Η Λυρική Ποίηση ως Μουσική Παιδεία[1]

24grammata.com/ αρχαιότητα

L.P.Dafnomil, Ι.Ν. Καζάζης

Πρώτες διακρίσεις
Με τον όρο “Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση” εννοούμε εκείνη την ποιητική παραγωγή από το 650 έως το 450 π.Χ., η οποία δεν εμπίπτει στην περιοχή ούτε της Επικής ούτε της Δραματικής ποίησης. Έπος, Λυρική Ποίηση και Δράμα είναι τα τρία γένη της κάθε ποίησης, από την εποχή που τα όρισε ο Goethe και τα καθιέρωσε ο πρώτος νεότερος ιστορικός της αρχαίας ποίησης, ο FriedrichSchlegel στα τέλη του 18ου αιώνα[2].

Ειδικότερα, ο όρος Λυρική ή Μελική Ποίηση περιλαμβάνει τόσο την “κυρίως Λυρική Ποίηση”, όσο και την “ευρύτερη Λυρική Ποίηση”: η πρώτη είναι ποίηση με χαρακτήρα περισσότερο τραγουδιστικό, με τα δικά της μέτρα και τα δικά της θέματα: άλλοτε μονωδική (απλό και συνήθως βραχύ άσμα για μία φωνή) και χορική (επιβλητική ορχηστρική εκτέλεση μακρού άσματος)· ενώ η δεύτερη, η ευρύτερη Λυρική Ποίηση, είναι ποίηση από την κατασκευή της αφηγηματικότερη, που σε απαγγελία recitativo εξιστορεί μια ιστορία αποτελούμενη από γεγονότα μυθικά ή μη: διακρίνουμε τον Ίαμβο και την Ελεγεία. Ειδικό μουσικό όργανο συνοδεύει καθένα από τα είδη αυτά της Λυρικής Ποίησης.

Από τους 100.000 στίχους αρχαϊκής λυρικής ποίησης, τους οποίους πρέπει να είχαν συλλέξει οι αλεξανδρινοί φιλόλογοι, σώζονται σήμερα μόνον λίγες εκατοντάδες ―στίχοι συχνά μεμονωμένοι, αποσπασματικοί και εκτός συμφραζομένων. Και θα ήταν απελπιστικό το εγχείρημα της αποκατάστασης ποιημάτων και νοημάτων, αν δεν συνέβαινε τα κείμενα αυτά να είναι τέχνη σοφή: Με τα λόγια σπουδαίου ξένου μελετητή: «Το εγχείρημα της μελέτης των μικροσκοπικών θραυσμάτων της λυρικής ποίησης θα ήταν καταδικασμένο σε αποτυχία, αν δεν συνέβαινε οι πρώιμοι αυτοί τεχνίτες να έχουν συνθέσει με τόση προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια, ώστε και τα ελάχιστα απομεινάρια τους να φέρουν μιαν αναγνωρίσιμη σφραγίδα. Ούτε ένας στίχος δεν είναι ξεκάρφωτος ή χωρίς προσωπικό χαρακτήρα, και συνεπώς μπορείς να συναγάγεις τα ουσιώδη και από το μικροσκοπικότερο σπάραγμα» (Hermann Fränkel).

Προπάντων πρέπει να αποφεύγουμε το συνηθισμένο λάθος την αρχαία Λυρική Ποίηση ―που ανέκαθεν συνθλιβόταν στον ρόλο του φτωχού συγγενή μεταξύ του επιβλητικού έπους της ώριμης γεωμετρικής εποχής και της συγκλονιστικής τραγωδίας των κλασικών χρόνων― να την αντιμετωπίζουμε ως ελαφρά θεματική για το κρασί, τη φύση, τον έρωτα και τον θάνατο, που έχει τάχα λίγα πράγματα να πει για τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου, ως ατομικού ή και ως συλλογικού όντος. Γιατί η αρχαία λυρική ποίηση εξαρχής βρέθηκε σε διαρκή διάλογο με το έπος, την παρακαταθήκη των μεγάλων αξιών του αρχαίου κόσμου. Τον διάλογο αυτό τον άνοιξε με τρόπο όσο γινόταν προκλητικότερον ο Αρχίλοχος, ο γενάρχης της λυρικής ποίησης, αμφισβητώντας κεντρικές αξίες του επικού κοσμοειδώλου, σε μια εποχή ανοιχτών οριζόντων για τον ελληνισμό ―τότε που εξαπλωνόταν αποικιακά σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της αρχαίας υφηλίου και διαλεγόταν με πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση με τους γειτονικούς πολιτισμούς

Αξίζει τον κόπο να παρακολουθηθεί η διαρκής εξέλιξη του διαλόγου αυτού από την πρώιμη αμφισβήτηση έως την ώριμη σύνθεση των “επικών” αξιών που συντελείται στα τέλη της αρχαϊκής εποχής ―και παραπέρα ως την έκρηξη του τραγικού δράματος. Γιατί τάχα; ―από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον ή από την εύλογη περιέργεια των επιγόνων; Αν ισχυρίζομαι στον αποψινό τίτλο ότι η λυρική ποίηση είναι μουσική παιδεία,[3] είναι διότι: για τους αρχαίους όλα όσα τελούν υπό την προστασία των μουσών (ποίηση, γράμματα, τέχνες, ιστορία…) έχουν έναν κοινό παρονομαστή: και αυτός είναι ότι το αισθητικά “ωραίο” ―για την αρχαία αντίληψη― δεν τέρπει μόνον, αλλά και διδάσκει ταυτόχρονα και αναγκαστικά. Για την αρχαία αισθητική το τερπνόν δεν υπάρχει ποτέ μόνο του· είναι αξεχώριστα δεμένο με την (υπό την ευρεία έννοια) διδαχή.

