«ΓΝΗΣΙΟΣ ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΤΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ»

24grammata.com/ ιστορία της Λογοτεχνίας

το β΄μέρος του αφιερώματος στον Δημήτρη Λιαντίνη

Την προηγούμενη εβδομάδα (23/09/2012) είχαμε προαναγγείλει την απαρχή ενός δημόσιου διαλόγου για τον Δημήτρη Λιαντίνη. Δεχτήκαμε πολλά ηλεμηνύματα  ανθρώπων που δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τον Δημήτρη Λιαντίνη αλλά δυστυχώς είναι υβριστικά και ατεκμηρίωτα (ορισμένα αγγίζουν και τα όρια της χυδαιότητας) και για αυτό δεν μπορούν να αναδημοσιευτούν από το 24grammata.com ( μπορείτε να τα διαβάσετε αλλού, το διαδίκτυο, δυστυχώς, είναι γεμάτο από υβριστικούς ιστότοπους). Συνεχίζουμε με το αφιέρωμα του Απόστολου Θηβαίου και αναμένουμε και την αντίθετη γνώμη, αρκεί να μη σπιλώνει τη μνήμη του Λιαντίνη ή την υπόληψη των υποστηρικτών του)

γράφει ο  Απόστολος Θηβαίος
Ο όρος αναλύθηκε ποικιλοτρόπως, εξαντλήθη, προσδιορίστηκε, με τρόπο τέτοιο ώστε κανείς να μπορεί να πει πως η ερμηνεία του κερδίστηκε περισσότερο από την ανθρώπινη εξήγηση παρά από το ειδικό του περιεχόμενο. Μα τα όρια του δεν κρίθηκαν ποτέ επαρκή. Η κριτική εκτίμησε με σαφήνεια πως περισσότεροι από τους πιο αντιπροσωπευτικούς του ρεύματος ενέδωσαν αθέλητα ή ηθελημένα στη νέα αυτή τάση, την τελευταία, καλλιτεχνική καθολικότητα της εποχής μας. Άνθρωποι που εξέφρασαν έναν ολοφάνερο ρεαλισμό, αποδείχτηκε πως κάποτε ξεπέρασαν κατά πολύ τα όρια της πραγματικής τους τέχνης και υπέκυψαν στην πρόθεση, τη σεμνή μα τόσο ισχυρή φιλοδοξία για να ξεπεραστούν τα «ιδωμένα», τα απτά. Με τρόπο τέτοιο, δημιουργοί όπως ο Καζαντζάκης, ο σπουδαίος αυτός Κρητικός, για να επιστρατεύσουμε ένα σαφές παράδειγμα υπερίπτανται των κοινά παραδεκτών ορίων, της φιλοσοφίας της ίδιας και με όλη τους τη θέρμη υποκύπτουν στο βάθος του κόσμου με ένα ζήλο, καθώς εκείνος των παιδιών, στις τρυφερές, ανθρώπινες εποχές.
Επικράτησε, είτε από την επιβλητική παρότρυνση της κριτικής, ο Εμπειρίκος, ο Ελύτης, ο Εγγονόπουλος, ο Κάλλας και άλλοι τους οποίους μόνο για λόγους μιας απαράδεκτης επιλησμοσύνης δεν συμπεριλαμβάνω σε τούτη τη σειρά, να αποτελούν δίχως αμφιβολία τους πιο γνήσιους φορείς ενός ιδιαίτερα δυναμικού ρεύματος. Η ελευθερία στις φόρμες, τις ιδέες, ο πανερωτισμός απέναντι στον κόσμο των ανθρώπων και των πραγμάτων, το πάθος για τη ζωή, το φως, που τυχαίνει να διαπρέπει σε τούτο τον τόπο, ως ελληνικό και αξεπέραστο, συνιστούν μερικά από τα πιο καίρια χαρακτηριστικά του υπερρεαλιστικού κινήματος. Ετούτο το τελευταίο θα εμπλουτιστεί με στοιχεία εντόπια, αποκρυσταλλώνοντας ένα συμπαγές και παρορμητικό κίνημα, του οποίου τους καρπούς θα δρέππουμε για καιρό συνεχή. Η λογοτεχνική όμως σύμπνοια, όλων των παραπάνω με τις επιταγές του ρεύματος του υπερρεαλισμού, σπάνια επεκτάθηκε και σε ζητήματα ζωής πραγματικής, με την ιδιότητα ετούτη να αποδίδεται, όχι λόγω της ανεπάρκειας της τέχνης, μα εξαιτίας μιας κατά πλειοψηφίαν αποδοχής. Οι δημιουργοί αυτοί, παρουσίασαν μια ποίηση κορυφαία, πολλές φορές ξεπέρασαν τις πνευματικές προσδοκίες μας, κατέθεσαν μια δημιουργία φιλόδοξη, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο ειλικρινή,  μα πάντα εσωτερική, υπαρξιακή, απαντώντας με μια λαμπρή κατάφαση, σε εκείνη την πετυχημένη επισήμανση που πραγματοποιεί ο Γιάννης Δάλλας στη μελέτη του για τον Αναγνωστάκη, υποπτευόμενος μια σαφώς πιο αληθινή καταγραφή της ιστορίας, διά μέσου της υπαρξιακής παθολογίας του είδους μας.
