Προδημοσίευση του διηγήματος του Θ. Πάγκαλου

24grammata.com

Το 24grammata.com έχει ως αρχή να μη σχολιάζει δηκτικά τη δημιουργία κανενός. Για αυτό μη μας ρωτήσετε αν χάνει η Τέχνη ή η Πολιτική από τις δημιουργίες του κ. Πάγκαλου (πάντως, από το παρακάτω, σίγουρα δεν κερδίζει η Τέχνη). Εμείς, απλώς, αναρωτιόμαστε που βρίσκει τον Χρόνο, αλλά πάλι εδώ ολόκληρη “εθνική κυριαρχία” είναι κάτι σχετικό, ο “Χρόνος” δε θα είναι!!!

Προδημοσίευση από τη συλλογή διηγημάτων του Θόδωρου Πάγκαλου, με τον τίτλο «Οι Χαμένοι»

Ο Θόδωρος Πάγκαλος είναι γνωστός τοις πάσι για το εριστικό του στυλ και τις αθυροστομίες του. Η πολιτική διαδρομή του είναι μακρά, από τη Νεολαία Λαμπράκη μέχρι την κυβέρνηση Παπαδήμου. Εχει γράψει αρκετά βιβλία. Και, ως φαίνεται, πάντα βρίσκει τρόπους να μας εκπλήσσει. Οπως με τη συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο «Οι Χαμένοι» που υπογράφει και η οποία θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Πατάκη.

Ο Ρας ήταν Έλληνας


   Ας όψεται η κρίση του παγκόσμιου εμπορίου, που είχε ξεσπάσει εδώ και δύο χρόνια και έπιανε πάτο εκείνους τους μήνες, το πιο βαθύ σημείο. Τα νέα ήταν άσχημα από παντού. Πειραιάς, Λονδίνο, Νέα Υόρκη και Σιγκαπούρη επιβεβαίωναν καθημερινά την πτώση των ναύλων, τις ακυρώσεις παραγγελιών, τις απολύσεις και τις υποχρεωτικές αδειοδοτήσεις. Ακόμα και από την ΠΝΟ τους είπαν να προσέξουν τις αντιδράσεις τους, γιατί οι «αντικειμενικές συνθήκες» δεν ήταν ευνοϊκές για αντιπαραθέσεις. «Προσέξτε» τους είπαν «μην πάμε για μαλλί και βγούμε κουρεμένοι». Κι έτσι αναγκάστηκαν να σκύψουν το κεφάλι και να δεχτούν να μείνουν πρωτοχρονιάτικα στο Αμστερνταμ, για να φορτώσουν από την επομένη και να φύγουν για Νέα Ορλεάνη, όπως προέβλεπε η ναύλωση.
Οταν προκάνανε τα νέα στα σπίτια τους από τα τηλέφωνα, επικράτησε θρήνος και οδυρμός. Συνηθιζόταν, βλέπεις, τέτοιες μέρες, όταν το πλοίο έπιανε λιμάνι κάπου στην Ευρώπη, να ξοδεύει η εταιρεία κάτι από τα διαθέσιμα για να περάσουν την αγία μέρα στα σπίτια τους. Ήταν με κάποιο τρόπο καθιερωμένο.
Τέλος πάντων, αφού δεν υπήρχε ελπίδα καμιά, έπρεπε να περάσουν μαζί το εορταστικό βράδυ της Παραμονής. Η ιδέα του Λορέντζου, του ιδιόρρυθμου πρώτου μηχανικού, να οργανώσουν ένα ρεβεγιόν πάνω στο πλοίο μεταξύ τους απορρίφθηκε μετά φανών και λαμπάδων. Ο Σαντορινιός αρχιμουντζούρης είχε εξελιχθεί σε μισάνθρωπο από τότε που η όμορφη γυναίκα του τον είχε παρατήσει σ’ ένα του ταξίδι για έναν τζιτζιφιόγκο που είχε έρθει από την Αθήνα για ν’ ανοίξει ένα κοσμικό μπαρ στο νησί.
