφο κανόνα δικαίου και ανθρώπινης αισθητικής. Καθώς λοιπόν για τον Αίσωπο, έτσι και τον Νικολά Γκιγιέν, η καθημερινή ζωή συνιστά το ζητούμενο μιας ηθικοδηκτικής, ποιητικής δημιουργίας. Διαμορφώνοντας μια στέρεη άποψη για την κουβανική πραγματικότητα, επιλέγει την εικονοποιεία του ζωικού βασιλείου, έτσι ώστε να εκθέσει τα συντρίμμια της κατατροπωμένης ηθικής της εποχής του.  Όπως και ο αρχαίος «λογοποιός», έτσι και ο Κουβανός ποιητής επιλέγει να «κλείσει» τα στιχουργήματά του με το χαρακτηριστιμό επιμύθιο, ένα είδος συμπερασματικής κατάφασης. Σαφώς και στην περίπτωση της ποιητικής οικονομίας του Γκιγιέν, το απόσταγμα ετούτο δεν στέκει εύληπτο μα συνοψίζει ποιητικά την ηθική, την οποία επιδιώκει ο δημιουργός κάθε φορά. Μες στις επιρροές του Γκιγιέν ξεχωριστή θέση κρατεί εκείνη του Γάλλου Απωλιναίρ. Η έννοια του συμβολισμού συναντά στην περίπτωση του Ευρωπαίου δημιουργού μια οδό προς την πρώιμη εμφάνιση του υπερρεαλισμού, μιας τάσης η οποία εμπότισε και πλούτισε τη ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας με ένα φιλόδοξο συναίσθημα.
Το έργο του Νικολά Γκιγιέν μπορεί να ιδωθεί ως μια σύνθεση του κόσμου, όπως ο τελευταίος αποκαλύπτεται μέσω των ανθρώπων και της δράσης τους. Η περιοχή της Λατινικής Αμερικής, το ειδικό, γεωμορφικό της περιβάλλον απασχολεί τον ποιητή. Θεωρεί δηλαδή ο ποιητής την πατρίδα του, την Κούβα, μια κιβωτό ειδών, ένα λαμπρό «ενυδρείο» ανθρωπίνων ειδών, των οποίων τα χαρακτηριστικά ευδοκιμούν, αναπτύσσουν τα ειδικά χαρακτηριστικά τους, συνθέτοντας τη ριζική καταγωγή τούτου του κόσμου. Ο ποιητής προβαίνει σε μια συνολική αξιολόγηση του ευρύτερου περιβάλλοντος, προκειμένου να καταστεί σαφής η ξεχωριστή κοινωνική και εθνολογική σύσταση της περιοχής. Ο εξωτισμός, το μυστηριώδες της όψης, η εκλεκτικότητα των χρωμάτων αποδίδει στο «ενυδρείο» της αναφοράς μας μια εικόνα γοητευτική μα συνάμα διόλου ακίνδυνη. Η αναγωγή σε όρους κοινωνικούς, δηλαδή πολιτικούς διαφαίνεται εξαρχής, αποτελώντας το βασικό στόχο του ποιητή. Πρόκειται δηλαδή για μια ετερογένεια κοινωνικής προελεύσεως, μια ετερογένεια στη σύνθεση του πληθυσμού, η οποία δωρίζει στην ευρύτερη Καραϊβική μια πολυπόθητη πολυσυλλεκτικότητα, ενώ την ίδια ώρα, τα ίδια αυτά στοιχεία επιβεβαιώνουν την κλονισμένη, ιστορική καταγωγή με τις δριμείες σφαγές και την εφαρμογή αποτρόπαιων, κοινωνικών διακρίσεων από την πλευρά του προηγμένου, δυτικού κόσμου. Η έννοια του «κυκλώνα» προδιαθέτει τον επισκέπτη του «Κήπου» για την πρόθεση του Γκιγιέν να αναδείξει τον ταραχώδη χαρακτήρα της κουβανικής ιστορίας, αλλά και εκείνον μιας ολόκληρης περιοχής, στα πλαίσια της οποίας η Κούβα περιλαμβάνεται. Ο Γκιγιέν μοιάζει να χαιρετίζει τον έντονο χαρακτήρα της περιοχής, ενώ την ίδια στιγμή φαντάζει προειδοποιητικός για τον ανυποψίαστο άνθρωπο της Δύσης.