Επειδή, λοιπόν, ο πυρήνας των “μουσικών τεχνών” (artes) για τους αρχαίους συνίσταται από αυτό ακριβώς που και εμείς σήμερα ονομάζουμε “μουσική”[4] γι’ αυτό μουσική και λυρική ποίηση μαζί βρέθηκαν στο επίκεντρο της παιδείας των αρχαίων, μιας παιδείας κατάλληλης για ελεύθερους ανθρώπους, με σχόλη δηλαδή στα χέρια τους, και απαλλαγμένους από τις βάναυσες τέχνες.[5] Στην αρχαϊκή εποχή, η ελεγεία και ο ίαμβος, αλλά και η μονωδική και η χορική ποίηση, εκτελούνταν σε συναθροίσεις δημόσιες, ενταγμένες σε περιστάσεις λατρευτικές, στρατιωτικές, αθλητικές και πολιτικές: λ.χ., ένα εμβατήριο (όπως ένας θούριος του Τυρταίου) έχει τη θέση του στη στρατιωτική ζωή·[6] ένα προσόδιο, που είναι υμνική σύνθεση, στην πορεία προς τους βωμούς των θεών· μια επίνικια εγκωμιαστική ωδή τιμούσε τη νίκη του τοπικού αθλητή που διακρίθηκε στους πανελλήνιους αγώνες κ.ο.κ.

Το συμπόσιο. Από όλα τα είδη της Λ.Π., η μονωδία ευνοείται προπάντων στο συμπόσιο. Το αρχαίο συμπόσιο δεν είναι ένα απλό “τσιμπούσι”. Θεσμός της αρχαίας ζωής οργανωμένος με κανονισμούς και με εθιμοτυπία, απαθανατίστηκε στον ομώνυμο πλατωνικό διάλογο: εκεί ο Πλάτωνας κάνει φανερό πόσο χαρακτηριστικό για την ανώτερη φύση και της λυρικής ποίησης είναι το ότι στο συμποσιακό περιβάλλον, πλάι στα έργα του Διονύσου και της Αφροδίτης, θέση ισότιμη κατείχαν οι “καλοί λόγοι” (οι σοβαρές συζητήσεις) και οι “ποιητικοί αγώνες”: οι συμπότες, ευπαίδευτα μέλη της αριστοκρατίας, ένας ένας με τη σειρά τους καλούνταν να αυτοσχεδιάσουν, και σε θεωρητικό λόγο και σε ποιητικό· ή, εάν στερούνταν δημιουργικού ταλέντου, έστω να εκτελέσουν μουσικές επιτυχίες γνωστών ποιητών της εποχής: Εξού και το γνωστό απόφθεγμα ἡ χωρὶς λόγων τράπεζα φάτνης οὐδὲν διαφέρει.

Οι δύο δεκάδες γνωστών και μαρτυρημένων ειδών και υποειδών αρχαϊκής λυρικής ποίησης επιτελούσαν καθένα τη δική του σταθερή λειτουργία εντός του καθιερωμένου λατρευτικού και κοινωνικού συστήματος. Μπροστά σε ακροατήριο. Γι’ αυτό και στις ιδιωτικότερες ακόμη στιγμές του ατόμου, όπως είναι ο γάμος, η γαμήλια ποίηση ή το γαμήλιο τραγούδι (δημώδες ή προσωπικό) ποτέ δεν είναι “εσωτερικό”. Το άτομο το ανέδειξε η αρχαιότητα, αλλά την καθαρά υποκειμενική εμπειρία την αποστρεφόταν (βλέπε τη σημασιολογική εξέλιξη του όρου “ιδιώτης”). Η απόσταση μεταξύ ατομικού και υποκειμενικού είναι, φυσικά, τεράστια. Γι’ αυτό, αν μια λέξη πρέπει να εξορκιστεί επιτέλους από το κριτικό λεξιλόγιό μας προκειμένου για την λυρική ποίηση των αρχαίων, αυτή είναι το επίθετο “υποκειμενικός” ―το οποίο σερβίρεται, σε αντιδιαστολή τάχα προς το έπος, που μαθαίναμε κάποτε στο σχολείο ότι ήταν ποίηση . . . αντικειμενική.

Τα προκαταρκτικά αυτά σχόλια σκοπό έχουν να αντιδιαστείλουν τη λειτουργία της αρχαϊκής ποίησης προς τη σημερινή παραγωγή και κατανάλωση της ποίησης, που γίνονται σε συνθήκες ατομικής μόνωσης για ιδιωτική απόλαυση (όπως συχνά και της ίδιας της μουσικής) ―γι’ αυτό και της εξωτερικής νοηματικής συνέχειας οι δεσμοί εμφανίζονται και αυτοί λυμένοι κατά βούληση―, και προϋποτίθενται απολύτως σε όλα όσα θα ακολουθήσουν.
Ι. Η ιδεολογική ανατροπή της λυρικής ποίησης

Θα επιστρέψω τώρα στον Αρχίλοχο, ποιητή ιαμβογράφο και ελεγειακό, που το ταλέντο του στη στιχουργική έχει αποσπάσει τον γενικό θαυμασμό από την αρχαιότητα ως σήμερα. Το ίδιο και η απροκάλυπτη προκλητικότητά του:

οὐ φιλέω μέγαν στρατηγὸν οὐδὲ διαπεπλιγμένον
οὐδὲ βοστρύχοισι γαῦρον οὐδ’ ὑπεξυρημένον,
ἀλλά μοι σμικρός τις εἴη καὶ περὶ κνήμας ἰδεῖν
ῥοικός, ἀσφαλέως βεβηκὼς ποσσί, καρδίης πλέως.

