Η ανθρώπινη οπτική του Πάμπου Φιλίππου

εάν (ένθετο του 24grammata.com)

Διαβάστε όλες τις επιφυλλίδες του Απόστολου Θηβαίου στο 24grammata.comκλικ εδώ

«ΟΜΟΡΦΗ ΣΑΝ ΤΗΝ ΠΡΑΓΑ»
Η ανθρώπινη οπτική του Πάμπου Φιλίππου

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Ένας επιδέξιος, Βρετανός μυθιστοριογράφος και δεινός δοκιμιογράφος, ο Στήβενσον κάπου ισχυρίστηκε: «Η ποίηση είναι μια υπόθεση σοβαρότερη, βαθύτατα φιλοσοφική, σε σχέση με την ιστορία.» Η εποχή μας διδάσκει ετούτη την αλήθεια, μια και η ιστορική καταγραφή στερείται των αισθητικών αποδείξεων, οι ισχυρισμοί της ακλόνητοι, δεν αφήνουν περιθώρια για υπονοούμενα, για τη λειτουργία των συναισθημάτων δεν υπάρχει χώρος διαθέσιμος μες στην ιστορία, αγαπητέ. θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς λοιπόν, πως μια περίπτωση υπαρξιακή, όπως η ποιητική λειτουργία απαιτεί έναν πιο βαθύ νου, ένα ισχυρό απόθεμα συναισθημάτων και εμπειριών, προκειμένου να τιμά την καταγωγή της και να μπορεί να σταθεί ως διαμαρτυρία εμπρός σε κάθε μας βεβαιότητα. Και όμως, αν παρατηρήσει κανείς τις προθήκες των βιβλιοπωλείων, αν παρατηρήσει με μια ορισμένη συνέχεια τους καταλόγους των ευηπολήπτων σημαντικών, εκδοτικών οίκων της πρωτεύουσας αλλά και της επαρχίας, θα διαπιστώσει κανείς με ενδιαφέρον πως ενώ οι μελέτες της ιστορίας φαντάζουν ολοένα και πιο σπάνιες, ολοένα και λιγότερο έγκυρες, την ίδια στιγμή η ποιητική παραγωγή παρουσιάζει αξιοσημείωτες, ποσοτικά, συμμετοχές. Πρόκειται ίσως για μια ανάγκη εσωτερική, για ένα χαρακτηριστικό μιας επιτήδειας, ελιτίστικης φιλοδοξίας, ουδείς μπορεί να ερμηνεύσει το γεγονός στο βαθμό και την έντασή του. Είναι λοιπόν προφανές πως ανάμεσα στο πλήθος των δημιουργημάτων, κανείς οφείλει να παραμείνει ανεκτικός ή αυστηρός εμπρός σε φιλότιμες, συνθετικές προσπάθειες και ανεπαρκείς φωνές αντίστοιχα. Και ανήκει στην ευγενή τάξη των παρελκόμενων της παραπάνω κατάστασης η απαξίωση, δυστυχώς όλων εκείνων των περιπτώσεων, οι οποίες εκπέμπουν ένα καθαρό, διάφανο σήμα, κατέχουν μια σαφή θεματική, τέλος πάντων μπορούν, αφού περί τούτου πρόκειται-, να συλλάβουν ένα συλλογικότερο ρυθμό, ένα επίκαιρο συναίσθημα, να περιγράψουν τις πληγές της εποχής μας. Η διαπίστωση αυτή συνιστά μια πραγματικότητα, ένα φαινόμενο ενδεικτικό της απήχησης την οποία η ποίηση μπορεί να κατέχει μες στην εποχή μας.
