όγδοα, εννέα

24grammata.com/ τραγούδι

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

αποκλειστικά στο 24grammata.com

Ο τρόπος με τον οποίον μεταβάλλονται τα «πράγματα»  και ισχυροποιούνται ή ακυρώνονται στερεότυπες θεωρήσεις και κοινωνικοί περιορισμοί συνιστά αδιαμφισβήτητα μια πραγματικότητα. Είτε πρόκειται για την καλλιτεχνική λειτουργία και την έντασή της, είτε πάλι έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα κοινωνικά, αποδεικνύεται πως με τον πιο απροσδόκητο τρόπο διαψεύδονται όλοι οι κανόνες και επιτυγχάνεται ένας νέος βηματισμός, που οδηγεί συνήθως στη διατύπωση μιας πρωτοπορίας. Ως τέτοια θα πρέπει να εκλάβουμε τη σταδιακή μετάλλαξη της θέσης των εκπροσώπων της καλλιτεχνικής και ακαδημαϊκής κοινότητας απέναντι στο ρεμπέτικο τραγούδι. Μία ριζική μετατόπιση από το πεδίο της άρνησης, προς μία συλλογική κατάφαση και παραδοχή, είναι εκείνη που παρατηρείται στο ζήτημα ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και την ανάδειξη του συγκεκριμένου είδους σε τέχνη λαϊκή, ικανή να εκφράσει στο μέγιστο το αίσθημα μιας ολόκληρης εποχής.
Οι ομιλίες των Μάνου Χατζιδάκι και Ντίνου Χριστιανόπουλου, οι εισηγήσεις τους σχετικά με το ρεμπέτικο και τον τρόπο, με τον οποίο ετούτη η βιωματική τέχνη περνά τα κλειστά πλαίσια της κοινωνικής εκτίμησης και αναδεικνύεται ως κορυφαία, λαϊκή τέχνη, συνιστούν μία τέτοια πρωτοπορία. Έχοντας καταννοήσει την ανταπόκριση του ρεμπέτικου τραγουδιού στη συνείδηση του απλού κόσμου, οι δύο αυτοί δημιουργοί κατόρθωσαν να καθορίσουν εκ νέου τα όρια του, διευρύνοντας την αφετηρία και το εύρος τους.
Το ρεμπέτικο τραγούδι επιβιώνει, ακμάζει, γίνεται υλικό προς μελέτη, ελκύει όλο και περισσότερο την αποστειρωμένη, δυτικοτραφή, αστική τάξη, εισάγεται στις συναυλιακές αίθουσες. Οι γνήσιοι εκφραστές του, όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, η Νίνου ή ο Δημήτρης Γκόγκος αποκαθίστανται στη συνείδηση του κόσμου, η ζωή τους γίνεται αντικείμενο μελέτης, γοητεύει και συνεισφέρει ακόμη περισσότερο στη διαμόρφωση του «μύθου.» Άνθρωποι του περιθωρίου οι περισσότεροι, με τραγικές εμπειρίες ζωής, αλλά και το πνευματικό βάθος που απαιτεί η τέχνη προκειμένου ετούτες να αποτελέσουν συναισθηματικό υλικό και να «περάσουν» στον πληθυσμό.
