Γεωργία Συλλαίου

Eάν (ένθετο του 24grammata.com)

γράφει ο Γιώργος Πρίμπας

Η Γεωργία Συλλαίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδασε μουσική και τραγούδι, συνέχισε τις σπουδές της στην Αυστρία (Lied και Ορατόριο) και επίσης μελέτησε σύγχρονα μουσικά ρεύματα, φωνητική έκφραση και θέατρο στην Ολλανδία. Πρώτες εμφανίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με μικρά μουσικά σχήματα ή συμπράττοντας ως σολίστ με ορχήστρες και χορωδίες, στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Από το 1995 συνεργάζεται με τον Σάκη Παπαδημητρίου. Μελετά αυτοσχεδιασμό, και παρουσιάζει μουσικές παραστάσεις πάντα με συγκεκριμένο θεματικό άξονα. Έχει ασχοληθεί με την μουσική επένδυση βωβών ταινιών της δεκαετίας του ’20, οι οποίες είναι είτε κλασικά αριστουργήματα, είτε πειραματικές τάσεις του Μεσοπολέμου. Επίσης συμμετείχε σε παραστάσεις όπου συνυπάρχουν η μουσική, ο λόγος και οι παραστατικές τέχνες, καθώς και σε αφιερώματα σε σύγχρονους συνθέτες και ποιητές. Το 2002 ξεκίνησε η συνεργασία της με τον Θάνο Μικρούτσικο, η οποία περιλαμβάνει τη μελέτη και την παρουσίαση του έργου του (ποίηση και μουσική, θεατρικά κομμάτια και σύγχρονες συνθέσεις). Από το 2004 συνεργάζεται σε σταθερή βάση με τον συνθέτη και πιανίστα Θοδωρή Οικονόμου. Έχουν εκδοθεί δέκα προσωπικά της cd, εκ των οποίων τα δύο στη Μεγάλη Βρετανία. Η συλλογή διηγημάτων “Στο ακρωτήρι” (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οδός Πανός) είναι το πρώτο της βιβλίο. Κάποια από αυτά τα κείμενα έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στη “Βιβλιοθήκη” της “Ελευθεροτυπίας”.

Πηγή: http://www.biblionet.gr/main.asp?page=showauthor&personsid=100436

Από την  εν λόγω αξιόλογη συλλογή παρατίθενται τέσσερα μικρά διηγήματα, το πρώτο εκ των οποίων αφορά μία λιτά δοσμένη ιστορία εμπνευσμένη από τον καλλιτεχνικό κόσμο ενώ τα υπόλοιπα τρία κινούνται στο χώρο του φανταστικού με έντονο το συμβολικό στοιχείο καθώς κι ένα αφήγημα.
——————————-

Εις τας οδούς της απώλειας 1

Αγαπημένη μου γιαγιά,
η ζωή σ’ αυτή την όμορφη πόλη που με έστειλες να σπουδάσω είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ ότι φανταζόμουν.
Χθες, χάθηκα σε κάτι στενά σοκάκια και με πήραν στο κατόπι κάτι μάγκες. Έλεγαν διάφορα προσβλητικά για το σκούρο δέρμα μου, αλλά δεν θα σου γράφω τις λέξεις αγαπημένη μου γιαγιά, γιατί μάλλον θα στενοχωρηθείς.
Εκεί που πίστευα ότι τους ξέφυγα, νάτοι οι μάγκες μπροστά μου, κάτι ξανθοί με τατουάζ περίεργα και σουγιαδάκια στα χέρια. Με πλακώσανε στο ξύλο, αλλά αυτό δεν είναι το χειρότερο – έχασα το πορτοφόλι μου, μου το κλέψανε δηλαδή, και μέσα είχα τη φωτογραφία σου, εκείνη που φοράς το λουλουδάτο φόρεμα που μύριζε σαν τον κήπο μας και σαν την κουζίνα σου όταν έφτιαχνες κέηκ, βανίλια δηλαδή, με κρατάς αγκαλιά και χαμογελάμε πολύ ευτυχισμένοι.
Τέλος πάντων, αύριο αρχίζουν τα μαθήματα και αυτός είναι ένας λόγος να νιώθω καλύτερα.