Τούτα τα παραπάνω θα μπορούσαν να θεωρηθούν τετριμμένα, θα μπορούσαν και πάλι να αμφισβητηθούν, να τεθούν στη σκιά, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μπορεί να καταδικάσει κανείς ένα στείρο θεωρητισμό, ένα κακό παράδειγμα τέχνης, το οποίο δεν τρέφει παρά το θαυμασμό απέναντι στο δημιουργό του και τίποτε άλλο. Εννοούμε δηλαδή έναν ασύγκριτο ναρκισσισμό, με τον οποίο ουκ ολίγες φορές η ποίηση συνοδοιπόρησε, δίδοντας αποτελέσματα πενιχρά, προβάλλοντας τίποτε περισσότερο παρά μια γενίκευση ή κάποιον απροκάλυπτο μιμητισμό. Ίσως λοιπόν να έχει να κάνει, πέρα από την αίσθηση και την αισθητική, με την απροκάλυπτη εξωστρέφεια, με τη γύμνια την ανθρώπινη, ετούτη η διακριτική υπεροχή της ποίησης του Πάμπου Φιλίππου. Δίχως αμφιβολία, όμως πρόκειται περί ειλικρινούς ποίησης, της οποίας τα δομικά υλικά μοιάζουν να είναι βιωματικής φύσεως, η προφορικότητα, η αμεσότητα του στίχου αποτελούν ικανές συνθήκες για να υποπτευθεί κανείς πως η ποίηση του Κύπριου δημιουργού συνιστά προϊόν ειλικρίνειας και εσωτερικής αλήθειας. Ετούτα προτού αναλυθεί περισσότερο η στιχουργική, προτού ανιχνευθούν τεχνικές συγγένειες, μια και η πρώτη αίσθηση συνιστά κριτήριο βασικό για την τέχνη, όπως και για τον έρωτα.
Ο ποιητής αυτοσυστήνεται με ένα ολιγόλογο βιογραφικό, ενδεικτικό της σεμνότητάς του, ενώ ήδη στις πρώτες σελίδες εκφράζει την πεποίθησή για την έννοια και το σκοπό της ποιητικής δημιουργίας. Η ρητή, πολλάκις ειπωμένη πίστη πως η ποίηση είναι ζωή, διαπιστώνεται ως μία από τις αξιωματικές θέσεις του Φιλίππου. Ουδεμία αμφιβολία επ΄αυτού. Άλλωστε, με την περιήγηση στο στίχο και τις θεματικές του θα βεβαιωθεί αμέσως πως ο Κύπριος ποιητής διατηρεί μια σαφή θεώρηση του σκοπού της ποίησης, πέρα και πάνω από κάθε απόπειρα να εκπορευθεί το πνεύμα μιας επιτήδειας διανόησης, ενός εργαστηριακού αποτελέσματος, το οποίο και σύμφωνα πάντα με τον Φιλίππου, ουδεμία σχέση μπορεί να έχει με την ιδεολογία εκείνη, η οποία προκύπτει από «τις ιστορίες των δρόμων, όσα μας αδίκησαν, αυτά που παίξαμε και αυτά που χάσαμε, κόκκινα και μαύρα έγιναν ποίηση.»
Τα στιχουργήματα του Φιλίππου υποκύπτουν, ως θέματα και ως ευχές, υπό την αναζήτηση μιας διαφυγής, ενός δρόμου, μιας κατεύθυνσης προς την προσωπική άνοιξη, εκείνον τον κλειστό, λαμπρό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει τις πιο ευτυχείς μνήμες, τις πιο ευφάνταστες ονειροπολήσεις. Ο Φιλίππου εκλιπαρεί για μια θέση στην άνοιξη, τώρα γνωρίζει καλά τη σήμανση των εποχών, έχει βεβαιωθεί πως μες στη νέα γέννα θα δοθεί και εκείνος, απαράλλαχτος, πιστός σε έναν νέου τύπου, αστικό ρομαντισμό. «Άνοιξη, άνοιξέ μου», τιτλοφορείται η συλλογή του Πάμπου Φιλίππου και το λογοπαίγνιο δεν συνιστά παρά ένα προφανές, πρώτο επίπεδο μιας ποίησης ευφυούς, η οποία περιλαμβάνει την έκπληξη, το προσωπικό όραμα, την αναφορά στο «εσύ» που αποτελεί μια δύσκολη, πια προσφώνηση.Ο Φιλίππου συνταιριάζει τις λέξεις του τίτλου, όπως ο ξυλουργός τα δεσίματα των ξύλων στις οροφές και προϊδεάζει για μια αισθητική ποίηση, για έναν καινούριο ρομαντισμό, τον οποίο και θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αστικό. Σε τούτο το σημείο σκόπιμο είναι να ειπωθούν γύρω από τον αδόκιμο αυτό όρο, μερικά λόγια, με χαρακτήρα επεξηγηματικό.
