Γ.Π. Σαββίδης, «Η Μεγάλη Ελλάδα του Καβάφη» (1990)

24grammata.com/ Ιστορία της λογοτεχνίας

Το αντικείμενο τούτης της ανακοίνωσης, «Η Μεγάλη Ελλάδα του Καβάφη» ―ή, ακριβέστερα, «Ο Ιταλιώτης Καβάφης»―, καθορίστηκε σχεδόν από μόνο του, χάρη στους εξής τρεις παράγοντες:
Πρώτον, από την γενική θεματολογία του Συνεδρίου μας. Βέβαια, ο παράγων αυτός θα μπορούσε να είχε οδηγήσει έναν μελετητή του ποιητή μας και προς άλλα θέματα, παρεμφερή ― όπως λ.χ. «Ο Καβάφης και η νεότερη Ιταλία» (θέμα που η συνάδελφος Renata Lavagnini ικανά το έχει διερευνήσει, από την σκοπιά της Ιταλικής φιλολογίας, ήδη από το 1983) ή σαν το μείζον θέμα, «Ο Καβάφης και η Ρώμη», το οποίο ακόμη περιμένει ανάλογα συστηματική διερεύνηση
Εδώ όμως παρεμβαίνει ένας άλλος παράγων: Ο ειδικότερος χώρος της συνάντησής μας σε τούτη τη μεγαλόνησο που ιδεατά προεκτείνει την πάλαι ποτέ Magna Grecia προς δύο όρια του αρχαίου κόσμου: τις Στήλες του Ηρακλέους και την Αφρική. Η λέξη Σικελία, όπως θα ιδούμε, απαντά σχεδόν τρεις φορές στο ποιητικό έργο του Καβάφη, δημιουργώντας έτσι ένα νόμιμο γεωμετρικό επίπεδο. Η ευρύτερη γεωγραφική έκταση αυτού του επιπέδου, φανερώνεται στους πρώτους εννέα στίχους του ψευδοϊστορικού ποιήματος «Τιμόλαος ο Συρακούσιος», που γράφηκε στα 1892 και δημοσιεύτηκε στα 1894. Τους διαβάζω εδώ στην πρώτη δημοσιευμένη μορφή τους:

Είν’ ο Τιμόλαος ο πρώτος μουσικός
της πρώτης πόλεως της Σικελίας.
Οι Έλληνες της Δυτικής Ελλάδος μας,
εκ Νεαπόλεως, και Μασσαλίας,
εκ Τάραντος, Πανόρμου, και Ακράγαντος,
και εξ όσων άλλων πόλεων τας όχθας
της Εσπερίας στέφουσι μ’ ελληνισμόν,
σπεύδουν αθρόοι εις τας Συρακούσας
ν’ ακροασθώσι του ενδόξου μουσικού.

Αργότερα, ο Καβάφης φρονίμως άλλαξε το Πανόρμου σε Ρηγίου ― δηλαδή, αντί για τον Καρχηδονικό πρόγονο του Παλέρμου, προέκρινε την παλαιόθεν ελληνικήν αποικία που σήμερα ονομάζεται Reggio di Calabria. Και η αλλαγή αυτή μας φέρνει στον τρίτο παράγοντα.
Ανάμεσα 1941 και 1946, ο Σεφέρης, σχολιάζοντας το γνωστό μας ποίημα «Η Συνοδεία του Διονύσου», διαπίστωσε πως ο δεύτερος στίχος, που μας είναι γνωστός με τη μορφή:

Ο Δάμων ο τεχνίτης (άλλον πιο ικανό
στην Πελοπόννησο δεν έχει)…

παρουσιάζει δύο ουσιώδεις έντυπες παραλλαγές.
«Ο Καβάφης [λέει ο Σεφέρης] είχε γράψει στην αρχή:

…άλλον πιο ικανό
το Ρήγιον δεν έχει…

Αυτό το διόρθωσε:

…άλλον πιο ικανό
στη Σικελία δεν έχει…

― η Πελοπόννησος είναι η τελευταία γραφή. Οι διορθώσεις αυτές με κάνουν να σκέπτομαι πως το ποίημα […] ανήκει στον κύκλο της Δυτικής Ελλάδος».
Και ο ίδιος μας παραπέμπει ευθύς σε προηγούμενο σχόλιό του, όπου είχε συσχετίσει τα αποκηρυγμένα ποιήματα «Τιμόλαος ο Συρακούσιος» και «Οι Ταραντίνοι Διασκεδάζουν». Το σχόλιο εκείνο θα το ιδούμε σε λίγο.
Τούτη η φιλολογική οξυδέρκεια του Σεφέρη έμεινε, όσο γνωρίζω, αναξιοποίητη επί 40 τόσα χρόνια. Βέβαια, βάσει αυτών των δεδομένων, ήταν ίσως παράτολμο να μιλήσει κανείς για κύκλο ποιημάτων και μάλιστα της Δυτικής Ελλάδας· διότι αυτός ο φαινομενικά απλός γεωγραφικός όρος θα μας υποχρέωνε να συμπεριλάβουμε στον ίδιο κύκλο το ποίημα «Του πλοίου» (1919), το οποίο σκηνοθετείται αναδρομικά, πιθανότατα στα 1901, καταμεσής στο Ιόνιο πέλαγος, ανάμεσα Κέρκυρα και Brindisi.
Αλλά η σημερινή, ανιστόρητη αοριστία του όρου Δυτική Ελλάδα μπορεί ανέτως να προσδιοριστεί, αν εξαιρέσουμε την άπαξ μνεία της Μασσαλίας, οπότε ο οιονεί κύκλος, ιστοριογεωγραφικά, εντοπίζεται στην αρχαία και μεσαιωνική Ιταλιωτικήν Ελλάδα ― ας πούμε: από την Νεάπολη ώς τις Συρακούσες.
Σε αυτόν τον προσδιορισμένο πολιτισμικό χώρο, μπορούμε τώρα να εντοπίσουμε τουλάχιστον επτά ποιήματα, που η γραφή τους απλώνεται από το 1892 ίσαμε το 1919, αν όχι και μέχρι το 1925, και τα οποία καλύπτουν διαλειπτικώς ένα ιστορικό φάσμα περίπου 14 αιώνων. Συγκεκριμένα, έχουμε και λέμε:
α. Στα Αποκηρυγμένα ποιήματα επισημάνθηκαν ήδη τα εξής δύο:
1. «Τιμόλαος ο Συρακούσιος», γραμμένο στα 1892, και δημοσιευμένο πρώτη φορά στα 1894.
2. «Οι Ταραντίνοι Διασκεδάζουν», γραμμένο και πρωτοδημοσιευμένο στα 1898.
Σε τούτα, καταχρηστικώς, θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και το ποίημα «Ο Θάνατος του Αυτοκράτορος Τακίτου» ―γραμμένο στα 1896 και δημοσιευμένο στα 1897―, με το σκεπτικό πως ο Καβάφης εκεί μνημονεύει «την φίλην […] Καμπανίαν του» Κλαυδίου Τακίτου.

β. Στα Ανέκδοτα ποιήματα, διακρίνω μονάχα ένα:
1 (3). «Ποσειδωνιάται», γραμμένο στα 1906.
γ. Αλλά στο κύριο σώμα των 154 Ποιημάτων βρίσκουμε, όχι μόνο το λανθάνον ποίημα, το οποίο επεσήμανε ο Σεφέρης ―και που ώς τώρα δεν διεκδικήθηκε από κανέναν Πελοποννήσιο―, μα και άλλα τρία. Δηλαδή, κοντά στο «Η Συνοδεία του Διονύσου» (4), γραμμένο στα 1903, και πρωτοδημοσιευμένο στα 1907, έχουμε και τα εξής:
(5). «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ.», ίσως αρχικά γραμμένο στα 1898, και οπωσδήποτε δημοσιευμένο στα 1918.
(6). «Ίμενος», γραμμένο στα 1915, ξαναγραμμένο και δημοσιευμένο στα 1919 ―την ίδια χρονιά, αλήθεια, όπου γράφηκε και δημοσιεύθηκε το «Του Πλοίου»―, και τέλος το
(7). «Εις Ιταλικήν παραλίαν», γραμμένο άγνωστον πότε, μα πάντως δημοσιευμένο στα 1925.
Ας τα κοιτάξουμε τώρα από πιο κοντά ― όσο μας το επιτρέπει ο σήμερα διαθέσιμος χρόνος.

Α. ΤΙΜΟΛΑΟΣ Ο ΣΥΡΑΚΟΥΣΙΟΣ

Να ιδούμε πρώτα το σχόλιο του Σεφέρη:

Η σκηνή είναι στις Συρακούσες […] Μια πρωτεύουσα γυρεύει να εκφράσει αδέξια ο Καβάφης· μια μεγάλη πολιτεία που [την] φέρνει μέσα του· η ιδέα τριγυρίζει στο μυαλό του, αλλά δεν έχει ακόμη σαρκωθεί· η Αντιόχεια και η Αλεξάνδρεια δεν έχουν φανεί στον ορίζοντα.

Στο σημείο αυτό, ο Σεφέρης παραθέτει μονάχα τους πρώτους οκτώ στίχους που ακούσαμε πριν· επιτρέψτε μου τώρα να σας διαβάσω ολόκληρο το ποίημα:

Είν’ ο Τιμόλαος ο πρώτος μουσικός
της πρώτης πόλεως της Σικελίας.
Οι Έλληνες της Δυτικής Ελλάδος μας,
εκ Νεαπόλεως, και Μασσαλίας,
εκ Τάραντος, Πανόρμου, και Ακράγαντος,
και εξ όσων άλλων πόλεων τας όχθας
της Εσπερίας στέφουσι μ’ ελληνισμόν,
σπεύδουν αθρόοι εις τας Συρακούσας,
ν’ ακροασθώσι του ενδόξου μουσικού.
Σοφώτατος εν λύρα και κιθάρει,
γνωρίζει έτι τον λεπτόν ημίοπον,
τον τρυφερόν εν τρυφεροίς αυλοίς. Εξάγει
από τον γίγγραν μελωδίαν κλαίουσαν.
Και ότε εν χερσί την μάγαδίν του
λαμβάνει, αι χορδαί αυτής την ποίησιν
εκπέμπουν της θερμής Ασίας ― μύησιν
ηδυπαθείας και γλυκείας ρέμβης,
των Εκβατάνων και της Νίνου άρωμα.