Αγαπημένη μου γιαγιά,
τα μαθήματα σ’ αυτήν την επιβλητική σχολή που με τόσους κόπους καταφέραμε να μπω, είναι μάλλον πληκτικά. Μας αντιμετωπίζουν σαν κόπανους, συγνώμη για τη λέξη. Η στολή είναι κάτι περισσότερο από γελοία και μου πέφτει φαρδιά. Νομίζω ότι οι συμφοιτητές μου με αποφεύγουν και το αυτί μου έπιασε μερικά ειρωνικά σχόλια για το χτένισμα μου  –  αλήθεια τι έχει το χτένισμα μου, η χωρίστρα μου ήταν άψογη, καθώς επίσης και για το ζιλεδάκι που μου έπλεξες για να μην κρυώνω.
Στο μάθημα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα έπληξα ιδιαιτέρως, γιατί μας διάβαζαν κριτικές για τα κείμενα και όχι τα ίδια τα κείμενα. Διαπίστωσα ότι δεν συμφωνούσα με τον πώς – τον – λένε εκείνο τον τύπο που πέρυσι πήρε το κρατικό βραβείο και γράφει και κριτικές. Ευθαρσώς διετύπωσα τις απόψεις μου, αλλά μετά πρόσεξα ότι ο καθηγητής με κοιτούσε σαν λεπρό και με κάλεσε αύριο στο γραφείο του για μία κατ’ ιδίαν συνομιλία.
Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Κατά τη διάρκεια των μαθημάτων έβγαλα το ζιλεδάκι, λυπάμαι και ντρέπομαι αγαπημένη μου γιαγιά, και μετά το βρήκα μουντζουρωμένο και σκισμένο.

Αγαπημένη μου γιαγιά, έχω ευχάριστα νέα!
Είμαι ερωτευμένος. Το κορίτσι των ονείρων μου δεν θα μπορούσε να είναι ωραιότερο, εξυπνότερο και ιδίως τόσο καλλιεργημένο! Σήμερα κάναμε βαρκάδα στο ποτάμι και μετά πικνίκ στο πάρκο. Μου αρκεί να βλέπω τα μαλλιά της να χρυσίζουν στον ήλιο, το ρόδινο στοματάκι της να σουφρώνει χαριτωμένα πρίν εκφέρει τη γνώμη της για τον Πόλ Όστερ και τον Ίαν Μακ Γιούαν και αχ αυτός ο τρόπος που αρνείται οποιαδήποτε τροφή που περιέχει ζωικούς ιστούς… Τρέφεται αποκλειστικά με προϊόντα βιολογικής καλλιέργειας και σόγια.
Ο κινηματογράφος είναι το μεγάλο μας κοινό πάθος. Βλέπουμε ταινίες κάθε μέρα, μερικές φορές πάμε μέχρι και σε τρία διαφορετικά φιλμ. Αν και δε λέω όχι στον αμερικανικό κινηματογράφο, η Κέητ βλέπει αποκλειστικά ευρωπαϊκά φιλμ, οπότε κάνω αυτήν τη μικρή παραχώρηση. Χθες, είδαμε τρεις ταινίες στη σειρά, τα μάτια μου είχαν θαμπώσει, έβγαλα τα γυαλιά μου για να τρίψω τα κουρασμένα μάτια μου και η Κέητ με μια χαριτωμένη κίνηση τα πέταξε στα σκουπίδια, λέγοντας ότι θα είμαι πιο σέξι με έναν άλλο σκελετό.
Ξέρω ότι ήταν δώρο του παππού, αλλά δεν πιστεύω να σε πειράζει.