Ο βίος τους όμως, παρέμεινε συνεπής. Όχι πως τούτο είναι κακό ή απευφκτέο. Μα ακόμα και οι ίδιοι μοιάζουν να ολιγορούν απέναντι στα πιο βαθιά καλέσματα, ικανοποιώντας κατά το ελάχιστον, την ανομολόγητη φιλοδοξία τους με μια ποιητική απόπειρα. Οι κορυφαίοι εκπρόσωποι του ελληνικού υπερρεαλισμού, κόμισαν στην τέχνη, όπως και ο Αλεξανδρινός, ιδέες και αισθήματα, μα τούτο μοιάζει μια ελάχιστη τιμή στην υψηλή τους πρόθεση. Ο βίος τους εξαντλήθηκε μαζί με την έμπνευσή τους. Η τελευταία δανείστηκε στους επιγόνους, «γέννησε» και έθρεψε κατά το μέγιστον τη μετέπειτα, ποιητική δημιουργία. Σαφώς και δεν υποννοείται εδώ πως θα έπρεπε να ενδώσουν σε εκείνες τις παλινωδίες, τις οποίες υποννοεί ο Βρεττανός, δοκιμιογράφος Στήβενσον, δεκαετίες πριν τη γέννηση του πιο γνήσιου μοντερνισμού. Μα υπάρχει τελικά μια ουσία υψηλότερη, αρτιότερη, σε αυτήν οδηγεί η ποίηση, ετούτο ίσως να υποπτεύθηκαν οι ποιητές μας και εξαντλήθηκαν μες στην ποίηση, φοβούμενοι τα λυμμένα πάθη, τη λυμμένη γλώσσα, υποσκάπτοντας πολλές φορές τους θεσμούς, δίχως όμως να τους ξεπερνούν. «Η ποίηση μας αποκαλύπτει σκέψεις αστραπιαίες σε ένα σύμπαν ανυποψίαστο», διατύπωσε ο Άγγελος Τερζάκης στη δοκιμιογραφία του, την τόσο γόνιμη. Ετούτο το «ανυποψίαστο», λοιπόν εστερνίστηκαν οι ποιητές αυτοί, θωρώντας τον καλλιτεχνικό υπερρεαλισμό ως ένα ακραίο όριο των όσων φαντάστηκαν.
Δεν αναιρεί κανείς, πόσο μάλλον ένας ερασιτέχνης μελετητής την προσφορά των αναφερόμενων δημιουργών μας. Ετούτο θα ήταν ύβρις και οι θεοί μισούν, απεχθάνονται τούτη τη στάση, οι τραγικές μορφές, που με τέτοια κάθετη τομή παρουσιάστηκαν από το αρχαίο θέατρο  επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Μα πρέπει κανείς, με τέτοια λαμπρά παραδείγματα να συγκρίνει άλλες, σπάνιες περιπτώσεις, ώστε αυτές οι τελευταίες να αναδειχτούν, να φανεί με άλλα λόγια το ανεξερεύνητο και απρόσιτο μεγαλείο τους. Τέτοιος να θεωρηθεί ο Δημήτρης Λιαντίνης, τέτοια η παρατηρητικότητα για την πραγματικότητα, τέτοιο το ξεπέρασμά της, τέτοια αιρετική η τοποθέτησή του απέναντι στο φαινόμενο του σύγχρονου ελληνισμού, του οποίου τον καταποντισμό διαπιστώνουμε σήμερα, αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες ενός προδιαγεγραμμένου σφαγείου. «Η ποίηση συνιστά τη διαμαρτυρία για το θάνατο.» Τούτο ομολόγησε ο Εγγονόπουλος. Ο Λιαντίνης όμως δεν περιχαρακώθηκε στο αιώνιο τούτο ζήτημα. Το ξεπέρασε, πρότεινε να βιωθεί με την ομορφιά του νεαρού θεού Ύπνου, καθώς πλαστικός, εύμορφος προσωποποιεί μια άλλη, τρυφερότερη ερμηνεία της απώλειας. Μπορούμε πια να το παραδεχτούμε. Ο Δημήτρης Λιαντίνης στάθηκε υπερρεαλιστής, με την πιο γνήσια και κυριολεκτική έννοια ενός καλλιτεχνικά ιδωμένου, ως σήμερα όρου. Σαν να λέμε, πως δικαίωσε την ετυμολογία, τη γλώσσα και τη φιλοδοξία την ίδια.