Οδοιπορικό στους φάρους (5): Πάτρα

24grammata.com/ καλειδοσκόπιο/ φάροι

για το φάρο της Ανδρου κλικ εδώ

για το φάρο της Μονεμβάσιας  κλικ εδώ

για το φάρο της Φυκιότρυπας κλικ εδώ

για το φάρο του Μεσολογγίου κλικ εδώ

Αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

 

Η ΠΥΛΗ
Την ονόμασαν πύλη εξόδου και επικοινωνίας της χώρας με τη δυτική Ευρώπη και όχι άδικα. Η αχαϊκή πρωτεύουσα με τη μακραίωνη ιστορία και τη βαθιά, πολιτισμική παράδοση συνιστά μία από τις σημαντικότερες πόλεις για την ελληνική επικράτεια, όχι μόνο λόγω της γεωγραφικής θέσης ή του πλήθους των ιστορικών μνημείων, τα οποία υφίστανται διάσπαρτα μες στο αστικό πεδίο και τα προάστια, αλλά κυρίως εξαιτίας της διαχρονικής της, ιστορικής παρουσίας στον ελληνικό χώρο και της κορυφαίας συνεισφοράς της στην ανάπτυξη εμπορικών και πολιτιστικών δεσμών με ολόκληρο τον υπόλοιπο, ευρωπαϊκό χώρο.
Η Πάτρα βρίσκεται δυτικά των Αθηνών σε απόσταση 216 χιλιομέτρων. Χτισμένη στους πρόποδες του Παναχαϊκού Όρους, με προεξέχουσα θέση μες στα όρια του πατραϊκού κόλπου, η Πάτρα, συνδέεται γεωγραφικά και με την περιοχή των Ιονίων Νήσων.Η κατάταξή της στην τρίτη θέση σε πληθυσμιακό επίπεδο, σύμφωνα με τα στοιχεία της πρόσφατης, γενικής απογραφής, το σημαντικό ποσοστό νέων ανθρώπων, οι οποίοι ζουν και σπουδάζουν στις πολυάριθμες, πανεπιστημιακές και τεχνολογικές σχολές ή συμμετέχουν ενεργά στον τομέα της έρευνας, οι υψηλές παροχές υγείας, εκπαίδευσης και οικονομικής δραστηριότητας αρκούν για να καταστήσουν την Πάτρα ώς ένα ζωντανό και ακμάζων, πολεοδομικό οργανισμό.
Η ιστορική μνήμη είναι παρούσα μες στην ίδια την πόλη και επιβιώνει πλάι σε σύγχρονα και καλλιτεχνικής πρόθεσης κτίρια, κατασκευασμένα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Το Ρωμαϊκό Ωδείο, η Ρωμαϊκή Γέφυρα του Μείλιχου, γνωστή ως γέφυρα Παυσανία αποτελούν μερικά μόνο από τα σωζόμενα χνάρια της ρωμαϊκής περιόδου, τα οποία μαζί με το Βόρειο Νεκροταφείο της Πάτρας, σχεδιασμένο, καθώς εκείνο της Πομπηίας, σε σχήμα δηλαδή σταυρικό, κοσμούν αιώνες τώρα την πόλη. Στον αστικό ιστό όμως, μπορεί να θαυμάσει και τις ιστορικές αποτυπώσεις νεότερων ή μεταγενέστερων περιόδων, όπως τα λουτρά Χαμάμ της Πάτρας, κατασκευασμένα ήδη από τον 16ο αιώνα, το περίφημο Κάστρο της Πάτρας, οικοδομημένο από τον Ιουστινιανό στις παρυφές του Παναχαϊκού Όρους, το Θέατρο Απόλλων,σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ, μοναδικό σε τεχνοτροπία στον ελλαδικό χώρο. Η βιομηχανική και οικονομική ιστορία της πόλης διατηρεί και εκείνη τις μνημειακές αναφορές της. Οι Αποθήκες «Μπάρρυ», οι οποίες φιλοξένησαν στις υποδομές τους αρκετά από τα προϊόντα των μεταποιητικών κλάδων, τα δημοτικά σφαγεία με την ιδιαίτερη και αξιοπρόσεκτη κατασκευαστική φιλοσοφία, ο υδροηλεκτρικός σταθμός του Γλαύκου, η Δημοτική Βιβλιοθήκη, τα κελάρια του πύργου της «Αχάια Clauss», με τα ξυλόγλυπτα βαρέλια του 1861 και τις φημισμένες ποικιλίες οίνου, το σπίτι του Κωστή Παλαμά, προσθέτονται στο σύνολο των αξιοθέατων τα οποία μπορεί κανείς να θαυμάσει κατά την επίσκεψή του στην Πάτρα.
Το γεγονός πως κατά την αρχαιότητα η έδρα της αχαϊκής συμπολιτείας, είχε προχωρήσει ήδη στην έκδοση τοπικού νομίσματος, η μετέπειτα εξέλιξή κατά τα επόμενα χρόνια, η κομβική θέση της κατά τα ρωμαϊκά και ύστερα χρόνια, καθώς και η ευρύτατη αποδοχή της οικονομικής και γεωγραφικής θέσης της για την εξυπηρέτηση των εξαγωγικών, ελληνικών συμφερόντων δεν αποτελούν παρά φυσικά επακόλουθα της εκτίμησης των ειδικών χαρακτηριστικών της πόλης. Στη σημερινή, κρίσιμη οικονομικά και εθνικά περίοδο η Πάτρα εξακολουθεί με την ανάπτυξη και το νεανικό κοινό της να δικαιολογεί απόλυτα τη θέση της ανάμεσα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, ως ένα εκ των πολυπληθέστερων και πλέον οργανωμένων, αστικών κέντρων.

