Η εμμονή που γίνεται ζωή. Μια κανακαρά ακόμη (νέο αφήγημα του Μ. Δημελλά)

Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα κυκλοφορήσουν με τη μορφή έντυπου και ηλεκτρονικού βιβλίου


Ιστορία 6η.

 Η εμμονή που γίνεται ζωή. Μια κανακαρά ακόμη.

Καθισμένες στα κρεβάτια και με τα πόδια να μην πατούν στο πάτωμα, σαν παιγνίδι, η μια να κοιτά την άλλη, να μην λένε τίποτε, να τα λένε όλα.
Στον πρώτο όροφο οι θάλαμοι είναι γυμνοί, μόνο το χρωματιστό, παλιό χιλιοφθαρμένο μωσαϊκό στέκει να θυμίζει κάτι από τα παπούτσια που αναστενάζουν σε κάθε βήμα.
Είναι βαρύς ο αέρας στα τρελάδικα, είναι το κλίμα που απέξω ακόμη, σε κάνει να αμφιβάλλεις και για τον εαυτό σου.
Η Κατερίνα, η Άννα, η Μαρία, και η δικιά μας η Μαρίκα.
Όλες την παινεύουν, καμιά δεν έχει να φορτώσει κάτι  στην ήσυχη, μετρημένη Καρπαθιά.
Στέκεται μοναχή πάντα, με μνήμες τέλεια κατασκευασμένες, που αν τυχόν και τις συναντήσεις θα συμφωνήσεις κιόλας πως γνωρίζεις, όλα θα σου φανούν τόσο, μα τόσο οικεία, σαν να είναι κομμάτια από την δικιά σου ζωή.
Ταξιδεύει το μυαλό της, στα παιδιά, που σπουδάζουν στο Λονδίνο. Ένα αρσενικό και ένα κορίτσι. Δεν έπρεπε να αφήσει την κόρη για τόσο μεγάλο ταξείδι, δεν έπρεπε να αφήσουν τον πατέρα μοναχό. Τώρα που εκείνος γέρασε, κι η μάνα αναγκαστικά βρέθηκε σε θεραπεία δεν ήταν ώρα να φύγουν και τα δυο.
Ο Γιάννης και η Μαρία, τα δικά της τα καμάρια. Η εμμονή γεμίζει, ξεχειλίζει,  την δεξαμενή της μνήμης, με γεννήματα μυαλού που πιάνουν χώρο σε ένα κόσμο που καθορίζουν οι αισθήσεις.
Η Μαρίκα γεννήθηκε γύρω στο ’25, μα πάλι δεν είναι και σίγουρο, κανένας δεν θέλει να πολυθυμάται την ιστορία της.
Το χωριό είχε στολιστεί στα εφτά του κοριτσιού, εκεί που γράφουν μα και δίνουν οι μοίρες το ριζικό.
Μα ήταν όλα προγραμμένα, ψιθυρίζαν οι γειτόνοι, κανακαρίκια και από τους δυο γονείς, και από μια γεροντοκόρη θεία, ακόμη και εκείνη θα έδινε στο κοριτσάκι την περιουσία της, θα την έπροικιζε με αγύριστα σπίτια και χωράφια.
Βρέθηκε το παιδί από τα μικρά του ντυμένο πριγκιπέσα.
Ήταν καθημερινές όχι καμιά σκόλη όταν η μάνα το έντυνε με τούλια μέσα στα αμπέλια. Ξάπλωνε στο υγρό χώμα,  κοίταζε τον ουρανό θαρρώντας πως κάποιο μικρό κομμάτι του, δεν μπορεί, δικό της θα ήταν και αυτό. Μια ανεξακρίβωτα θεϊκή κληρονομιά.
Ο πατέρας δεν είχε μεγάλα πάθη, ούτε καν για την ίδια τη ζωή. Έτρωγε, από τα έτοιμα, που και πολλά ήταν και δεν του έπρεπε να βγει για μεροκάματο. Οι κουβέντες στα καφενεία μετρούσαν γιατί ήταν με λίγο ιδρώτα, άκοπες, του έπρεπε σεβασμός και μόνο που  δεν βρομούσε το χνώτο του πείνα. Άσε που στα παπούτσια δεν άντεχε την σκόνη.
