ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ: 14 Ιστορικές ηχογραφήσεις

    εάν (ένθετο του 24grammata.com/ μουσική)

Κατ’ αρχήν να διευκρινίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «ιστορικές ηχογραφήσεις», ο οποίος, ομολογούμενος, ακούγεται κάπως αταίριαστος για την περίπτωση του Γιάννη Χρήστου (8 Ιανουαρίου 1926 – 8 Ιανουαρίου 1970). Εννοούμε λοιπόν τις εγγραφές που συνέβησαν ενόσω ζούσε ο συνθέτης και τις οποίες, άλλες λιγότερο άλλες περισσότερο, επιμελήθηκε και επεξεργάστηκε ι ίδιος, δίνοντάς τους τη μορφή αυτή με την οποίαν τις ακούμε σήμερα. Αξίζει επίσης να πούμε πως ότι παρουσιάζεται σ’ αυτά τα τέσσερα CD δεν είδε πότε το φως της δισκογραφίας ενόσω ζούσε ο συνθέτης, ενώ επτά από τα δεκατέσσερα συνολικός έργα εμφανίζονται για πρώτη φορά καταγραμμένα, έτοιμα να παραδοθούν στο φιλόμουσο κοινό. Μεγάλη υπόθεση! Εξ’ ίσου μεγάλη υπόθεση αποτελεί η σχεδιαστική/γραφιστική εργασία επί των πακέτων, με τα 54 σελίδων δίγλωσσα (αγγλικά/ελληνικά) ένθετα, τα χοντρά εξώφυλλα, αλλά και τις τέσσερεις αφησέτες, διαστάσεων 42χ26, με τις παραστάσεις παρτιτούρων από τα έργα «Επίκυκλος l & ll» και «Μυστήριον».

Όπως καταλαβαίνεται πρόκειται για ένα έργο ζωής, για μια κίνηση μέγιστης τιμής και ιερούς σεβασμού, απέναντι σ΄ έναν οραματιστή δημιουργό, που αρνήθηκε τις καθημερινές συμβατότητες, ενώνοντας το έργο του με τις χθόνιες, όσο και με τις κοσμικές διαστάσεις. Κάποτε ένας μαθητής Λυκείου με ρώτησε ποιος είναι ο μεγαλύτερος φυσικός όλων των εποχών, ο Αϊνστάιν ή ο Νεύτων. Του απάντησα πως, κατά τη γνώμη μου, είναι ο Νεύτων, γιατί ήταν ο πρώτος που ενέταξε τη γη σ’ ένα «παγκόσμιο χώρο», αποδίδοντάς της ιδιότητες κοινές με δισεκατομμύρια άλλους πλανήτες. Ο «νόμος της παγκόσμιας έλξης» υπήρξε η πρώτη καίρια προσπάθεια του ανθρώπου να διατρέξει το άπειρο… Θα μπορούσε, κατ’ αναλογίαν, να τεθεί ένα παρόμοιο ερώτημα και στο χώρο της μουσικής, αν η Τέχνη δεν καθοριζόταν συχνά από σκοπιμότητες, αν ήταν, από τη φύση της, λιγότερο δημοφιλής από την Επιστήμη, αν ο καλλιτέχνης δεν αρκείτο κατά κύριο λόγο στο (όποιο) ταλέντο του, αλλά ταυτιζόταν περισσότερο με την προβολή του έργου του στο χρόνο. Αν ήταν έτσι τα πράγματα, αν ήταν λέμε… τότε ο Γίάννης Χρήστου, πιθανώς να ήταν σήμερα ή να θεωρείτο ως «ο Νεύτωνας της Μουσικής». Δυστυχώς όμως, αν για να καταγραφείς ως επιστήμων, χρειάζεται να έχεις αφομοιώσει τόνους γνώσης, για να καταγραφείς ως συνθέτης, δεν χρειάζεται παρά να έχεις γράψει ένα τραγούδι για την Καίτη Γαρμπή…

Ο Χρήστου διείδε από νωρίς στη μουσική μια «χθόνια παγκοσμιότητα». Οι «έννοιες «χθόνιος» και «παγκόσμιος» μπορεί να φαίνονται αντιφατικές, όμως ό,τι γήινο είναι υποσύνολο του σύμπαντος. Υπό αυτήν την έννοια, η ενασχόλησή του εις βάθος παρελθόντος χρόνου με την ανθρώπινη ψυχολογική πρωτοεμπειρία και κυρίως η απόπειρα ερμηνείας της, μοιάζει με την προσπάθεια του σύγχρονου επιστήμονα να δει στο παρελθόν, ό,τι μπορεί να του κομίσει πληροφορίες για το μέλλον. Εγκαταλείποντας σταδιακώς, το διακοσμητικό/αισθητικό ρόλο της μουσικής, αρνούμενος να πέσει στην παγίδα στην παγίδα της εύκολης χρήσης, επικεντρώνει τις προσπάθειές του στη δόμηση ενός τρόπου ηχητικής δράσης, ικανού να περιγράψει την «μετά-ιστορία».