Ο ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΔΡΑ
Ο Φάρος της Πάτρας, ακριβώς λόγω της σπουδαιότητας του λιμανιού της αποτελεί ένα ιδιαίτερο σημείο για την πόλη. Τόσο ο υψηλός αριθμός εμπορικών πλοίων, τα οποία προσαράζουν στον κεντρικό λιμένα της πόλης, όσο και ο παραδοσιακός χαρακτηρισμός της περιοχής κατασκευής του φάρου, ως κεντρικού σημείου για το εντόπιο στοιχείο, έχει άμεσο αντίκτυπο στο τοπικό, φαρικό σύστημα. Ο νέος φάρος αποτελεί ακριβές αντίγραφο του παλαιού. Αντικατέστησε το απαρχαιωμένο κτίσμα των τεσσάρων τετραγωνικών ενώ εξασφάλισε περισσότερο χώρο για την οργάνωση διαφόρων δρώμενων, συνεχίζοντας την παράδοση του μικρού καφενείου, το οποίο λειτουργούσε στο περιβάλλον του φάρου και συγκέντρωνε πάντοτε το ενδιαφέρον και την προτίμηση του τοπικού πληθυσμού. Ενδεικτικά αναφέρεται πως στην εξέδρα του παλαιού φάρου, στέκονταν για να καλωσορίσουν οι Πατρινοί τα ξένα, εμπορικά πλοία που εισέρχονταν στο λιμένα, ενώ ορχήστρα αναλάμβανε να εκτελέσει τον εν λόγω, κάθε φορά εθνικό ύμνο, με βάση την υψωμένη σημαία. Ο φάρος της Πάτρας εξακολουθεί να αποτελεί μαζί με την οδό του Αγίου Νικολάου και την περιοχή του μώλου, έναν από τους πιο πολυσύχναστους και αγαπημένους προορισμούς τόσο για τον τοπικό πληθυσμό, όσο και για τον επισκέπτη, που αναζητεί τον αισθητικό χαρακτήρα της περιοχής.