Με τους δυο αρσενικούς τελείωσαν νωρίς, έτσι γράφεται η ιστορία όταν προετοιμάζει έναν μοναχά για τα μεγάλα, τα σπουδαία.
Έφυγαν, πακέτο, για την Αμερική. Καλιμέντο, κατάσταση δεν γίνεται στη φτώχεια. Η οικογένεια μπορεί να είχε μα ο τόπος ήταν εξορία.
Ένα μικρό νησί, που γραφόταν Ιταλικό μα με καρδιές κρυφά ελληνικές, οργώνουν και σπέρνουν χωράφια, στενόμακρα, που είναι σαν να σπέρνεις σκάλες, τους λόρους που λένε. Περιμένεις να βρέξει και σαν τύχεις σε χρονιά ξερή μοναχά αγκινάρες μαζεύεις κι αυτές μικρές και νευρικές, σαν να  κλωτσάνε, έτσι σε κοιτούν.
Στην Αμερική, ο ένας γιός δούλεψε σκληρά, ασταμάτητα.
Κοντύναν τα χέρια από τα πιάτα και την λάτζα. Η νύχτα και η μέρα, οι εποχές, ο χρόνος όλος περνούσε με συντροφιά τον ήχο από τις βρύσες, το νερό που έσκαγε στα λερωμένα πιάτα και έπαιρνε την λίγδα, τα λάδια, τα αποφάγια και μαζί της σκέψεις του.
Η μοναξιά τον έπλασε, του έντυσε σκληρή πανοπλία, πάνω από το δέρμα κρύβοντας συναισθήματα. Σκεπάζοντας έναν χαρακτήρα που σε πολλές στιγμές στεκόταν αδύναμος, τον παρέσυρε και ο πιο ελαφρύς αέρας.
Ο άλλος, ο μικρός, άλλος, χαρακτήρας. Από εκείνους που όταν μιλούν οι πατεράδες, λένε πως, δεν μπορεί δεν είναι δικό τους παιδί.
Έμαθε στην νύχτα, στο εφήμερο, το γρήγορο, στο ρευστό. Συναίσθημα, χρήμα, νταραβέρι. Ό,τι κι αν έκανε ήταν ένα παιγνίδι, ένα στοίχημα με την ίδια την ζωή του.
Στην αρχή τα άλογα, έπειτα τα χαρτιά. Έμαθε να είναι ο δεύτερος, έγινε ο σκοτεινός συμπαίχτης που έστρωνε, ετοίμαζε το παιγνίδι για να νικήσει ο δικός του, το ταίρι που τα είχε συμφωνημένα.
Μα όλα αυτά για εκείνη. Την Μαρίκα, την αδελφή τους, την πρωτοκανακαρά του μικρού, άγνωστου, χωριού.
Οι αγύριστες, ατελείωτες κληρονομιές σε αυτόν τον τόπο δεν είναι μοιρασμένες ισόνομα, ισότιμα στα παιδιά.
Ο κανόνας, ο σκληρός μα δεδομένος άγραφος νόμος, το εθιμικό δίκαιο του τόπου θέλει την πρωτοκόρη να παίρνει όλη, ολόκληρη την περιουσία της μάνας. Όλα δικά της μα μετά το γάμο.
Αντίστοιχα ο πρωτογιός έχει με το πρώτο κλάμα ολάκερη την περιουσία του πατέρα. Έτσι δεν χανόταν, δεν μοιραζόταν το βιος μέσα στους χρόνους.
Αν τύχει να υπάρχουν και άλλα παιδιά δεν έχουν, δεν πρέπει, να περιμένουν από τους γονείς. Αν υπάρχει κάποιος συγγενείς να δώσει κάτι, σε άλλη περίπτωση κατέληγαν από παιδιά ακόμη να κάνουν τους υπηρέτες των πρωτότοκων.
