Το φαινόμενο του Πατσίδερου

24grammata.com/ φύση

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος
Σε τούτα τα χρόνια του άκρατου διεθνισμού, των επιβλητικών ορθοδοξιών, των ορθολογισμών και της δεσποτικής παγκοσμιοποίησης, η οποία δεν αποσκοπεί παρά στην εξομοίωση όλων των διαφορών, ο όρος «εθνικός», στην υγιή μορφή του καθίσταται ως κάλεσμα σωτηρίας. Στον πυρήνα κάθε χώρας, στα ειδικά χαρακτηριστικά της κρύβεται εκείνο το στοιχείο, που την καθιστά ξεχωριστή και διαφορετική και δικαιολογεί την ύπαρξή της, ως σύνολο ανθρώπων που δένονται με κοινούς αρμούς, μες στην ιστορία του παρόντος και του μέλλοντος. Ετούτη την πρωτοπορία κρατούν σε κάθε χώρα οι πιο ταπεινοί από τους ανθρώπους, οι πιο λησμονημένοι από τους τόπους. Γιατί εκεί, στα μέρη που δεν έχουν φτάσει ακόμα οι κραυγές των «βαρβάρων», μονάχα εκεί κρατιέται άσβηστη η δάδα του ιδιαίτερου πνεύματος, το οποίο ζεσταίνει και θρέφει τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς. Η Κρήτη, όχι λόγω της αύρας που τη χαρακτηρίζει, αλλά κυρίως λόγω της καταγεγραμμένης ιστορίας της και της μαχητικής αντίστασης, την οποία επέδειξε στις πιο δύσκολες στιγμές του ελληνισμού, συνιστά με βεβαιότητα ένα τέτοιο τόπο. Ένα μέρος ορόσημο, το οποίο κανείς θα πρέπει να επικαλείται, ώστε να κατορθώσει να ερμηνεύσει μες στην ομιχλώδη οδοσήμανση των σύγχρονων οδών, εκείνα τα χνάρια που αποπνέουν και προσδιορίζουν τα εναπομείναντα ψήγματα της ελληνικότητας.
Στην κρητική χερσόνησο, στον τόπο, όπου άνθησε και ήκμασε ο ξακουστός, μινωικός πολιτισμός, στην Κρήτη των αγωνιστών της ελευθερίας, στον τόπο που ονόμασαν  «πατρίδα» άνθρωποι όλων των καταγωγών και των εποχών, σε τούτο τον ακρογωνιαίο λίθο της ελληνικής επικράτειας επιζεί το ελληνικό στοιχείο, διατηρείται ζωντανό μες στην ποίηση, τις ισχνές μορφές του Θεοτοκόπουλου, στις δοκιμές των σκηνικών παρουσιάσεών του. Παραμένει ζωντανό μες στα χώματα, μες στα σπίτια, στα περιβόλια, στους δρόμους, παντού και επιμένει ένα στοιχείο πιο σπουδαίο και υψηλό από το φρόνημα. Και δεν είναι άλλο τούτο από το «πελώριο καλοκαίρι» της ανθρώπινης καρδιάς. Στην Κρήτη, οι άνθρωποι στέκουν ως τέτοιοι, κηρύσσοντας ομολογία πίστεως καθημερινά, σε μια στερεωμένη ηθική, δοκιμασμένη στους αιώνες, ικανή να κρατήσει άρρηκτο εκείνο το δεσμό, ο οποίος συγκρατεί ενωμένο τον κόσμο, ακόμα και αν οι πορείες και οι επιλογές του μοιάζουν αντίθετες και μακρινές. Στον τόπο του Καζαντζάκη, λοιπόν, εκεί στα χώματα της Κρήτης κρατιέται ακόμα ζεστό το λίκνο της ανθρωπιάς και έτσι, ως κληροδότημα προσφέρεται στους νέους ανθρώπους για να μπορούν μες στις τρικυμμίες να κρατιούνται, να αντέχουν τις φωτιές.