Το ρεμπέτικο τραγούδι έχει πια καταλάβει τη θέση που αρμόζει σε μια γνήσια, λαϊκή τέχνη. Η θεώρησή του ως μέρος της καλλιτεχνικής συνείδησης του λαού έχει επιτευχθεί. Δεν υφίσταται όμως, πια ο εμπλουτισμός και η ποιοτική του ανάπτυξη. Αντικείμενο θεωρητικών προσεγγίσεων, μοιάζει να έχει απωλέσει οριστικά τη δημιουργική δυναμική του και ίσως αυτό να συνιστά μια αναγκαία συνθήκη, η οποία επιβεβαιώνει τον κανόνα που θέλει την ίδια την κοινωνική φαινομενολογία να συντηρεί και να δημιουργεί ρεύματα ή τάσεις. Η καλλιτεχνικότητά τους, αν μπορεί ο όρος να θεωρηθεί δόκιμος εξαντλείται με την αποδυνάμωση των ειδικών χαρακτηριστικών τους και των ερεισμάτων που κατέχουν αυτά τα τελευταία μες στον κοινωνικό ιστό. Η αξία ενός υποβλητικού παραδείγματος θα καταστήσει ίσως πιο σαφή τον παραπάνω συλλογισμό. Έτσι, ας φανταστούμε κατ΄αντιστοιχία την περίπτωση ενός σπάνιου άνθους, το οποίο είτε εξαιτίας της σπανιότητας αυτής, είτε πάλι λόγω της ομορφιάς του αποκόπτεται από το βλαστό. Η προσπάθεια για τη διατήρηση του χρώματος, της υφής, των αρωμάτων του συνιστά μια ματαιόδοξη απόπειρα, αφού σταδιακά αυτό χάνει τη δυναμική του, αποτελώντας ένα χρήσιμο, δίχως άλλο υλικό για τα σχολικά εγχειρίδια της φυτολογίας. Η επιστημονική και θεωρητική μελέτη του ρεμπέτικου τραγουδιού μπορεί να θεωρηθεί πως εξάντλησε το είδος και σταδιακά το οδήγησε στο μαρασμό, διαποτίζοντάς το με στείρες, ακαδημαϊκές θεωρήσεις, οι οποίες και δεν θα μπορούσαν ποτέ να συνεισφέρουν δημιουργικά, αντικαθιστώντας ανάξια το βιωματικό του χαρακτήρα. Ετούτο να εληφθεί ως μια πιο θεωρητική προσέγγιση, αναφερόμενη στο μηχανισμό λειτουργίας μιας οποιασδήποτε τέχνης.
Το ρεμπέτικο τραγούδι, με τη μελωδική, βυζαντινή κληρονομιά και την ανατολίτικη προέλευσή του αναπτύχθηκε οργανικά στην περιφέρεια. Η είσοδός του στο αθηναϊκό περιβάλλον πραγματοποιείται όταν ήδη έχει συντελεστεί η κυοφορία του και έχει ήδη παρουσιάσει πλήθος δημιουργών, με ισχυρή ανταπόκριση στις χαμηλές, κοινωνικές τάξεις. Η συνεισφορά της ιστορίας κρίνεται ουσιώδης, αφού κορυφαία γεγονότα του ελληνισμού θα αναγκάσουν μια πληθυσμιακή και ως εκ τούτου, πολιτιστική μετανάστευση προς τον ελλαδικό χώρο. Η αρχική περιθωριοποίηση των εκφραστών θα αποτελέσει ένα είδος δημιουργικού αυτισμού, ο οποίος και θα πλουτίσει το είδος με ανθρώπινο και μουσικό υλικό. Αποκλεισμένο από τη δυνατότητα διάδοσης το ρεμπέτικο τραγούδι θα αναπτύξει τα καλλιτεχνικά του μέσα στο έπακρο, συνιστώντας ένα είδος περιθωριακής μουσικής, ανεκτό μόνο για όσους συνθέτουν το άκρο αυτό. Άνθρωποι του υποκόσμου, διαλυμένες ψυχές, τραγικές φιγούρες  απομεινάρια της ιστορίας και της πολιτικής, ναρκομανείς, ευαίσθητες, ανθρώπινες ψυχολογίες θα αποτελέσουν το πρώτο κοινό στους χώρους όπου ακμάζει το ρεμπέτικο τραγούδι. Ακριβώς αυτές οι κοινωνικές ανταποκρίσεις του ρεμπέτικου θα τροφοδοτήσουν και τη θεματολογία του. Ο έρωτας, ο αποκλεισμός από την κοινωνία και τα μέσα της, η εξάρτηση από τα ναρκωτικά, δημιουργούν άξονες θεματικούς. Οι αναφορές αυτές δεν θα μεταβληθούν ποτέ, δημιουργώντας έναν «κλειστό» κύκλο θεμάτων.