Για τον Γιάννη Χρήστου η ιστορία, αυτή καθ’ αυτή, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Φαντάζομαι πως, αν ζούσε σήμερα, δεν θα τον ενδιέφερε καθόλου η πτώση των διδύμων (ως ιστορικό γεγονός), ή η είσοδος στη εποχή του ευρώ. Αντιλαμβάνεται τον μη ρόλο της ιστορίας στη συμπαντική πορεία, αρνούμενος να δει σ’ αυτήν ο,τιδήποτε μπορεί να έχει σχέση με μια τυπική εκλογίκευση. Αυτό που τον ενδιαφέρει δεν είναι λοιπόν η ανάπλαση ή η αναπόληση μέσω της μουσικής του ενός ιστορικού γεγονότος, αλλά η προσπάθεια ερμηνείας μιας πρωταρχικής εντύπωσης, ασχέτως αν τούτη σχετίζεται με την πραγματικότητα ή το όνειρο. Ο τρόμος απέναντι στο άγνωστο, όπως μπορεί να προσομοιωθεί από μια κραυγή, το σπάσιμο κάθε συμμετρία, όπως μπορεί να αποτυπωθεί στην κίνηση του όχλου, η επίκληση ενός άγνωστου θεού από μια άγνωστη φωνή…

Ταγμένος στην προσπάθεια αυτή ιδίως προς τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Χρήστου οδηγείται σε μια απόλυτη προσέγγιση της μη ταύτισης των θεατών/ακροατών του με τους πρωταγωνιστές/μουσικούς των έργων του, αρνούμενος το «πρόσωπο» που ενεργεί ή πάσχει και το οποίο διοχετεύει την εικόνα του στο κοινό, σ’ ένα καθαρό υποκριτικό επίπεδο. Με τη χρήση μασκών πολύ συχνά, δηλώνει την ανάγκη του να «μιλήσει» το ίσιο το έργο, όχι οι πρωταγωνιστές του. Καινοτομώντας και στο επίπεδο της παρουσίασης, αντιλαμβάνεται από νωρίς τη ν αδυναμία της «απλής» μουσικής να περιγράψει τις απόψεις του υιοθετώντας στοιχεία και από άλλες τέχνες (κυρίως την κίνηση –χορός- και το θέατρο), μπαίνοντας όλο και περισσότερο σε μια αντίληψη αποδυνάμωσης του «μουσικού λόγου», με παράλληλη ενίσχυση του ηχητικού και του οπτικού. Το θέαμα ως θέαμα εξακολουθεί να μην τον ενδιαφέρει. Εξακολουθεί να αρνείται να δώσει στο έργο του οποιαδήποτε δημοφιλή διάσταση, εμμένοντας μέχρι το τέλος της ζωής του στην προσέγγιση του χθόνιου χάους, έχοντας ως μοναδικό εφόδιο τη Σκέψη.

Στην «Κοσμογονία»ο Ησίοδος αναφέρει πως από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος και η Νύχτα και πως από αυτά προήλθε η Ημέρα και ο Αιθέρας. Όταν το επιταχυνόμενα διαστελλόμενο σύμπαν αγγίξει τα όριά του, λιώνοντας στο ψύχος, τότε, ακολουθώντας μια αντίστροφη πορεία, η Ημέρα και ο Αιθέρας θα γεννήσουν το Έρεβος και τη Νύχτα, για να παραδοθούν και τα δύο με τη σειρά τους στο Χάος.

Το σάουντρακ αυτού του φιλμ αγγίζει με το έργο του ο Γιάννης Χρήστου.

Λίγα λόγια για τα τέσσερα CD

Vol. 1 -Μουσική του Φοίνικα, 6 τραγούδια σε ποίηση T.S. Eliot, Η Κυρία Με Τη Στρυχνίνη, Εναντιοδρομία (Σείριος SMH 200110 2 – 2001)

Συντεθειμένη στη διετία 1948-49 η «Μουσική του Φοίνικα» αποτελεί το πρώτο έργο του Γιάννη Χρήστου, αναγνωρισμένο από τον ίδιον. Αν και έχει μικρή διάρκεια (εδώ 11:20), εντούτοις φανερώνονται άπλετα ορισμένα βασικά στοιχεία της τέχνης του συνθέτη και κυρίως η διάθεσή του να ενεργεί «βάσει σχεδίου». Η γέννηση, ο θάνατος και η αναγέννηση του μυθικού πτηνού, μέσα από μια ελεύθερη ατονική προσέγγιση. Ερμηνεύει η Ορχήστρα του ΕΙΡ, υπό την διεύθυνση του Franz Litschauer, στο θέατρο Κεντρικόν (3/4/1962). Τα «Έξι τραγούδια σε ποίηση T.S. Eliot» είναι από τα διαχρονικώς αγαπημένα έργα του Χρήστου,. Είναι επίσης το πρώτο στο οποίον ο συνθέτης «πειραματίζεται» αποφασιστικά πάνω στη χρήση της φωνής. Η μεταφυσική ποίηση του Eliot, αποκτά ένα περισσότερο βαθύ μυστικιστικό νόημα μέσω των μελοποιήσεων του Χρήστου, οι οποίες σφραγίστηκαν από την ερμηνεία της πρώτης διδάξασας, της Ιταλίδα μεσοφώνου Alice Gabbai. Ιδιωτική ηχογράφηση από το 1955 (;) Πρώτη δισκογράφηση.