Ο ποιητής δεν εμμένει στην απεικόνιση ενός σκληρού, κοινωνικού περιβάλλοντος, διαπιστώνοντας μόνον τον τραχύ χαρακτήρα του. Ο Γκιγιέν συγκρίνει τούτο τον κόσμο των ιστορικών, ατυχών συγκυριών με τη γοητευτική, όσο και επικίνδυνη πλευρά της κουβανικής κοινωνίας. Πρόκειται για το όνειρο, είδος ενδημικό και τούτο του «Κήπου», η αναφορά του επικεντρώνεται στην πραγμάτωση ουτοπικών, κοινωνικών απαιτήσεων και οραμάτων. Κάπως έτσι ο Νικολά Γκιγιέν αναγνωρίζει στον εαυτό του και τον κόσμο τον ίδιο, το δικαίωμα για μια πραγματικότητα που θα βασίζεται σε όρους ανθρωπιάς και θα στέκει ατράνταχτη, ορμητική εμπρός στις εμπειρίες και την ατμόσφαιρα μιας άλλης εποχής. Ο Γκιγιέν περιφρονεί το πρότυπο του «κυνηγού», το είδος εκείνο δηλαδή που μαστίζει την κοινωνία, επιμένοντας στην κατάκτηση των στόχων του πάνω και πέρα από κάθε αξιωματική αρχή, περιφρονώντας δηλαδή με τρόπο επαίσχυντο την ωραιότητα του ίδιου του βίου. Η «κιθάρα» του ομώνυμου ποιήματος, συνοψίζει δηλαδή την παραδοσιακή, συναισθηματική υφή του Κουβανού ανθρώπου, η οποία ομοιάζοντας σε αρκετά σημεία με την πολύπαθη ελληνική, επιζεί μες στην παρηγοριά και την απλότητα του καθημερινού βίου. Η κοινωνική σημασία της ποίησης του Νικολά Γκιγιέν δεν εξαντλείται σε τούτη τη σύσταση της κουβανικής ψυχής. Η ανθρωπογραφία του ξεπερνιέται για να ανασυρθούν διακριτικά μα διάφανα τα ουσιαστικότερα στοιχεία της εθνικής, κουβανικής καταγωγής. Δεδομένης δηλαδή της αποφασιστικής σημασίας την οποία διαδραμάτισε η λαϊκή μουσική στην κουβανική πραγματικότητα, ο Γκιγιέν σχολιάζει την εξέλιξή της και τιμά τα στρώματα εκείνα του πληθυσμού, τα οποία τραγούδησαν τις βασάνους της ζωής, ενώ την ίδια στιγμή εμπλούτισαν τον εγχώριο ρυθμό, διαμορφώνοντάς τον σε εθνικό. Η ευλογημένη «ετερογένεια» της κουβανικής κοινωνίας, σε συνδυασμό με τη βαθιά, καλλιτεχνική της παράδοση αποτελούν αποφασιστικούς παράγοντες διαμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας του τόπου αυτού. Κοινωνικά ευαίσθητος, ο Γκιγιέν, πολίτης όλων των εποχών και ομοεθνής όλων των ανθρώπων επιβεβαιώνει την ικανότητά του να αντικρίσει τον άνθρωπο πέρα από τα δεσμά του πλούτου και της επανάστασης. Ο Γκιγιέν πραγματοποιεί μια κατακόρυφη τομή στην παγκόσμια, κοινωνική πραγματικότητα, εφαρμόζοντας μια «φωτογραφική» κριτική της συνθέσεώς της.
Ο Γκιγιέν με τρυφερότητα μοιάζει να πιστεύει βαθιά στη στοργική λύπη , στην παρηγοριά την οποία αφήνει η ποίηση μες στις ψυχές. Ο ποιητής εκτιμά με ευθύτητα την παράδοση, αναγνωρίζει την ύπαρξή της ως ένα καταφύγιο, μια αφετηρία, έναν οδηγό ηθικής ποιότητας. Μες στα πλαίσια των ανθρωπίνων περιορισμών, η μουσική και η παράδοση, ο λόγος και η μουσική δηλαδή αποκτούν μια σπουδαία σημασία, ονειρική σχεδόν. Μιλά ο ποιητής,- και ας επιτραπεί σε τούτο το σημείο μια στοχαστική αυθαιρεσία-, για το γοητευτικό ηρωισμό, την αλύτρωτη μοναξιά του, τη μοναξιά της δυστυχίας, η οποία καμιά φορά τόσο υψηλά τον αναδεικνύει.