Δε μου αρέσει στρατηγός ψηλόκορμος με δρασκελιές μεγάλες,
να καμαρώνει για την κόμη τη βοστρυχωτή και το φιλάρεσκα ξυρισμένο γένι του.
Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, έστω και στραβοκάνης ―μόνο στα πόδια να πατά γερά και να το λέει η καρδιά του.
(απ. 114 W)

Ως γνωστόν, το επικό πρότυπο του ήρωα συμψηφίζει σε ένα και το αυτό πρόσωπο όλες τις αρετές κι όλες τις χάρες· ο επικός ήρωας είναι ωραίος και ανδρείος, δίκαιος και σοφός ανάμεσα στους ανθρώπους και ευσεβής απέναντι στους θεούς. Σύγκρινε την ομηρική περιγραφή του Αγαμέμνονα στην Ιλιάδα 3.167 και 169-170, όπως τον περιγράφει η Ελένη στον Πρίαμο: ὅς τις ὅδ’ ἐστὶν Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠΰς τε μέγας τε. (…) καλὸν δ’ οὕτω ἐγὼν οὔ πω ἴδον ὀφθαλμοῖσιν, οὐδ’ οὔτω γεραρόν· βασιλῆϊ γὰρ ἀνδρὶ ἔοικε.― ποιος είναι εκείνος ο αψηλόκορμος κι αρχοντικός Αργείος; … τόσον όμορφο τα μάτια μου δεν έχουν δει ποτέ τους· μηδέ και τόσο αλήθεια πέρφανο· (ρηγάρχης πρέπει νά ‘ναι)”. Στρατηγός, επομένως, με τη γενναιότητα του Αγαμέμνονα και τη δυσμορφία του Θερσίτη ―η υβριδική περίπτωση που περιγράφει ο Αρχίλοχος εδώ― είναι απολύτως αδιανόητη για τα ομηρικά μέτρα. Μέσα σε τέσσερις στίχους, ο ρηξικέλευθος λυρικός ποιητής αφαιρεί τον ακρογωνιαίο λίθο από το ηρωικό ιδεολογικό οικοδόμημα.

Αλλά ο Αρχίλοχος τολμά και το πιο ανήκουστο: εμφανίζει έναν στρατιώτη (ίσως και τον ίδιο του τον εαυτό, αν δεν πρόκειται για ποιητική persona) να μη διστάζει και την ασπίδα του ακόμη να πετάξει, αρκεί να σώσει το τομάρι του (απ. 5 W):

ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται, ἣν παρὰ θάμνωι,
ἔντος ἀμώμητον, κάλλιπον οὐκ ἐθέλων·
αὐτὸν δ’ ἐξεσάωσα, τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη;
ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.

Κάποιος βάρβαρος θα καμαρώνει τώρα με την ασπίδα
που αθέλητά μου εγκατέλειψα στο θάμνο, όπλο αψεγάδιαστο.
Το κεφάλι μου όμως το γλίτωσα. Τι με μέλει εκείνη η ασπίδα;
ας πάει στα κομμάτια! Μιαν άλλη θ’ αποχτήσω γρήγορα
―πολύ καλύτερη απ’ αυτήν.

Η μείζων επική αντίληψη που υπονομεύεται εδώ αφορά στο κλέος, τον μόνον τρόπο να ζει και να πεθαίνει ο ανώτερος άνθρωπος. Τις πράξεις και τις σκέψεις του επικού ήρωα σ’ αυτή τη ζωή τις καθοδηγεί πάνω απ’ όλα ο πόθος της υστεροφημίας. Αυτήν προβάλλει το έπος για την αιωνιότητα, ψάλλοντας τα κλέα ἀνδρῶν. Αντίθετα, ρίψασπις εδώ ο Αρχίλοχος δηλώνει την απροκάλυπτη αδιαφορία του. Σ’ ένα άλλο μάλιστα απόσπασμά του, το 133 W(οὔτις αἰδοῖος μετ’ ἀστῶν οὐδὲ περίφημος θανὼν / γίνεται…), συμπληρώνει ρητά την περιφρόνηση που τρέφει για την όποια μετά θάνατον υστεροφημία : Η ζωή είναι η μόνη αξία.

Η δεύτερη μεγάλη λυρική ανατροπή πιστώνεται στη Σαπφώ, την ποιήτρια του έρωτα (απ. 195 Ρ), στην ακμαία τώρα εποχή του αρχαϊκού λυρισμού:

οἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων,
οἰ δὲ νάων φαῖσ’ ἐπὶ γᾶν μέλαιναν
ἔμμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν’ ὄτ-
τω τις ἔραται·

πάγχυ δ’ εὔμαρες σύνετον πόησαι
πάντι τοῦτ’, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος ἀνθρώπων Ἐλένα τὸν ἄνδρα
τὰν πανάριστον

καλλίποισ’ ἔβα ‘ς Τροΐαν πλέοισα
κωὐδὲ παῖδος οὐδὲ φίλων τοκήων
πάμπαν ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ’ αὔταν
. . . . . . .σαν

. . . . . .αμπτον γὰρ. . . . . .
. . . . . . κούφως τ . . . . . .
με νῦν Ἀνακτορίας ὀνέμναι-
σ’ οὐ παρεοίσας,

τᾶς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα καὶ πανόπλοις
πεσδομάχεντας.

Μερικοί λένε ότι το λαμπρότερο πράμα
πάνω στη μαύρη γης είναι ένας στρατός ιππέων,
κι άλλοι ένας στρατός πεζών ―εγώ όμως λέω
πως το λαμπρότερο είναι ό,τι λάχει ν’ αγαπά
καθείς.

Και τούτο γίνεται πολύ εύκολα κατανοητό
στους πάντες. Λόγου χάριν, εκείνη που ξεπέρασε κάθε άλλο πλάσμα στην ομορφιά, η περίφημη Ελένη, εγκατέλειψε τον άντρα της, άρχοντα στους άρχοντες,
κι έκαμε πανιά για την Τροία, χωρίς να νοιαστεί για την κόρη της ή για τους αγαπημένους της γονείς ―η Κύπριδα την ξεστράτισε αιφνιδιαστικά·

κι εύκολα την έπεισε … και αλαφρά… όπως τώρα μου θύμισε την Ανακτορία που λείπει στην ξενιτιά.