Το πιο αλλόκοτο ίσως έργο του Γιάννη Χρήστου «Η Κυρία Με Τη Στρυχνίνη», αποτελεί ουσιαστικώς, παρ’ όλη τη «γιουνγκιανή» καταγωγή του, την ηχοποίηση ενός ονείρου. Εκπληκτικό το εύρημα της αρχής με την αναγγελία ενός ηθοποιού (σκηνή μέσα στο έργο) πως το έργο δεν θα παιχτεί, για λόγους τεχνικούς. Κοινό και ακροατές αποσβολωμένοι παρακολουθούν την εξέλιξη ενός ονείρου, που αναιρείται μέσα σ’ ένα άλλο: Πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, Hilton (3/4/1976) Πρώτη δισκογράφηση.

Η «Εναντιοδρομία» έργο ωριμότητας(1965-68), αποτελεί ένα σύστημα ηχητικών διαστρωματώσεων με αυξομειώσεις, που θα οδηγήσει αναγκαστικώς σε διακρότημα (έκρηξη). Επεξεργασία – μιξάζ τεσσάρων διαφορετικών εκτελέσεων (συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης παγκόσμιας, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Oakland, 18/2/1969).

Vol. 2 – Πρώτη συμφωνία, Πύρινες γλώσσες, Αναπαράσταση l, Επίκυκλος [ll] (Σείριος SMH 200111 2 – 2001)

Το πιο δραματουργικώς προσβάσιμο, ιδίως στο α΄ μέρος, έργο του Γιάννη Χρήστου, η «Πρώτη Συμφωνία» (1949-50), υπήρξε παραγγελία της New London Orchestra μετά την επιτυχίας που συνάντησε η «Μουσική του Φοίνικα». Στο β΄ μέρος πρωτοακούγεται η μελοποίηση του “Eyes that last l saw in tears” του T.S. Eliot. Πρώτη ελληνική εκτέλεση στο Ηρώδειο, υπό τη διεύθυνση του Alec Sherman (3/8/1953). Πρώτη δισκογράφηση.

Το ορατόριο για μέτζο σοπράνο, βαρύτονο, τενόρο, μεικτή χορωδία και ορχήστρα, υπό τον τίτλο «Πύρινες Γλώσσες» (1964) είναι έργο ακμής. Ο Χρήστου ηχοποιεί το μυστήριο της Πεντηκοστής, δίνοντάς του φοβικές διαστάσεις. Πρώτη παγκόσμια εκτέλεση , Εκκλησία της Παρθένου Μαρίας, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης 27/6/1964. Πρώτη δισκογράφηση. Ψυχόδραμα για βαρύτονο και, βιόλα και οργανικό συγκρότημα, η «Αναπαράσταση l» (1968), εντάσσεται στην κατηγορία των «Πρωτοεκτελέσεις». Ο Χρήστου περιγράφει το άφατον, μέσα από την απέλπιδα προσπάθεια ενός βαρύτονου να ερμηνεύσει φράσεις από τον Αγαμέμνονα» του Αισχύλου. Πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, με τον Σπύρο Σακκά (βαρύτονο) και τον Θόδωρο Αντωνίου (διεύθυνση), στο Μόναχο 12/11/1968.

Ηλεκτρονικό continuum, δομικώς αμετάβλητο στην πάροδο του χρόνου και με αργές στο χρόνο αυξομειώσεις στην ένταση, ο Επίκυκλος [ll] επέχει ρόλο «χαλιού» δρώντας συνοδευτικώς σε έτερα γεγονότα. Μιξάζ ημιτελές, που πραγματοποίησε ο ίδιος ο Χρήστου από υλικό παραστάσεων (1968).

Vol. 3 –Μετατροπές, Μυστήριον, Αναπαράσταση lll (Σείριος SMH 200112 2 – 2001)

Η καταθετική μεστότητα των «Μετατροπών» (Paterns and Permutations, δηλ. Πρότυπα και Μετασχηματισμοί, 1960), αλλά και η συμπυκνωμένη πλοκή τους – ο Χρήστου παρουσιάζει, για πρώτη φορά, τις βασικές συνιστώσες των ηχοεννοιών, που θα τον απασχολούσαν έκτοτε – προσδίδουν στο συγκεκριμένο έργο σημασία κομβική. Αν και πρόκειται για γραμμένη μουσική, η αίσθηση που σου αφήνει είναι πλήρως αυτοσχεδιαστική. Πρώτη παγκόσμια ηχογράφηση στα στούντιο του ΕΙΡ (1962). Πρώτη δισκογράφηση.