Αγαπημένη μου γιαγιά,
έπαθα δηλητηρίαση από τη σόγια. Είχε μείνει πολύ καιρό στο ψυγείο και είχε αλλοιωθεί. Αναγκάστηκα να φάω μια μπριζόλα και ένιωσα άθλια, όχι μόνο γιατί έτρωγα πάλι ζωικούς ιστούς, αλλά και γιατί τα χρήματα μου τελειώνουν. Η Κέητ έχει πολλές ανάγκες και καλλιτεχνικές ανησυχίες και όλα αυτά, ξέρεις, επισκέψεις σε γκαλερί, τρεις ταινίες ημερησίως, συναυλίες, θεατράκια που για να επιβιώσουν χρειάζονται την δική μας αρωγή, συν μία ανανέωση της γκαρνταρόμπας μου που η Κέητ με παρακάλεσε να κάνω ώστε να κυκλοφορούμε αξιοπρεπώς και να μην γίνομαι ο περίγελος της σχολής και των χώρων στους οποίους πλέον κινούμαι… ε, όλα αυτά σημαίνουν χρήματα. Επίσης, αγόρασα – με δόσεις εννοείται – ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο. Χωρίς αυτοκίνητο δεν μπορείς να κυκλοφορείς σ’ αυτήν την αναθεματισμένη πόλη – με συγχωρείς για τη λέξη.
Πάντως κάνω οικονομία, όσον αφορά τη διατροφή και συντήρηση της γάτας μου, της Γκλόρια.
Η Κέητ είναι δυστυχώς αλλεργική με τα γατιά και με πόνο ψυχής, έδωσα την Γκλόρια σε ένα φίλο μου Ιταλό, τον Πάολο.

Αγαπημένη μου γιαγιά,
σ’ ευχαριστώ για τα επιπλέον χρήματα.
Με πολλή χαρά σου γράφω ότι χθες συνέφαγα με τον Β., τον κριτικό λογοτεχνίας που τόσο άδικα κατέκρινα τις πρώτες μέρες της παραμονής μου εδώ. Είναι θαυμάσιος άνθρωπος, κοφτερό μυαλό και με την επιρροή που έχει στο χώρο, πιστεύω ότι σύντομα τα σονέτα μου θα δουν το φως της δημοσιότητος. Πόσο εύκολα βιαζόμαστε να κρίνουμε τους ανθρώπους!
Η Κέητ έφυγε για δεκαπέντε μέρες με μια αποστολή της Γκρήνπης. Έτσι, είμαι απερίσπαστος να γράφω και να απολαμβάνω τις συζητήσεις με τον Β. στα πιο in μπαρ και εστιατόρια της πόλης. Είχα μόνο μια δυσάρεστη έκπληξη, μηδαμινή μπροστά σ’ όλα αυτά τα απρόσμενα καταπληκτικά που μου συμβαίνουν.
Ο Πάολο αρνήθηκε να βγούμε με τον Β. Τον χαρακτήρισε με μία λέξη που δεν μπορώ να σου τη γράψω και όσο για μένα, μου είπε ότι πάω από το κακό στο χειρότερο, εξελίσσομαι λέει σε έναν κανονικό κομφορμιστή.
Νομίζω ότι ο Πάολο ζηλεύει, είναι κομπλεξικός. Σκασίλα μου που δεν θέλει να με ξαναδεί.

Αγαπημένη μου γιαγιά, είμαι φοβερά δυστυχισμένος!
Η Κέητ με εγκατέλειψε! Γύρισε από την αποστολή της Γκρήνπης και είπε, «Θεέ μου πώς έχεις καταντήσει έτσι, πού είναι ο ταλαντούχος ντροπαλός νεαρός που γνώρισα και που ξεχώριζε απ’ όλη αυτή τη στρατιά των κρετίνων που πλημμυρίζουν αυτή την ελεεινή πόλη, πού είναι η ιδεολογία σου, πού είναι τα ωραία γυαλιά σου», μάλιστα αγαπημένη μου γιαγιά, ανέφερε ακόμη και τα γυαλιά που εκείνη πέταξε! Δεν ξέρω τι να πω, είμαι κατάπληκτος, και το χειρότερο είναι ότι η προθεσμία που μου έθεσε ο Β., εννοώ την προθεσμία να έχω έτοιμα 32 σονέτα για το έγκριτο περιοδικό «Νέφη Νεφών» λήγει σε δώδεκα μέρες και εγώ δεν έχω διάθεση να γράψω ούτε ένα φωνήεν.