Το αγαπημένο της το βήμα θα προτιμούσα να ‘βλεπα εγώ, και τη λαμπρή ακτινοβολία του προσώπου της, παρά τα άρματα όλα των Λυδών κι όλους τους πολεμιστές του κόσμου να μάχονται πάνοπλοι και πεζοί.

Εδώ η ανατροπή παίρνει τη μορφή της ριζικής σχετικοποίησης των πάντων. Το ποίημα έχει τη μορφή συλλογισμού: μια θέση διατυπώνεται με γενικό τρόπο, και στη συνέχεια εξεικονίζεται με δύο παραδείγματα: ένα ένδοξο και μυθικό και ένα άλλο ατομικό και προσωπικό· κλείνει, κυκλικά, με την συμπερίληψη των περιεχομένων της πρώτης στροφής στην τελευταία. Από το γενικό, λοιπόν, στο ειδικό: μια λογική παραγωγή. ―Να σημειωθεί ότι για την αρχαϊκή σκέψη των αρχαίων (που λειτουργεί με πρώτη ύλη τα μυθικά παραδείγματα, με αφηγήματα για τις πράξεις των θεών και των θεϊκής καταγωγής ηρώων), το μυθικό συμβάν έχει την ίδια αποδεικτική αξία που επρόκειτο να αποκτήσει από τον 4ο αιώνα και εφεξής η αφηρημένη αριστοτελική λογική. Πολύ όμως σημαντικό φαινόμενο (χαρακτηριστικό της εποχής!) θεωρούμε την εκμέρους της ποιήτριας προσγραφή αποδεικτικής αξίας ίσης με το καθιερωμένο μυθικό παράδειγμα σε συμβάντα παρμένα από τη ζωή των κοινών θνητών! Και μόνη η εισδοχή στον ίδιο αποδεικτικό συλλογισμό ενός δεδομένου που αφορά στον κοινό άνθρωπο δείχνει σε ποια περιωπή έχει ανέλθει το άτομο την αρχαϊκή εποχή.

Ακόμη σημαντικότερο, φυσικά, είναι ότι εδώ οι ως τώρα αμετακίνητες αξίες του έπους έχουν οριστικά παραμεριστεί ―εις δόξαν του έρωτα, και μάλιστα στην πιο υποκειμενική εκδοχή του, ο οποίος αναδείχνεται σε ύψιστο μέτρο της ηθικής. ―Κατά πρόληψη, ασφαλώς, της περίφημης ρήσης του σοφιστή Πρωταγόρα, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος γίνεται μέτρον χρημάτων. Και δεν ήταν αυτή ο πρώτη φορά που η Λυρική Ποίηση προλαμβάνει κατακτήσεις της φιλοσοφικής σκέψης: είναι βεβαιωμένο ότι παράλληλα κινούνται ο ποιητής Σιμωνίδης και ο φιλόσοφος Ξενοφάνης· ο Πίνδαρος και ο Ηράκλειτος· και ο Σόλωνας και οι Αναξίμανδρος και Αναξιμένης . . . .

Θα μπορούσαμε και θα έπρεπε να μιλήσουμε πολύ περισσότερο για την ιδεολογική αξία της Λυρικής Ποίησης, η οποία την καθιστά ανάγνωσμα παιδευτικό και σήμερα ακόμη εντός και εκτός -προπάντων- του σχολείου. Και στην πιο σύντομη ωστόσο σχετική συζήτηση δεν θα μπορούσε να παραλειφθεί το έξοχο ποίημα 111 Ρ του Αλκαίου:

Ὠς λόγος, κάκων ἄχος, Ὦλεν’, ἔργων
Περράμωι καὶ παῖσι φίλοισ’ ἔπηλθεν
ἐκ σέθεν πίκρον, πύρι δ’ ὤλεσε Ζεῦς
Ἴλιον ἴραν.
οὐ τεαύταν Αἰακίδαις ἄγαυος
πάντας ἐς γάμον μάκαρας καλέσσαις
ἄγετ’ ἐκ Νήρηος ἔλων μελάθρων
πάρθενον ἄβραν
ἐς δόμον Χέρρωνος· ἔλυσε δ’ ἄγνας
ζῶμα παρθένω· φιλότας δ’ ἔθαλε
Πήλεος και Νηρεΐδων ἀρίστας.
ἐς δ’ ἐνίαυτον
παῖδα γέννατ’ αἰμιθέων φέριστον,
ὄλβιον ξάνθαν ἐλάτηρα πώλων·
οἰ δ’ ἀπώλοντ’ ἀμφ’ Ἐλέναι Φρύγες τε
καὶ πόλις αὔτων.

Όπως λέει η παράδοση, πικρή συμφορά βρήκε κάποτε, για τα δικά σου, Ελένη, τ’ άνομα καμώματα, τον Πρίαμο και τους γιους του, κι ο Δίας αφάνισε το ιερό Ίλιο μέσα στις φλόγες.

Πόσο διαφορετική ήταν η νέα που πήρε γυναίκα του ο περήφανος γιος του Αιακού, και, ενώπιον όλων των μακάριων θεών που κλήθηκαν στον γάμο του, την οδήγησε, αβρή παρθένα, απ’ του Νηρέα το παλάτι στου Χείρωνα τ΄ αρχοντικό.

Εκεί έλυσε τη ζώνη της αγνής νέας, κι ολοκληρώθηκε ο έρωτας του Πηλέα και της καλύτερης κόρης του Νηρέα. Πάνω στον χρόνο εκείνη του εγέννησε ένα γιο, δυνατό όσο κανένας άλλος ημίθεος, πανευτυχή καβαλάρη κατάξανθων αλόγων. ―Ενώ εκείνοι, οι Φρύγες και η πόλη τους, χαθήκανε για την Ελένη.