Το πιο διάσημο πόνημα του Γιάννη Χρήστου το περίφημο «Μυστήριον» -ορατόριο πάνω σε αρχαίες αιγυπτιακές νεκρολογίες- είναι το πιο ποπ έργο του συνθέτη, ασχέτως της πολύπλοκης δομής του. Ο Χρήστου περιγράφει, εν είδει ονείρου, την κάθοδο του Ρα στο βασίλειο των νεκρών και την ταυτόχρονη προσπάθεια των ψυχών ν’ ανάβουν στο «πλοίο των εκατομμυρίων ετών» προφέροντας τις «λέξεις ισχύος». Η αγωνία και ο φόβος του αιώνιου θανάτου θα κατακυριεύσει τελικώς τα πάντα. Οι «λέξεις ισχύος» δεν θα ειπωθούν και ο κύκλος θα επαναλαμβάνεται επ’ άπειρον. Πρώτη δισκογράφηση.

Απίστευτης έντασης και ψυχικής υποβολής έργο η «Αναπαράσταση lll (Ο Πιανίστας)» μεταφέρει στον θεατή/ακροατή το άγχος της καθημερινής επαφής, μέσα από την προσπάθεια ενός μουσικού να επικοινωνήσει μα το πιάνο του. Το άγχος, που μετατρέπεται σταδιακώς σε φόβο, υψώνεται πάνω από τη δράση εκμηδενίζοντάς την.

Vol. 4 –6 Τραγούδια σε ποίηση T.S. Eliot, Πράξη για 12, Επίκυκλος [l] (Σείριος SMH 200113 2 – 2001)

Ο Χρήστου επανέρχεται (1957) στις μελοποιήσεις των ποιημάτων του T.S. Eliot, δύο ακριβώς χρόνια μετά την πρώτη γραφή τους, για φωνή και πιάνο. Οι Alice Gabbai και Piero Guarino, οι πρώτοι διδάξαντες, συνεργάζονται τώρα με την συμφωνική ορχήστρα του ΕΙΡ, στην πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου (12/11/1958). Η «Πράξη 12» δηλαδή γι 11 έγχορδα και έναν αρχιμουσικό/πιανίστα, αποτελεί ένα ακόμη κομβικό σημείο στη μεταμουσική του Γιάννη Χρήστου. Για πρώτη φορά εδώ, ο συνθέτης, υλοποιεί στο μέγιστο βαθμό τις απόψεις του για το αντίθετο σχήμα πράξη – μετάπραξη [ο βιολιστής που παίζει βιολί (πράξη) – ο βιολιστής που κραυγάζει (μετάπραξη)] δημιουργώντας μια επαναστατική ηχητική πλατφόρμα, με πολλούς κατοπινούς μιμητές. Πρώτη παγκόσμια εκτέλεση, Ζάππειον, 18/4/1966.

Το κλείσιμο με τον «Επίκυκλος [l]» (1968) φαντάζει ως το συμβολικό τέλος μιας μοναδικής, όσο και μοναχικής πορείας. Η αυτοκατάργηση του συνθέτη, μέσα σ’ ένα σύστημα ελαφρώς καθορισμένου πλαισίου, εντός του οποίου δραστηριοποιούνται μουσικοί, χορευτές και κυρίως οι θεατές της παράστασης σε μια έκρηξη του «τυχαίου». Απίστευτη τζαζ-ροκ εισαγωγή (επαναλαμβάνεται στη μέση), έξοχο το φρι-τζαζ κλείσιμο. Πρώτη παγκόσμια εκτέλεση. Hilton, 20/12/1968. Πρώτη δισκογράφηση.

Φώντας Τρούσας Jazz & Τζαζ τεύχος 107, Φεβρουάριος 2002.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ

Ο Γιάννης Χρήστου γεννήθηκε στη συνοικία «Ηλιούπολις» του Καΐρου στις 8 Ιανουαρίου του 1926 και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν ο δευτερότοκος γιος της οικογένειας του Ελευθέριου Χρήστου. Ο πατέρας του, Ελευθέριος (Τέρης) Χρήστου, ήταν εύπορος βιομήχανος της ελληνικής παροικίας, ιδιοκτήτης εργοστασίου σοκολατοποιίας, και η μητέρα του, Καλλιόπη (Λιλίκα) Ταβερνάρη, κυπριακής καταγωγής, ήταν ποιήτρια αλλά και πνευματίστρια, γεγονός που ενδέχεται να συνέβαλε στις μετέπειτα καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές και μεταφυσικές του ανησυχίες. Ο μουσικοκριτικός και μουσικολόγος Γιώργος Λεωτσάκος καταφέρεται με μένος εναντίον της μητέρας του συνθέτη και υποστηρίζει ότι η προσωπικότητά της ήταν «προβληματικότατη», τραυματίζοντας σε βάθος τον ψυχισμό και των δύο παιδιών της (Λεωτσάκος 1999).