Μέσα σε αυτήν την οικογένεια η μάνα, αγόραζε κολονάτα, χρυσά ποτήρια να υποδεχθεί τον μελλοντικό γαμπρό. Είχαν ξεκαθαρίσει όλα θα πάνε στο κορίτσι, θα κάνουμε μια παντρειά που θα μείνει στην ιστορία του νησιού.
Η κανακαρά, η Μαρίκα, περίμενε τουλάχιστον έναν βασιλιά.
Μα όχι, δεν την πότιζαν για πριγκιπικά κρεβάτια. Τα όνειρα στήναν τρελό χορό για έναν γιατρό. Έναν οποιονδήποτε γιατρό.
Δεν ήταν κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, δεν είχε ο τόπος και πολλούς που κατάφεραν να τελειώσουν μεγάλα σχολεία.
Στα μικρά της, εκεί κοντά στα δέκα, δεν είχε αμφιβολίες μιλούσε σαν τις δεσποινίδες τις εποχής, φόρτωνε με κάρβουνα το σίδερο και έκανε πρόβες, μάθαινε να σιδερώνει τα άσπρα πουκάμισα του δόκτορα της,  στόλιζε φρέσκα αγριολούλουδα στα ανθοδοχεία, στο παράθυρο που βλέπει στον δρόμο.
Να βλέπουν οι περαστικοί διαβάτες,  τσοπάνηδες και αγρότες οι πιο πολλοί, με μπαλωμένα παντελόνια, να αναγνωρίζουν το πλουσιόσπιτο και την κανακαρά.
Γράμματα δεν την άφησε ο πατέρας να συνεχίσει. Τι να τα κάνει τα βιβλία, έτσι κι αλλιώς θα τα έχει ο γαμπρός του που στα δύσκολα θα του δώσει και ένα φάρμακο, μια γιατρειά.
Την σταμάτησε από το σχολείο, έβγαλε δεν έβγαλε την τρίτη Δημοτικού. Στο μεταξύ ο πόλεμος φούντωνε, και οι Ιταλοί θέλαν τα νησάκια, πάλευαν να κάνουν τις ψυχές των ανθρώπων Ιταλίδες.
Μα δεν αλλάζει ο άνθρωπος, δεν αλλάζει η φυλακή που έχουμε βάλει την καρδιά μας.
Στα χρόνια του σκληρού πολέμου, ο τόπος δεν γνώρισε τα πέτρινα χρόνια της Ελλάδας, της Αθήνας. Μεγάλα τα ζόρια μα όταν έκλειναν οι πόρτες με τα μάνταλα, λίγο στάρι, χόρτα, και πολλά όνειρα κάναν τη ζωή και προχωρούσε δεν σταματούσε το μυαλό μέσα σε γουργουρισμένα αντέρια.
Άρχισαν τα προξενειά, στο στενό της Μαρίκας να πηγαίνουν και να έρχονται οι θείες και οι ξαδέρφες με το κατάλληλο πρόσωπο.
Όμορφοι μα λίγο φτωχαδάκια, προκομένοι, πιο πλούσιοι από τα πέρα χωριά που μάθανε για την καλοσύνη και την περιουσία της.
Σε όλους στάθηκε η πόρτα κλειστή. Μοναχά γιατρός θα περνούσε την ξύλινη αυλόπορτα, αλλιώς «καλύτερα να μην το σκέφτεται, να μην το μελετά κανένας το κορίτσι μου», έλεγε και ξανάλεγε η μάνα.
Η εφηβεία βασανιστική για την κόρη που έβλεπε φίλες και γνωστές να παντρολογιούνται με γάμους που στον τόπο ήταν αφορμή για γλέντι και κρατούσαν τρείς ημέρες. Έκλαιγε και η Μαρίκα, τρείς κι ακόμη τρεις, με κάθε φίλη που χαιρετούσε, που φίλαγε τα στεφάνια της.
Αρρώστησε, και την έφερε η μάνα στην Αθήνα, κάτι είχε μα δεν έβρισκαν τη προκάλουσε ανορεξία, ατονία, αδιαφορία για ζωή.