Μια στάση στην ποιητική δημιουργία του Νικολά Γκιγιέν, μια ας πούμε, πιο εξειδικευμένη αξιολόγηση των στοιχείων, τα οποία χαρακτηρίζουν την κουβανική κοινωνία, μας επιτρέπουν να διακρίνουμε το βαθμό στον οποίον ο ποιητής έχει εννοήσει και τηρεί έναν εθνικό, λαϊκό χαρακτήρα, άμεσα συνδεδεμένο με την πρόθεση της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Μπορεί δηλαδή κανείς να κατανοήσει πόση μεγάλη σημασία, πόσο οικεία εικόνα, πόσο σπουδαία και αντιπροσωπευτική είναι η εικόνα της «ανεξάντλητης μιγάδας», της Κούβας δηλαδή της ίδιας, μες στην οποία συνοψίζονται έθνη και τάσεις πολλαπλές, στοιχεία καίρια για τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου, εθνικού συναισθήματος, με ξεκάθαρη, ανθρώπινη προοπτική.
Μια επιφανειακή χαρτογράφηση του «Κήπου» αποδεικνύει την πρόθεση του Νικολά Γκιγιέν να μνημονεύσει στα εισαγωγικά στιχουργήματά του, όλα εκείνα τα στοιχεία, τα οποία έδρασαν γόνιμα, θηλυκά θα λέγαμε, στην οριστικοποίηση της κουβανικής αλήθειας. Ο Γκιγιέν ακολουθεί μια ανθρώπινη πορεία μες στις δομές της κουβανικής κοινωνίας, μία πορεία η οποία συνιστά ταυτόχρονα μια μορφή παγκόσμιας, θα λέγαμε παρατήρησης. Στη «Μεγάλη Άρκτο», μάλιστα έχουμε μια πρώτη διεύρυνση του κουβανικού «Κήπου» με αφορμή φυσικά τους πολιτικούς συσχετισμούς εκείνης της εποχής, καθώς και τις διεθνείς πρακτικές μιας ραγδαίας εξέλιξης, αντίνομης ίσως προς την ανθρώπινη ευαισθησία. Φαίνεται λοιπόν, πως ο αρχικός ισχυρισμός μας, εκείνος δηλαδή που ήθελε τον Γκιγιέν  να ξεπερνά τον «εθνικό» ορίζοντα επιβεβαιώνεται, καθώς ο ποιητής εκτείνεται, αποκτώντας μια αξιοθαύμαστη ευρύτητα και ένα ύφος δηκτικό, οριζόμενο από μια αδιαπραγμάτευτη, ποιητική οικονομία, σύμφωνη με την υποβλητική τέχνη των υπονοουμένων.