Ο μικρός Γιάννης πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε ετών. Ο Χρήστου συνέχισε τις μουσικές του σπουδές με τη διάσημη πιανίστα Τζίνα Μπαχάουερ, η οποία στα 13-14 χρόνια του τον μύησε στα θεωρητικά της μουσικής. Ταυτόχρονα φοιτούσε στο αγγλικό δημοτικό σχολείο (1930-38) και στο αριστοκρατικό «Βικτώρια Κόλετζ» (1938-44).

Το 1939 οι γονείς του χώρισαν και ο δεκατριάχρονος Γιάννης μαζί με τον αδελφό του παρέμειναν με τον πατέρα τους, πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή. Τελειώνοντας το σχολείο, ο πατέρας του τον έστειλε στην Αγγλία για να σπουδάσει οικονομικά, ελπίζοντας να αναλάβει στη συνέχεια τις οικογενειακές επιχειρήσεις, κάτι που ουδέποτε συνέβη. Ο Χρήστου, αν και πήρε τελικά το πτυχίο του στα οικονομικά, προτίμησε να σπουδάσει φιλοσοφία με τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (γλωσσολογική λογική) και τον Μπέρτραντ Ράσελ (συμβολική λογική) στο Καίμπρητζ, από όπου αποφοίτησε το 1948 με δίπλωμα Ηθικών Επιστημών του Bachelor of Arts. Επίσης, σπούδασε ανώτερα θεωρητικά της μουσικής με διάφορους δασκάλους, ανάμεσά τους και ο Χανς Ρέντλιχ, μαθητής και βιογράφος του Άλμπαν Μπεργκ. Τις μουσικές του σπουδές τις συνέχισε στην Ιταλία (Σιένα, Γκάβι και Ρώμη, 1949-1953) με τους Βίτο Φράτσι στη σύνθεση και Μπρούνο Λαβανίνο στη μουσική για φιλμ. Τα καλοκαίρια του 1949 και του 1950 παρακολουθεί τα θερινά σεμινάρια της Accademia Musicale Chigiana στη Σιένα, εκείνη την περίοδο ενδιαφέρθηκε για την ψυχολογία του βάθους και για το έργο του Carl Jung, επηρεασμένος από τον αδελφό του Έβη. Για ένα μάλλον σύντομο χρονικό διάστημα παρακολούθησε μαθήματα ψυχολογίας του Carl Jung, στον οποίο τον οδήγησε ο αδελφός του. Να σημειώσουμε εδώ ότι ο αδελφός του Γιάννη, Ευάγγελος Χρήστου (1922-1956) υπήρξε επίσης μεγάλη προσωπικότητα στον χώρο της ψυχανάλυσης. Μελέτησε και σπούδασε δίπλα στον Carl Jung στο Ινστιτούτο της Ζυρίχης από το 1949-1954. Έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο “The Logos of the Soul” (“Ο Λόγος της Ψυχής”) του οποίου την επιμέλεια πραγματοποίησε ο αδελφός του. Ο Έβης, όπως τον αποκαλούσαν, υπήρξε για τον αδελφό του ένα είδος πνευματικού οδηγού στους φιλοσοφικούς αυτούς κόσμους, που όπως θα δούμε αργότερα επηρέασαν βαθύτατα τον Γιάννη. Δυστυχώς όμως ο Έβης σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1956 συγκλονίζοντας τον αδελφό του με τον ξαφνικό χαμό του. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια μιαν αλλαγή στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Γιάννη μέχρι τον θάνατό του.
Επιστρέφοντας στην Αίγυπτο αφοσιώθηκε στη σύνθεση, δουλεύοντας αρκετές ώρες την ημέρα. Το 1956 (χρονιά που έχασε και τον αδελφό του) παντρεύτηκε την παιδική του φίλη Θηρεσία (Σία) Χωρέμη, ζωγράφο, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Το 1960, με τις εθνικοποιήσεις του Νάσερ, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια μαζί με τους περισσότερους εύπορους Έλληνες της Αιγύπτου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του μόνιμα στην Χίο, όπου είχε αρκετή οικογενειακή περιουσία. . Στο σπίτι τους, μέσα σ’ ένα μεγάλο κτήμα, εγκαθιστά τη μεγάλη του βιβλιοθήκη (κυρίως βιβλία φιλοσοφίας, θρησκειολογίας, ανθρωπολογίας, ψυχολογίας, μαγείας, πνευματισμού, προϊστορίας και πρωτόγονων πολιτισμών, ιστορίας, λογοτεχνίας, τέχνης και μουσικής) καθώς και τις προσωπικές του συλλογές. Ένα από τα όνειρα του Γιάννη Χρήστου, το οποίο δυστυχώς έμεινε ανεκπλήρωτο, ήταν η οικοδόμηση στην Χίο ενός χωριού στον τοπικό αρχιτεκτονικό ρυθμό με υπαίθριο θέατρο κατάλληλο για τη διοργάνωση φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής. Ταξιδεύει κατά διαστήματα, και τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαθίσταται και στην Αθήνα, όπου περνά όλο και μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου του εξαιτίας των όλο και περισσότερων επίσημων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων στις οποίες έπαιρνε μέρος, εγκαταλείποντας τελικά τη Χίο μετά την απαλλοτρίωση του κτήματός του για κατασκευή του αεροδρομίου, ένα χρόνο πριν πεθάνει.