Εδώ, μετά τον 18ο στίχο, ακριβώς στην μέση του ποιήματος, ο Καβάφης αφήνει δύο αράδες αποσιωπητικά ―φαντάζομαι για να υποβάλει στον μερακλή αναγνώστη κάτι από την άφατη γοητεία της ανατολίτικης μουσικής αυτού του φανταστικού, κοσμοπολίτη Συρακουσίου―, και συνεχίζει με άλλους 18 στίχους, σε κλίμακα σαφώς μινόρε:

Αλλά εν μέσω των επαίνων των πολλών,
εν μέσω των πολυταλάντων δώρων,
περίλυπος είν’ ο καλός Τιμόλαος.
Γενναίος Σάμιος δεν τον ευφραίνει,
και σιωπών προσβάλλει το συμπόσιον.
Αόριστός τις λύπη τον κατέχει,
η λύπη της πολλής αδυναμίας του.
Κενά αισθάνεται τα όργανά του,
ενώ πληρούται η ψυχή του μουσικής.
Τους μουσικούς του ήχους να εκχύση,
μάτην παλαίει μετά πόνου κ’ εμμονής·
αι τελειότεραί του αρμονίαι μένουν
βωβαί κ’ υπολανθάνουσαι εντός αυτού.
Το δε ενθουσιών πλήθος θαυμάζει
όσα εκείνος ψέγει και περιφρονεί.
Τον θορυβεί επαίνων βοερά φωνή,
κ’ εν μέσω των πολυταλάντων δώρων
αφηρημένος ίσταται ο μουσικός.

Καιρός να επιστρέψουμε στο σχόλιο του Σεφέρη για τούτο το πρώιμο αριστούργημα του Καβάφη:

Πηγαίνει προς τον τόνο «είμεθα ένα κράμα εδώ», δεν τον έχει βρει ακόμη. Για την ώρα, αυτός ο απόγονος μιας γενιάς που πρόκοψε στις μεγάλες παροικίες της Ευρώπης, εκφράζει με μια ψυχρή και ζητημένη καλλιέπεια ένα κοσμοπολίτικο πλήθος από «τας όχθας της Εσπερίας». Ενδιαφέρει ακόμη ο «Τιμόλαος» το θέμα […] του καλλιτέχνη που κοπιάζει, που δεν είναι ευχαριστημένος από τους καρπούς των κόπων του…

Αυτά, εν συντομία, ο Σεφέρης προ τεσσαρακονταετίας. Ένα που θα είχα να προσθέσω σήμερα, είναι να επισημάνω την πρώτη Καβαφική σκηνοθεσία μιας δημόσιας εορτής με θυμικές παραφωνίες. Εδώ, σε μιαν ίσως ηθελημένα αόριστην ιστορική στιγμή, μάλλον ανάμεσα 491 και 397 π.Χ., δηλαδή στον αιώνα της μεγίστης ακμής του κράτους των Συρακουσών.
Και κάτι άλλο: Ο ψευδοϊστορικός Τιμόλαος δεν είναι μονάχα διχασμένος εσωτερικά· βρίσκεται σε σιωπηρήν αντίθεση με την κοινωνία του. Ο Καβάφης, ως crepuscolare αισθητής, φυσικό ήταν να υιοθετεί το αντιλαϊκιστικό μοτίβο του Ορατίου «odi profanum vulgus, et arceo». Τούτο φανερώνεται εναργέστερα αν συγκρίνουμε τον Τιμόλαο και το «ενθουσιών» ακροατήριό του, αφ’ ενός, με τον ανώνυμο Αιγύπτιο «μογάνι φήμης ευρυτάτης» και με το ήθος των θαυμαστών του στο σύγχρονο λαϊκό πανηγύρι του «Σαμ ελ Νεσίμ» (1892):

Διότι ο Αιγύπτιος και εις το πανηγύρι
διατηρεί την σοβαρότητά του.
[…] Κέφι πολύ έχ’ εις τον λογισμόν του,
ολίγιστον εις τα κινήματά του.

Όσοι τυχόν από μας θα είχαν την διάθεση να ερμηνεύσουν το ποίημα ποιητικής του Τιμόλαου και Φροϋδικά, παρακαλούνται να κρατήσουν την βάσιμην όρεξή τους, ώσπου να συναντήσουμε τον άλλο ψευδοϊστορικό Συρακούσιον ήρωα του Καβάφη, τον δήθεν βυζαντινόν Ίμενο. Προσώρας, επείγει να ιδούμε τα ιστορικότατα καμώματα των Ταραντίνων στα 282 π.Χ.

Β. ΟΙ ΤΑΡΑΝΤΙΝΟΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ

Ας ξαναδιαβάσουμε πρώτα το ποίημα ― ει δυνατόν με τους ίδιους όρους με τους οποίους το πρωτοδιάβασαν στα 1898 οι αναγνώστες του Ημερολογίου Σκόκου, μεταξύ των οποίων ήταν και ο Γρηγόριος Ξενόπουλος:

Θέατρα πλήρη, πανταχόθεν μουσική·
εδώ κραιπάλη και ασέλγεια, κ’ εκεί
αθλητικοί αγώνες και σοφιστικοί.
Του Διονύσου τ’ άγαλμα κοσμεί αμάραντος
στέφανος. Μία κώχη γης δεν μένει άρραντος
σπονδών. Δϊασκεδάζουν οι αστοί του Τάραντος.

Αλλ’ απ’ αυτά απέρχοντ’ οι Συγκλητικοί
και σκυθρωποί πολλά οργίλα ομιλούν.
Κ’ εκάστη τόγα φεύγουσα βαρβαρική
φαίνεται νέφος καταιγίδα απειλούν.