Το χωριό Πατσίδερο, αποτελεί το ομώνυμο, δημοτικό διαμέρισμα του Δήμου Μινώα Πεδιάδος, με έδρα το Αρκαλοχώρι του Δήμου Ηρακλείου. Είναι χτισμένο τούτο το χωριό σε μια ανατολική πλαγιά, σε μικρό υψόμετρο. Οι πληροφορίες στις οποίες ο γράφων ανατρέχει για να προσδιορίσει ακριβώς τούτο το μέρος, μιλούν για την περίφημη θέα του προς το όρος Δίκτη. Στον οικισμό του Πατσιδέρου υπάρχουν εξαιρετικά δείγματα βυζαντινών τοιχογραφιών σε ναϊσκους και ερειπωμένα παρεκκλήσια, τα οποία στέκουν ακόμη φορτισμένα με ιστορία και ανθρώπινη παρουσία στα προάστια του διαμερίσματος καθώς και σε δύσβατες, απομονωμένες περιοχές. Σε τούτο το μέρος δε, σώζονται ακόμη τα απομεινάρια ενός εκ των πρώτων σχολείων που λειτούργησαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας και στο οποίο, σύμφωνα με μαρτυρίες και αναφορές του Καζαντζάκη δίδαξε ο διδάσκαλός του Πατεράκης, με καταγωγή από τη συγκεκριμένη περιοχή.
Το όνομα του χωριού δεν ερμηνεύεται εύκολα, όπως αντίστοιχα συμβαίνει με τα τοπωνύμια πλήθους περιοχών σε ολόκληρη της ελληνική γη. Η άποψη πως η ονομασία του χωριού προέρχεται από τη λέξη paciere, δηλαδή ειρηνοποιός δεν θεωρείται απολύτως εσφαλμένη, μα ούτε επιβεβαιώνεται από τις ιστορικές αναφορές για το μέρος και την εξέλιξή του.
Η ιδιαιτερότητα, όμως του χωριού αυτού δεν αφορά μόνο την ονομασία του ή τη γεωγραφική του θέση στα όρια του νομού Ηρακλείου. Πρόσφατα, λοιπόν, σε μια στιγμή εξαίρετης και απροσδόκητης αναλαμπής του προβαλόμενου, εκ μέρους της «μικρής οθόνης» υλικού, ο θεατής βρισκόταν εμπρός σε μια εικόνα από το χωριό Πατσίδερο. Ένα μικρό αγόρι, στέκει σε μια πλαστική καρέκλα. Βρισκόμαστε στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Ο πατέρας καπνίζει και μιλά στο δημοσιογράφο, ο οποίος μεριμνά για την κάλυψη του θέματος. Η μορφή του κρητική, καθαρή, τα λόγια του μετρημένα. Διατηρεί την πεποίθηση πως κάποιος πρέπει να γνωρίζει γράμματα. Μιλά για τα παιδιά του με εμφανή την περηφάνεια. Πάνω από το κεφάλι του στέκει μια φύση νεκρή, καμωμένη από ψιλή βελόνα. Τέτοια θεάματα, φυσιολατρικά, απαντώνται πολύ συχνά στα σπίτια της επαρχίας, ενώ ήδη στις μεγαλουπόλεις της πίστεως προς το «μεταμοντέρνο» έχουν αρχίσει να αποκτούν μια ευρύτερη φήμη, με αφορμή την καταναλωτική στροφή προς μια πιο «έθνικ» προσέγγιση της αισθητικής. Παρακολουθώντας την εκπομπή, γρήγορα αντιλαμβάνεται κανείς εκείνο, το οποίο πραγματεύται. Η χωροταξική διάρθρωση του οικισμού συνιστά το φλέγον ζήτημα. Σε έναν τόπο, ο πληθυσμός του οποίου διαμορφώθηκε με την πρόσμιξη Μικρασιατών μεταναστών, αλλά και αποδυναμώθηκε εξαιτίας ενός κύμματος εσωτερικής μετανάστευσης τον καιρό του αστυφιλιακού οράματος, διαπιστώνεται πια η πιο ειλικρινής πρωτοπορία και η πρακτική εφαρμογή του κινήματος, που ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση.» Στο μονοθέσιο, δημοτικό σχολείο του χωριού, ο δάσκαλος Γιάννης Φραγκιαδάκης, πρώην μαθητής του ίδιου σχολείου, διδάσκει στην τάξη του ένα ελληνόπουλο και επτά παιδιά Αλβανών. Η προσπάθεια για τη διατήρηση των ισορροπιών, η επιβολή της ίσης μεταχείρισης προς όλα τα παιδιά, η εξάλειψη μειονεκτικών ή υπερισχύοντων χαρακτηριστικών, συνιστούν αναγκαιότητες, έτσι ώστε το σχολείο στο Πατσίδερο να συνεχίσει να είναι ζωντανό και λειτουργικό.