Ολόκληρη η φύση, το περιβάλλον, το κουβανικό τοπίο συμμετέχει στην απεικόνιση του κόσμου. Και υφίστανται αφορμές, μεγάλες ή μικρότερες πάλι για να σταθεί ο Γκιγιέν κοντύτερα στον κόσμο, σαν να είναι η Αβάνα μια αυλή και πέρα ένας ανεμπόδιστος ορίζοντας, ένας «Κήπος» επικίνδυνος και όμορφος. Κάπως έτσι τα «ποτάμια»  στέκουν φορέας μιας κοινής διαπίστωσης για τις σκοτεινές μορφές, οι οποίες διακριτικά στέκουν πάνω στο σώμα του κόσμου, εκφράζοντας πολιτικές, ιστορικές και ανθρώπινες αναφορές, κοινές σε κάθε ιστορία. Με την αναφορά του στον Μισισίπι και τον Αμαζόνιο, ο Γκιγιέν θίγει ζητήματα πολιτικά και ανθρώπινα την ίδια στιγμή, αποδεικνύοντας την πρόθεσή του να εντάξει μες στον «Κήπο» του ολόκληρο τον κόσμο με την ωραιότητα, μα και με τη στρεβλότητά του, την τόσο κυρίαρχη, μια στρεβλότητα η οποία λαμβάνει ποικίλες, κάποτε απροσδιόριστες μορφές. Σε τούτο το σημείο οφείλουμε να τονίσουμε πως η πολιτική αναγωγή συνιστά αντικείμενο της ποιητικής τέχνης, την οποία με τόση επιδεξιότητα χειρίζεται ο Νικολά Γκιγιέν, ένας κατά συνθήκην και κατά συνείδηση, πολίτης του κόσμου. Ενός κόσμου τον οποίο καπηλεύονται οι «ψαράδες», ασυνείδητοι εκμεταλλευτές, λάτρεις και μύστες της λογικής του κέρδους. Ο Γκιγιέν «τραγουδά» για τις πατρίδες που αντέχουν, διασώζονται, αναρρώνουν, καθώς τα είδη ενός «Κήπου» από επώδυνες πληγές για να σταθούν κάποτε, με τους λαούς τους όρθιους, ακμαίους, πάνω από τις σκληρές συνειδήσεις, έξω από τη τραχύτατη επαναληπτικότητα της ιστορίας. Μια τέτοια διαπίστωση, συνιστά το ποίημα «Κυρία» του Γκιγιέν, μέσω του οποίου εκπέμπεται μια απειλή διαχρονική, κοινωνική, ικανή να σταθεί και με τρόπο αντίστροφο, καθιστώντας την τέχνη του ποιητή εξαιρετική και θαυμάσια, καθώς κατορθώνει να διαθέσει στο σύμβολο τη δυναμική ενός υποκειμενισμού, μιας κατάστασης η οποία δεν παγιώνεται, δεν αντικειμενοποιείται δίχως ορίζοντα μεταβολής. Τούτο σε επίπεδο τεχνικό θα λέγαμε, λαμπραίνει ακόμη περισσότερο το έργο του Νικολά Γκιγιέν.
Ο Κουβανός ποιητής καυτηριάζει τη σύγχρονη πραγματικότητα, την αυθαίρετη κρίση των γεγονότων και των πραγμάτων. Μες στα όρια του «Μεγάλου Ζωολογικού Κήπου» χωρούν όλες οι εκτιμήσεις, όλες οι υπάρξεις. Ακόμη, κάθε αυθαιρεσία καθίσταται αποδεκτή στον «κήπο» του κόσμου, εφόσον δεν θίγει την αυστηρή τήρηση των στρεβλών θεσμών. Ο Γκιγιέν μιλά για θεσμούς, οι οποίοι επιδιώκουν να παγιωθούν, εμπεριέχοντας το στοιχείο του «αυτόκλητου». Ως τέτοιοι επιδιώκουν να επιβάλουν την ενδεχόμενη παγίωσή τους, διαμορφώνοντας την τρέχουσα πραγματικότητα, δίχως να μπορούν να αντιστρέψουν τη σκληρότητα ετούτου του κόσμου, αυτήν η οποία εκδηλώνεται με τις «δίδυμες αδελφές», την πείνα και τη δίψα, απειλές οι οποίες αφορούν ολόκληρη την παγκόσμια κοινωνία. Η κριτική του Νικολά Γκιγιέν δεν κατέχει μια πολιτική καταγωγή, μα καθίσταται ανθρωπιστική, ένας λόγος ικανός να εκφράσει τις παγκόσμιες, καθολικές απειλές.  Ο Γκιγιέν δεν παύει να στέκει ευθύς εμπρός στην πραγματικότητα, αποδίδοντας στον ίδιο τον άνθρωπο το γέννημα και την προοπτική της διάψευσης αυτών των απειλών. Διότι καθώς η πείνα «σκέφτεται σαν άνθρωπος», εκφράζει ο ποιητής την πεποίθηση πως η ίδια η κοινωνία, σε κάθε τόπο και εποχή, με τρόπο ανάλογο ανέχεται και συντηρεί τη δεινότητα, το μέγεθος των πιο απειλητικών καταστάσεων.