Είναι νομίζω φανερό εδώ πως η σκηνοθεσία μιας δημόσιας εορτής με παραφωνίες, αποτελεί πλέον το ίδιο το δράμα, του οποίου όμως τόσον η ύβρις όσο και η κάθαρση απλώς υπονοούνται στο δεύτερο μέρος του ποιήματος. Ο Σεφέρης σχολιάζει: «Αισθανόμαστε την καταστροφή να υποβόσκει».
Προσθέτω τώρα πως εδώ η ιστορική περίσταση είναι ακριβέστατα δεδομένη, και εστιάζεται παραδειγματικά στον Τάραντα, στα 282 π.Χ., τέσσερα χρόνια πριν από την Ρωμαϊκή κατάκτηση· πως η έμφαση στο άγαλμα του Διονύσου, ενδέχεται να είναι συμβολική της «υπεροψίας και μέθης» των αστών του Τάραντος· και πως η κλείδωση του ποιήματος βρίσκεται στην τελευταία, αριστοκρατικά σαρκαστική πρόταση του πρώτου μέρους, με την εμφατική μετρική διαίρεση της αρχικής συλλαβής:

Δϊασκεδάζουν οι αστοί του Τάραντος

Καλά όλα αυτά. Μα για όποιον δεν διαθέτει την ιστορική περιουσία του Καβάφη ή του Σεφέρη, η ειρωνική αιχμή του ποιήματος παραμένει κρυφή ― εξαιτίας, θα έλεγα, της υπερβολικής ελλειπτικότητάς του. Στην περίπτωσή μου, λ.χ., μόλις στα 1983, ανατρέχοντας στον Παπαρρηγόπουλο, συνέλαβα κάπως τις πο λιτικές διαστάσεις του δράματος. Διότι ο Καβάφης, ίσως από υπερβολική κοσμιότητα, θεωρεί δεδομένον και κυριολεκτικώς obscoenum τον αισχρό προπηλακισμό των τάχα βαρβάρων Ρωμαίων πρέσβεων από τον δημοκρατικόν όχλο των υπερπολιτισμένων Ταραντίνων αστών, με αποκορύφωμα το δημόσιο κατούρημα της τόγας ενός πολιτικά αξιοσέβαστου Συγκλητικού της Ρώμης.
Ποιητικά, θεωρώ πως πρόκειται εδώ για την τακτική ενός πρώην παρνασσικού δανδή. Τακτική την οποία ο Καβάφης θα τελειοποιήσει κατά τα επόμενα τριάντα χρόνια ― ας πούμε, ίσαμε και το «Αλέξανδρος Ιανναίος, και Αλεξάνδρα» (1929). Ανέφερα σκοπίμως αυτό το όψιμο ποίημα. Ο Σεφέρης, σχολιάζοντας, εξ αφορμής του, τον σαρωτικό χαρακτηρισμό των καβαφικών ποιημάτων, από τον Πέτρο Βλαστό, ως «βάθρα […] που τους λείπουν τ’ αγάλματα», γράφει:

Αν της αφαιρέσει κανείς το χλευασμό, δεν είναι άσκημη η εικόνα. Πολλές φορές τα ποιήματα του Καβάφη δείχνουν τη συγκίνηση που θα είχαμε από ένα άγαλμα που δεν είναι πια εκεί· που ήταν εκεί, το είδαμε, και το έχουν τώρα μετατοπίσει.

Αλλά δείχνουν τη συγκίνηση. Αυτή είναι η κυριότερη δυσκολία στον Καβάφη. Μα και στον ίδιο τον ποιητή Σεφέρη, τολμώ να πω.

Γ. ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΑΤΑΙ

Το ανέκδοτο ποίημα «Ποσειδωνιάται», αν και γραμμένο στα 1906, δεν είχε ανακαλυφθεί όταν ο Σεφέρης εσχολίαζε ένα-ένα τα ποιήματα του Καβάφη. Συνεπώς, θέλοντας και μη, θα δοκιμάσω τώρα να πορευτούμε χωρίς την έμπειρη συντροφιά του. Με την ευκαιρία, σημειώνω πως, στις 23 Σεπτεμβρίου 1944, ο Σεφέρης, όταν βρισκόταν στην Cava dei Tirreni, είχε την ηθική άνεση να περιδιαβάσει στον κοντινό αρχαιολογικό χώρο της Ποσειδωνίας, που είναι διεθνώς φημισμένος με το όνομα Paestum. Όχι πως το πράγμα έχει, για μας εδώ, σημασία ―ιδίως που ο Καβάφης, το μόνο μέρος της Κάτω Ιταλίας που είδε ποτέ του, ήταν, τυχαία, το Brindisi.
Στο ποίημα, με οδηγό ένα χωρίο του Αθήναιου, μεταφερόμαστε στην Ποσειδωνία τουλάχιστον τέσσερεις αιώνες μετά την κατάκτησή της από τους Ρωμαίους στα 273 π.Χ. Σημειωτέον πως τούτη η αποικία των Συβαριτών είχε ήδη μετονομαστεί σε Παίστον, από τους Λουκανούς. Ας διαβάσουμε τώρα ολόκληρο το ποίημα, μαζί με την επιγραφή του:

Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Tυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής
Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Tυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι και
την τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τα τε πολλά των επιτηδευμάτων,
άγειν δε μιαν τινα αυτούς των εορτών των Eλλήνων έτι και νυν, εν η
συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων όνομάτων τε και νομίμων,
απολοφυράμενοι προς αλλήλους και δακρύσαντες απέρχονται.
ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες―
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά,
βγαλμένοι ―ω συμφορά!― απ’ τον Ελληνισμό.