Η οικονομική του άνεση του προσέφερε τη δυνατότητα να μην χρειαστεί ποτέ να αναζητήσει εργασία σε Ωδεία (τα οποία δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα ως εκπαιδευτικό θεσμό) ή σε άλλους μουσικούς φορείς, ούτε να αναλάβει ποτέ θέση ευθύνης σε οποιοδήποτε μουσικό ίδρυμα ή επιτροπή, με εξαίρεση μία και μοναδική φορά, το 1962, ως μέλος κριτικής επιτροπής διαγωνισμού σύγχρονης μουσικής, τον οποίο διοργάνωνε ο Μάνος Χατζιδάκις.

Ο Γιάννης Χρήστου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τη νύχτα της 8ης Ιανουαρίου 1970, κατά την επιστροφή του στο σπίτι από εορτασμό των γενεθλίων του. Δέκα μέρες αργότερα «έφυγε» και η σύζυγός του, θύμα του ίδιου δυστυχήματος.

Ο Χρήστου σε όλη του τη ζωή κρατήθηκε θεληματικά μακριά από κάθε επίσημη εκδήλωση, θέση, ή αρμοδιότητα . Είχε ανοίξει όμως ένα πλατύ παράθυρο στους φίλους του, και είχε αγαπήσει ξεχωριστά τη ζωή στην Ελλάδα, μολονότι το εξωτερικό μπορούσε να του προσφέρει πολύ περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες. Επί πολλά χρόνια δίσταζε να δώσει τα έργα του για εκτέλεση, δίσκους, ή έκδοση, με το φόβο ότι δεν μπορούσε να εμπιστευθεί την τόσο ιδιαίτερη μουσική του σε όποιον δεν είχε την ανάλογη φιλοσοφική καλλιέργεια και κατανόηση του ασυνήθιστου κόσμου του. Μόνο τα εντελώς τελευταία ένα ή δύο χρόνια της ζωής του άλλαξε κάπως στάση, αφού πυκνώνουν οι εκτελέσεις έργων του στο εξωτερικό, ξεκινώντας με τη Μουσική του Φοίνικα (1950) και την Πρώτη Συμφωνία (1951) στο Λονδίνο υπό την διεύθυνση του αρχιμουσικού Άλεκ Σέρμαν, (Alec Sherman) το ορατόριο Πύρινες Γλώσσες στην Οξφόρδη το 1964, το αρχαίο αιγυπτιακό σκηνικό ορατόριο Μυστήριον (η ηχογράφηση ξεκίνησε το 1969 στην Κοπεγχάγη υπό τη διεύθυνση του Μιλτιάδη Καρύδη και ολοκληρώθηκε το 1970 μετά το θάνατο του συνθέτη), την Εναντιοδρομία για ορχήστρα (Όκλαντ Καλιφόρνιας, 1969), και τις Αναπαραστάσεις Ι (Μόναχο, 1968) και Αναπαραστάσεις ΙΙΙ (Μόναχο, 1969). Απ’ την άλλη μεριά, το σύστημα συνθέσεως που είχε διαπλάσει σιγά-σιγά, είχε φθάσει σε μια ωριμότητα, ευελιξία και άνεση τέτοια, που του επέτρεπε να συνθέτει όπως ακριβώς ήθελε και με πρωτοφανή ταχύτητα. Έτσι ήταν ανοιχτός μπροστά του ο δρόμος για σύνθεση πλήθους μικρών και μεγάλων έργων σε απίθανα σύντομο χρονικά διάστημα. Ακριβώς τη στιγμή αυτή της δημιουργικής ευφορίας η σταδιοδρομία του κόπηκε τόσο απότομα. Κατά περίεργη ίσως σύμπτωση, τους τελευταίους μήνες είχε μια προαίσθηση πως η ζωή του θα ήταν σύντομη, κι έλεγε συχνά πως βιαζόταν να προλάβει να γράψει τη μουσική του στο πολύ λίγο διάστημα που του έμενε.

