“Του γιατρού, οι γάμοι και οι αντίγαμοι” του Μανώλη Δημελλά

Το 24grammata.com παρουσιάζει για πρώτη φορά τα αφηγήματα του Μανώλη Δημελλά, τα οποία, όταν ολοκληρωθεί η εβδομαδιαία παρουσίαση τους, θα κυκλοφορήσουν με τη μορφή έντυπου και ηλεκτρονικού βιβλίου

 

Ιστορία 1η.

Του γιατρού, οι γάμοι και οι αντίγαμοι.

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς,

Η σιδερένια πόρτα έκλεισε πίσω του τρικλίζοντας, σαν τα όνειρα του, σαν την κρυμμένη μνήμη του, που κάθε τόσο χτύπαγε με θόρυβο τα σωθικά του.
Πάνε είκοσι χρόνια που είχε να τη συναντήσει. Μα πώς να την περιγράψω: η δεύτερη γυναίκα του ή μήπως το τρίτο του στεφάνι. Μπα, η γυναίκα της ζωής του θα πω, για να μην το τραβάω.
Δυο στενά μακριά από το σπίτι του, μα  όλα αυτά τα χρόνια προσπερνούσε με το μίσος ριζωμένο στη ψυχή του.
Η ιστορία ξεκινά στη αρχή του αιώνα, τότε που στο μικρό χωριό ο μόνος δρόμος ήταν η ανοιχτή θάλασσα. Ατέλειωτοι δρόμοι στο πέλαγος.
Εκεί γεννιέται ο πρωταγωνιστής της ιστορίας μας.
Σε σταύλο, έξω, μακριά από τον οικισμό, το πρώτο του κλάμα το άκουσαν τα δέντρα και οι περαστικοί, αδιάφοροι, γλάροι.
Ο πατέρας που αποφασίζει, θέλει να τον κάμει δάσκαλο, να έχει ένα μεροκάματο άκοπο, όπως του επαναλαμβάνει τακτικά, δείχνοντας τα ροζιασμένα χέρια του.
Μα ο ξυπόλυτος πιτσιρίκος έχει άλλες σκέψεις.
Βλέπει τους μορφωμένους που περνούν από το χωριό, τον γιατρό, τον καδή, πάνω στο μουλάρι, να φθάνουν με το χρωματιστό χράμι να στολίζει τα καπούλια του ζώου, αυτό που λίγο πριν τραβούσε ηνί στα χωράφια.
Δεν έχει περιθώρια το όνειρο, ο μικρός γίνεται ένα με το στόχο, με την ιδέα, που την κρατά κρυμμένη, μα κάθε τόσο ρίχνει ζωντανές σκέψεις, την ανάβει ακόμη περισσότερο.
Ο αμείλικτος χρόνος περνά μα τα πρώτα τα  χρόνια γράφονται σαν ένα παιδικό παιγνίδι, περνούν σαν παιδικό τρενάκι που δεν μας πολυνοιάζει για την διαδρομή ή τον εκτροχιασμό,  μονάχα ο θόρυβος του φέρνει σε κατασκευασμένες αναμνήσεις.
Ο μικρός που ωστόσο μεγάλωνε, μπήκε στο καΐκι, γιατί με τέτοια καραβάκια γινόταν το ταξίδι για την πολιτισμένη και φανταχτερή Αθήνα. Σπουδές, από δάσκαλος άλλαξε, το γύρισε στην ιατρική, δειλά στην αρχή, μα τα κατάφερε, τα έβγαλε πέρα. Μαχητικός και προσηλωμένος στα γράμματα, τιμούσε την επιταγή του πατέρα που ακόμη στο μυαλό του γιου ερχόταν με τα ροζιασμένα χέρια, κάθιδρος από τα στενά χωράφια, τους λόρους, και του επαναλάμβανε πως «αν μείνεις αγράμματος το πολύ πολύ να ξεχαστείς στο βουνό και μακριά από τους ανθρώπους, παρέα με τα λιπόσαρκα ζωντανά».
Το αριστείο της ιατρικής του έφερε και το πρώτο προξενιό.
Νύφη σπουδαία, κανακαρά, με περιουσίες, κολλαίνα – χρυσά στολίδια,που θα πει χρήμα- για να ζήσει ο γιατρός μέσα στην αφθονία, άκοπα και απροβλημάτιστα.
Γάμος λοιπόν στη φτωχομάνα των πόλεων, στον Πειραιά, καμάρι οι συγγενείς για την επιτυχία. Έχουμε και γιατρό στην οικογένεια, ό,τι και να συμβεί, θα βρούμε τουλάχιστον ένα φάρμακο μια γιατρειά.
Χράμια και μουλάρια δεν χρειαζόταν, μα τα κουστούμια, οι γραβάτες, του περίσσευαν.
Ο χρόνος που περνούσε δεν έφερνε παιδί, η γκρίνια από τα σόγια που έστησαν γύρω από το ζευγάρι έμπαινε μέσα στο σπίτι προκαλώντας αντάρα, αναταραχή, ακόμη και σε κάθε πιθανή σκέψη, σε κάθε προβολή για τα μελλούμενα.
Ο χωρισμός ήρθε πάλι απέξω:«Αφού δεν σου κάνει παιδιά να τη χωρίσεις». Σκληρά λόγια, μα αληθινά, ειπωμένα από ανθρώπους που πνίξανε το συναίσθημα μέσα στη λογική της επιβίωσης.
Μαζί με το συναίσθημα στραγγάλισαν και την ύπαρξη τους. Έτσι αν τους προσέξεις, θα δεις πως χρώμα τα μάτια τους δεν έχουν, αφού το πήρε και αυτό η ανάγκη, το χρέος.

