Είναι εκείνο το πρόστυχο κόκκινο που δίνει την ζωή.

Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα περιέχονται στο ebook (flipping book και pdf) – σειρά: εν καινώ– με τίτλο: “Στης σοφίτας τον φεγγίτη” .

Για να διαβάσετε το προηγούμενο αφήγημα κλικ εδώ

Ιστορία 7η.

Το ταξί πλημμύρισε με το αίμα της. Ο ανήμπορος οδηγός κιτρίνισε από τον φόβο του, την πήγε σφαίρα στο Τζάννειο.
«Σου είπα να μην ξανάρθεις», ήταν τα λόγια του γιατρού, «άντε πέθανε. Να τελειώνουμε και με σένα».
Οι γυναίκες της Τρούμπας, του λιμανιού του Πειραιά, δεν είχαν πρόσωπο, ούτε και ρόλο στην κοινωνία. Μα έτσι δουλεύει το σύστημα και σήμερα.
Ξάπλωνε με κατάρες, βρίζοντας τη μάνα που τη γέννησε και την εγκατέλειψε το 1938 στην κλινική του Παπατέστα στην  Καστέλλα.
Ήρθε, ξεκίνησε από τα Μεσόγεια, τον Μαρκόπουλο, να αμολήσει το μούλικο της, κάπου στα κρυφά. Να το θάψει, όπως ο έρωτας, αφού της άρπαξε πρώτα το μυαλό και την καρδιά, έβαλε και χέρι  στην προίκα. Την άφησε προδομένη και διπλή.
Η Δέσποινα, το Δεσποινάκι, έρχεται σε έναν κόσμο ξερό, στυφό και ανίκανο. Τόσο ανίκανο που βιάζει ψυχές και σώματα για να δείξει πως μπορεί, τα καταφέρνει με τα ζωώδη, υπάρχουν πάθη και αδυναμίες.
Το ζευγάρι που την κερδίζει είναι φιγούρες του Ντοστογιέφσκι, μια γυναίκα ζητιάνα, η Μαρία, και ο Θανάσης, ρουφιάνος και αλκοολικός γυρολόγος που ξεπουλά τα πάντα για τα χούγια του.
Κουκλί το κορίτσι, μα το κρατούν μακριά από το σχολείο, του λένε πως δεν είναι για γράμματα, λέξεις που όταν γράφονται, αλλάζουν, κονταίνουν, και το συναίσθημα το κάνουν να φαίνεται ψιλό.
Με τέτοιες λέξεις άγραφες χαράξανε το παιδί, το στρίμωξαν. Από την μια η πείνα που έβγαζε στόμα μέσα στα στόματα τους, από την άλλη η πιθανότητα να τους βγάλει από το σκοτεινό αδιέξοδο.
Το φυλάκισαν, και το μάθανε να φοβάται τους ανθρώπους και να μισεί, να έχει μια σιχασιά για τον ίδιο τον εαυτό του.
Στα οκτώ της την κατεβάζει στο λιμάνι, στην τρούμπα, που τότε ήταν ψηλά τα καμπαρέ, ο αγοραίος έρωτας, -να το πούμε κομψά-, η εφήμερη αγάπη, στα πιο ελαφριά  πατήματα του νου.
Ο Θανάσης, θετός πατέρας, την πουλά για ένα κιλό κρασί, αλλά κι αυτό νερωμένο.
Το παρελθόν δεν έχει λέξεις να γραφτεί, είναι ποτισμένο μέσα στην ψυχή της, δεν ξεμακραίνει από την μάνα που έγινε σκιά, την πραγματική, μέσα στα κλάματα και στις κατάρες έρχεται στο ύπνο και της ζητά συγνώμη.
Είναι στα 75 της που λέει «μανούλα» και δακρύζει. Ψάχνει έναν κόσμο που δεν γνώρισε, πονά όχι για τα ξένα σώματα που πίεσαν την ψυχή της,  μα για εκείνα που την αρνήθηκαν, ξεπέζεψαν το όνειρο και κάμαν  την ζωή της εφιάλτη.
Στα 11 μαθαίνει και μια τέχνη, φραγκοραφτού, μαθαίνει τα μπαλώματα, μαθαίνει την βελόνα.
Τα ίδια κι εκεί. Ο δάσκαλος, ο ράφτης, άλλα ψάχνει, είναι που αγωνιά και αυτός με το υπερεγώ του λίγο παρακάτω από την κοιλιά του.
Η Δέσποινα μεγαλώνει μέσα σε πολέμους. Στην αρχή οι Γερμανοί παίρνουν ό,τι γυαλίζει, οτιδήποτε κυλά σε ρότα έξω από την δική τους την προκαθορισμένη.