Η σκηνή, λοιπόν, τοποθετείται ―«ότι και νυν», λέει ο Αθήναιος― μεταξύ δεύτερου και τρίτου αιώνα μ.Χ. Πέρα από την μελαγχολικήν ειρωνία της επιβίωσης ελληνικής εορτής με ονόματα πλέον ακατανόητα, ήγουν κυριολεκτικώς βαρβαρικά, αξιοσημείωτη, θαρρώ, είναι η προβολή μιας αντίληψης του Ελληνισμού ως ένα είδος επίγειου, πολιτισμικού παραδείσου, του οποίου κλειδί είναι η ελληνική γλώσσα.
Από αυτήν την άποψη, τούτο το ποίημα υπάγεται και σε μιαν άλλη σειρά συνθέσεων του Καβάφη, οι οποίες έχουν, εν μέρει ή εν όλω, αντικείμενο την γλωσσική ταυτότητα του Ελληνισμού. Η σειρά αυτή ξεκινάει στα 1893 με το ανέκδοτο «Επιτάφιον» και σταματάει στα 1931 με το ποίημα «Στα 200 π.Χ.» ―το προτελευταίο που ο Καβάφης επρόβαλε να τυπώσει σε μονόφυλλα.
Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη, από την σκοπιά μας, είναι η πρώτη εμφάνιση, στο Καβαφικό έργο, της λέξης Ιταλιώτης ― βάσει της οποίας λέγεται πως ο ίδιος ο ποιητής έπλασε την λέξη Αιγυπτιώτης. Αφ’ ετέρου, ομολογώ πως δεν μπορώ να φανταστώ γιατί ο Καβάφης άφησε αδημοσίευτο τούτο το άρτιο ποίημα.
Τέλος, είναι ίσως ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως, από τα επτά ποιήματα που μας απασχολούν κυρίως εδώ, μονάχα το «Ποσειδωνιάται» διδάσκεται επισήμως στην κρυπτοφασιστικήν Ελληνική Μέση Εκπαίδευση. Βρίσκεται από το 1984 στο κρατικό αναγνωστικό της Β΄ Γυμνασίου Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (σ. 195). ― Μήπως και επειδή είναι από τα σπάνια μη ερωτικά ποιήματα του Καβάφη, που δεν φαίνονται να αυτοϋπονομεύονται ειρωνικά;

Δ. Η ΣΥΝΟΔΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

Φθάνοντας τώρα στο καθαυτό σώμα της ποίησης του Καβάφη, για λίγο επιστρέφουμε στο ψευδοϊστορικό ποίημα «Η Συνοδεία του Διονύσου», που είδαμε πως εγράφηκε στα 1903 και πρωτοδημοσιεύτηκε στα 1907 ― τουτέστιν ένα χρόνο μετά την γραφή του «Ποσειδωνιάται». Το θεωρώ αρκούντως γνωστό, για να μη το διαβάσουμε όλο εδώ.
Η διαδοχική αντικατάσταση Ρηγίου και Σικελίας από τον Καβάφη, την οποία επεσήμανε ο Σεφέρης, δεν μηδενίζει την σχέση του ποιήματος με την Σικελία, διότι ο φανταστικός γλύπτης Δάμων, έστω και Μοραΐτης εν τέλει, πάντα δουλεύει για «των Συρακουσών τον βασιλέα», δηλαδή μάλλον για τον μεγαλοπρεπή τύραννο Ιέρωνα Β΄, που έλαβε αυτόν τον τίτλο στα 270 π.Χ., παρά για τον αιμοβόρο προκάτοχό του, Αγαθοκλή.
Το εκτενέστερο μέρος του ποιήματος (στ. 1-14) περιγράφει με θεληματικά ψυχρήν ενάργεια την πιθανώς ανάγλυφη σύνθεση της Συνοδείας του Διονύσου «εις παριανό μάρμαρο». (Σε πιο εύκαιρην ώρα, θα πρέπει να αναζητήσουμε και τα γλυπτικά πρότυπα του Καβάφη, όπως το είχε επιθυμήσει ο αείμνηστος Ι. Α. Σαρεγιάννης.) Αλλά το κέντρο βάρους της ποιητικής συνθέσεως βρίσκεται στους 8 τελευταίους, ρεαλιστικά ειρωνικούς στίχους:

Αυτά ο Δάμων κάμνει. Και κοντά σ’ αυτά
ο λογισμός του κάθε τόσο μελετά
την αμοιβή του από των Συρακουσών
τον βασιλέα, τρία τάλαντα, πολύ ποσόν.
Με τ’ άλλα του τα χρήματα κι αυτά μαζύ
σαν μπουν, ως εύπορος σπουδαία πια θα ζει,
και θα μπορεί να πολιτεύεται ―χαρά!―
κι αυτός μες στην βουλή, κι αυτός στην αγορά.

Πρόκειται, λοιπόν, τελικά, για κοινωνικο-πολιτικό ποίημα που χλευάζει, με ένα σπάνιο θαυμαστικό, την κοσμική φιλοδοξία αυτού του ικανού αλλά δευτεροκλασάτου γλύπτη, ο οποίος λογαριάζει να εξαργυρώσει την καλλιτεχνική του αριστοκρατικότητα με αντάλλαγμα την μεταπήδησή του στην τάξη της οικονομικής ολιγαρχίας. Νά ένα άλλο Καβαφικό θέμα που ακόμη περιμένει αντάξια διαπραγμάτευση.