Ο σύγχρονος ρομαντισμός αποδέχεται λοιπόν την ελευθερία στη φόρμα, διατηρεί μια ισχυρή πεποίθηση εμπρός στην προτεραιότητα του συναισθήματος, τιμά το κίνημα εκείνο, με το οποίο εισήχθη ένας αντίθετος πόλος απέναντι στην ισχύ του κλασικισμού. Η νέα εποχή προβλέπει όλα τούτα, καθώς και τη συγκίνηση, την ορμή την οποία μπορεί να προκαλέσει η ποίηση, μα δοσμένη μες σε ένα νέο περιβάλλον, όπου το συναίσθημα διαμορφώνεται κατά τρόπο ορισμένο, αντλώντας νέα σύμβολα, υιοθετώντας μια επίκαιρη ηθική φιλοδοξία. Ο Φιλίππου, άνθρωπος των πόλεων και της εποχής του δεν παραμένει αδιάφορος στην ανάγκη για μια συναισθηματική έκφραση διαφορετικής αφετηρίας και θεματικής και έτσι υποκύπτει, επιδιώκοντας μέσα από σχόλια κοινωνικά, προσωπικά, υπαρξιακά να παγιώσει το ύφος και να πείσει για την αθωότητά του. Ο Φιλίππου, όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Μίλτος Πασχαλίδης στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης, συνιστά «μια αδέσποτη χειροβομβίδα, ποτέ δεν ξέρεις ποιο κλικ θα την απασφαλίσει, ποτέ δεν ξέρεις ποιες λέξεις του θα μας χωρέσουν.» Ο αστικός ρεαλισμός του Πάμπου Φιλίππου επιδιώκει την ένταση του συναισθήματος και καθίσταται ήδη αντιληπτό πως τούτο το κατορθώνει, μέσα από το ερμητικό περιβάλλον της πόλης, μέσα από τους εφιάλτες, μέσα από συλλογισμούς που αγγίζουν τα όρια του ρεαλισμού και όμως διατηρούν την προοπτική, την αισιοδοξία τους, γιατί είναι η θέση των λέξεων στον Φιλίππου που μπορεί να διαμορφώσει το συναίσθημα. Είναι η θέση του μες στον κόσμο των ανθρώπων, είναι όλα τούτα που θα σταθούν αφορμή για να ονειρευτεί σε χρόνο και ύφος αστικό, έναν τόπο όπου «η ζωή θα μοιάζει με περίπατο σε πάρκο με χορτάρι»  και η αθωότητα θα διεκδικεί μια θέση ανώτερη, διότι πάνω από κάθε τι το «αξίζουν τα παιδιά.»