Ο πασίγνωστος σε όλα τα λιμάνια για τις σεξουαλικές του επιδόσεις νεαρός ύπαρχος, ο Μήτσος, πρότεινε – τι άλλο; – μια μπουρδελότσαρκα στα στενά σοκάκια με τις βιτρίνες. Εκεί που σε κάθε παράθυρο θρονιάζονταν, πότε μεγαλοπρεπείς και δήθεν απρόοπτες, πότε προκλητικές, με χειρονομίες και κινήσεις των χειλιών και της γλώσσας όλο υπονοούμενα – η καθεμιά με το στυλ της δηλαδή -, οι πουτάνες κάθε σχήματος και χρώματος. Προέρχονταν από όλα σχεδόν τα μέρη του κόσμου και είχαν εξοκείλει αναπαυτικά σε τούτο το απέραντο λιμάνι, όπου οι πεινασμένοι για χάδι ναυτικοί ήταν μια σταθερή, εγγυημένη πελατεία.
Και αυτή η πρόταση απορρίφθηκε, κυρίως με το επιχείρημα της ιδιαιτερότητας της ημέρας. Η χαριστική βολή δόθηκε από τον θεοσεβούμενο αρβανίτη μπιτσικόμη, τον Μελέτη, που τους κάλεσε να φαντασθούν, την ίδια ώρα, τι θα έκαναν η γυναίκα και τα παιδιά τους.
Ετσι, ως κοινό έδαφος έμενε μόνο το φαΐ και το αλκοόλ. Οι απόπειρες να γνωριστούν με την ντόπια κουζίνα είχαν καταλήξει σε παταγώδη αποτυχία, είχαν, με άλλα λόγια, μείνει νηστικοί και πληρώσει πανάκριβα. Ασε κείνη τη σκηνή που παρά λίγο να τους οδηγήσει στην αστυνομία όταν αυτή η ξεκωλιάρα, το γκαρσόνι, ένας κουνιστός Ολλανδός με ξεβαμμένο μαλλί, μάζεψε τα πιάτα που δεν τα είχαν αγγίξει – μπουτάκι αρνίσιο με υπόγλυκη σάλτσα μέντας πράσινου χρώματος, αν είναι δυνατόν, βρε πούστη – και σχολίασε περιφρονητικά: «Είναι υπερβολικά εξεζητημένο (too sophisticated)». Για να προκαλέσει το σχόλιο του Μήτσου: «Do you know βοϊδόπουτσα; Much more sophisticated!»
Αφού λοιπόν απέκλεισαν τα κυριλέ ολλανδικά εστιατόρια κατά πλειοψηφία – «Βουλή καταντήσαμε με τις συνεχείς ψηφοφορίες», σχολίασε ο Μελέτης -, οι εξελίξεις μπήκαν σε μονόδρομο και, κάνοντας μια στροφή δεξιά στο Kaisergracht, το μεγάλο και μεγαλοπρεπές κανάλι που περικλείει το κέντρο της πόλης, και πάλι δεξιά προς το Rembrandsplein, βρέθηκαν μπροστά σε ένα υπέροχο ινδονησιακό εστιατόριο που διαφήμιζε ένα rijstafel από τριάντα έξι πιάτα.
– Ω, ρε, τι θα γίνει ξεφώνισε ο Μήτσος. Θα φάμε ρύζι για όλη μας τη ζωή.
Δυο ώρες μετά, κατά τις έντεκα, βγήκαν από το ινδονησιακό εστιατόριο, αφού καταβρόχθισαν πράγματι ένα βουνό από ρύζι, ποικιλόμορφες καυτερές σάλτσες με κομματάκια λαχανικών και γαρίδας ή ψαριού ή κοτόπουλου ή άλλων ζώων, ή και διάφορων συνδυασμών από αυτά, και πίνοντας άφθονες μπίρες. Είχαν επιβαρυνθεί, αλλά αισθάνονταν μια γλυκιά θαλπωρή και κρύωναν λιγότερο.
Η ανάγκη για αλκοόλ δεν χρειάστηκε καν να συζητηθεί. Ολοι μαζί σαν συνεννοημένοι και αποφασισμένοι από καιρό έσπευσαν στο πρώτο μπαρ, δεξιά μόλις βγαίνεις από το Rembrandsplein.
Κοντά στη γωνία στεκόταν ένας μελαχρινός με σηκωμένο γιακά από πλαστική γούνα, μάλλινο σκούφο, μακριές φαβορίτες και ψαλιδισμένο μουστάκι.
– White, very white, τους ψιθύρισε συνωμοτικά και συντόνισε το βήμα του με το δικό τους.
– Τι θέλει, ρε, αυτός; ρώτησε ο ύπαρχος. Κάτι πουλάει;
– Ναι, ο πούστης. Θέλει να μας πουλήσει ηρωίνη.
– Ε, όχι και πούστης, είπε θυμωμένος ο dealer. Οχι, ρε παιδιά. Δεν ξέρετε τι ζόρι τραβάει ο καθένας και τι ανάγκες αντιμετωπίζει.