Μόνος λοιπόν ο γιατρός πορεύεται σε μια Αθήνα γεμάτη από πειρασμούς, μποέμ, με τα κουστούμια, -δώρα της πρώην γυναίκας του- δεν αργεί να κάμει μια γνωριμία που θα καθορίσει τη ζωή του.
Είναι η κόρη μιας γειτόνισσας, η γλύκα στο χαμόγελο της δεν τον αφήνει χαλαρό, τον ξεσηκώνει, το ίδιο ζόρι τραβά και εκείνη.
Έρωτα το έλεγαν και τότε. Δυνατό συναίσθημα, το μόνο που αντισταθμίζει την φθορά. Το μόνο που στέκει πιο ψηλά από το πεπερασμένο της ζωής.
Το ζευγάρι μέσα στην τραγική φτώχεια που είναι και κομμάτι της προπολεμικής χώρας  θα ζήσει έναν μοιραίο έρωτα. Από εκείνους, που αν ο ποιητής έγραφε πρώτα, θα έκλαιγε, και μετά με τα δάκρυα του θα έκανε λέξεις. Αν ο σκηνοθέτης έστηνε σενάριο, δεν θα είχε ανάγκη από ηθοποιούς, ένας Παζολίνι θα έστηνε όλο το γύρισμα στην αυλή του μικρού σπιτιού τους με τους ίδιους μπρος στη κάμερα και με τα καθημερινά φιλιά τους να γεμίζουν, να πνίγουν το φακό.
Πόσα μέτρα φίλμ δεν θα πετάγαμε μέχρι να ξεκολλήσουν τα κορμιά τους, αναρωτιέμαι.
Ο γιατρός πήρε μετάθεση, έφυγαν για την επαρχία, μαζί, όλα τα έκαναν μαζί. Μα ο πειρασμός, έρχεται τη στιγμή που όλα είναι τακτοποιημένα, καλοβαλμένα και μας κουνά προκλητικά το δάχτυλο δείχνοντας προοπτικές και πιθανότητες για καλύτερα, μα πιο επώδυνα βήματα.
«Την έχεις αστεφάνωτη, γιατί δεν τη διώχνεις τώρα που μπορείς να κάνεις τη τύχη σου»; Ήρθε καινούριο προξενιό, μια κόρη όλο γλύκα, μικρούλα τρυφερή και το σπουδαιότερο, ανέγγιχτη. Μια φαμίλια φορτωμένη με χρήμα και καλοσύνη, διαπιστωμένο από τα παλιά, στόμα έχουν, και μιλιά δεν ακούς.
Ανένδοτος στην αρχή… Μα μετά σκεφτόταν την άκοπη, την ακούραστη ζωή. Όλα στο πιάτο, το σκεφτόταν.
Όταν ιδρώνεις για το ψωμί, όταν κουβαλάς και αποσκευές, τι καλιμέντο να κάνεις, πως να τραβήξεις μπροστά, όταν το καθημερινό σε κρατά δεμένο στο πόδι του κρεβατιού.
Έστειλε τον έρωτα του στη μάνα της, δήθεν να δει τι κάνει. Εκείνος πήγε στο νησί να ανταμώσει το νέο, το καινούριο κορίτσι, γιατί δεν ήταν καν γυναίκα. Ένα κοριτσάκι, απαίδευτο, με λευκά, μαλακά χεράκια, ήταν.
Όλα τον περίμεναν στο πόδι, είπε το ναι. Πάμε για δεύτερο γάμο λοιπόν.

