Το Τρίτο πρόγραμμα

24grammata.com/ άποψη

ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟ «ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ», ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΥ ΜΑΡΚΟΝΙ, ΤΗ 2Η ΙΟΥΝΙΟΥ ΤΟΥ 1896.

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Υπάρχουν χρονιές ορόσημα για την ανθρωπότητα. Έτη των οποίων οι τυχαίες, ως τότε ημερομηνίες μνημονεύονται αδιάκοπα, ως μια υπενθύμιση των ανθρώπινων άκρων. Πόλεμοι, φριχτές, εγκληματικές πράξεις κατά της συλλογικότητας, σφαγές πληθυσμών διωγμοί μα και ανακαλύψεις, στιγμές κορυφαίες, φωτισμένες που έμελε να μεταβάλουν οριστικά και απόλυτα την ανθρώπινη ζωή σε κλίμακα παγκόσμια. Μια τέτοια μέρα, λοιπόν είναι και αυτή, η 2η Ιουνίου του έτους 1896 όταν ο Ιταλός Γουλιέλμος Μαρκόνι καταθέτει στις αρμόδιες αρχές την ευρεσιτεχνία του ραδιοφώνου, καταρρίπτοντας τα έως τότε όρια της ανθρώπινης επικοινωνίας. Μια ανακάλυψη με πολύπλευρες πτυχές, μια συγκλονιστική προσφορά στην εξάλειψη των αποστάσεων, στο «πλησίασμα» των λαών, ένας ακμαίος, ακόμα προπομπός της σημερινής εποχής, με την ολοκληρωτική ελευθερία στην πληροφόρηση, τη δυναμική καθιέρωσή της ως ένα αυτονόητο και αναφαίρετο δικαίωμα του ανθρώπου. Η ανακάλυψη του ραδιοφώνου ήταν λοιπόν, δίχως άλλο μία από τις πιο συγκλονιστικές εκλάμψεις του ανθρώπινου πνεύματος, ένα μέσο, το οποίο ως σήμερα χαίρει της εκτίμησης αναρίθμητων θιασωτών. Η ραδιοφωνική εκπομπή των σημάτων Μορς αποτελεί την πρώτη «αναπνοή» του εμβρυακού, κατά τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ραδιοφωνικού μέσου.
Το ραδιόφωνο στην Ελλάδα άρχισε να εξελίσσεται από τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα. Αρχικά με δισταγμούς, με απουσία οργανωμένου φορέα ικανού να ελέγχει και να καθορίζει τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά του νέου μέσου. Ο ελληνικός στρατός αποτέλεσε πρωτοπόρο κατά την περίοδο αυτή, δημιουργώντας ένα δίκτυο ραδιοφωνικών σταθμών σε όλη τη χώρα. Η συγκρότηση στις 25 Μαρτίου του 1938 του Ελληνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, η γνωστή Ε.Ι.Ρ. αποτελεί την πρώτη οργανωμένη απόπειρα κατάταξης των εκπεμπόμενων σημάτων και καθιέρωσης εξειδικευμένων, ποιοτικών γνωρισμάτων. Η μετέπειτα συνέχεια του ελληνικού ραδιοφώνου θα εξελιχθεί σε μια συνεχή ακμή. Το μέσο ελκύει όλο και περισσότερους υποστηριχτές, ενώ είναι τη δεκαετία του 1970, οπότε και σημειώνεται η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού, «πειρατικών» σταθμών, οι οποίοι λειτουργούν στα ερτζιανά. Σήμερα, το ραδιόφωνο λειτουργεί κατά τα πρότυπα της ελληνικής τηλεόρασης, δίχως να αγγίζει φυσικά τα υπέρογκα ποσά που καταβάλλονται από τις διαφημιστικές εταιρείες. Παρόλη τούτη την υστέρηση, τόσο το πλήθος των ραδιοφωνικών σταθμών, όσο και ο αριθμός των απασχολούμενων δημοσιογράφων και τεχνικών συνιστούν ενδεικτικά στοιχεία της ισχύος του συγκεκριμένου τομέα. Δημοσιογραφική, πολιτιστική, ψυχαγωγική, αμιγώς μουσική ή λειτουργία αναπαραγωγής ευρωπαϊκών σταθμών και άλλων εγχώριων, περιφερειακών, μικρότερης εμβέλειας. Αυτές συνιστούν τις κύριες συνιστώσες των σημερινών, ραδιοφωνικών εκπομπών, ενώ θα πρέπει να τονιστεί πως ειδικά για τη μουσική βιομηχανία, ελληνική και ξένη το ραδιόφωνο και οι σχετικές εκπομπές αποτελούν το πρώτο βήμα και μια έμμεση επεξεργασία της κοινής γνώμης για τα νέα ακούσματα, όσα δηλαδή προκύπτουν και τελικά εμπλέκονται στη διαδικασία της παραγωγής και της εμπορικής εκμετάλλευσης.