Πιο μικρόβιο μπήκε στα στήθια της μικρής και την έσερνε σε μαύρες σκέψεις δεν είχαν απάντηση οι γιατροί ούτε οι περαστικοί κομπογιανίτες θεραπευτές που ήταν γεμάτο τέτοιους ο τόπος.
Όλοι οι άλλοι καταλάβαιναν, αγράμματοι μα έβλεπαν πως η κόρη ήθελε να προχωρήσει την ζωή της, είναι εκείνα που κάνουν τα κορίτσια γυναίκες και μετά μανάδες, όλα αυτά την έτρωγαν, γέμιζαν εφιάλτες που δεν έφταναν να γίνουν λέξεις αλλά πρόφταιναν να γίνουν αρρώστια.
Στην κλινική στο παθολογικό του Λαϊκού νοσοκομείου όλα γύρισαν. Ο γιατρός, ο μεγάλος καθηγητής που μπήκε μια,  ίσως και δυο φορές, στο θάλαμο μίλησε με το κορίτσι, είδε την καταπίεση,  εκείνα τα πρέπει που γίναν θεριά μέσα στο κεφαλάκι της, και βγάλαν την κατάθλιψη μπροστά.
Έδωσε φάρμακα, θεραπεία, μα πάνω από όλα ήταν ο άνθρωπος με την λευκή μπλούζα που στάθηκε.
Έγινε καλά, όλα γύρισαν σε θετικό πρόσημο, έβαλε πάλι την γαλανή πλισέ μακριά φούστα, αφόρετη, από το μπαούλο που ήρθε από την Αμερική. Εκείνη που ταίριαζε με τα μπλέ μεγάλα μάτια της και τη ζαχάρωνε πολλούς μήνες μα αφορμή δεν έβρισκε να την εγκαινιάσει.
Αγκάλιαζε την μάνα και τον πατέρα και η επιστροφή στο νησί έγινε με άλλο αέρα, πέτυχε, κέρδισε το όνειρο.
Μοιραίοι άνθρωποι είμαστε όλοι, αφού έτσι κι αλλιώς ο χρόνος μας δεν γράφει μα σβήνει. Μα για κάποιους το μοιραίο έχει χαρακτήρα, αναπνέει και χαράσσει μια πορεία άγρια σκληρή, και γέμιζει με μαύρη πίκρα το στόμα.
Στο νοικιασμένο δωμάτιο, στην σοφίτα ο δάσκαλος τα βράδια παίζει στο μαντολίνο, τους σκοπούς της νύχτας που αν το μυαλό είναι άδειο, αν δεν κουβαλά αποσκεύες η καρδιά, σαν έτοιμος  από καιρό  έτοιμος να μουντάρει, να αρπάξει λίγο από το θαλασσί των ματιών της.
Μα η μάνα έδειχνε το γιατρό και έκλεινε τις πόρτες. Ούτε στην  εκκλησιά δεν την άφηνε να πάει, κόμμενα και τα κεριά,  σταμάτησε κάθε δρόμο της και φύτεψε στην ψυχή της το μεγαλοκαθηγητή που γώρισαν στην κλινική.
Άρχισε να εμποτίζει τον χάρτη της ψυχής με τις μνήμες από τις μικρές στιγμές που πέρασαν μαζί του, μα σιγά-σιγά άλλαζε την ιστορία έχτιζε ένα παράλογο παραμύθι με πρωταγωνιστές το Μαρικάκι και τον γιατρό του Βασιλιά όπως συχνά επαναλάμβανε.
Δεν άργησαν να ανακοινώσουν την προετοιμασία των αρραβώνων, όλο το χωριό, όλος ο τόπος στην αρχή αναστατώθηκε.
Φαινόταν πως η υπομονή και η επιμονή της οικογένειας σε ένα στόχο απέδωσε, έφερε αποτελέσματα η πολύχρονη αγωνία.
Μα τα χρόνια κυλούσαν και μαζί  τα καράβια που δεν έφερναν ούτε ένα γράμμα στην κόρη.