Μεγαλεία στο μικροχωριό, γάμος που κρατά τρεις μέρες με λυροτσάμπουνα, όργανα και μαντινάδες για να ριζώσει το ζευγάρι.
Κάτι τον έτρωγε, μα οι πεντόλιρες τύφλωναν τα μάτια, και κάθιζαν το μυαλό του. Σκεφτόταν πότε-πότε τι πήγαινε να κάνει, αλλά ψιθυριστά επαναλάμβανε πως του έπρεπε πια μια καλή, δίχως ζόρια ζωή.
Στην  Αθήνα, ο  μεγάλος του έρωτας γίνεται πρώην, μαθαίνει για τα καλιμέντα του, δεν άργησε, ακολούθησε τη μόδα. Αγόρασε βιτριόλι, μάλιστα αποφάσισε να τακτοποιήσει το θέμα δίχως λόγια και με μια κίνηση θα του χαλούσε ό,τι αγάπησε περισσότερο. Θα διέλυε με οξύ το πρόσωπο που λάτρευε, έτσι θα τιμωρούσε τον άτιμο.
Τα καΐκια που τραβούσαν για το νησί δεν έμαθαν ποτέ την πικρή ιστορία, δεν άλλαξαν δρομολόγια, έτσι περίμενε μάταια στο λιμάνι που τότε έσφυζε από μεροκάματο, η αναχώρηση αργούσε.
Ο γάμος ολοκληρώθηκε, όλοι έδειχναν πια ικανοποιημένοι- πλην του γαμπρού που το μετάνιωσε-.
Την δεύτερη μέρα και πάνω στο γλέντι στέλνει στο λιμάνι ένα φίλο, ότι ξεκινά, οτιδήποτε αναχωρεί να τον περιμένει.
Θα την κοπανούσε, το έσκαγε, αντοχές δεν είχε, το κοριτσάκι, τη νύφη ούτε που την είχε φιλήσει. Δεν θα μπορούσαν να τον κατηγορήσουν, καθαρός και πάλι ο γιατρός, θα πετούσε στην αγκαλιά του προδομένου έρωτα του που «δεν μπορεί, θα τον περίμενε», έλεγε και ξανάλεγε.
Τα βήματα έγιναν όπως τα σχεδίασε, εξαφανίστηκε σε μια στιγμή χαράς και κεφιού, πάνω στο γύρισμα της λύρας.
Στο νησάκι του ξαναγύρισε ύστερα από τριάντα χρόνια και πάλι με το φόβο στο στόμα και τα μάτια. Του το έταξαν, το ρεζιλίκι που τους έκανε, ξεπλένεται μονάχα με αίμα, και ο γιατρός έγινε παθολόγος γιατί ήθελε ανέκαθεν να μην λερώνει τα χέρια του, πόσο δε μάλλον με το δικό του.

Η πιο κορυφαία στιγμή ήταν όμως το ξαναντάμωμα με την προδομένη αγάπη. Εκείνη, να θέλει να τον τσαλακώσει, εκείνος να απολογείται. Μα σαν αγαπάς, σαν είσαι ερωτευμένος με ένα κορμί, με μια καρδιά, ό,τι λόγια, ό,τι κουβέντες και να αλλάξεις, ένα άγγιγμα, ένα χαμόγελο, ένας αναστεναγμός, μπορεί να φέρει τόσο κοντά και τα δυο να τα κάνει ένα, το ζευγάρι να  έχει μόνο μια σκιά, και ναναι ολότελα δικιά τους.
Τρίτος  γάμος, το τρίτο στεφάνι μπήκε στην Αθήνα, μακριά από τα μάτια του κόσμου, μα με τα μάτια της καρδιάς να χαμογελάνε και τους εραστές να δίνουν όρκους αιώνιας πίστης στο κατώφλι φτωχικής, αυτή τη φορά, εκκλησιάς.
Ήρθε και το παιδί που έκανε την αγάπη στέρεα και λογική, τώρα δεν μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει τον ώριμο δρόμο του ζευγαριού.
Άλλωστε, πόσοι δεν κάνουν παιδιά για να επιβεβαιώσουν το δεσμό τους. Εδώ το παιδί ήρθε για να τον προσγειώσει. Αφού ακόμη  από το βέλος του έρωτα  που τρύπησε τις καρδιές τους, η αιμορραγία δεν έλεγε να κλείσει.
Ο γιατρός άρχισε να βγάζει πάθη στην επιφάνεια. Τη ζήλευε υπερβολικά, στην απουσία της δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί.
Εκείνη πάλι ανακάλυψε έναν απόκρυφο κόσμο που δεν ήθελε, δεν μπορούσε να αποκαλύψει. Μυστικά και ψέματα ρήμαζαν το παθιασμένο ζευγάρι.
Μπήκαν και λόγια τρίτων, αυτά που σε καταστρέφουν πριν ξυπνήσεις από το μεσημεριανό ύπνο, αυτά που, αν τα πάρεις σοβαρά, μπαίνουν σαν ανεμοστρόβιλος και ξεκοιλιάζουν από τα μέσα το σπίτι, τον κόσμο, τα σωθικά σου.
Το ζευγάρι χώρισε, δικηγόροι μάστορες στη διαπλοκή, στο ψέμα, στάθηκαν πλάι στον γιατρό, διέλυσαν το κορίτσι, που είχε γίνει στο μεταξύ γυναίκα. Της πήραν όλο της τον κόσμο, το παιδί της.