Παρακάτω ο σκληρός εμφύλιος, μέσα στο σπίτι ο ρουφιάνος, δίνει όλη την γειτονιά. Όπου σταθεί, καρφώνει.
 Σκληρό ρόλο διάλεξε ο Θανάσης, τσάκισε κόσμο και κοσμάκη. Μπορεί να βόλευε τον χρόνο του,  μα διέγραψε την  ανθρώπινη φύση του και έκανε ανείπωτο κακό σε τόσους ανθρώπους.
Ο Αντώνης, ο καρβουνιάρης, ένα χρόνο ήθελε για το πτυχίο της νομικής. Ο ρουφιάνος του στέρησε όλα του τα χρόνια, τον έστειλε εξορία και του ρούφηξε όλο τον αέρα, όλη την πνοή.
Μα πόσους δεν έσβησε από την γειτονιά, πόσοι ξημέρωσαν σε μόνιμη και διαρκή νύχτα.
Η θετή κόρη είχε μίσος για αυτόν τον πατέρα, κυρίαρχα έβγαινε ο φόβος, ο τρόμος, μα κάθε που ονειρευόταν τον έβλεπε πεθαμένο, άλιωτο, νεκρό σε σταυροδρόμι, να μην το εθέλει κανείς.
Τον ρουφιάνο δεν τον θέλει κανένας.
Πέθανε, μεγάλος, με τα κρίματα κρυφά, μα κρεμασμένα στο λαιμό της θετής κόρης. Της Δέσποινας. Εκείνη βασανίζαν περισσότερο.
Το φορτηγό που τον χτύπησε χαράματα, στην Πειραιώς, θα το έστειλαν οι ψυχές των βασανισμένων, έλεγε και ξαναλέει. Σταυροκοπιέται και χαίρεται γιατί το ταμείο, η πληρωμή είναι μέσα στο ταξείδι, πάνω στις στροφές της διαδρομής. Λίγο να μην προσέξεις, είναι άλλοτε η κεντρομόλος μα κάποιες φορές η φυγόκεντρος που σε κάνουν σμπαράλια, αν ένιωθες και φτερά στην πλάτη στα παραχώνουν μέσα στους χειρότερους εφιάλτες σου.
Εδώ που κόψαμε εισιτήριο, εδώ θα δούμε και την παράσταση μας να ανεβαίνει, δεν έχει επόμενη. Το έργο που παίζεται πρεμιέρα  κατεβαίνει την ίδια εκείνη στιγμή, αφού το πανί της προβολής το σκίζουμε με τα δικά μας δόντια μαζί με τις σάρκες μας, που θαρραλέα ωμές τις σιγοτρώμε.
Τα δάχτυλα των χεριών της έγιναν σκληρά, μικρές στρογγυλεμένες πέτρες με αποτυπώματα ολότελα δικά της.
Δούλεψε χρόνια λαντζέρισσα, σε εκείνα τα μαγαζιά του Τουρκολίμανου που οι τουρίστες με τα χρωματιστά πουκάμισα άφηναν τα χρήματα του τόπου τους λαδώνοντας τα χέρια τους από το μύθο του έλληνα. Ακόμη τότε ο Παρθενώνας, η Ακρόπολη ήταν ζωντανός προορισμός.
Η μάνα της η Μαρία έκανε αυτό που είχε μάθει, κοντή , καχεκτική,  σχεδόν άπνοη, ζητιάνευε στους δρόμους του Πειραιά.
Μάζευε το καθημερινό για την οικογένεια μα ήταν δουλειά, μπίζνα.
Ό,τι κι αν είναι η μάνα, ψεύτικη να ναι, μα είναι μάνα, όσο κι αν κυλιστεί στο βούρκο της ανηθικότητας και περάσει τα σύνορα που η κοινωνία χαράσσει με βία στις ψυχές μας, η μάνα στέκει, χαιδεύει και χορεύει όλο το είναι της περασμένης νιότης.
Μέσα στη δικτατορία και με την τρούμπα να γράφει το τέλος, όπως κάθε πράμα που αναπνέει, η Δέσποινα κουρνιάζει σε μια τράπεζα, καθαρίστρια.
Είναι η εποχή που ο Σκυλίτσης, ο δήμαρχος της χούντας, φορά στολές και γάντια στους οδοκαθαριστές. Φροντίζουν όχι μόνο τον δρόμο, μα και τα πλαστικά λουλούδια που έχουν στολιστεί με δική του πρωτοβουλία. Είναι η εποχή που θέλει, θέλουμε να ξεπετάξουμε την μιζέρια και την φτώχεια από το μεγάλο λιμάνι. Είναι στιγμή που αρνιόμαστε τα κόκκινα φανάρια. Κρύβουμε τις πουτάνες, μα με άκαπνα  συναισθήματα που τυλίγουν σαν το μελάνι της σουπιάς την ψυχή, θέλει να σωθεί από το μαρτύριο μιας αδύναμης σάρκας που φλέγεται από πάθος, μα πάλι αλλάζει το πρώτο γράμμα της λέξης και κάνει  λάθος, το πάθος.