Ε. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΣ ΜΟΝΑΗ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ, 628-655 μ.Χ.

Το προηγούμενο ποίημα είδαμε ότι κόβεται ουσιαστικά στα δύο ― με μόνη τυπογραφική ένδειξη μιαν ισχυρή τελεία και παύλα στο τέλος του στ. 14. Το ίδιο, οφθαλμοφανέστερα, ισχύει για τα δύο επόμενα ψευδοϊστορικά ποιήματα που θα μας απασχολήσουν εδώ.
Το «Αιμιλιανός Μονάη, Αλεξανδρεύς, 628-655 μ.Χ.», δημοσιευμένο στα 1918, πιστεύω πως εγράφηκε στα 1898, με τον σωζόμενο τίτλο «Προφυλαμένος». Τότε, εικάζω πως το ποίημα δεν θα είχε δεύτερο μέρος ― όπως θα ιδούμε ότι συνέβαινε αρχικά στο «Ίμενος». Διαβάζω τις δύο πρώτες στροφές της τελικής μορφής, αφού είναι η μόνη που γνωρίζουμε:

Με λόγια, με φυσιογνωμία, και με τρόπους
μια εξαίρετη θα κάμω πανοπλία·
και θ’ αντικρύζω έτσι τους κακούς ανθρώπους
χωρίς να έχω φόβον ή αδυναμία.

Θα θέλουν να με βλάψουν. Αλλά δεν θα ξέρει
κανείς απ’ όσους θα με πλησιάζουν
πού κείνται οι πληγές μου, τα τρωτά μου μέρη,
κάτω από τα ψεύδη που θα με σκεπάζουν.―

Με άλλα λόγια, ισχυρίζομαι πως, αρχικά, τούτο το ποίημα ήταν μια αυθόρμητη, ακόμη αφελής προσωπική κατάθεση του τριανταπεντάχρονου Καβάφη, ανάλογη με τα περίπου σύγχρονα «Η Τράπεζα του Μέλλοντος» και «Πρόσθεσις» (1897). Τριάντα χρόνια αργότερα, έγινε δημοσιεύσιμο, ως ψευδοϊστορικό, με την αλλαγή του τίτλου, και με την προσθήκη μιας τελευταίας, ακυρωτικής στροφής ― της οποίας τόσο η σύνταξη όσο και η στιχουργία, υπογραμμίζω, είναι ουσιωδώς διαφορετικές:

Ρήματα της καυχήσεως του Αιμιλιανού Μονάη.
Άραγε νά ‘καμε ποτέ την πανοπλία αυτή;
Εν πάση περιπτώσει δεν την φόρεσε πολύ.
Είκοσι επτά χρονώ, στην Σικελία πέθανε.

― Αιμιλιανέ, τί γύρευες στη Σικελία, συ ένας Αλεξανδρεύς;
Η απάντηση σε τούτο το ερώτημα, εν μέρει μόνον εξαρτάται από το τί μπορεί να ήξερε ο Καβάφης ότι συνέβαινε στην βυζαντινή Σικελία στα μέσα του 7ου μ.Χ. αιώνα ― πράγμα που ελπίζω να μάθω εδώ αυτές τις ημέρες. Εν πάση περιπτώσει, θυμίζω πως η γενέτειρα του Αιμιλιανού Μονάη (και άλλων Αιγυπτιωτών) είχε κατακτηθεί από τους Άραβες στα 642.
Ωστόσο, και αν δεχτούμε πως το «Αιμιλιανός Μονάη» πρωτογράφηκε στα 1898, τίποτε δεν αποδεικνύει πως το ενδιαφέρον του Καβάφη για την Κάτω Ιταλία διατηρήθηκε ανάμεσα 1906 και 1918 ― ήτοι κατά την περίοδο όπου το κοντόφθαλμο Ελληνικό κράτος κατακτούσε αιματηρά μια πολιτική Μεγάλη Ελλάδα εις απώτερο βάρος του Μείζονος Ελληνισμού.
Τίποτε; Όχι εντελώς. Διότι στα 1914, ο Καβάφης, παρουσιάζοντας την συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Νικολάου Πολίτη, σταματάει με ιδιαίτερη στοργή στα τέσσερα τραγούδια της Κάτω Ιταλίας, τα οποία είχε συμπεριλάβει ο Πολίτης. Επιπλέον, ο ποιητής μας, στην ίδια βιβλιοκρισία, παραθέτει στίχους από ένα πέμπτο τραγούδι ―Καλαβρέζικο μοιρολόι―, που το είχε σημειώσει στην συλλογή του Passow, μαζί με τον Ποντιακό θρήνο, ο οποίος θα του δώσει το έναυσμα να γράψει αργότερα το «Πάρθεν» (1921).