Ο ρυθμός των 9/8, αντιπροσωπευτικός του ρεμπέτικου ρυθμού βρίσκει την καταγωγή μες στη βυζαντινή μουσική. Μες στο ίδιο περιβάλλον διαπιστώνεται η παρακμή, η ίδια που τροφοδότησε μεταγενέστερα τη συνθετική δημιουργία του Βαμβακάρη και του Χατζηχρήστου. Μία κοινωνία με «κάστες», ένα αστικό κέντρο πέραν του οποίου ένας ολόκληρος κόσμος να εξαντλείται και να «τελειώνει.» Ο χορός στο ρεμπέτικο τραγούδι συνιστά την ένδειξη για τη συμμετοχή ολόκληρης της ύπαρξης στην τραγωδία, η οποία εκφράζεται. Ο χορευτής, συχνά άνθρωπος δίχως καμιά γνώση για την κίνηση και τη σημειολογία της, φαντάζει εκφραστής όλων των υπονοούμενων ενός βαθιά, ανθρώπινου ρυθμού. Δεν υφίσταται φθόγγος ή «γύρισμα» του οργάνου, το οποίο να παραμένει αδιάφορο για τον μύστη του ρεμπέτικου. Η ανθρώπινη αυτή διάσταση του σκοπού και της δυναμικής του, η ανταπόκρισή του με μια εσωτερικότερη πηγή συγκίνησης αποτελεί τον πυρήνα του είδους αυτού. Ο ρυθμός εκπορεύεται από το πρόσωπο και τα βιώματά του, εκφέρεται πάλι από τον ίδιο, στην εκφορά συμμετέχει το σώμα, το συναίσθημα, η μνήμη, η καταγωγή, η κοινωνική θέση, το ερωτικό όραμα, ο χώρος, οι θαμώνες. Δεν θα ήταν υπερβολή να θεωρήσουμε τη ρεμπέτικη μουσική ως μία θρησκευτική λειτουργία, όπου ακολουθείται ένα καθορισμένο «τυπικό» και όπου κάθε κίνηση, κάθε ύφος και συναίσθημα συντονίζεται από την ατμόσφαιρα, την οποία δημιουργεί και ορίζει απόλυτα ρυθμός.  Η ευλάβεια αυτή διέτρεξε και χαρακτήρισε ολόκληρο το εύρος του ρεμπέτικου τραγουδιού, καθιστώντας το άκουσμα δυναμικό, παρά την αρχική περιθωριοποίησή του.
Η υποστηρικτική θεώρηση των Χατζιδάκι και Χριστιανόπουλου απέναντι στη ρεμπέτικη μουσική συνιστά ένα σταθμό για τη μουσική παράδοση του τόπου. Όμως, πέρα ακόμα και από αυτή τη σύνδεση μουσικής, ιστορίας και κοινωνίας ο ρεμπέτικος ρυθμός κατέχει ένα γνώρισμα πρόσθετο και καταλυτικό για το ίδιο το νόημά του. Με κάποιο υπόγειο τρόπο, αποτελεί συνέχεια μιας λαϊκής τέχνης, η οποία θέλησε να τραγουδήσει τα «πάθια» και τις διαψεύσεις, τη μετανάστευση, την αδικία, το περιθώριο που κάποτε έφτασε να χαρακτηρίζεται ως «εθνικό.» Η δημοτική μουσική, εκείνη που σώζεται λόγω του συναισθήματος με το οποίο τρέφεται βρίσκει μια αναπάντεχη συνέχειά της  στο ρεμπέτικο τραγούδι.Εκσυγχρονισμένη ίσως, με άλλα μέσα και αφετηρίες κατορθώνει η δημοτική, λαϊκή μουσική να ξαναβρεί την κατεύθυνση και τη στόχευσή της. Διότι πάνω και πέρα από κάθε τι, το ρεμπέτικο, όπως και η δημοτική ποίηση, η αγνή, τρυφερή και άμεση καταγραφή της μνήμης και του πάθους έθεσε ως εντοπιότητά της τον ίδιο τον άνθρωπο. Ίσως έτσι να εξηγείται και το γεγονός πως ακόμα και αν ολοκληρώθηκε η δημιουργική ένταση του ρεμπέτικου, αυτό δεν έχει κατοχυρωθεί ως ιστορική μνήμη για το κοινό, μα ώς ένας ζωντανός οργανισμός με διαχρονική ένταση και άφταστο ηλεκτρισμό.