– Είσαι Ελληνας, ρε φίλε; τον ρώτησαν.
– Ενα είδος Ελληνας, απάντησε αυτός χαμογελώντας. Μουράτ με λένε. Είμαι από την Ξάνθη.
– Ελληνας είσαι, ρε φίλε, είπε κάποιος. Γιατί κάνεις αυτή την παλιοδουλειά;
– Μεγάλη ιστορία, πού να σας διηγούμαι. Αντε τώρα, καλή χρονιά. Και προσέχετε, εδώ έχουν τη συνήθεια να ρίχνουν τα μεσάνυχτα από το παράθυρο βαρελότα, στρακαστρούκες και ό,τι άλλο τους πέσει στο χέρι που κάνει θόρυβο. Μην τυχόν και βρεθείτε στο δρόμο τα μεσάνυχτα. Καλύτερα λίγο πιο πριν κάπου να βρείτε να χωθείτε. Γιατί όπως είναι φέσι στο μεθύσι αυτοί οι Ολλανδοί, ούτε που κοιτάνε ποιος είναι κάτω από το παράθυρο.
– Σ’ ευχαριστούμε, φίλε, και κοίτα να δεις. Καλή πατρίδα, του απάντησε κάποιος.
Ενας άλλος κοίταξε το ρολόι του.
– Ρε σεις, είναι ήδη δώδεκα παρά είκοσι. Πάμε να χωθούμε στο μπαρ…
Κινήθηκαν προς την είσοδο που διαφήμιζε «DRINKS AND FUN». Καμιά ντουζίνα Ολλανδοί περνούσαν την πόρτα με γέλια και χειρονομίες.
Μέσα γινόταν το πατείς με πατώ σε. Θέση να καθίσεις δεν υπήρχε. Χρειάστηκαν μόλις δύο ή τρία λεπτά για να διαπιστώσουν ότι είχαν πέσει σε gay bar. Δύο μουστακαλήδες φιλιόντουσαν με πάθος και τρία τέσσερα ζευγάρια αντρών λικνιζόντουσαν στους ρυθμούς μιας σαχλής disco μουσικής. Γυναίκα ούτε μία.
– Πάμε, μάγκες, να φύγουμε. Δεν θέλατε να γαμήσουμε και εδώ θα μας γαμήσουν πρωτοχρονιάτικα, είπε ο Μήτσος.
Βρέθηκαν ξανά στον κρύο, φωτισμένο δρόμο. Είχε αρχίσει να επικρατεί ήδη ελαφρός πανικός. Ακολούθησαν το ρεύμα διστάζοντας μπροστά στις φωτεινές επιγραφές, όταν ο Σαντορινιός μίλησε για δεύτερη φορά εκείνο το βράδυ:
– Κοιτάξτε εδώ στο στενάκι. Μου φαίνεται κουτούκι, ό,τι πρέπει για μια περιποιημένη σούρα. Το γράφει κιόλας «OUDE GENIEVER», παλιό τζιν. Πάμε.
Η ώρα πλησίαζε μεσάνυχτα. Η σιωπή πριν από την καταιγίδα είχε εγκατασταθεί πάνω από την πόλη. Δεν είχαν πολλές επιλογές. Ο ένας μετά τον άλλο χώθηκαν μέσα στο απόμερο μπαράκι και σχεδόν ταυτόχρονα άρχισε ο ορυμαγδός. Χιλιάδες πυροτεχνήματα έπεφταν στο καλντερίμι. Τελικά όμως η αναζήτηση τους βγήκε σε καλό. Βρήκαν αυτό που ποθούσαν. Ούτε γυναίκες ήθελαν ούτε φασαρία και μουσικές. Ετσι να σουρώσουν με τον νου στην πατρίδα και στ’ αγαπημένα τους πρόσωπα.
Βγάλαν τους επενδύτες, τους σκούφους και τα κασκόλ και στρώθηκαν σε μια γωνιά.
«Beers and geniever?» τους ρώτησε ο σερβιτόρος.
– Exactly, απάντησε ο καπετάνιος για λογαριασμό όλων και, ώσπου να πεις «αμάν» τα ποτά είχαν φτάσει στο τραπέζι.
Αρχισαν τις ευχές και τις προπόσεις και τότε πρόσεξαν τον πρώτο μηχανικό, που πάλευε σε μια γωνιά να συρθεί λίγο πιο κει από ένα τεράστιο μαύρο γέρικο βέλγικο λυκόσκυλο που τον είχε πλησιάσει και τον κοίταγε με πάθος στα μάτια.