ΚΑΠΟΤΕ, ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ. Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΩΡΑΙΑΣ.
Συμβαίνει κάποιες φορές, όταν ο λόγος είναι βιωματικός, όταν δηλαδή αντλείται από το βάθος μιας προσωπικής εμπειρίας να καθίσταται κορυφαίος. Είτε γιατί η τεχνική του ίδιου του λόγου αναδεικνύει τη ρευστότητά του, είτε γιατί το περιεχόμενο, το αντικείμενο δηλαδή το οποίο πραγματεύεται χρίζει ιδιαίτερου ενδιαφέροντος. Στις περιπτώσεις λοιπόν, κατά τις οποίες κατορθώνεται ένα από τούτα τα δύο στοιχεία, τότε μπορούμε με βεβαιότητα να μιλούμε για ένα δημιούργημα πλασμένο κοντύτερα στο ανθρώπινο συναίσθημα, κοντύτερα στο ρεαλιστικό σκοπό της καλλιτεχνικής σκοπιμότητας. Και λέγοντας «σκοπό ρεαλιστικό» εννοούμε κάτι σπουδαιότερο και βαθύτερα ανθρώπινο, το οποίο ξεπερνά κατά πολύ τις πεπερασμένες, αντίστοιχες θεωρητικές των τεχνοτροπιών και των ρευμάτων.
Στην περίπτωση της «Γυναίκας της Πάτρας» του ποιητή και δημοσιογράφου Γιώργου Χρονά η κατάκτηση αφορά και τα δύο, παραπάνω χαρακτηριστικά. Διότι και ο λόγος, μα και το περιεχόμενο εκπληρώνουν με έναν τρόπο απόλυτο την επίτευξη ενός αποτελέσματος καλλιτεχνικού. Μιλώ λοιπόν για το βιβλίο του Γιώργου Χρονά, το οποίο δεν αποτελεί παρά τον καταγεγραμμένο λόγο μιας γηραιάς πόρνης, της Πανωραίας, με την καταγωγή από την Πάτρα και τη θυελλώδη ιστορία ζωής. Μια λαϊκή ιστορία είναι ετούτη της γυναίκας από την Πάτρα, μια εξιστόρηση χωρισμών, ατελών ερώτων, θανάτων και γεγονότων, τα οποία κατείχαν ένα τόσο δραματικό ρόλο, ώστε στιγμάτισαν με τρόπο συγκλονιστικό ολόκληρο το βίο της. Ο Χρονάς συνάντησε την Πανωραία σε ένα αγοραίο ταξί, -τι σύμπτωση, σχήματος λεκτικού και ζωής!-, και διατηρώντας ο ίδιος την ικανότητα να γοητεύεται μα και να ανιχνεύει τις πιο δραματικές, ανθρώπινες ιστορίες επέτρεψε στην Πανωραία να διηγηθεί το βίο της, δίχως να μεταβάλει τελικά τίποτα κατά τη διαδικασία της απομαγνητοφώνησης. Διαβάζοντας το βιβλίο ετούτο, το οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις χαρακτήρισε ως «ένα από τα πιο σημαντικά» διαπιστώνουμε έναν λόγο πυκνό, αποφθεγματικό πολλές φορές, ειλικρινή, με αρμονική τη σύμπραξη της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και του διαλόγου. Άλλοτε σε γλώσσα λαϊκή, με ιδιωματισμούς και ύφος ανάλογο και άλλοτε πάλι συγκινησιακά φορτισμένη η Πανωραία αποτυπώνει στην ταινία ολόκληρη τη ζωή της, συγγράφοντας κατ΄ουσία έναν αξεπέραστο μονόλογο. Ίσως ετούτο το στοιχείο, δηλαδή της επάρκειας του λόγου και της αυτοτέλειάς του ως είδους να συνέβαλε με τον πιο καθοριστικό τρόπο στη θεατροποίησή του, συνιστώντας το πρωτογενές και αμετάβλητο υλικό της ομώνυμης παράστασης, η οποία τόσο επαινετικά σχόλια έλαβε κατά τους προηγούμενους χειμώνες. Ξεπερνώντας τις σκηνοθετικές επιννοήσεις, οι οποίες υπό μορφή συμβόλων συμπλήρωναν αναίτια το σύνολο, ο θεατής μπορούσε να αρκεστεί στο λόγο, στην κορυφαία εκφορά του από την Ελένη Κοκκίδου. Εκφράζοντας την τραχύτητα, τη θλίψη, την τρυφερότητα πάλι μιας ολοκληρωμένης γυναίκας και ενός αμεταννόητου βίου, η ηθοποιός κατάφερε να αναδείξει τη μαρτυρία του έργου και να μετρηθεί με αφορισμούς και παραδοχές ενός άλλου ανθρώπου. Θα μπορούσε δε κανείς να πει πως με την υποκριτική της επάρκεια, για να μην πούμε δεινότητα, η ερμηνεύτρια έθεσε τη βάση για μια, ας πούμε εκ βαθέων εξομολόγηση, για μια ιερουργία ανάλογη της θεατρικής απαίτησης. Έδωσε δηλαδή την ευκαιρία στο κοινό να συμμετέχει σε μια ομολογία ζωής, ανάλογη με εκείνη την οποία βιώνουμε καμιά φορά, καθώς ακούμε μία συγκλονιστική ιστορία, δοσμένη από μια γηραιά κυρία ή έναν μοναχικό άνδρα στην αυλή ενός χαμηλού σπιτιού, με έκδηλα τα σημάδια μιας λαϊκής ταπεινοφροσύνης, μιας σχεδόν δωρικότητας, αν λογιστούμε τούτο τον τελευταίο όρο με τα στοιχείο της οικονομίας, της σκληρότητας, μιας ψυχικής φυσικότητας, ελληνικής και οξείας. Με τέτοια υλικά άλλωστε γράφονται οι τραγωδίες και τα πιο ανθρώπινα από τα έπη. Με ομολογίες όπως της Πανωραίας, της γυναίκας από την Πάτρα, η οποία έτσι ανώνυμη μας καθιστά όλους εν δυνάμει ήρωες. Και ποιητές.
Σε συνέντευξή του, με αφορμή την αναζήτηση του μεγαλειώδους μες στο έργο, ο Γιώργος Χρονάς λέει για τη «Γυναίκα της Πάτρας» :
i«Εκτός από τον τίτλο, τον οποίο τον δανείστηκα από τη Γυναίκα της Ζάκυθος του Διονύσιου Σολωμού, είναι δαιμονικό πρόσωπο [ η Πανωραία],αλλά ταυτόχρονα μιλάει και για τον Θεό. «Δαιμονικό» με την έννοια του μοναδικού.»