Σύμφωνα με τις γνώμες όλων όσων τον γνώρισαν, αντιπροσώπευε μια προσωπικότητα έξω από το συνηθισμένο. Απερίσπαστος, μπορούσε να συγκεντρώνεται και να συνθέτει ακατάπαυστα, από τα ξημερώματα ως τη βαθιά νύχτα, με ασυνήθιστη ένταση, διαβάζοντας φιλοσοφία, σκεπτόμενος σε απόλυτη μόνωση, και καταγράφοντας τις μουσικές ιδέες που προκύπτουν από τη μεταφυσική του θεώρηση. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του αφιερωνόταν στο στοχασμό, στο φιλοσοφικό διαλογισμό γύρω από το έργο που είχε ‘στα σκαριά’. Όταν τα προβλήματα αυτά έβρισκαν τη λύση τους, ακολουθούσε η σύνθεση του ίδιου του έργου σ’ ένα ρυθμό γοργό κι ελεύθερο. Άλλωστε, σημείωνε επιμελέστατα τις σκέψεις του, τις μεθόδους εργασίας του και ιδίως τα όνειρά του επί χρόνια ολόκληρα, συγκεντρώνοντας έτσι ένα μεγάλο πλούτο έγγραφων μαρτυριών. Ανήκε ασφαλώς σ’ εκείνους τους ανθρώπους που αφιερώνονται με το μεγαλύτερο πάθος στην αναζήτηση της καλλιτεχνικής έκφρασης ακολουθώντας διαδρομές ψυχο-μουσικές.

Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία, Κύπρος, ΗΠΑ, κ.τ.λ.) οι μεταθανάτιες εκτελέσεις έργων του πολλαπλασιάστηκαν. Στην Ελλάδα για να τιμηθεί η μνήμη του οργανώθηκαν φεστιβάλ (Σεπτέμβριος 1970, Ιανουάριος 1973, Ιούλιος 1985) και πολυάριθμα καλλιτεχνικά μνημόσυνα που περιέλαβαν και παγκόσμιες πρώτες εκτελέσεις έργων του. Επιπλέον, του αφιερώθηκαν και του αφιερώνονται συναυλίες, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, διαλέξεις, εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις. Πολλοί Έλληνες αλλά και ξένοι συνθέτες έγραψαν έργα αφιερωμένα στη μνήμη του, όπως ο Μ. Αδάμης, ο Στ. Βασιλειάδης, Γ. Ιωαννίδης, ο Ν. Μαμαγκάκης κ.α. αλλά και ο R. Felciano και o G. Scelsi.

ΤΟ ΜΟΥΣΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ

α) Σκηνική μουσική: Για το Εθνικό Θέατρο: Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης» (1963) και «Αγαμέμνων» (1965). Για το Θέατρο Τέχνης: Αισχύλου «Πέρσαι» (1965), Αριστοφάνους «Βάτραχοι» (1966), Σοφοκλέους «Οιδίπους Τύραννος» (1969).

β) Άλλα έργα: Μουσική του Φοίνικα, ορχήστρα (1948-49), Συμφωνία αρ. 1, γυναικεία φωνή, ορχήστρα (1951· μεσαίο μέρος πάνω στο ποίημα του Έλιοτ Μάτια που τελευταία είδα σε δάκρυα), η σύντομη Λατινική Λειτουργία (1951) για χορωδία, χάλκινα και κρουστά. Έξη τραγούδια σε ποίηση Τ.Σ. Έλιοτ για φωνή και πιάνο (1955) ή ορχήστρα (1957), Συμφωνία αρ. 2, για χορωδία και ορχήστρα (1956-57), με μια δραματικότατη ενσωμάτωση της Λατινικής Λειτουργίας στο φινάλε, Μετατροπές για ορχήστρα (1960), Τοκκάτα για πιάνο και ορχήστρα (1962), ορατόριο Πύρινες Γλώσσες (1964), σκηνικό ορατόριο Μυστήριον πάνω σε αρχαία αιγυπτιακά νεκρικά κείμενα (1965). Από το σημείο αυτό, η δημιουργία του περνά στη συναρπαστικότερη, όπως την πρωτοζήσαμε, αλλά και προβληματικότερη φάση της, όπως αποδείχτηκε, των λεγομένων «αναπαραστάσεων»: Πράξη για 12 (έγχορδα και πιάνο, 1966), Η Κυρία με τη Στρυχνίνη, για βιόλα, 5 ηθοποιούς, οργανικό σύνολο και μαγνητοταινίες (1967), Αναπαράστασις Ι: αστρωνκατοιδανυκτερωνομήγυριν (sic), κατά την αρχή (Αργείτης φρουρός) του αισχύλειου Αγαμέμνονος για βαρύτονο, βιόλα και οργανικό σύνολο (1968), Αναπαράστασις ΙΙΙ: ο πιανίστας για ηθοποιό, οργανικό σύνολο και μαγνητοταινίες (1968), Επίκυκλος, χάπενινγκ (1968) και, τέλος, Εναντιο-δρομία (1969), για ορχήστρα.