Το (τρωικό) έπος, υμνώντας τον πόλεμο, που αναδείχνει τον άντρα τον γενναίο, υμνεί αναπόφευκτα και την καταστροφή που συνεπάγεται η νίκη της μιας παράταξης εναντίον της αντίπαλής της· καταφάσκει, επομένως, το θανατικό και την καταστροφή. Αντίθετα, η Λυρική Ποίηση, τραγουδώντας τον γάμο και τον έρωτα, που γονιμοποιεί τη φύση και χαρίζει δια των απογόνων την αθανασία στον άνθρωπο (που τον ανεβάζει στη θεϊκή κατάσταση), καταφάσκει τη διαιώνιση του είδους και τη χαρά της ζωής ενγένει. Χωρίς ο ίδιος ο ποιητής να προβαίνει σε ρητή και άμεση σύγκριση μεταξύ των δύο ποιητικών κόσμων, με μόνη την αντιβολή και περιγραφή των δύο αντίπαλων ειδώλων (μυθικών πάλι) με τα οποία ασχολούνται αυτοί, αφήνει τον ακροατή να κρίνει ποιο ποιητικό γένος βγαίνει “νικητής” από τον ανταγωνισμό. Προφανώς, μαζί με τη ζωή, και η Λυρική Ποίηση ―κι όχι το ηρωικό έπος. Ποίημα γραμμένο όχι από κανένα ποιητή του έρωτα, αλλά από έναν βάρδο σαν τον Αλκαίο βαθύτατα πολιτικό, που έχει γράψει ενθουσιώδη “στασιωτική” ποίηση, για να παροτρύνει τους ομοϊδεάτες του να πάρουν τα όπλα εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων.

―Ιδού ο παιδευτικός ρόλος της “μουσικής” που αναδύεται από την ποίηση αυτή. Αν, τώρα, μεταφέρουμε τον προβληματισμό αυτής της πανάρχαιης ποίησης στα καθ’ ημάς, δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσουμε ιδιαίτερα γιατί ―στα χέρια ενός ικανού δασκάλου― όσα συλλαμβάνει το δίχτυ αυτής της ποίησης εξακολουθούν να ενδιαφέρουν μικρούς και μεγάλους ―αρκεί βέβαια να αποδώσουμε στην πράξη (και όχι μόνον ρητορικά) στα αρχαία του σχολείου τον παιδευτικό ρόλο τους ―για τον οποίο στην Ελλάδα πρακτικά επιδείχνουμε μάλλον δυσπιστία και αδιαφορία.
ΙΙ: Για τη φύση της λυρικής ποίησης γενικά

Αλλά, για να δικαιολογήσω πληρέστερα τον τίτλο μας, θέλω να σας οδηγήσω απόψε και σε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο, κεντρικό για την ουσία της Λ.Π. ―αρχαίας αλλά και νεότερης.

Η αναζήτηση αυτή δεν έχει να κάνει ούτε με συστηματικής και γραμματολογικής φύσεως διασαφήσεις, ούτε με το ιδεολογικό υπόστρωμα (στα οποία επέμεινα προηγουμένως), αλλά με ένα ζήτημα που μοιάζει εξωτερικά να είναι τεχνικής φύσεως, είναι όμως σε τελευταία ανάλυση βαθύτατα φιλοσοφικό, κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστο, και ως τέτοιο με απασχολεί και στην πανεπιστημιακή μου διδασκαλία. Αναφέρεται στην ίδια τη φύση της λυρικής ποίησης. Όπως σ’ όλα τα πράγματα, έτσι και στην ποίηση, είναι μεγάλος ο πειρασμός να αναχθούμε από τη δεδομένη κάθε φορά εμπειρική αφετηρία μας στο σημείο μηδέν της ποιητικής γραφής ―σε μια στιγμή πρωταρχή, από την οποία πρέπει, υποθετικά πάντα, να άρχισαν να πρωτοξετυλίγονται τα ποιητικά πράγματα.

Για να αντιμετωπίσουμε ένα τέτοιο ερώτημα με τρόπο καθαρά ελληνικό (που σημαίνει: δια της τεθλασμένης, δηλαδή αντιθέτοντάς το προς το “αντίθετό” του), θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε το ερώτημά μας αντιδιαστέλλοντας τη “λυρική” ποίηση από την “επική” ―και τούτο, ελπίζω να πεισθήκατε ύστερα από τα προηγούμενα, όχι για λόγους ακαδημαϊκής απλώς περιέργειας. Όχι μόνον, δηλαδή, γιατί πρόκειται για ιστορική διαπίστωση ότι έπος και λυρική ποίηση συνυπήρξαν πάντοτε (παλαιότερα υποστηριζόταν ότι το Έπος προηγείται και η Λ.Π. έπεται ―αλλά αυτό είναι μεγάλη και άγονη συζήτηση, που δεν φαίνεται να βγάζει πουθενά): αλλά κυρίως διότι υπάρχει σοβαρός εσωτερικός λόγος να κινηθούμε με τον τρόπο των αρχαίων διαλεκτικών, όπως τον επαναδιατύπωσε προπάντων ο εικοστός αιώνας δια του γλωσσολόγου Ferdinand de Saussure και τον χάρισε στις κοινωνικές και στις ανθρωπιστικές επιστήμες ―διαλεκτικά[7]

Ακούστε όσο γίνεται απροκατάληπτα το επόμενο παλαμικό οκτάστιχο (το 8ο από τις “Εκατό φωνές”):

Αγνάντια το παράθυρο· στο βάθος

ο ουρανός, όλο ουρανός, και τίποτ’ άλλο·

κι ανάμεσα, ουρανόζωστον ολόκληρο,

ψηλόλιγνο ένα κυπαρίσσι· τίποτ’ άλλο.