Αγαπημένη μου γιαγιά, μου έκλεψαν το αυτοκίνητο.
Με ξυλοκόπησαν,   (δεύτερη φορά σ’ αυτήν τη γαμημένη πόλη – λυπάμαι για τη φρασεολογία μου αγαπημένη μου γιαγιά, αλλά δεν αντέχω άλλο) με άφησαν ημιαναίσθητο στο δρόμο και έσπασαν και τα γυαλιά μου.
Αύριο θα ψάξω για ένα σκελετό που να μοιάζει με τον παλιό, έτσι κι αλλιώς, ο καινούργιος ποτέ δεν με βόλεψε.

Αγαπημένη μου γιαγιά, έχασα την προθεσμία.
Πήγα να το συζητήσω με τον Β., αλλά έχω την εντύπωση ότι ήθελε να με αποφύγει. Του τηλεφώνησα, αλλά βγαίνει συνεχώς τηλεφωνητής. Τελικώς έμαθα ότι θα δημοσιευθούν τα ποιήματα του Τζον Τζον Κάιλ. Ο Τζον Τζον Κάιλ, είναι το μεγαλύτερο βλίτο της σχολής, με συγχωρείς για τη λέξη. Ο ακαδημαϊσμός και ο σχολαστικισμός του ξεπερνούν κάθε προηγούμενο. Είναι το κατεστημένο αυτοπροσώπως.
Α, τώρα που είπα κατεστημένο: ο Πάολο είναι στη φυλακή. Πήγε σε μια διαδήλωση και κατηγορείται για φθορά ξένης περιουσίας. Γιαγιά, ο Πάολο δεν έχει πολλά λεφτά, μήπως μπορείς να μου στείλεις κάτι παραπάνω κι αυτή τη φορά;

Αγαπημένη μου γιαγιά,
πήγα στο πάρκο, κάθησα κάτω από ένα δέντρο και έκλαψα πολλήν ώρα. Σ’ αυτήν την καταραμένη πόλη έχασα πολλά πράγματα νομίζω. Όχι μόνο την Κέητ, τον Πάολο ή την Γκλόρια, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Κοιτάζομαι στον καθρέφτη και δεν μπορώ να αναγνωρίσω τον εαυτό μου, αν και αγόρασα πανομοιότυπα γυαλιά μ’ αυτά που μου χάρισε ο παππούς.
Θα πάω ένα ταξίδι στα νότια.
Θα σου γράφω καθημερινά
Σε φιλώ,
Ο εγγονός σου, Τσάρλυ.

Ιστορίες μυστηριωδώς εξαφανισθέντων ατόμων

Περίπτωση πρώτη

Άντριου Μπράιτμαν. Κάτοικος προαστίου του Λονδίνου. Επάγγελμα αρχιτέκτων.
Ο Άντριου Μπράιτμαν, έβγαλε βόλτα τον αγαπημένο του σκύλο Κόλιν ένα ομιχλώδες πρωινό.
Η γειτόνισσα του Μπράιτμαν, Άννα Μακ Γκίλις, ορκίζεται ότι ο Μπράιτμαν και ο Κόλιν, αφού ανέλυσαν επί μακρόν την πολιτική κατάσταση της Μεγάλης Βρετανίας, κάπνισαν ο μεν ένα πούρο, ο δε την πίπα του και μετά βάλθηκαν μετά μανίας να κατασκευάζουν ένα ουράνιο τόξο με τρία όμως μόνο χρώματα. Κατόπιν, ο Μπράιτμαν, έφερε μια ξύλινη σκάλα και σκαρφάλωσαν ταχύτατα στο πορφυρό χρώμα. Έκτοτε, η τύχη τους αγνοείται.