Η ιστορία του ελληνικού ραδιοφώνου αφορά, κατά ένα μεγάλο μέρος της την εξελικτική πορεία του «Τρίτου Προγράμματος» της ελληνικής ραδιοφωνίας. Με ύφος πολιτιστικό, με πλήθος παραγωγών από τους πιο καταξιωμένους δημιουργούς της εποχής, το «Τρίτο Πρόγραμμα» κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα, φανατικό κοινό, ενώ παράλληλα διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο στην πνευματική ολοκλήρωση ενός ταλαιπωρημένου και στερημένου, πνευματικά τόπου. Οι φωτισμένες μορφές, οι οποίες διετέλεσαν διευθυντές ή ανέλαβαν άλλα, εξίσου σημαντικά πόστα ανέδειξαν το «Τρίτο» ως έναν θεσμό, ύψιστης πολιτιστικής σημασίας.  Πέρα από τον ιδρυτή του, τον Διονύσιο Ρώμα, ο οποίος, όπως αναγράφεται στο διαθέσιμο, ιστορικό του σταθμού, συνέλαβε την ιδέα του τρίτου από την επιθυμία του να καταστήσει λειτουργικό έναν αφημένο, από την εποχή των Γερμανών πομπό, ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, ο Δημήτρης Χορν, ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Νίκος Γκάτσος και άλλοι σημαντικοί αργότερα προσέφεραν με πάθος και ευσυνειδησία τις υπηρεσίες τους στο «Τρίτο Πρόγραμμα.» Η μετέπειτα απουσία οικονομικών πόρων, ο παραγκωνισμός του «Τρίτου» από τους ιθύνοντες της γενικής διοίκησης, συνετέλεσαν ώστε το «Τρίτο Πρόγραμμα» να χάσει την αίγλη του και να αποδυναμωθεί σε σημαντικό βαθμό. ΟΙ κατακτήσεις του όμως, όλα τα προηγούμενα χρόνια, το κοινό που με φανατισμό παρακολουθούσε τις εκπομπές των διακεκριμένων στελεχών του αρκούσαν, ως παράγοντες για να διατηρήσουν ως σήμερα ζωντανό το «Τρίτο Πρόγραμμα.»
Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για την προσφορά του εν λόγω ραδιοφώνου στην πνευματική υπόσταση του τόπου. Μια εξειδικευμένη, όμως συνεισφορά του, συνιστά ίσως πράγμα σπουδαιότερο, ακριβώς γιατί η σημασία της εντοπίζεται σε μια καινοτόμα μίξη των τεχνών. Εννοούμε δηλαδή την εισαγωγή του θεάτρου στη ραδιοφωνική παραγωγή, όχι απλά ως λόγου, υπό μορφή αναλογίου, μα ως λόγου θεατρικού, αποδιδόμενου δηλαδή από ηθοποιούς, με βαθιά και επαρκή γνώση των κανόνων της τέχνης τους. Με ευφάνταστα, τεχνικά μέσα, θαυμαστά για τη λιτότητα και την απλότητά τους, με προσωπικό μόχθο και ένα ασίγαστο πάθος για το λειτούργημα του ηθοποιού και το μεγαλείο του θεάτρου ως μέσο αγωγή της ψυχής, οι «πρωταγωνιστές» και οι εμπνευστές της μίξης αυτής κατάφεραν να αναμορφώσουν με τρόπο μοναδικό, διαχρονικό και ανεπανάληπτο, όχι μονάχα το ραδιόφωνο μα και την ελληνική τέχνη γενικότερα. Ετούτο το νέο είδος θεάτρου που γεννήθηκε στον κόσμο δεν επρόκειτο παρά να λάμψει και να προσελκύσει ακόμα πιο πιστό κοινό. Πρόκειται για μύστες. Ο όρος και η πίστη στην ωραιότητα του εγχειρήματος επιτρέπει να συλλάβει κανείς ως τέτοια τη στάση του ακροατηρίου απέναντι στο ραδιοφωνικό θέατρο. Η φρεσκάδα, η δυνατότητα για τον απλό, χειμαζόμενο λαό να έλθει σε επαφή με μια υπόθεση μοναδική, όπως το θέατρο, να γνωρίσει τους συγγραφείς, να ακούσει τα ονόματα, τα έργα τους, να δεχτεί τούτο το μοναδικό, πολιτιστικό δώρο, να βρεθεί και εκείνος κοινωνός όμορφων ιδεών, να διαφύγει του κοινωνικού αποκλεισμού, των πολιτικών και κοινωνικών σκιών, οι οποίες καθήλωναν ανέκαθεν τις χαμηλότερες τάξεις σε μια νεκρική ακινησία δεν μπορούν να αγνοηθούν. Ο αριθμός των θεάτρων, οι συνέπειες του πολέμου, η εξαθλιωμένη ζωή των αστών εκείνης της εποχής δεν επέτρεπε στο λαό να δεχτεί τα αντίδωρα της τέχης. Τη λειτουργία ετούτη λοιπόν, ήλθε να αντικαταστήσει με τρόπο επάξιο το «Τρίτο Πρόγραμμα» επιβεβαιώνοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα των μέσων επικοινωνίας, στοιχείο το οποίο λησμονούμε,- όχι αδίκως-, όταν καταδικάζουμε την ποιοτική υποστάθμη της «μικρής οθόνης» ή ακόμα όταν αμφισβητούμε την προσφορά όλων αυτών των απρόσωπων φωνών, σχολιάζοντας τα «κασέ» τους, αν τάχα είναι υψηλά, και άλλα τέτοια υποδεέστερα, καθώς φαίνεται της αποδεδειγμένης δυναμικής του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης.
Σήμερα, το «Τρίτο» έχει απολέσει πια ένα μεγάλο μέρος από την παλαιά αίγλη του. Αθρόα ίδρυση και λειτουργία θεατρικών χόρων, απομάκρυνση από την εποχή της αθωότητας, κλονισμός ίσως του ίδιου του θεατρικού ιδεώδους, μες στο οποίο πια είναι δυνατόν ο λόγος να μην επιζεί, αλλά να εκφέρεται , «ναρκοθετημένος» από τους δημιουργούς, ώστε να καταστεί επίκαιρος, δεν μπορεί να υποστηρίξει τον ίδιο το σκοπό του. Τα πρόσωπα έχουν εκλείψει, οι τωρινοί δημιουργοί αποβλέπουν σε οφέλη χρηματικά, η δημιουργία εμπορευματοποιείται, κοστίζει, οι χορηγίες αναλαμβάνουν το έργο της εξασφάλισης πόρων και έτσι ισχυροποιείται η δέσμευση. Το κοινό ανέκφραστο δεν μπορεί να αναπτύξει σκέψη κριτική, τα παραδείγματα προς σύγκριση δεν υφίστανται πια και το θέατρο  δεν συνιστά την κυρίως ψυχαγωγία. Διανύουμε την εποχή της μετριότητας. Σήματα, όπως του «Τρίτου Προγράμματος» αποτελούν εκφορά και μόνο, λόγο ανενεργό. Στην ουσία οφείλουμε να ανασύρουμε την αρχαιοελληνική ερμηνεία του όρου. Σαφώς και υπάρχουν εποχές, μεταβολές, ανακατατάξεις. Όμως τόσο για το θέατρο όσο και για το ραδιόφωνο, η εξασφάλιση μιας ελάχιστης, σύμφωνης με τα παραδείγματα του παρελθόντος ποιότητας κρίνεται επιβεβλημένη. Για την επιβίωση αμφότερων.