Αν συναντήσεις καμιά παστρικιά να της δώσεις, να την φροντίσεις, δεν ξέρεις, δεν μπορεί να ξέρεις τι περνά, γιατί λερώνει το κορμί της με την δικιά σου βρώμα.
Αγγίζει το χώμα και μιλά μετά για τα λουλούδια, για ένα κήπο που θα ήθελε να έχει, για μια αυλή που έχει μα δεν μπορεί να την φροντίσει.
Είναι που κρύβονται οι άνθρωποι, κρύβονται από την αλήθεια, και όπου την συναντούν στρίβουν μη τυχόν και πέσουν απάνω της.
Λερώνουν τα ρούχα τους, και καθαρίζουν βιαστικά τις λίγδες, αν δεν βγαίνει η βρώμα κάνουν κορδέλες τα ρούχα και τα στοιβάζουν βιαστικά στο κάδο με τα σκουπίδια, δίνοντας χαρά σε ένα τσούρμο από αντιήρωες ρακοσυλλέκτες που βουτούν, καταδύονται στους κάδους σκαλίζοντας τις πεταμένες καλημέρες μας.
Λέρωσε το κορμί της μα τίποτε δεν άγγιξε την ψυχή, την ψυχή της που ολόδροση στέκει και χαμογελά στον ταλαιπωρημένο άγνωστο.
Η Δέσποινα μαζεύει λογής πραμάτια, ρούχα, παπούτσια κι ό,τι μπορεί να σταθεί χρήσιμο στον συνάνθρωπο. Τα μοιράζει στους πιο  φτωχούς, δίνει ένα κομμάτι από μια τσακισμένη καρδιά, ένα περίσσευμα που από φόβο και πόνο τώρα γίνεται συμπόνια.
Δεν είναι καμιά οσία. Έκαμε και ένα γάμο, με έναν Ινδό, του μάσησε χρήμα, έφαγε λεφτά μα για να γίνεις ρωμιός θέλει και αντίτιμο. Ήταν εποχές που είχε πέραση το διαβατήριό μας. Ακόμα έλεγες: «Έλληνας» και σε νιώθαν οι τριγύρω άνθρωπο τυχερό, φωτισμένο, με πατρίδα λαμπερή, σπουδαία.
Σήμερα δίπλα στο λαμπερό παρελθόν στέκει ένα κακόμοιρο παρόν που δείχνει προς το άμοιρο μέλλον.
Εικοσιεφτά χρόνια στην τράπεζα, περάσαν κι αυτά, θυμάται τον αρραβωνιαστικό, το Γιώργο. Έναν κομμωτή που την παράτησε έπειτα από δεκαπέντε χρόνια για ένα διαμέρισμα, ένα διαμέρισμα που η Δέσποινα δεν είχε. Ίδια χρώματα έντυναν τα όνειρα, ίδια ρουχαλάκια φορούσαν στα θέλω τους οι άνθρωποι. Όλοι εκείνοι που μοιάζουν εξωπραγματικοί στις φωτογραφίες τις εποχής,  έφτιαχναν ράγες για μας, να βάλουμε το δικό μας τρενάκι να τρέξει, με φορτίο τα όμοια, κοινά σενάρια που αιώνες τώρα δουλεύουμε.
Πέντε γυναίκες τόσο όμορφες είχε ο Πειραιάς, με πόδια λαμπάδα και κορμί θεϊκό, είναι και η ασπρόμαυρη, καθημερινή, από αυτόματο, όχι εβδομαδιαία με ρετουσαρίσματα και τέτοια,  που την κοιτά και ψάχνει να σιγουρευτεί πως πρόκειται για κείνη, δεν κάνει λάθος, υπήρξε, ξεπετάχτηκε μέσα από τον πόνο και το μάτωμα, είχε στιγμές που  έκανε την πραγματική γυναίκα όχι το εργαλείο ή το μηχάνημα.
Τα λιγοστά δόντια την κάνουν να καταπίνει αμάσητα την τροφή, βιαστικά, έτσι όπως της πέρασαν, της όρισαν τους κανόνες μιας ζωής.  Μα δεν στέκεται σε τίποτε, πουθενά. Γυρνά τις γειτονιές σαν σβούρα, περπατά τα στενά και κόβει, ξέρει να ξεχωρίζει τους ανθρώπους, βλέπει  μέσα από τα πάθη που πετάνε τα μάτια όταν σε κοιτούν. Μα εκείνη σαν ερινύα την αποφεύγει ο παραδιπλανός, είναι μια σκιά που γίνεται παρελθόν και στοιχειώνει το μικρό μας μύθο.