Λεύτερος και πάλι, ξεκίνησε τα ταξίδια, δουλειές, μεγάλα νταραβέρια, ιατρικά και παραϊατρικά, στην άλλη μεριά του κόσμου, εκεί που είναι μέρα όταν σε μας πλακώνει η νύχτα.
Αν και έβγαζε χρήμα, το κατέτρωγε δεξιά αριστερά, έτσι για να πνίξει το συναίσθημα που δεν έλεγε να σβήσει. Τι πράμα και αυτό να κλείνεις τα ρολά το βράδυ, και πριν καλά καλά ξημερώσει όλο, μα ολόκληρο το παρελθόν να έχει πάρει θέση μέσα στο παρόν μα και το μέλλον.

Σε μια γνωριμία  του στην Αυστραλία ήρθε και τέταρτος γάμος.
Το 1947 έγινε και αυτός στο Πειραιά, αυτό το λιμάνι που προσπερνούν βιαστικά οι ταξιδιώτες κρύβει όλες τις κοκκινοσκουφίτσες, τις χιονάτες αλλά και τους κακούς λύκους
του κόσμου.
Ευκατάστατος, ώριμος και σιωπηλός. Έπαψε να δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο. Σχεδόν απόκοσμος στράφηκε στη τέχνη του, έμαθε να κάνει διαγνώσεις με μαεστρία και να στέκεται μονάχα στη θεραπεία από τα λογής μικρόβια και τους ιούς που μας επιτίθενται με  μανία.
Άλλο ένα παιδί προστέθηκε στην οικογένεια που ποτέ δεν έμαθε την ιστορία του. Και με την τελευταία γυναίκα τα λόγια του είναι πιο λίγα από αυτά που θα πεις με μια άγνωστη μέσα στο λεωφορείο, το παλιό πράσινο που από τον Πειραιά στο Σύνταγμα κάνει ακόμη κοντά μια ώρα να φτάσει, ακριβώς όπως και τότε το ’50.
Εδώ είμαστε λοιπόν, τα φώτα ζεσταίνουν τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών μιας ανείπωτης ιστορίας, γερασμένα, αποκαμωμένα από τον ανόητο χρόνο, ενώ ο βαρύ γλυκός ελληνικός, φτιαγμένος από τα αφίλητα χέρια της, κάθεται στα φλιτζανάκια και σχηματίζει τα πρόσωπα που αφήσαμε, μα δεν ξεχάσαμε.
Μιλάνε λίγο, δεν υπάρχει και τίποτε να πουν. Δεν έπαψε να την σκέφτεται, δεν έπαψε ποτέ στα ξένα αγγίγματα, τα ιατρικά του, να γίνεται εμμονή στο κρυφό μυαλό του.
Εκείνη πάλι, δεν είχε κρυφά ανοίγματα, ζούσε μόνη της. Από τότε, όλα τα είχε φανερά. Δεν πίστεψε, δεν την εμπιστεύτηκε, το  μόνο παράπονο της ζωής της ήταν που δεν στάθηκε, δεν την κράτησε και την άφησε να πέσει. Έτσι κι αλλιώς πέφτουμε, έτσι κι αλλιώς θα πάγωνε ο καφές- μα να προλάβουμε μια δυο γουλιές- αυτό έχει σημασία.
Μια ζωή που κύλησε σαν μια πέτρα που ξεκόλλησε από ένα βράχο και δεν κατάφερε να σταθεί πουθενά.
Στην αναχώρηση ούτε που την άγγιξε, δεν τόλμησε, άτολμος, όπως στεκόταν πάντα. Φταίει που ξυπόλητος μάτωνε μικρός, φταίει που έβλεπε, μύριζε τον ιδρώτα  και σιχαινόταν τον εαυτό του, ούτε και ο ίδιος έδωσε ποτέ απάντηση.
Στέκεται κοιτώντας φωτογραφίες, ασπρόμαυρες εικόνες από τα ταξίδια του. Εικόνες ακίνητες, με τη μοναξιά του αγκαλιά, με το θηρίο του ναρκισσισμού του στα μάτια, πονεμένος από μια ανολοκλήρωτη ζωή.
Γεννήθηκε στην αρχή του εικοστού αιώνα και έφυγε κοντά, λίγο πριν το τέλος του.
Δεν έγραψε καμμιά σπουδαία τροχιά στον ουρανό, άλλωστε ακόμη και εκείνοι που το πιστεύουν φτάνει να αναχωρήσουν, για να έρθουν οι επόμενοι και να τους κάνουν ονόματα καταλόγων.
Στα τελευταία του απέφευγε και το φως, κρυβόταν από τους καθρέφτες. Το είδωλο του είχε ρυτίδες, δεν τον πείραζαν που σκίζαν το πρόσωπο του δυνατές γραμμές, ήθελε να κοιτά με σιγουριά, να μην αμφιβάλλει για το χρώμα των ματιών του που ξεπλύθηκε κι αυτό μέσα στο γκρίζο σύννεφο που τον τύλιγε.
Μα τον πρόδωσαν τα ίδια του τα βήματα, δεν άφησαν περιθώρια για ένα ευτυχισμένο, για ένα ήσυχο κλείσιμο.
Στη ζωή, τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Έτσι τίποτε δεν παρουσίαζε προς τα έξω, σεβάσμιος, με την καθαρή καπαρντίνα του, πλάι στο τζάμι του καφενείου αποφεύγει τις κουβέντες, τις αντιπαραθέσεις στο παρόν. Γεμάτος από τρικυμία μα προς τα πίσω, και στο σήμερα δίνει μια μικρή ανάσα, κι αυτό για να κοιτά, να ξαναδιαβάζει εκείνο τον δρόμο που τον έφερε στη ψάθινη καρέκλα χωρίς να περιμένει, αδιάφορο, δίχως να αδημονεί για τον χρόνο, μιας και δεν τον περιμένει τίποτε που να τον κάνει να σκιρτά, να πονά, να τον ταξιδεύει.
Ο γιατρός έφυγε άνοιξη, αν και εκείνος από καιρό την είχε αρνηθεί.