Με αφορμή λοιπόν μια σύντομη τοποθέτηση στο είδος του ρομαντισμού, το οποίο υιοθετεί ο Φιλίππου, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε την άπλετη τρυφερότητα με την οποία η ποίησή του είναι δομημένη. Μια τρυφερότητα, άλλοτε αιχμηρή όπως η μοναξιά, άλλοτε πάλι ευθύβολη, όπως κάθε εξορία, όπως ο θάνατος. Ήδη ο ποιητής διατυπώνει εξ αρχής τη βασική του αρχή. Η ειλικρίνεια των ανθρώπων, η συνέπεια κάθε θεωρίας και ιδέας, η δυναμική τέτοιων άυλων πραγμάτων συνιστά ένα αξίωμα για τον Φιλίππου, μια θέση την οποία δεν θυσιάζει. Έτσι απόλυτος, ηλεκτρικός, χρησιμοποιεί λέξεις με ισχύ και δυνατότητα αναγωγής σε σύμβολα. Μόνο έτσι μπορεί να αρθρώσει ένα λόγο για τη μοναξιά, την ανθρώπινη λύπη δεν υπάρχει άλλος τρόπος να την «τραγουδήσει» κανείς, παρά μόνο με ένταση «δυνατή.»Ρομαντικός μα και ρεαλιστής την ίδια στιγμή, στυγνός, με μια στόχευση σαφή και αδιαμφισβήτητη. Μονάχα κάποιος προικισμένος με τόσο πλούσια και πληθωρική οπτική θα μπορούσε να περιγράψει τόσο καίρια, τόσο εύστοχα μια εποχή, όπως ετούτη που «δεν υπάρχει κανένας τρόπος ζωής, υπάρχουν μόνο νέοι τρόποι θανάτου…» και επαφίεται πια στην ίδια την ποίηση να συλλάβει τούτη την ανθρώπινη λύπη, να διακόψει την ησυχία της τυφλότητας, να αποκαλύψει σε όλο τους το μεγαλείο «τα μετρημένα με αίμα στους τοίχους συνθήματα, την ώρα που οι στίχοι αγρυπνούν και το φεγγάρι προσκυνάει τη σιωπή.»

Την ίδια στιγμή κοινωνικός, ερωτικός, πολιτικός, ανερμήνευτος, ένας ποιητής που υπερθεματίζει κατά συρροή, προφέροντας τη λέξη «ποίηση» με τρόπους πολλαπλούς, όσα και τα λαμπρά της πρίσματα. Δεν περιορίζεται ο Φιλίππου, η γραφή του πηγάζει τόπους τόπους, όπως τα μάτια στάζουν φως και ελπίδα, δεν διστάζει να μιλήσει στα υπέροχα άτιτλα του για τους «άνεργους ηγέτες με την τρύπια τσέπη και το εισιτήρο για λίγη μαγιά», για τότε που κάποιο κορίτσι θα μπορούσε να «βγαζε από το στόμα του κάτι ζεστό», για εκείνη τη στιγμή που «και τα τραγούδια πεθαίνουν και τότε είναι που πεθαίνεις και εσύ.» Ο Φιλίππου είναι ευθύς, ειλικρινής, οι φόβοι του χύνονται εμπρός μας καθαροί, κοινοί, απειλητικοί, μες στο ίδιο εκείνο πλαίσιο της πόλης και του χρόνου. Και αν κάτι κρατεί προσωπικό και αξεπέραστο η ποίηση του Φιλίππου, αν κατορθώνει κάτι ακόμα ουσιώδες δεν είναι άλλο παρά η απόδοση στον αδυσώπητο χρόνο ενός ακυρωτικού χαρακτηριστικού, της ίδια της φθοράς, με την οποία ο χρόνος και η ύπαρξή του θα σταθούν αντιμέτωπες. Σε τούτο το σημείο ξεχωρίζει λαμπρά το είδος εκείνου του ρεαλισμού, το οποίο έχει ήδη οικειοποιηθεί την αγωνία του χρόνου, την ποσοτική ανεπάρκειά του εμπρός στη φαυλότητα της εξάντλησής,τη χιμαιρική αναζήτηση της ελπίδας και της παύσης μιας οδύνης με αστικό χαρακτήρα, τραχύ. Και είναι με τις λέξεις μόνο που μπορεί να τιμήσει όσους υπέκυψαν σε τραύματα προσωπικά, όσους νικήθηκαν, να μιλήσει «για σένα και τον μεγάλο που έχασε το γκολ, για σένα και τον τόπο που άφησαν μισό, για σένα και τον πουλημένο στο θάνατο εχθρό.» Μα δεν αρκούν οι λέξεις