Η συνύπαρξη των δύο πληθυσμών κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Υπάρχει όμως, διακριτή και πιθανή η προοπτική της πλήρους ένταξης των νεαρών Αλβανών στη νέα πατρίδα που τους δόθηκε, ενώ από την πλευρά των Ελλήνων υφίσταται η απαιτούμενη συμπαράσταση, η οποία χρειάζεται για να στεριώσουν τέτοιες προσπάθειες.
Είναι φυσικό και επόμενο, τέτοια εγχειρήματα, όπως αυτού του χωριού Πατσιδέρου να ζητούν σημαντικές υποχωρήσεις, ώστε να ευδοκιμήσουν και να καλυτερέψουν οι ζωές των ανθρώπων. Η κινηματογραφίστρια Λουκία Ρικάκη, η οποία καταπιάστηκε με το φαινόμενο του Πατσιδέρου και κατέγραψε τις εντυπώσεις της στο ντοκιμανταίρ «Ο Άλλος» ετούτη την προβληματική εκδοχή της απόπειρας συμβίωσης των εντόπιων πληθυσμών με τις μεταναστευτικές μάζες πραγματεύεται, δίχως όμως να μπορεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Η αδυναμία ίσως αυτή, δε, να μην οφείλεται στην ανικανότητα της Ρικάκη, άλλά στην ίδια την πραγματικότητα, την οποία καταγράφει. Η ελληνική, μεταναστευτική πολιτική, η οποία παραμένει συγκεχυμένη ή σχεδόν ανύπαρκτη τα τελευταία, κρίσιμα έτη της όξυνσης του φαινομένου, οι εθνικιστικές κορώνες όσων ξεβράστηκαν στα απόνερα της ιστορίας και δεν διδάχτηκαν από την απειλή της δίνης τους, η θέληση των «φερμένων» να ορίσουν έναν τόπο ως πατρίδα, η κοινωνικότητα του σύγχρονου ανθρώπου με την προβληματική της ατομικότητας να την υποβαθμίζει, είναι λόγοι αρκετοί και ικανοί ώστε να συντηρείται μια ενδεχομένως, άβολη κατάσταση μεταξύ των κατοίκων του χωριού, φορέων της καθολικής πραγματικότητας, την οποία περιγράψαμε.
Το παράδειγμα του Πατσιδέρου, όμως με τους λιγοστούς κατοίκους του να υποστηρίζουν τον ερχομό των μεταναστών και να συνεργάζονται μαζί τους με σκοπό τη συνέχιση της ζωής μπορεί να διαψεύσει όλους τους υπόλοιπους λόγους, οι οποίοι επιτείνουν την αγωνιώδη αναζήτηση των νεοεισελθόντων στις πόλεις και τα χωριά της επικράτειας.