Και ή ξάστερος ο ουρανός ή μαύρος είναι,
στη χαρά του γλαυκού, στης τρικυμιάς το σάλο,
όμοια και πάντα αργολυγάει το κυπαρίσσι,
ήσυχο, ωραίο, απελπισμένο. Τίποτ’ άλλο.

Ακούστε, πλάι του, και τον αρχαίο Ίβυκο (266 P)

Ἦρι μὲν αἵ τε Κυδώνιαι
μηλίδες ἀρδόμεναι ῥοᾶν
ἐκ ποταμῶν, ἵνα Παρθένων
4 κῆπος ἀκήρατος, αἵ τ’ οἰνανθίδες
αὐξόμεναι σκιεροῖσιν ὑφ’ ἕρνεσιν
οἰναρέοις θαλέθοισιν· ἐμοί δ’ ἔρος
οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν.
8 +τε+ ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων
Θρηίκιος Βορέας
ἀΐσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέ-
αις μανίαισιν ἐρεμνὸς ἀθαμβὴς
12 ἐγκρατέως πεδόθεν +φυλάσσει+ [?τινάσσει] ἡμετέρας φρένας.

Την άνοιξη φουντώνουνε οι κυδωνιές,
νοτισμένες απ΄ τα τρεχούμενα ποτάμια,
στον άβατο τον κήπο των παρθένων·
φουντώνουνε και τ’ άνθη της κληματαριάς,
θεριεμένα κάτω απ΄ τα σκιερά κλωνάρια του κλήματος.
Για μένα όμως δεν υπάρχει εποχή
που να κοιμάται ο έρωτας.
Αλλά, σαν τον θρακιώτη το Βοριά,
φλεγόμενος από τις αστραπές
και πνέοντας από την Κύπριδα,
σκοτεινός κι αδιάντροπος,
μια τρέλα που μαραίνει τα πάντα,
καταλαμβάνει την καρδιά μου
και τη συγκλονίζει απ’ τα συθέμελά της.

Ποιος ο κοινός παρονομαστής μεταξύ των δύο αυτών ποιημάτων παρά την απόσταση των δυόμισι χιλιάδων χρόνων που τα χωρίζει, ελπίζω να φανεί μόλις διαβάσουμε ένα ποίημα με εντελώς άλλο βηματισμό. Οδύσσεια 9.39-47:

Ἰλιόθεν με φέρων ἄνεμος Κικόνεσσι πέλασσεν,
Ἰσμάρωι· ἔνθα δ’ ἐγὼ πόλιν ἔπραθον, ὤλεσα δ’ αὐτούς.
ἐκ πόλιος δ’ ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες
δασσάμεθ΄, ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης.
ἔνθ’ ἦ τοι μὲν ἐγὼ διερῷ ποδὶ φευγέμεν ἡμέας
ἠνώγεα, τοὶ δὲ μέγα νήπιοι οὐκ ἐπίθοντο.
ἔνθα δὲ πολλὸν μὲν μέθυ πίνετο, πολλὰ δε μῆλα
ἔσφαζον παρὰ θῖνα και εἰλίποδας ἕλικας βοῦς.
τόφρα δ’ ἄρ’ οἰχόμενοι Κίκονες Κικόνεσσι γεγώνευν,

Από το Ίλιο μας συνεπήρε ο άνεμος, μας έφερε στους Κίκονες, εκεί στον Ίσμαρο. Όπου την πόλη τους εγώ την πόρθησα, τους ίδιους τους αφάνισα. Κι από την πόλη αρπάξαμε γυναίκες και πολλά αγαθά, δίκαια τα μοιράσαμε, που φεύγοντας κανείς να μην αδικηθεί στη μοιρασιά. Κι αμέσως βήμα γρήγορο, να ξεκινήσουμε εγώ προστάζω, εκείνοι όμως οι μωροί δεν άκουσαν την προσταγή μου. Ξέμειναν και το ρίχνουν στο πολύ πιοτό, σφάζουν τα πρόβατα κοπαδιαστά και βόδια στ’ ακρογιάλι, με τα στριφτά τους κέρατα και το λοξό το βήμα. Τότε σκορπούν οι Κίκονες, φωνάζοντας τους άλλους Κίκονες

Είναι κοινοτοπία ότι το ανθρώπινο δίχτυ δεν συλλαμβάνει τα δεδομένα της εμπειρίας, (εξηγήθηκε από τον Καντ) ειμή μόνον εν Χώρω και Χρόνω. Αλλά δεν είναι καθόλου κοινότοπα τα εξαγόμενα που προκύπτουν όταν το χρησιμοποιούμενο μέσο έκφρασης είναι η ποίηση. Τότε η εξής διάκριση γίνεται εμφανής:

Κάποια ποιήματα συλλαμβάνουν τα πράγματα αποκλειστικά (ή σχεδόν αποκλειστικά) εν Χώρω: επιστρατεύουν ως γλωσσικές λαβίδες τα μέρη εκείνα του λόγου που ονομάζουμε ονοματικά: το επίθετο (που επι-τίθεται στο όνομα ουσιαστικό): με τη συλλογική αυτή λέξη εννοούμε την ίδια συντακτική λειτουργία που διεκπεραιώνεται με ποικίλα συντακτικά μέσα: με το απλό μονολεκτικό επίθετο· με την επιθετική μετοχή· με την αναφορική πρόταση (καθαρή ή αναφορικο-επιρρηματική)· με την παράθεση ή την επεξήγηση. Αλλά και με μια μεταφορική εικόνα ή, προπάντων, με την παρομοίωση. Τα ρήματα, σε τέτοια ποιητικά χωρία, χρησιμοποιούνται ασφαλώς, αλλά αυτά είναι ελάχιστα και τείνουν να είναι στατικής φύσης (όπως εκείνα που αποδίδουν καταστάσεις ―όπως τα: κοιμούμαι, νιώθω κ.τ.τ., και όχι δράσεις, όπως τα: πίνω, τρέχω κ.λπ.).