στους ποιητές και ίσως για τούτο υπενθυμίζει, στους διανοητές και τους αυτόκλητους ιδιοφυείς, πως κανείς, για να σταθεί σε τούτο το μετερίζι θα πρέπει να έχει κλονιστεί, η πίστη του θα πρέπει να έχει απογυμνωθεί, έτσι ώστε έρμαιος και ανήμπορος να παραδοθεί σε εκείνον που κοιμήθηκε νωρίς μες στα στήθια των απαθών, και φέρει τη μνήμη μιας παλιάς κατάρας, φέρει ένα σώμα και μια ψυχή ηττημένη και για τούτο αντέχει και μπορεί το βάρος των τραγουδιών. Μες στους στίχους, όπως και στα μάτια βρίσκεται κανείς ολόκληρος, εκεί επιζούν οι παλιές μνήμες της αμφισβήτησης που δεν λησμονιούνται, λοιπόν ποτέ. Ο Φιλίππου απευθύνεται σε «σένα», έχοντας βαθιά συνείδηση των όσων εγκατέλειψε. Σε τούτο ακριβώς το σημείο, όταν δηλαδή κανείς αποστρέφεται το «εγώ» μπορούμε να πούμε πως κατέχει πια τη συνείδηση μιας προσωπικής ετυμηγορίας. Σε τούτο το οριακό σημείο μονάχα μπορεί η ποίηση να παραχωρήσει στο βίωμα το ακατόρθωτο δικαίωμα να σταθεί ως ιδέα, μια κερδισμένη, με άλλα λόγια, συλλογικότητα.
Ένας κορυφαίος ποιητής της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας γράφει σε ένα ποίημά του: «Είμαι εκείνο το αδιάφορο παιδί, το οργισμένο, το μοναχικό, είμαι εκείνο το παιδί που σου εκσφενδονίζει την προσβολή και σε προειδοποιεί πως αν υποκριτικά το χαϊδέψεις με στοργή, εκείνο θα βρει μια ευκαιρία να αρπάξει επιτήδεια το πορτοφόλι σου, είμαι εκείνο το παιδί πίσω από το πανόραμα ενός επίμονου φόβου…» Ο Πάμπος Φιλίππου με ένα τέτοιο είδος ποίησης συγγενεύει, ένα είδος βιωματικής, ηλεκτροφόρας ποίησης, με ένταση πυρηνική, η οποία δεν εξαπολύει θεωρητικά μανιφέστα, δεν υπαναχωρεί απέναντι στον επίκαιρο τρόμο, δεν πτοείται από την ανθρώπινη κατάπτωση. Η ποίηση του Φιλίππου συνιστά ένα είδος αυτόνομο, μοναχικό, μια σαφής προειδοποίηση απέναντι σε μια κοινωνία της οποίας οι διαπιστώσεις συνεπάγονται ολέθρια αμαρτήματα. Και δεν αναιρεί τούτη τη φιλοδοξία του, μόνο επισημαίνει πως «την ώρα που θα γυρίσεις να φύγεις, με την ιδέα ότι ξόφλησες εγώ θα γίνω σκορπιός…»
Η μοναχική ποίηση του Φιλίππου συνιστά κατ΄ ουσίαν μια κραυγή απέναντι σε όλους όσους δοκιμάζουν την ίδια γεύση της απελπισίας. Μια κραυγή για όλους εκείνους που θα καταρρεύσουν, μόνο όμως για να αποκαλύψουν μες στο φως πως πίσω από τον καθένα βρίσκεται «ένας άλλος και πίσω από αυτόν ένας άλλος.» Ακόμα και αν υπάρχουν στιγμές, στις οποίες ο Πάμπος Φιλίππου βυθίζεται σε μια αναγκαία απομόνωση, παρόλα αυτά γνωρίζει πως αν κατορθώσει κανείς να επιβιώσει τούτο δεν θα επιτευχθεί παρά μόνο με την παρουσία όλων των απαραίτητων προοπτικών. Και καθώς επιστρατεύουμε τον όρο προοπτική, δεν πρέπει να λησμονούμε πως για τον ποιητή η ερμηνεία του ισοδυναμεί με εκείνη του ανθρώπου. Διότι αν κάτι περισσεύει λοιπόν στην εσωτερική ποίηση του Φιλίππου αυτό δεν είναι άλλο από την ανθρώπινη παρουσία, μια «μικρή Λόρα», εμένα, εσένα, εκείνον που θαρρείς πως ξόφλησε και ύστερα γυρνά πιο άγριος και ακραίος, καθώς μια αρρώστια που λανθασμένα θεωρήσαμε πως ιάθηκε οριστικά.