Περίπτωση τέταρτη

Λύντια Βιλαντίνοβιτς. Κάτοικος Βελιγραδίου. Επάγγελμα δημοσιογράφος.
Η Λύντια Βιλαντίνοβιτς ξεκίνησε μια Δευτέρα πρωί για τον ραδιοφωνικό σταθμό όπου εργαζόταν, ενώ μαίνονταν οι βομβαρδισμοί. Διέσχισε μια μισοκατεστραμμένη γέφυρα, έναν φλεγόμενο καταυλισμό, μπήκε σε δυο ναρκοπέδια και τέλος, απηυδισμένη, βάδισε στα νερά του ποταμού Σάβα, διαβάζοντας ένα μυθιστόρημα που της ήρθε κατακέφαλα από σπίτι που βομβαρδιζόταν ανηλεώς, προς άγνωστη κατεύθυνση.
Η Λύντια Βιλαντίνοβιτς σταμάτησε εν μέσω του ποταμού και έκλεισε το βιβλίο μέσα στις σελίδες του οποίου πλέον κατοικούσε το σώμα της.
Το βιβλίο βούλιαξε σιγά σιγά στο νερό.

Περίπτωση ένατη

Τσάρλι Λόντον. Κάτοικος Τέξας. Επάγγελμα αγρότης.
Ο Τσάρλι Λόντον, αφού άρμεξε τις αγελάδες του, ανέβηκε στη στέγη του στάβλου για να την επισκευάσει.
Καταπιάστηκε με τις ώρες με την κατασκευή ενός ανεμοδείκτη και ξεχάστηκε για μέρες πάνω στη στέγη κουκουλωμένος από περιστέρια και άλλα χρωματιστά πτηνά.
Τέλος, με ένα χαμόγελο ευδαιμονίας στα χείλη, σήκωσε τα χέρια ψηλά και άρχισε να στροβιλίζεται σύμφωνα με τις διαθέσεις του ανεμοδείκτη του. Όλες οι γειτονικές αγροικίες γέμισαν άχυρα, πέταλα λουλουδιών και πέταλα αλόγων. Ο Τσάρλι Λόντον δεν ξαναφάνηκε στην περιοχή.

Τη Γλώσσα μου έδωσαν…

Αλλά καλύτερα να προσπαθήσω να πάρω τα πράγματα από την αρχή αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποια αρχή ή εξήγηση για τα πράγματα και το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ ούτε καν να σας συστηθώ και σύντομα θα καταλάβετε γιατί. Όχι δεν είμαι ούτε καταζητούμενος ούτε παριστάνω τον μυστηριώδη και το πρόβλημα αρχικά ήταν η κίνηση, το πώς θα κινηθώ δηλαδή στον κόσμο στη γη δηλαδή και δεν εννοώ πώς θα ελιχθώ…

Και ω ιδού ήδη το πρόβλημα της γλώσσας ή του λόγου πώς να το πω εννοώ ακριβώς και κυριολεκτικώς το πώς θα περπατήσω τη στιγμή που προτιμώ να περπατώ με τα χέρια ή να κυλώ και να κυλιέμαι και να ίπταμαι και να κάνω κωλοτούμπες στη θάλασσα και ορίστε η πρώτη δυσκολία προσαρμογής η οποία ως απεδείχθη ήταν παιχνιδάκι μπροστά στο πρόβλημα της γλώσσας.
Τι είναι η γλώσσα; Είναι το όργανο του σώματος το οποίο βγάζουμε πρώτον για να δείξουμε την περιφρόνηση μας προς τον κόσμο, δεύτερον για να γλείψουμε ένα παγωτό, τρίτον για να σαλιώσουμε κάτι κτλ. κτλ.
Επέμεναν να μου δώσουν αυτή τη γλώσσα που άρχισα να σας λέω δηλαδή μια γλώσσα για να μιλάω και καθόλου δεν μου άρεσαν οι λέξεις καθόλου δεν μου άρεσε αυτή η γλώσσα και αμέσως έφτυνα τις λέξεις και τα χαστούκια έπεφταν βροχή γιατί παιδί μου μού έλεγαν ποιος είσαι συ για-να περιφρονείς τη γλώσσα και με ποιο δικαίωμα τραυλίζεις και ξεφυσάς ενώ πρέπει απλώς και μόνο να μιλάς αυτή τη συγκεκριμένη γλώσσα που ορίζει και καθορίζει τα πράγματα και τα συναισθήματα τα υπαρκτά και τα ανύπαρκτα.
Προσπαθούσα με τον τρόπο μου να τους δώσω να καταλάβουν ότι η εικόνα των πραγμάτων και η περιγραφή των συναισθημάτων δεν ταίριαζαν καθόλου με τις λέξεις που υποτίθεται πως εκπροσωπούσαν αλλά μάταια διότι μου έβγαινε κάτι σαν βέλασμα και σαν μακρόσυρτο αλλά παρ’ όλ’ αυτά διακεκομμένο τραγούδι και οι ειδικοί έλεγαν ότι ακούγομαι σαν τραυλή πριονοκορδέλα που κινείται σε ένα διάστημα αυξημένης εβδόμης αλλά αυτά και να με συγχωρεί η χάρη τους εμένα δεν μου φαίνονται σοβαρά πράγματα.