Κι αυτή την ιστορία δεν τη λέμε, ντρεπόμαστε, ξανά, όπως και για τόσες άλλες που κάνουν τη καρδιά μας να δακρύζει αλλά δεν μπορούμε να ξεστομίσουμε. Λέμε πως τραβάμε τον μοναχικό μας δρόμο, μα μονάχα όταν δούμε πόσο κοινό είναι το μονοπάτι, καταλαβαίνουμε, πιάνουμε και πιανόμαστε από τα χέρια και το ανεβαίνουμε ή καλύτερα κατεβαίνουμε μαζί.
Συνήθιζε να τριγυρνά τα πρωινά στο καφενείο του χωριού του, μόλις είχε πάρει το πτυχίο, γιατρουδάκος, μα η ελπίδα της φαμίλιας και των φίλων έλεγε και ξανάλεγε «Οι γυναίκες είναι ξένα γεννήματα, τους άντρες τους δεν τους πονάνε, όταν μια γυναίκα σας στεναχωρεί, σπίτι της..».
Συμφωνούσαν μερικοί μαζί του, άλλοι διαφωνούσαν και τον χλεύαζαν.
Το καφενείο δεν υπάρχει πια, ούτε και θυμάται κανένας τις στιγμές και τα πρόσωπα, μα τα πρωινά που μπαινοβγαίνω  για ένα γρήγορο και δυνατό καφέ, για μια δόση καφεΐνης, πιάνω τακτικά την ίδια κουβέντα στον αέρα.
Λες και μια περίεργη μετεμψύχωση να φορτώνει  με τέτοιους χαρακτήρες στον αέρα που αναπνέουμε.
Αλλά πάλι ξαναγυρνώ σαν τον πρωταγωνιστή, συμπτώσεις που κάνουν για μια στιγμή τη σκέψη να ερωτεύεται το παρελθόν, αντιστέκομαι, προχωρώ και εγώ μπροστά αποκλείοντας απολογισμούς που θα φέρουν πικρές σκιές σαν τον καφέ που κρατώ στο χέρι.

την επόμενη εβδομάδα η δεύτερη ιστορία