ΣΤ. ΙΜΕΝΟΣ

Η αρχική μορφή του «Ίμενος» μας είναι γνωστή από το 1968. Γραμμένη στα 1915, με τίτλο «Αγάπησέ την πιότερο», ήταν χωρίς την ψευδοϊστορική coda ή ουρά του 1919, και είχε τον γνώριμο χαρακτήρα δευτεροπρόσωπης παραινέσεως «εις εαυτόν»:

Αγάπησέ την πιότερο αν μ’ αγωνία την αποκτάς.
Σκέψου τί χαλαρή και τί κατώτερη
είν’ η ευκολοαπόκτητη ηδονή.
Η ηδονή η δική σου, που την φθάνεις
πότε με ψεύδη, πάντοτε κρυφά,
ζητώντας την με ανησυχία κ’ εμμονή,
σπάνια το σώμα βρίσκοντας που αισθάνεται όπως θέλεις,
που με την φαντασία την συμπληροίς,
μη την συγκρίνεις με αλλονών εύκολες απολαύσεις.

Μέσα σε τρία χρόνια, τούτη η έμμεση, ποιητικώς αδρανής, σεξουαλική αυτοεπιβεβαίωση, θα λάβει την έτι εμμεσότερη, τριτοπρόσωπα πυκνωμένη μορφή παραθέματος από πλασματικήν ιστορικήν επιστολή, με συνημμένο δήθεν φιλολογικό-ιστορικό, μα πράγματι κοινωνιολογικό σχόλιο:

ΙΜΕΝΟΣ

«…Ν’ αγαπηθεί ακόμη περισσότερον
η ηδονή που νοσηρώς και με φθορά αποκτάται·
σπάνια το σώμα βρίσκοντας που αισθάνεται όπως θέλει αυτή―
που νοσηρώς και με φθορά, παρέχει
μιαν έντασιν ερωτική, που δεν γνωρίζει η υγεία…»

Απόσπασμα από μιαν επιστολή
του νέου Ιμένου (εκ πατρικίων) διαβοήτου
εν Συρακούσαις επί ασωτία,
στους άσωτους καιρούς του τρίτου Μιχαήλ.

Πάλι βρεθήκαμε αναπάντεχα στην βυζαντινή Σικελία ― αυτήν την φορά στα μέσα του 9ου αιώνα. Για όποιον δεν θυμάται πως η Αραβική κατάκτηση της Σικελίας (826-878) ολοκληρωνόταν ουσιαστικά στα χρόνια του νεαρού, ικανού και φιλολαϊκού αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ (842-867) ―που οι απολογητές του δολοφόνου του, τον εσυκοφάντησαν μεταθανάτια με το παρατσούκλι «Μέθυσος»―, η εκ των υστέρων αναγωγή του ποιήματος στις μεσαιωνικές Συρακούσες, καταντάει πράγμα κουριόζο, αν όχι και σκαμπρόζο.
Εδώ, έχω χρέος να προσθέσω πως ο Στρατής Τσίρκας πιθανότατα είχε δίκιο, όταν μου επέμενε πως το κύριο σημείο εμφάσεως σε τούτη την ουρά είναι η παρένθεση «(εκ πατρικίων)», και όχι τόσο η διπλή αναφορά στην ασωτία. Μα ποιος θα μας δώσει επιτέλους μιαν ολοκληρωμένη μελέτη για τους μηχανισμούς εμφάσεως ―άρα και την δυναμική στίξη― στον Καβάφη;
Πάντως το πλαστό όνομα Ίμενος είναι τόσο φανερά εξεζητημένο, ώστε να θυμίζει κατάληξη αυθαίρετα δανεισμένη από το ιδιωτικό ριμάριο του Καβάφη ― όπου, άλλωστε, την βρίσκουμε να σαρκώνεται με την μοναχική μετοχή κείμενος. Πράγμα που με κάνει να αποζητήσω μια μονογραφία για τα ψιλά, συνήθως ευάρμοστα ονόματα των ψευδοϊστορικών προσώπων του Καβάφη, ύστερα όμως από έλεγχο των επιγραφικών πηγών, όσες μπορεί να γνώριζε ο ποιητής.

Ζ. ΕΙΣ ΙΤΑΛΙΚΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΝ

Μόλις που προφθαίνομε να ιδούμε και το έβδομο ποίημα που μας αφορά εδώ: το «Εις Ιταλικήν Παραλίαν», δημοσιευμένο στα 1925, και ενδεχομένως γραμμένο λίγο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Για να το θυμηθούμε, το διαβάζω ― δεδομένου δε ότι αγνοούμε πότε όντως εγράφηκε, μπορεί ωφέλιμα να το συγκρίνει κανείς, νοερά, με το μετρικώς ομοιόμορφο «Προς τον Αντίοχον Επιφανή», που γράφηκε και δημοσιεύτηκε στα 1922.

Ο Κήμος Μενεδώρου, Ιταλιώτης νέος,
τον βίον του περνά μέσα στες διασκεδάσεις·
ως συνειθίζουν τούτοι οι απ’ την Μεγάλη Ελλάδα
μες στα πολλά τα πλούτη αναθρεμένοι νέοι.

Μα σήμερα είναι λίαν, παρά το φυσικό του,
σύννους και κατηφής. Κοντά στην παραλίαν,
με άκραν μελαγχολίαν βλέπει που εκφορτώνουν
τα πλοία με την λείαν εκ της Πελοποννήσου.

Λάφυρα ελληνικά· η λεία της Κορίνθου

Α σήμερα βεβαίως δεν είναι θεμιτόν,
δεν είναι δυνατόνο Ιταλιώτης νέος
νά ‘χει για διασκεδάσεις καμιάν επιθυμίαν.