Έρχεται τόσα βράδια η μάνα της, δεν είναι που ζητά μια συγνώμη, αυτό το καθαρίσαμε, είναι που χτυπά το κινητό, την ψάχνει, αλλά εκείνη δεν προλαβαίνει, είναι αλλού, ποτέ δεν προλαβαίνει, δεν έχει τρόπο, από τον άλλο τόπο να γυρίσει, να ενωθεί με την μάνα, την αληθινή της μητέρα.
Η κυρά Δέσποινα είναι γύρω-τριγύρω μας, είναι βαφτισμένη μέσα στην ανάγκη της ανέχειας και το χρέος της πληρώνεται μέρα και νύχτα. Ο λογαριασμός θα σβήσει με το κόψιμο της ανάσας, μιας ανάσας που είναι ειλικρινής και για όλους.
Όταν κοιτά τα πολυώροφα στην γειτονιά, που μεγάλωσε, φούσκωσε, μα  προς τον ουρανό, αφού χτίστηκε, αναπτύχθηκε μα προς τον ήλιο, θυμάται το ζευγάρι που πάντρεψε.
Ήταν ερωτευμένοι, τρελοί ο ένας για τον άλλον, από εκείνες τις αγάπες που δεν θα βρεις στα μυθιστορήματα, μα ούτε και θα τους γράψει η ιστορία που προσπερνά  το υγρό, σκοτεινό υπόγειο με το φόβο μη και βυθιστεί στην  σιωπή.
Εκεί, που ο γαμπρός με δανεικό κουστούμι του αρραβωνιάρη της Δέσποινας, του κουρέα, και με ξεχαρβαλωμένα παπούτσια η νύφη ήταν που την είχαν μάρτυρα για τη δικιά τους αλήθεια.
Στάθηκε στο ζευγάρι που τα κατοπινά χρόνια την χαρακτήρισαν «γυναίκα του δρόμου», πετάξαν την καλοσύνη στην πίσω αυλή μαζί με τους πόθους, για να μην κάνουν σκληρές μνήμες τα βάρβαρα τους χρόνια.
Μα  είναι οι περισσότεροι που στεκόμαστε άσκεφτα και αδειάζουμε, στεγνώνουμε το μυαλό από τα λογής υγρά του, προτιμάμε να αφήνουμε ένα δάκρυ στο μαξιλάρι της ντροπής μας, μα να κρίνουμε το διπλανό, να κάνουμε τα λάθη παντιέρα με οικόσημο το πρόσωπο του. Στις Δέσποινας το σπίτι δεν έχει εικόνες και θυμιατά, οι αγίοι μας δεν ταιριάζουν σε ένα κόσμο που κακοφόρμισε και ίσα που αναπνέει.
Μα εκείνη συναντά στον περαστικό ζητιάνο τον σταυρωμένο γιό, που εγκαταλελειμμένος από τον πατέρα βασανίζεται σε ασύγχρονους καιρούς, την εποχή μας.
Παλεύει ακόμη τα  τέρατα της, και με τον φόβο που ζωντάνεψαν στα πρώτα χρόνια και ακόμη σβήνουν κάθε πέταγμα, κάθε αισιοδοξία.
Όπως πικρή είναι η αλήθεια της έτσι και η γλώσσα της άγρια και άκομψη στέκει μέσα σε βρισιές, κατάρες και συγνώμες.
Μονολογεί κι αν τύχει και την ακούσεις, ντρέπεσαι, στην αρχή γίνεσαι κριτής και την διαγράφεις από ένα κόσμο που θέλεις τις  σκιές σιωπηλές, νεκρές, να προσπερνούν σε μια άλλη διάσταση.
Μα αν σταθείς, αν αγγίξεις την αλήθεια από τα λόγια της, βλέπεις πως το άδικο έχει τόπο, το παράλογο έχει χρόνο.
Είναι οι δικές μας οι στιγμές οι ανθρώπινες που από τότε, τότε που είμαστε εμείς στο χάραγμα της μέρας, κάνουμε τα ίδια λάθη, στις ίδιες στροφές τραβάμε το χειρόφρενο, άσχετο με το μέσο  που πορευόμαστε,  μοιραία ντελαπάρουμε, γκρεμιζόμαστε μαζί με τον κόσμο μας που έτσι κι αλλιώς τελειώνει, πως αλλιώς. Ό,τι αναπνέει πεθαίνει. Όλο το ξεχνάμε,  όλο έρχεται, βγαίνει στον αφρό κάτι και μας το θυμίζει.