Ακουμπώ την πλάτη μου στον τοίχο μιας πολυκατοικίας, τυλίγομαι στο παλτό μου και πάντα ένα σκυλί στριμώχνεται κοντά μου και με ζεσταίνει όσο εγώ βρίσκω τις δικές μου λέξεις για να ορίσω τα αντικείμενα και τα συναισθήματα και η γλώσσα που μου έδωσαν δραπετεύει επιτέλους κυνηγημένη από το πονεμένο μου κεφάλι και ο πόνος αυτομάτως σταματάει και οι δικές μου λέξεις φτιάχνονται από ξυλάκια και σύρματα και τις γραμμές των πεζοδρομίων, από τα πούπουλα των πουλιών που κολλάνε στα παρμπρίζ των αυτοκινήτων, από την οσμή του χαρτιού των περιοδικών που κρέμονται από τα περίπτερα, από τις αντανακλάσεις του φωτός στην άσφαλτο, και τις βλέπω να φεύγουν από το στόμα μου σαν ένα πολύχρωμο αναιμικό φίδι, και μπορώ να δω τη ραχοκκοκαλιά και τις συμφύσεις και τις σπονδυλωτές κοιλότητες της δικής μου γλώσσας που καθόλου δεν μοιάζει με τη γλώσσα που μου έδωσαν – μια γλώσσα τόσο άκαμπτη και καθοριστική που η εκφορά της με πονάει.
Δεν θέλω να πονάω. Στηρίζομαι στο αριστερό μου χέρι και χοροπηδώ στους αμμουδερούς λόφους, ένας κορμοράνος κάθεται στο καπέλο μου και πιάνω την κουβέντα μαζί του.
Αρνούμαι τον πόνο, αρνούμαι τη γλώσσα που μου έδωσαν. Κατρακυλώ στα βάθη της θάλασσας και ανοίγω τις ροδαλές αχιβάδες. Μαθαίνω τα όνειρα τους και μετά τα καταγράφω. Στη δική μου γλώσσα.
Ερμηνεύω το βλέμμα του σκυλιού που παίρνει από το χέρι μου το κόκκαλο. Του χαμογελώ. Το χαμόγελο μου σπάει και μετατρέπεται σε αμέτρητες λέξεις. Λέξεις που τις καταγράφω κι αυτές και μετά τις απομνημονεύω ουρλιάζοντας καταπάνω στον άνεμο και στον άνεμο αποκτούν νέο σχήμα και απομνημονεύονται εκ νέου – πού; Δεν έχω καμία περιέργεια να μάθω και φυσικά καμία υποχρέωση να σας το αποκαλύψω.
Διότι όπως σας είπα και πριν δεν θέλω να πονάω. Και αν προσπαθήσω να μετατρέψω το ασυνάρτητο τραγούδι μου στη γλώσσα που μου έδωσαν τότε θα πονέσω πολύ γι’ αυτό καληνύχτα σας και χρόνια πολλά.
Για να επανέλθω εδώ ακριβώς έγκειται το πρόβλημα της αρχής: Το να σας συστηθώ. Δεν θα καταλάβετε το όνομα μου όπως δεν καταλαβαίνετε και τη γλώσσα που μιλώ. Και για να τελειώνουμε γεια και χαρά και τραβάτε και στο διάολο. Χρόνια με παιδέψατε και κάθομαι και σας εξηγώ τα ανεξήγητα.