Καθώς το σχέδιο του «Κήπου» εξελίσσεται ο ποιητής αντικρίζει την «τίγρη» των καιρών μας, γέννημα του κακού, του φθόνου, της αδικίας, του πολέμου, τους ακραίου, ακόμα έρωτα. Μες στους μυριάδες περιορισμούς του ο άνθρωπος εμποτίζεται με οργή, απομονώνεται, δίνεται με πάθος στα λάθη και τις ακοίμητες τροπές του, τις τόσο επικίνδυνες, κάποτε σκορπά μαζί με τις ρίζες και τις αρχές του, σε έναν βαθμό ολοκληρωτικό. Ο άνθρωπος διαφοροποιείται, αναλώνεται μες στον τζοϋσικό εφιάλτη της ιστορίας. Ο κυκλώνας της προηγούμενης αναφοράς μας, κουβαλά μες στη δίνη του τα ανθρώπινα αμαρτήματα, τις ανεπάρκειες, τα κορυφαία και επαναλαμβανόμενα λάθη του είδους μας. Ο Γκιγιέν δεν συνιστά παρά έναν παρατηρητή του παρόντος, έναν άνθρωπο υποψιασμένο, ο οποίος εκτίμησε την ομορφιά ετούτου του κόσμου και την τραχύτητά του και κρατιέται από τις πιο βαθιές αρχές του προκειμένου να εννοήσει ετούτη την πραγματικότητα, της βίαιης και αναπόδραστης έντασης. Αρκεί μια φευγαλέα ματιά στα είδη, τα οποία φιλοξενούνται στον «Κήπο» για να αποκωδικοποιηθεί η τρομερή βάσανος των εθνικών διαφορών, μιας υπνωτικής απομόνωσης, του περιθωρίου, το οποίο καθίσταται ανεκτό και με τρόπο φυσικό θα «δώσει» κάποτε και εκείνο τη βία, προσδίδοντας στον σύγχρονο άνθρωπο μια ευνουχισμένη, πνευματική υπόσταση, κατώτερη από τις ουτοπικές προσδοκίες ή τον απλό κόπο για έναν κατώτερο κόσμο. Η αναγέννηση του πνεύματος, -ο Γκιγιέν το διαπιστώνει-, συνιστά ένα αδύνατο γεγονός, μια φανταστική επιίδιωξη. Οι άνθρωποι δεν μπορούν παρά να φορτώσουν στις βάρκες του τις στάχτες της ελπίδας.
Μες στο έργο του Γκιγιέν ενυπάρχει η σύγχρονη εποχή των πλαστών ονείρων και των θορύβων. Οι μορφές των αναφορών του δεν συνιστούν παρά αφορμές για την παράθεση των πιο καίριων χαρακτηριστικών μιας διάφανα και ισχυρά πλαστικοποιημένες εποχής. Ο λόγος του Νικολά Γκιγιέν καθίσταται προφητικός, οι διαπιστώσεις του «ευαγγελικές», στοχευμένες και περιεκτικές. Στα πλαίσια αυτά ο ποιητής αρθρώνει την κριτική απέναντι στις αριστερές πρακτικές και τις σχετικές ιδεολογίες, σαφώς με αφορμή την πολιτική πραγματικότητα της επαναστατικής Κούβας. Η τροφοδοσία της δημιουργικής σκέψης, το τόνωμα της σχετιζόμενης επιχειρηματολογίας, για μια αναμορφωμένη, αριστερή ιδεολογία, σύμφωνη με τις απαιτήσεις ολόκληρης της ανθρωπότητας συνιστούν το αντικείμενο μιας προσέγγισης, υπό όρους δικαίου, τέτοιας ώστε να υπάρχει η αναζωπύρωση της ιδεολογικής και θεωρητικής βάσης της σοσιαλιστικής συλλογιστικής και πρακτικής. Ο Γκιγιέν αποστρέφεται το δογματισμό, μια στάση ανημποριάς, η οποία δεν επιτρέπει στην παγκόσμια κοινωνία να υπερκεράσει τις περιχαρακώσεις και να καταστήσει ευρύτερο τον ορίζοντας της εφαρμογής των πιο ανθρωπιστικών θεωρήσεων.