– Τι θέλει, ρε παιδιά, τούτος εδώ; Γιατί διάλεξε εμένα από όλους τους πελάτες;
Αλλά όπως φαίνεται, ο σκύλος δεν είχε προσωπικά με κανέναν. Εναν έναν τους πλησίαζε, τους μύριζε και μετά τους κοιτούσε με ένα βλέμμα όλο έκφραση, σαν να περίμενε κάτι από αυτούς. Να του δώσουν τη ζαχαρίτσα που συνόδευε το τζιν; ρώτησαν τον σερβιτόρο που έφερνε τον δεύτερο γύρο ποτών. Αυτός όμως ήταν κάθετα αντίθετος. Είναι γέρος, τους είπε, και δεν πρέπει να τρώει ό,τι να ‘ναι. Ιδιαίτερα η ζάχαρη του κάνει κακό. Κι έπειτα τον τράβηξε από τη λαιμαριά στην άλλη άκρη του μπαρ, φωνάζοντάς τον με το όνομά του, «Ρας».
– Ξέρετε γιατί τα μαύρα σκυλιά τα λένε πολύ συχνά Ρας στην Ελλάδα; ρώτησε ο καπετάνιος.
Πού να ξέρανε.
– Όταν ο Μουσολίνι άρχισε να ψάχνει για περιπέτειες, επιτέθηκε στην Αιθιοπία. Ήταν η πρώτη του ξεφτίλα. Οι Αιθίοπες με τόξα και ακόντια συνέτριψαν τους Ιταλούς και πιάσαν χιλιάδες αιχμαλώτους, που τους τιμωρούσαν με έναν ιδιαίτερα οδυνηρό τρόπο: τους ευνούχιζαν. Ο βασιλιάς τους λεγόταν Ρας Ταφάρι. Ετσι, όταν οι Ιταλοί κατέκτησαν την Ελλάδα σαν σφουγγοκωλάριοι του Χίτλερ, οι Ρωμιοί είχαν βρει τον τρόπο να βγάζουν τ’ απωθημένα τους, φωνάζοντας όλα τα σκυλιά Ρας.
– Ωραία ιστορία, καπετάνιο.
– Εχεις δίκιο, είπε γελώντας ο καπετάνιος. Παρασύρθηκα από τη μανία μου να διηγούμαι ιστορίες. Ολοι οι γέροι το παθαίνουν αυτό. Κι εσείς θα το πάθετε.
– Εκτός αν δεν έχουμε τίποτα να πούμε όταν γεράσουμε, είπε πικρά ο Μήτσος, γιατί ζήσαμε μια ζωή χωρίς ενδιαφέρον.
– Δεν υπάρχει ζωή χωρίς ενδιαφέρον, είπε ο καπετάνιος. Απλώς, καμιά φορά τραβάει κάποιος το μάτι και κάποιος άλλος είναι πιο κρυφός.
– Ρε, θα σουρώσουμε απόψε; Το ρίξατε στη φιλοσοφία. Στο μεταξύ ο σκύλος ξαναγύρισε και δεν τον πήρατε χαμπάρι.
Πράγματι, ο Ρας είχε πλησιάσει και είχε ακουμπήσει το σαγόνι του σε κάποιου τα γόνατα και κατά τη συνήθειά του τον κοίταγε με λατρεία στα μάτια. Τον είδε το γκαρσόνι και πλησίασε αγριεμένο.
– Ασ’ τον, ρε φίλε, είπε ο Μήτσος. Πρωτοχρονιά είναι. Θέλει κι αυτός να βρει παρέα. Αλλά γιατί εμάς, που μας βλέπει πρώτη φορά; Τόσο κόσμο έχει εδώ μέσα.
Το γκαρσόνι κοντοστάθηκε και, σκύβοντας για ν’ ακούσει καλύτερα, ρώτησε:
– Με συγχωρείτε, τι γλώσσα μιλάτε;
– Ελληνικά, απάντησε κάποιος.
– Ε, γι’ αυτό! είπε θριαμβευτικά το γκαρσόνι. Τον παράτησαν πριν από τέσσερα χρόνια από ένα ελληνικό φορτηγό που είχε πάθει αβαρίες και τον μαζέψαμε εμείς.
Είχαν μείνει άφωνοι. Και ο Ρας ήταν Ελληνας!
Και ήθελε να περάσει την Πρωτοχρονιά με τους συμπατριώτες του.http://www.tanea.gr