Άρχισαν να τους περιπαίζουν, βγάλαν και μαντινάδες σε μια γιορτή μεθυσμένα παλικάρια που ζήλευαν την μεγαλο-παρθένα.
Η μάνα με την κόρη βρέθηκαν  στην Αθήνα, να ξεκαθαρίσουν την ιστορία. Αρκετά τους ταλαιπώρησε ο άστατος γαμπρός με την αναβλητικότητα του. Το πίστευαν, το ζούσαν το όνειρο, που ακόμη δεν είχε γίνει εφιάλτης.
Στην Αθήνα μπορείς να κρυφτείς, να κρύψεις ό,τι  κουβαλάς στην αδιόρθωτη ζωή, μιλάς με την μοναξιά και χαϊδεύεις το παράλογο. Την ίδια στιγμή ντύνεσαι με ένα χαμόγελο και άγνωστος μεταξύ αγνώστων ξοδεύεις τα χρόνια σου χωρίς καμμιά ντροπή.
Αν δεν υπήρχαν οι ενδοοικογενειακές συγκρούσεις για την περιουσία θα περνούσε άγνωστα και αδιάφορα ο καιρός,  σήμερα οι ταφόπλακες θα είχαν ασφαλίσει ψέμματα και μύθους που έγιναν  αλήθειες στο μυαλό της μάνας και της πικρής γεροντοκόρης.
Ο μεγάλος γιος, παντρεμένος και εγκατεστημένος πια στην πόλη πετά σπίθες από τα μάτια του, και η γλώσσα τσακίζει το ξινό πια παραμύθι της κόρης. Θέλει να τα χωράφια, έχει παιδιά να θρέψει, γκρεμίζει όλο τον κόσμο με ένα επίθετο που καρφώνει στην αδερφή του. «Είσαι μια τρελή, μια θεοπάλαβη,  όλα είναι παραμύθια, ψέμματα».
Το δράμα δεν έχει τελειωμό, το κέντρο της Αθήνας κλείνει, σκεπάζει της φωνές της μισής πια οικογένειας, ο πατέρας έσβησε, μακριά στα ξένα και με καημό να  είναι οικογένεια κανονική, και όχι επειδή το ορίζει  το γεμάτο πορτοφόλι.
Τα λόγια, οι καβγάδες σταμάτησαν, άρχισε το  ξύλο.
Ο γιος έδερνε μάνα και κόρη, τις χτυπούσε αλύπητα, τόσο που μελανή, μπλαβιά πια η κόρη, αρνιόταν την αγάπη της, και τραβιόταν με τα τέσσερα, ματωμένη και περίμενε να φύγει ο τύραννος από το σπίτι.
Το τελευταίο δράμα γράφτηκε από εκείνον στην παράδοση τής αδελφής του στο ψυχιατρείο.
Κάλεσε αστυνομία και αφού τους είπε πως αυτοτραυματίζεται, ενώ προηγουμένως την χτύπησε σκληρά, ανελέητα, τόσο ούτε κάτι άψυχο δεν θα χτυπούσε άνθρωπος, υπέγραψε και την έκλεισε σε τρελοκομείο. Εκείνη την εποχή δεν έλεγαν για ψυχοθεραπείες, ούτε μιλούσαν διακριτικά, κομψά, για τους ψυχικά πάσχοντες, τους έλεγαν τρελούς.  Ο κόσμος  έγινε  πια το όνειρο της.
Εκεί απέμεινε μονάχη, είχε τον κατασκευασμένο μύθο της, τον άντρα και γιατρό της,  που τής μιλούσε έλεγε πως έβρισκε τρόπους και περνούσε τα μηνύματα του, έστελνε πληροφορίες, σκέψεις και όλη την αγάπη του.
Μα δεν μοιραζόταν με κανένα μέσα στο ίδρυμα τις μύχες σκέψεις της. Για αυτό την αγαπούσαν όλοι, γιατροί, νοσηλευτές μα και ασθενείς. Όσοι ήταν κοντά της. Όσοι μπαινόβγαιναν σε κοινό χρόνο  με τους υπόλοιπους τρόφιμους του ψυχιατρείου, έτυχε και με αρκετούς που είχαν  δικό τους χωροχρόνο, δεν κατέβαιναν ποτέ από το αστέρι που τους οδηγούσε.