Το ποίημα σκηνοθετείται σκοπίμως αόριστα κάπου στην Κάτω Ιταλία, μα επακριβώς στα 146 π.Χ. Ήδη έχει αρχίσει ο Ρωμαϊκός αποικισμός της πρώην Magna Grecia, και σε μισόν αιώνα όλοι οι Ιταλιώτες, νέοι και γέροι, θα έχουν γίνει Ρωμαίοι πολίτες ισότιμα έκθετοι στην αρπακτικότητα του περιβόητου προπραίτορα Γάιου Βέρρες.
Έχουμε εδώ, βέβαια, την πιο δεξιοτεχνική χρήση ειρωνικής ρίμας σε όλο το έργο του Καβάφη. Επίσης έχουμε την μόνη άλλη ―διπλή μάλιστα― χρήση της λέξης Ιταλιώτης, που ισοζυγιάζεται από την διπλήν επανάληψη της λέξης διασκεδάσεις ― ανάλαφρα τετρασύλλαβη εδώ, σε αντιδιαστολή προς την πεντασύλλαβη μορφή που συναντήσαμε στο «Οι Ταραντίνοι Δϊασκεδάζουν». Ακόμη, το πρώτο μέρος του ποιήματος τελειώνει με διπλή τυπογραφική έμφαση ― τον απομονωμένο στίχο με διαφορετικά στοιχεία:

Λάφυρα ελληνικά· η λεία της Κορίνθου.

Τον στίχον αυτόν, μια έξυπνη αναγνώστρια ―η Λιάνα Κανέλλη― μου επέμενε πως πρέπει να τον απαγγέλλουμε φωναχτά, σε τόνο εμπορικού διαλαλήματος.
Τέλος, προσθέτω πως ο ψευδώνυμος Κήμος Μενεδώρου, κοινωνικά θα μπορούσε να θεωρηθεί ομογάλακτος αδελφός του πρωτοκλασάτου Ιμένου, αν ίσως όχι και του Αιμιλιανού Μονάη.

Και πού μας πάνε όλα αυτά; Κυρίως, νομίζω, στο γενικότερο ερώτημα:
― Μα γιατί, τελοσπάντων, αυτός ο Αιγυπτιώτης επιμένει κάθε τόσο, από το 1892 ώς το 1925, να περάσει και για Ιταλιώτης;
Δεν ξέρω ακόμα. Και ούτε ήταν σκοπός μου να εξαντλήσω εδώ το ζήτημα ή να το συνοψίσω βιαστικά σε ένα λογικοφανές συμπέρασμα τύπου «αντικειμενικής συστοιχίας». (Έγινε, πιστεύω, αρκετά φανερό πως η αρχικά χρήσιμη διαπίστωση του Σεφέρη περί μεγάλης πολιτείας, δεν επαρκεί για όσα Ιταλιωτικά ποιήματα ο Καβάφης εδημοσίευσε μετά το 1910, δηλαδή μετά την «ανακάλυψή» του της Αλεξάνδρειας και της Αντιοχείας.)
Οπωσδήποτε, μου αρκεί να συμφωνήσουμε πως το θέμα «Ο Ιταλιώτης Καβάφης» υπάρχει, και απαιτεί βαθύτερην εξέταση καθώς και, φυσικά, διεξοδικότερη πραγμάτευση.
Καταλήγοντας, επιτρέψετέ μου να υπογραμμίσω πως οι Καβαφικές σπουδές ―στις οποίες τόσο αποφασιστικά συμβάλλουν Ιταλοί συνάδελφοι εδώ και μισόν αιώνα― χρειάζονται την συστηματική διερεύνηση και των εξής τριών θεμάτων:
α) Καβαφική ιστορική γεωγραφία, σοβαρότερα εξετασμένη από όσο στο πρωτοβάθμιο βιβλιαράκι των Ντελόπουλου-Καΐρη·
β) Ουρές των ποιημάτων ― θέμα που εκκρεμεί τουλάχιστον από το 1946, όταν το επρόβαλε δημοσία ο Σεφέρης, λησμονώντας ίσως ότι το είχε πρωτοθέσει, στα 1933, ο Κ. Θ. Δημαράς·
γ) Αλκοολισμός (μήπως μεταρσιωμένος σε Νιτσεϊκό Διονυσιασμό;), με αφετηρία αφ’ ενός το αποκηρυγμένο «Βακχικόν» του 1886, και αφ’ ετέρου την παρατήρηση του Σαρεγιάννη ότι, στα 1929, ο Καβάφης «είχε βρει τη μέθοδο να κανονίζει τις δόσεις [δυνατών ποτών] που θα τον οδηγούσαν όχι στη μέθη, μα στα πρόθυρα μιας κάποιας ρέμβης μ’ ευφορία».

Και τώρα συγχωρήσετέ μου να τελειώσω με μια λακωνική προσωπική κατάθεση: Σε τούτη την ανακοίνωση επικαλέστηκα συχνά τον Σεφέρη ― όχι επί ματαίω, ελπίζω. Ένας πρόσθετος λόγος είναι πως πάνε 25 χρόνια που οι Σεφέρηδες είχανε ξεκινήσει παρέα με τους Σαββίδηδες να γνωρίσουνε την Σικελία ― «μ’ αλλιώς η μοίρα το βουλήθη». Χάρη σε σας, όμως, αξιώθηκα να πραγματοποιήσω το προσκύνημα τούτο με την καλύτερη δυνατή συντροφιά.

Tράπεζα πνευματική, Πορεία, 1994

http://www.kavafis.gr/