Η γνώση ενός κοινού πολιτισμού και η ανάδειξή του ως τέτοιου διά της εκπαιδευτικής μεθόδου, η πεποίθηση πως η συνύπαρξη είναι μια κατάσταση εφικτή αλλά και η στήριξη της πολιτείας απέναντι σε τέτοιες, κοινωνικές δομές, αποτελούν κατά το γράφοντα τις πιο σπουδαίες προϋποθέσεις ώστε οι μετανάστες να ενταχθούν στο σύνολο, να αναπτυχθούν και να παράγουν έργο και ηθική. Το χωριό του Πατσιδέρου υποστηρίζει ετούτη την προοπτική, επιτυγχάνοντας μια εξισορρόπηση απαιτήσεων και υποχρεώσεων, εκ μέρους όχι μόνο των γηγενών αλλά και των εποίκων.  Με την πρόθεση η επιδίωξη να γίνει πεποίθηση και να οριοθετήσει όλες τις μετέπειτα εποχές, οι κάτοικοι του Πατσιδέρου προτείνουν ένα κοινωνικό μοντέλο- τομή στο καθημερινό αίσθημα της μισαλλοδοξίας και της εθνικής έπαρσης. Και αν τούτη η περιγραφόμενη κατάσταση φαντάζει ουτοπική, είναι μες στα ανθρώπινα που πλάθονται οι χίμαιρες, τα οράματα, οι ουτοπίες. Και τούτο καλά το γνωρίζουν οι «μεγάλοι άνθρωποι», οι γνήσιοι, όσοι δεν ζουν μες στις υποθέσεις, μα σε πραγματικότητες και αλλαγές.
Είναι γεγονός πως με την αθρόα εισροή οικονομικών μεταναστών από τα βόρεια σύνορά μας αλλά και τις περιοχές στα ανατολικά, ο ελληνκό πληθυσμός αντιμετώπισε μια άγνωστη κατάσταση, αντιδρώντας σπασμωδικά, παρασυρμένος από δημαγωγικές προκαταλήψεις και άκομψες εξάρσεις, οι οποίες ελάχιστο σεβασμό τηρούν για το λεγόμενο «Ξένια Δία» και την αρχαιοπρεπή έννοια του σαβασμού και της αλήθειας.
Τελειώνοντας τούτη την αναφορά, ας συγκρατήσει κανείς την πρόταση μιας προοπτικής, η οποία όχι μόνο δεν εφαρμόστηκε ποτέ στα μεγάλα, αστικά κέντρα, αλλά υπονομεύθηκε από τους ίδιους τους κατοίκους. Να που στο απομακρυσμένο Πατσίδερο δίδεται το παράδειγμα για μια κοινωνία παγκόσμια, δίχως κανένα στοιχείο ολοκλήρωσης, αυτό δηλαδή που δημιουργεί τη βία και οδηγεί σε κοινωνικά αδιέξοδα. Συγκρατώ μια εικόνα. Ο νεαρός μαθητής σκύβει επάνω στο βιβλίο, διαβάζει τα ελληνικά λόγια με μια χαρακτηριστική ευκολία. Η γνώση της γλώσσας και ιδίως της ελληνικής, αποτελεί πρωταρχικής σημασίας διαδικασία,  αφού μες στους κόλπους της επωάζεται διαρκώς η αρχαία, η τωρινή, η μελλούμενη ιστορία. Έπειτα το αγόρι φεύγει για τις χέρσες εκτάσεις της Δίρφης, πρέπει να μεριμνήσει για τα ζώα, για όλο εκείνο το ποίμνιο. Η παιδική του ηλικία είναι ελεύθερη από τα δεσμά της μισαλλοδοξίας και έτσι ο ίδιος μπορεί να λειτουργήσει φυσικά, να αναπτύξει τις πιο ανθρωποκεντρικές του ικανότητές του, επίκαιρος μες στην αλλαγή της νέας εποχής.
Η κατάσταση στο Πατσίδερο συνιστά μια πρωτοπορία, απέναντι στο πνεύμα της ανοχής, το οποίο μας έχει τόσο βαθιά αρρωστήσει. Η συνεισφορά του χωριού αυτού στο δυνάμωμα του ελληνισμού δεν θα επιτευχθεί αν εκείνοι που αξιολογούν τις κοινωνικές πρακτικές εθελοτυφλήσουν και δεν δουν το δρόμο, τον οποίο υποδεικνύουν οι κατέχοντες ως αίσθηση μεγαλοψυχίας τον ελληνισμό, οι γνήσιοι, μεγάλοι Έλληνες, οι ελάχιστοι κάτοικοι του χωριού Πατσιδέρου που έχει στην πλατεία του ασβεστωμένο το εκκλησάκι του Μιχαήλ Αρχαγγέλου και στα περβόλια του σταφύλια, κηπευτικά, δέντρα ανθρώπινα να αντέχουν στις βρισιές, στα γυρίσματα του ανέμου.