Καθαρή, φρόντιζε να μην βαραίνει, να μην ενοχλεί,  άκουγε τον πόνο των γειτόνων. Εκείνη δεν είχε πόνο, έδειχνε ήρεμη, κανονική μέσα στην τρέλα, αγαπούσε και είχε τόσες σκοτούρες η οικογένεια της που την περίμενε. Υπέμενε το μαρτύριο για να βρεθεί σε λίγο, όπως έλεγε, κοντά του.
Μα ήταν συνέχεια μαζί της, περνούσε, όπως  συνήθιζε να λέει την φωνή του μέσα από τα καλώδια του ηλεκτρικού ρεύματος της ΔΕΗ, και  όταν καθόταν δίπλα σε μια μπρίζα άκουγε την φωνή του. Μιλούσαν, λέγανε τα δικά τους, για την αγάπη τους, το σπίτι, τον κήπο που είχε αδυναμία στα λουλούδια, τα άγρια σαν τον χαρακτήρα της τον ατίθασο. Έτσι έμαθε για τα παιδιά τους, που μεγάλωναν με τον πατέρα, για το νησί που την περίμενε και ο γιατρός έκρυβε προσεκτικά τα θέματα της γυναίκας του από τον κόσμο.
Η Μαρίκα ευχαριστημένη για τα νέα, μοίραζε χαμόγελα και καλοσύνη σε τσακισμένους από μια θλιβερή κοινωνία ανθρώπους.
Ανθρώπους που στάθηκαν στις παρυφές μιας  δικιάς τους πραγματικότητας τις περισσότερες φορές καλύτερης, πιο μεστής και ουσιαστικής από εκείνη που εμείς οι απ΄έξω ονομάζουμε αληθινή.
Αφουγκράστηκε καρδιές κλειστές που εξομολογήθηκαν ανείπωτες αλήθειες και δεν είμαστε ικανοί ούτε να περάσουμε από παραδίπλα, άγγιξε χέρια που συχαινόμαστε, φοβόμαστε, και ντρεπόμαστε να τα φέρουμε πάνω στο πρόσωπο μας.
Έσβησε σιωπηλά, μακριά από τον θόρυβο που έκαναν οι  μοίρες στο έθιμο των εφτά ημερών.
Στον τόπο δεν λένε τέτοιες ιστορίες που φέρνουν πόνο και σφίγγουν την καρδιά. Όταν τις φέρνουν στο μυαλό όλοι ξέρουν πως το Μαρικάκι δεν ήταν άρρωστο.
Η κόρη ήταν μια γαλανομάτα που θα γινόταν σπουδαία μάνα, καλή γιαγιά και θα έγραφε μια ταπεινή μα πραγματική πέρα από εμμονές  διαδρομή. Ολότελα δικιά της.
Τρελά είναι τα πρέπει, εκείνα που ορίζουν δεδομένα οι άνθρωποι, οι κανόνες που μπαίνουν πάνω από την επιθυμία, η φυλακή της προσωπικής βούλησης.
Τακτοποιημένο ένα σύστημα μπορεί να έχει απώλειες, μα προχωρά, λαβωμένο,  βηματίζει τρεκλίζοντας, τρώγοντας ανθρώπους και χρόνο. Η ευαίσθητη Μαρίκα φαγώθηκε, βορά στους κανονισμούς του παιγνιδιού. Έκανε το παράλογο τόπο, και χόρεψε τα χρόνια της μέσα σε αυτό το φανταστικό πανηγύρι.
Αντίθετα η καθημερινότητα είναι ένα παιγνίδι από την αρχή στημένο, άνισο και απάνθρωπο.
Αυτό το απάνθρωπο  όρισε την ανθρώπινη διαδρομή της, γέννησε και ταυτόχρονα κάρφωσε το Μαρικάκι.