Ο έρωτας για τον Πάμπο Φιλίππου κατέχει μια σημασία υπεράνθρωπη, καθώς όσα ο Γιώργος Χειμωνάς επισήμανε ως πολύτιμα, βάση του νοήματός τους. Ο έρωτας του ποιητή έχει φύλλο, διαθέτει τη γνώριμη ισχύ του, σχηματίζει ένα άσυλο, η αίσθησή του είναι ένα καταφύγιο για όσους κρύβονται μες στις κατακόμβες, για εκείνους που επιβιώνουν με ένα τίποτα βαθιά κάτω από τα πόδια μας. Και είναι ο έρωτας ένα ισοδύναμο της φύσης, διαθέτει την ένταση και την καθολικότητά της και έτσι μπορεί να σταθεί ως ένα θηρίο έτοιμο να κατασπαράξει πράγματα και ανθρώπους. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει έναν έρωτα τόσο καθολικό, έναν έρωτα πολύ πάνω από τις αποτυπώσεις στην τέχνη, τις ανθρώπινες αισθήσεις, τις ανάλογες μαρτυρίες. Είναι στην ίδια τη σύσταση του βίου, στην ίδια την πρόθεση του ποιητή εκείνη η φιλοδοξία που θέλει τον κόσμο ανώτερο από τον στείρο ακαδημαϊσμό, τη συνήθεια της αστικής μας φυλακής, μια βαθιά κόπωση που αρκεί ως ένα επιτυχημένο άλλοθι της απροθυμίας, της ήττας του με άλλα λόγια. Η ελπίδα είναι υπόθεση όλων μας, η απόσταση ανάμεσα σε πράγματα όπως το δίκαιο και το ακατόρθωτο εκμηδενίζεται από κάθε τι απλό, όπως μια αδιάφορη απώλεια, τα παιχνίδια της ζημιάς και του κέρδους, την ιστορία με τη σωσμένη προφορικότητά της, τα σφαγεία που στήνονται πρόχειρα εν μία νυκτί στις πιο εφιαλτικές γειτονιές του κόσμου. Ο Φιλίππου δεν διστάζει, ο λόγος του λέει εκείνο που επιδιώκει με ένταση ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη την ασφαλή προετοιμασία στη φάση του συλλογισμού.