γ) Χαμένα έργα: ορατόριο Ψαλμοί του Δαβίδ (1953) και Η σύλληψη της Αγίας Άννης (1955), τρεις μικρές όπερες (τριλογία) με τίτλο Ο τροχός της ζωής σε κείμενο του Ιταλού μουσικολόγου Ντομένικο ντε Πάουλις (1955-57), όπερα-ορατόριο Γιλγαμές, κατά το ομώνυμο ασσυριακό έπος (1955-57), Τρίτη Συμφωνία (1962), Τα δώδεκα κλειδιά, πάνω σε μεσαιωνικά αλχημικά κείμενα, για μεσόφωνο, φλάουτο, όμποε, τρίο εγχόρδων και πιάνο (1962), Το Πλοίο του Θανάτου, πάνω σε ένα ποίημα του Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς (1963), Η κατάρρευση, διαστημική όπερα σε 3 πράξεις και 12 σκηνές, σε κείμενο του συνθέτη και, τέλος, Η διαθήκη, πάνω σε μεσαιωνικά αλχημικά κείμενα, για μεσόφωνο, φλάουτο, κοντραμπάσο και πιάνο (1964).

Η τελευταία κατηγορία έργων έχει προβληματίσει έντονα τους μελετητές του συνθέτη αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο χάθηκαν. Αυτό που όλοι αποκλείουν είναι η πιθανότητα να τα κατέστρεψε ο ίδιος ο συνθέτης, καθώς ο ίδιος ήταν επιμελέστατος άνθρωπος που κρατούσε ακόμη και πρόχειρα σημειώματα, στα οποία μάλιστα σημείωνε επιμελέστατα ημεροχρονολογία, ορισμένες φορές και ώρα. Η κόρη του, Σάντρα, αναφέρει ότι υπάρχουν σωσμένες επιστολές του στον Άγιο Βασίλη! Ακόμα, σε συζητήσεις που είχε με το Λεωτσάκο (2000), άφηνε να εννοηθεί ότι τα έργα αυτά υπήρχαν και πως κάποτε θα τα «ξανάπιανε».

Η αλήθεια είναι πως τα έντεκα αυτά έργα αποτελούν ένα μυστήριο για τους μουσικολόγους. Έτσι, είναι φυσικό να τίθενται κάποια καίρια ερωτήματα. Παραδείγματος χάριν, αφού το ενδεχόμενο να τα έχει καταστρέψει ο ίδιος έχει αποκλειστεί, μήπως τα έργα αυτά έχουν καταστραφεί από κάποιο άλλο πρόσωπο; Αν ναι, ποιο και γιατί; Επίσης, μήπως αυτό το πρόσωπο δεν τα έχει καταστρέψει, αλλά τα έχει απλώς υπό την κατοχή του; Και αν ναι, γιατί δεν τα φέρνει με κάποιο τρόπο στη δημοσιότητα, μια και τις τελευταίες δεκαετίες έχει γίνει μείζον ζήτημα στους μουσικολογικούς κύκλους; Συμπυκνώνοντας τα ερωτήματα, ποια είναι τελικά η τύχη αυτών των έργων; Ο Λεωτσάκος (2000) επιχειρεί μια απάντηση σε όλα αυτά τα ερωτήματα, αφήνοντας υπόνοιες για προσωπική ευθύνη της μητέρας του συνθέτη.

Πηγές:

-Πτυχιακή εργασία «Γιάννης Χρήστου: Η Κυρία με τη Στρυχνίνη» της Μαρίας Γεροσίμου, Τμήμα Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστήμιου Μακεδονίας.
-Τη διατριβή “Γιάννης Χρήστου – Έργο και Προσωπικότητα ενός Έλληνα Συνθέτη της Εποχής μας” της Anna-Martine Lucciano, 1983, μτφ. Γιώργος Λεωτσάκος, εκδ. Βιβλιοσυνεργατική, 1987.

-Το πληροφοριακό σημείωμα “Ο Γιάννης Χρήστου και η Μεταφυσική της Μουσικής” του Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου, εκδ. Ε.Σ.ΣΥ.Μ., 1970.

-Χαρκιολάκης Α. «Το Αρχείο Γιάννη Χρήστου». http://www.classicalmusic.gr/ articles/arxeiochristou.html .

-Λεωτσάκος, Γ. «Γιάννης Χρήστου: Προφήτης της χρεοκοπίας του ανθρώπου». Τα Νέα, 22 Δεκεμβρίου 1999.

-Λεωτσάκος, Γ. «Η Κυρία με τη Στρυχνίνη και η Μεγάλη Ευνουχίστρια Mεσογειακή Θεά-Μητέρα… ή: κάποιοι μορφοπλαστικοί παράγοντες το ψυχισμού του Γιάννη Χρήστου και το αίνιγμα των ‘χαμένων’ του έργων…». Εισήγηση στο συνέδριο Ζητήματα Νεοελληνικής Μουσικής Ιστορίας ΙΙ. Κέρκυρα: Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 2000. http://www.ionio.gr/ ~GreekMus/anakoinoseis.

πηγή