Ηρωισμός και κυνισμός συνυπάρχουν μες στον «Κήπο» του Νικολά Γκιγιέν. Με τούτο τον τρόπο, επιτρέπει στον άνθρωπο να διακρίνει ξεκάθαρο το νόημα, ενώ εξασφαλίζει σε έναν καλώς εννοούμενο διδακτισμό την ευκαιρία να υποκαταστήσει τον υποκειμενισμό. Το θάρρος, η ευρηματικότητα των πιο ανθρώπινων διεκδικήσεων συνιστά το μόνο αντίβαρο στην επικράτηση καιρών χαλεπών, στην επιβολή της θεώρησης της ίδιας της ατομικότητας, αποκλεισμένης, αποξενωμένης από μια ενσυνείδητη συλλογικότητα.
Οι δομές της σύγχρονης εξουσίας, το κράτος το οποίο συγκροτείται σε θέση αντιθετική προς τα αντικείμενα της αναφοράς του, η τέχνη, η ιδεολογία της αριστεράς, καταποντισμένη, ανεφάρμοστη, στρεβλή, προσδίδοντας πολιτική επιχειρηματολογία σε συγκεντρωτικά, αντιπνευματικά καθεστώτα, η βαθιά συνείδηση του κέρδους, η πείνα, η δίψα, τα περιθώρια. Όλα τούτα συνιστούν είδη,τα οποία φιλοξενούνται μες στον «Μεγάλο Ζωολογικό Κήπο.» Η αναπόφευκτη σύνθεση ετούτο του «Κήπου» θα συγκεντρώνει πάντοτε είδη ετερόκλητα, ανομοιογενή, εχθρικά, άξια να επιζούν στο κλουβί και πάλι άλλα, που απέμειναν αποκλεισμένα μες στις περιχαρακώσεις και έτσι υποκύπτουν στην εξάντλησή τους. Η αναφορά στον τόπο του, την Κούβα δεν αποτελεί παρά μια αφορμή, με πολιτικές προεκτάσεις, καθώς ένας άνθρωπος, με κριτική σκέψη, είναι ικανός να διακρίνει τη διάψευση ενός επαναστατικού, σοσιαλιστικού οράματος, στην κορυφή του οποίου δεν στέκει παρά το συμφέρον, ο δογματισμός. Η σαρκοβόρα εποχή μας δεν επιτρέπει στα πιο αδύναμα είδη να υπάρξουν. Οι καιροί είναι σκληροί και η εποχή μας δεν μπορεί να τελειώσει με μια θαρραλέα σκέψη, με ένα τόλμημα, καθώς το ίδιο το σύστημα, απρόσωπο και αφιλόξενο, διατηρεί τη δυνατότητα πάντοτε να αναρρώνει από όλους τους κλονισμούς του, ακόμα και τους πιο ισχυρούς. Ο Νικολά Γκιγιέν είναι ένας διαχρονικός ποιητής, ο οποίος κερδίζει τούτο τον τίτλο καθώς συνέλαβε, καθώς φαίνεται ένα αίσθημα, το οποίο υπερβαίνει την εποχή του και καθίσταται ανθρώπινο, βαθύ και ανερμήνευτο. Ίσως για τούτο περιορίζεται μόνο στην περιγραφή του.
Ο Αλέξης Μινωτής, αναφερόμενος στον «Οιδίποδα» σημείωσε για τον τραγικό ήρωα πως δεν συνιστά παρά «έναν Θεό που γυρεύει το σπίτι του.» Με τούτη την έκφραση θα κλείσει ετούτο το έχον την πρόθεση να αποκαλύψει ένα μέρος της ποιητικής πραγματικότητας του Νικοά Γκιγιέν, κείμενο. Διότι αλλιώς δεν θα μπορούσε κανείς να το περιγράψει. Μες στον «Κήπο» του Γκιγιέν, λοιπόν, ο άνθρωπος αντικρίζει το ολέθριο παρελθόν του, τις επίκαιρες απειλές, γυρεύοντας πάντα την αρχαία, εκείνη τρυφερότητα που τόσο αρμόζει στο είδος και τις δυνατές κορυφές του. Οι επιδιώξεις του ετούτες είναι το μόνο καταφύγιο, τους καιρούς αυτούς, που χειροκροτούνται πράγματα, όπως ηφωτιά. Η παραδοχή του Γκιγιέν συνιστά θάρρος, σπουδαίου δημιουργού και ανθρώπου, μεγέθους αναλόγου.