Κάθε ποιητής είναι ένα παιδί, ένας ήρωας που κοιμήθηκε νωρίς μες στα στήθη των σημερινών απαθών. Στην περίπτωση του Φιλίππου ετούτος ο άγνωστος επιζεί σε πείσμα των καιρών, των τοπίων, δεν τρέμει το σκοτάδι, φορεί χρώματα που έχουν μια υπόσταση ανθρώπινη, αιμάτινη, όπως το κόκκινο των ιδεολογιών, το βαθύ χρώμα της ερωτικής πράξεως. Δίχως να μπορεί να αποδείξει του λόγου το αληθές, ο ποιητής προσφέρει με έλεος την ψυχή του για μια ζεστασιά, τόσο μεγάλη όση και η μισή φωτιά ενός φεγγαριού. Ο ποιητής δεν μπορεί παρά να ζει την εποχή του, σαν κάθε πολίτη, σαν κάθε άνθρωπο. Το ζήτημα είναι πως με μια τέτοια ιδιότητα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τις καινούριες αρρώστιες, την τόση μοναξιά που εντείνεται καθώς ο ένας διαλυόμαστε μες στον άλλο.
«Μου εμπιστεύτηκες το μυστικό σου όνομα, εκείνο που γνωρίζουν μόνο οι παλαιοί σου εραστές. Έπειτα έφυγες, όπως αποχωρεί κανείς διακριτικά από έναν πολυσύχναστο χώρο, έπειτα έφυγες προς τη συνοικία με τα κυβιστικά σπίτια που έχουν άνδρες, πρώην φυλακισμένους, επαναστάτες, ανθρώπους που τα απογεύματα κρύβονται μες στα χέρια τους, γιατί είναι η ώρα που οι φύλακες χτυπούν τα σίδερα. Σε γύρεψα σε καταστήματα ύποπτα, σε αίθρια και μουσειακές εκθέσεις, μα ύστερα συλλογίστηκα πως εσύ αγαπάς τον ήλιο, τον καπνό και τον κόσμο. Σχεδίασα με τα χρώματα του βορρά κάτι ακαθόριστες γραμμές στον αέρα, ρώτησα επίμονα τις ακίνητες γυναίκες από το Περού που προσμένουν με υπομονή τους εραστές, έσπασα όσα μπορούσα από τα οδοφράγματα του ήλιου, πνίγηκα ευτυχισμένος, σχεδόν ακέραιος, ανάμεσα στα θραύσματα μιας προβλήτας καθώς πέθαινε η μέρα, πέρασα μέρες που δεν αντέχεται το αγκάθι μες στα μάτια, ύψωσα ασύρματους ορίζοντες, κατέστρεψα τη φαντασία μου, λυπήθηκα κάτω από τα φώτα που υψώνονται στην πόλη, ισχυρίστηκα πως κατέχω μια συγυρισμένη ψυχή. Έκανα ότι μπορούσα για να σε βρω, γεύτηκα εκείνη τη σιωπή που οι άνθρωποι λογίζουν για τέτοια, μια και πάει καιρός που ακούσαν φωνές όμοιες με τις δικές τους. Ύστερα συλλογίστηκα πως υφίσταται πάντα μια άλλη προοπτική, πως οι άνθρωποι εκείνοι που αποσύρονται αργά το βράδυ στις μικρές οδούς ίσως αγαπιούνται βαθιά. Και ψιθύρισα ένα τραγούδι που εκτιμούσες πολύ, και οι δρόμοι της αφιλόξενης πολιτείας γίνηκαν πιο τρυφεροί στα αλήθεια. Έτσι γίνεται όταν κανείς εξαντλείται για να μοιάσει στο τραγούδι που εκτιμάς, στο μάτια σου που λείψανε. Επειδή, «η ομορφιά της Πράγας και τα μάτια σου είναι το ίδιο τραγούδι.» Υπάρχει πάντα λοιπόν μια εξήγηση, όπως ετούτη, για ένα τέτοιο βαθμό αφοσίωσης, για τα σώματα και τις ψυχές που είναι από μέσα κομματιασμένα υφίσταται, λοιπόν πάντα μια τέτοια εξήγηση.»
Αν κανείς διαθέτει λίγο χώρο στη βιβλιοθήκη και την ψυχή του για την ποίηση του Πάμπου Φιλίππου δεν θα χρειαστεί να περιμένει κάθε φορά ως τις πρώτες μέρες του Μάη.