Στις περιπτώσεις αυτές, στις οποίες ανήκουν τα δύο πρώτα κείμενα που διάβασα προηγουμένως, η ποίηση σαρώνοντας τον χώρο “περιγράφει” ό,τι βλέπει: αφενός εικόνες εξωτερικές ως προς τον άνθρωπο (λ.χ. εικόνες της φύσης), και αφετέρου εικόνες του ανθρώπου, εσωτερικές (εικόνες των συναισθημάτων και των καταστάσεών του). Μπορεί μάλιστα στη συνέχεια (όπως συμβαίνει και εδώ) οι εξωτερικές εικόνες να εσωτερικεύονται και να συσχετίζουν τον εξωτερικό με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.

Αυτή είναι, κατά την υπόθεση, η “καθαρή” λειτουργία της Λυρικής Ποίησης: κατά βάση περιγραφική, σε αντιδιαστολή προς το Έπος ―και όποια επιγονική του μορφή στην ιστορική εξέλιξη των ποιητικών ειδών αντικατέστησε το αρχαίο έμμετρο έπος (όπως το μυθιστόρημα, λ.χ. στα νεότερα χρόνια), όπου χρησιμοποιείται κατά βάση η αφήγηση. Η αφήγηση είναι μια λειτουργία που στηρίζεται στην πυκνή χρήση των ρημάτων, διότι ο υπέρτατος νόμος εδώ είναι η διαδοχή των δράσεων εν Χρόνω (φέρων, πέλασσεν, ἔπραθον, ὤλεσα, λαβόντες, δασσάμεθα, ἠνώγεα, οὐκ ἐπίθοντο, πίνετο, ἔσφαζον, οἰχόμενοι, γεγώνευν κ.λπ. ―στο χωρίο από την Οδύσσεια). Το περιγραφικό βάθος στις περιπτώσεις ακραιφνούς αφήγησης είναι όσο γίνεται λιτότερο. Οι δύο ποιητικοί τρόποι που αντιτίθενται προς αλλήλους είναι ο “περιγραφικός” και ο “αφηγηματικός”. Γενικά, η ποίηση με τα μέσα του λόγου μοιάζει να μιμείται τη ζωγραφική, ή μάλλον να σφετερίζεται την περιοχή της: ut pictura poesis ισχυρίζονταν οι λατίνοι ακολουθώντας την πασίγνωστη ρήση του αρχαίου λυρικού Σιμωνίδη.

Υπάρχουν, μάλιστα, περίφημες αρχαίες ποιητικές “εκφράσεις”, (σχοινοτενείς μάλιστα κάποτε), καθαρά περιγραφικού χαρακτήρα, οι οποίες ανήκουν στις γνησιότερα λυρικές μορφές ποίησης. Αναφέρομαι πρόχειρα στην ασπίδα του Αχιλλέα στην Ιλιάδα, ενώ αφθονούν και σε ποιητές της βυζαντινής εποχής. Μία τέτοια περιγραφή ενσωματωμένη σε έμμετρο ποίημα του Μανασσή αφορά στην μυθική Ελένη, και είναι τόσο αφόρητα αναλυτική που υποχρέωσε τον Lessing να την αποκηρύξει μετά βδελυγμίας[8].
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Ανακεφαλαιώνω τα δεδομένα και τα επιμέρους συμπεράσματά μας. Προσπάθησα, στη λίγη ώρα μας, να δείξω ότι η αρχαία λυρική ποίηση είναι ποίηση που θέτει και επιχειρεί να λύσει ―πάντα μέσα από τα μονοπάτια του τερπνού― τα προβλήματα του ανθρώπου. Ότι λειτουργεί ως μια problem solving activity. Προσπάθησα, επίσης, να δείξω ότι η θητεία μας σ’ αυτήν μπορεί να μας μάθει να διαβάζουμε ευαίσθητα και υποψιασμένα, αναζητώντας και στη σύγχρονή μας “λυρική” ποίηση πτυχές από το βαθύτερο νόημα της ζωής μας, ατομικής και συλλογικής.

Αν έχω, τέλος, κάποιο δίκαιο στην αναγωγή και της αρχαιοελληνικής λυρικής ποίησης σε αρχέγονες ρίζες, ρίζες που ανιχνεύονται πέρα από τον ιστορικό χρόνο της αρχαίας μας γραμματείας, και σε ένα άχρονο σχεδόν παρελθόν ―τότε και η προσέγγισή μας των σημερινών που ψαύει αυτή την άχρονη αλήθεια πρέπει να εξηγεί το δέος που κάποτε μας γεμίζει το άκουσμα της κοσμικής μουσικής της. Σε τελευταία ανάλυση, η ίδια η ύπαρξη της ποίησης αποτελεί το μεγαλύτερο μάθημα. Και μπορεί να γίνει θεμέλιο μιας παιδείας αντάξιας του ανθρώπου.
ΒΑΣΙΚΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Τα αρχαία κείμενα βρίσκονται στις επόμενες εκδόσεις:

Τα αποσπάσματα της Ιαμβογραφίας και της Ελεγειακής ποίησης στο: M. L. West, Delectus ex iambis et elegis graecis, Οξφόρδη 1980
Τα αποσπάσματα της κυρίως λυρική ποίηση στο: D. L. Page, Lyrica graeca selecta, Οξφόρδη 1968
Νέα έκδοση ολοκληρωμένη, με αγγλική μετάφραση: David Campbell, Greek Lyric, τόμοι Ι-V, στην αμερικανική σειρά Loeb, 1982-93

Μελέτες για τη λυρική ποίηση που χρησιμοποίησα:

C. M. Bowra, Greek Lyric Poetry, Οξφ 2η έκδ. 1961· ελληνική μετάφραση από Ι. Ν. Καζάζη, τόμοι Ι-ΙΙ, Αθήνα: ΜΙΕΤ 1980-1982, επανειλημμένα ανατυπωμένο. Εξετάζονται οι κυρίως λυρικοί ή μελικοί ποιητές.
W. Jaeger, Paideia, The Ideals of Greek Culture, αγγλ. μετφρ. του γερμανικού κειμένου, Ν. Υόρκη 1943, επανειλημμ. ανατυπωμένο.
Hermann Fränkel, Dichtung und Philosophie des frühen Griechentums, N. Υόρκη 1951, 2η έκδ. Μόναχο 1961
Ν. Χ. Κονομής, Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση. Ανθολογία Ι. Χορική Ποίηση, Ηράκλειο 1991

Συνολική θεώρηση:

Ι. Ν. Καζάζης, Λυρική Ποίηση. Ο αρχαϊκός λυρισμός ως μουσική παιδεία. Τόμος Α’, Εισαγωγή, Ανθολόγιο & Δοκίμιο, Επίμετρο, Θεσσαλονίκη : Βάνιας 2000, με ανατυπώσεις.

1 Διάλεξη που δόθηκε στο πλαίσιο του ΙΣΤ’ Πνευματικού Μαΐου, στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, 14.06.07.

2 Friedrich Schlegel, Über das Studium der griechischen Poesie, 1797, Geschichte der Poesie der Griechen und Römer, 1798

3 Παιδεία: Βασικός άξονας ολόκληρης της αρχαίας σκέψης και γραμματείας, είτε ποιητικής είτε φιλοσοφικής είναι η διαμόρφωση του “ελληνικού χαρακτήρα”. Βλέπε το αξεπέραστο ακόμη βιβλίο του Werner Jaeger, Paideia: Η διαμόρφωση του Έλληνα ανθρώπου, Ι-ΙΙΙ, Βερολίνο. Αντιπαθής ελληνική μετάφραση· έξοχη αγγλική από τον G. Highet, Paideia: the Ideals of Greek Culture, N. Υόρκη, Oxford U. Press 1939-1944.

4 Η σημερινή στενότερη σημασία της λέξης προέκυψε από το σχήμα “κατεξοχήν”.

5 Ειδικές δημόσιες γιορτές και τελετές ήταν ο κατεξοχήν χώρος εκτέλεσης της Λ. Ποίησης. Και αυτές ήσαν πάρα πολλές για εργαζόμενους ανθρώπους. Τα πράγματα αλλάζουν από τον 4ο αιώνα και εφεξής, όταν και η ποίηση αρχίζει να διαβάζεται με το μάτι· τότε αλλάζει και ο τρόπος παραγωγής και ο τρόπος απαγγελίας της ποίησης, σε συνθήκες που αρχίζουν να μοιάζουν με τις επικρατούσες σήμερα.

6 Ο αθηναίος ρήτορας Λυκούργος αφηγείται το ανέκδοτο: Στις εκστρατείες τους οι Σπαρτιάτες συναθροίζονταν γύρω στη σκηνή του βασιλιά, για να ακούσουν τα ποιήματα του Τυρταίου, για να είναι προθυμότεροι να θυσιάσουν και τη ζωή τους για την πατρίδα.

7 Ολόκληρη η αρχαιοελληνική σκέψη είναι γλωσσικά προκαθορισμένη από την ύπαρξη των λεκτικών μορίων μέν-δέ, που όχι μόνον τροχιοδεικτούν την πορεία και της πιο σύνθετης και μακράς περιόδου, αλλά και κάτι περισσότερο: στην προσπάθεια διατύπωσης ορισμών (τι είναι ανδρεία, τι γνώση, τι έρως, τι δικαιοσύνη . . . ), που είναι η καρδιά της σκέψης (και του φιλοσοφικού λογισμού), η γλώσσα αυτή υποχρεώνει τον ομιλητή να κινείται διαρκώς μπρος πίσω, όπως στον αργαλειό το στημόνι και το υφάδι: μόλις τεθεί ένας οποιοσδήποτε όρος (εισαγόμενος με τον μέν), και του αντιτίθεται αμέσως (εισαγόμενος με τον δέ) ο αντίθετός του, και στη συνέχεια αναζητείται με αλλεπάλληλες κινήσεις να καλυφθεί ο ενδιάμεσος χώρος (όπου κατά κανόνα βρίσκεται το αναζητούμενο): “τ’ είναι θεός; τι μη-θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;” έγραψε ο Σεφέρης (βλ. “Ελένη” στο Γ. Σεφέρης, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος), ανανεώνοντας τον στίχο της ευριπιδικής Ελένης: ὅτι θεὸς ἢ μὴ θεὸς ἢ τὸ μέσον τίς φησ΄ ἐρευνάσας βροτῶν; (Ευριπίδη, Ελένη, στ. 1137-1138). Αυτή είναι η αρχή της διαλεκτικής, η οποία συμπληρώνεται με τη μέθοδο της διαίρεσης (όπως μαθαίνουμε στον Σοφιστή του Πλάτωνα). Σ’ αυτό το ταπεινό γραμματικό έδαφος φύτρωσε η περίφημη αρχή της διαλεκτικής

8 Φυσικά, εκτός από την αφήγηση (την ποίηση του τρίτου προσώπου) και την περιγραφή (την ποίηση του πρώτου προσώπου ―που ξεγελά ως ποίηση αυτοβιογραφική), η ποίηση κάνει και κάτι άλλο: παριστάνει (επί σκηνής) διαλεγόμενα πρόσωπα: οπότε μιλούμε για ποίηση του δεύτερου προσώπου). Όλα αυτά, βέβαια, δεν εμφανίζονται ποτέ αμιγή. Η φύση αρέσκεται στα υβρίδια.

πηγή