Ο καθρέφτης και η ψυχολογική του διάσταση

Καλειδοσκόπιο (ένθετο του 24grammata.com)

επιμέλεια/ αρχισυνταξία: Απόστολος Θηβαίος

Ο εικοστός αιώνας εγκατέλειψε τη θέση του κερδίζοντας, δίκαια μες στις άλλες κατακτήσεις του, το χαρακτηρισμό του ως η «εποχή της εικόνας.» Μια υπεραναπτυγμένη ατομικότητα, ένας υπερτονισμός της συνείδησής μας στην πιο ευτελή και επιφανειακή της όψη. Η εικόνα, ως μέσο κοινωνικής καταξίωσης, ως φορέας μιας πεπερασμένης αισθητικής, η οποία φαίνεται να ολοκληρώνεται στην όψη του εαυτού μας. Ποτέ στο παρελθόν ο άνθρωπος δεν κατάργησε με τόσο συγκλονιστικό τρόπο την έννοια του «συλλογικού», για να δοθεί ολοκληρωτικά στη λατρεία της εικόνας. Μιας εικόνας, η οποία δεν εμπεριέχει τον κόσμο γύρω του, όπως αυτός διαμορφώθηκε αλλά συνιστά ένα οριστικό σύνορο του εαυτού του. Το είδωλο ανακτά τη σημειολογία του, επαναπροσδιορίζει τη θρησκευτική του διάσταση, αποκτώντας και πάλι μια διάσταση λατρευτική. Όμως δεν πρόκειται για μια επαναφορά στα αρχαία ιδεώδη, σε «εθνικά», κοινωνικά μοντέλα. Η σύγχρονη, αιρετική πραγματικότητα αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως κέντρο της θεωρίας του. Η προσωπική πίστη οριοθετείται στην ύπαρξή μας, αρχίζει και τελειώνει στη συντήρηση, την προβολή και την τελική επικράτηση του εαυτού μας, ως εικόνα. Ο καθρέφτης με τη συγκλονιστική του αποτύπωση, καθιστά τον άνθρωπο κέντρο του σύμπαντος. Η προοπτική του, ό,τι δηλαδή καθρεφτίζεται στο βάθος, πίσω από το είδωλο δεν συνιστά παρά μια λεπτομέρεια. Εμπρός στο φάσμα του εαυτού μας, απέναντι στο φροϋδικό «υπερεγώ» μας, υπερτροφικό και καθολικό δεν μπορεί να σταθεί τίποτε άλλο. Δεν πρόκειται περί μιας άσκησης συνείδησης. Η τελευταία απορροφάται από ένα τρόπο ζωής, μες στον οποίο οι εντάσεις της, όσο έξαλλες και στρεβλές και αν μοιάζουν, δεν παύουν να μας απασχολούν όλο και λιγότερο. Ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται πως βρήκε στον καθρέφτη, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή το ζητούμενο δόγμα του. Ο ίδιος ο εαυτός του συνιστά το κέντρο του κόσμου.
Η κοινωνία, πάντα ικανή να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις των καιρών συνέλαβε έγκαιρα τη διαστροφή αυτή. Τονίζοντας το «πραγματικό», εκείνο το οποίο «βλέπεται» και «διατυπώνεται», δηλαδή οπτικά, κάθε τι υπερβατικό, κάθε τι που συνιστούσε αξίωμα ακυρώνεται. Ο εαυτός μας, η μόνη ένδειξη της συνείδησης, δεν είναι πια καθρέφτης του ψυχισμού μας, αλλά μια αυστηρή προσωπογραφία, της οποίας η ποικιλία αναιρείται, η λογική του συρμού κυριεύει την υπόθεση και ο άνθρωπος κοιτώντας στο κρύσταλλο κατορθώνει, όχι να αγγίξει τον εαυτό του, αλλά να δοκιμάσει την απόλυτη προσαρμογή του στο πρότυπο που επικρατεί. Με άλλα λόγια, εκείνο το οποίο προβάλλεται στον καθρέφτη, συνιστά μόνο μία ένδειξη του βαθμού στον οποίο η ατομικότητά μας ενσωματώνεται στην καθιερωμένη συλλογικότητα. Η τελευταία, ας μην ξεγελιόμαστε, δεν μπορεί παρά να αποτελεί, όχι την πληθωρικότητα της ύπαρξής μας, αλλά την έκφραση της μοναξιάς μας, όπως αυτή πασχίζει να επικρατήσει και τελικά συμβαίνει στη σύγχρονη, κοινωνική πραγματικότητα. Η εικόνα μας, όπως καθρεφτίζεται, εφόσον δεν πληρεί τις προϋποθέσεις, έχουμε πειστεί πως αποτελεί την προβολή της μοναξιάς μας και όχι της μοναδικότητάς μας. Στρεβλοί και κοντόφθαλμοι, καθώς είμαστε, δεν μπορούμε να απαιτήσουμε από τον εαυτό μας μια θέση ψυχικά οριοθετημένη και όχι τόσο στεγνά και εικονιστικά ορισμένη. Η σύγχρονη εποχή, λοιπόν, αποτελεί την εποχή της εικόνας. Η επιβολή των προτύπων καθιστά το είδωλό μας ασήμαντο και εμάς ανίκανους να προβούμε στη δήλωση μιας λαμπρής και διαχρονικής διαφορετικότητας.
Η εικόνα, ως βασικό στοιχείο μιας ολόκληρης εποχής, της οποίας το τέρμα δεν έχουμε ακόμα εντοπίσει και κατά τη διάρκεια της οποίας είναι δυνατόν τελικά να απωλέσουμε όλη μας την πνευματικότητα δεν μπορεί να καταδικάσει τον καθρέφτη και τον κορυφαίο, ψυχολογικό συμβολισμό του. Ήδη στις μέρες μας, μέθοδοι αυτοπροσδιορισμού της προσωπικότητάς μας έχουνε καθιερώσει ως καίρια τη χρήση του προβαλόμενου ειδώλου. Η «θεραπεία του καθρέφτη», συνιστά για την ψυχολογία και τη σύγχρονη νευρολογία μια έξυπνη και αποτελεσματική μέθοδο. Ειδικά σε καταστάσεις ημιπληγίας ή άλλων παθήσεων, οι οποίες είτε εν γνώση μας, είτε πάλι όχι μπορούν να επηρεάσουν την αυτοεκτίμησή μας η κατάλληλη χρήση του καθρέφτη έχει αποδειχτεί πως κατά ένα μεγάλο ποσοστό, 80-90%, είναι δυνατόν να συμβάλει στην αποκατάσταση τέτοιων, προβληματικών καταστάσεων. Η ψευδαίσθηση, η πειστικότητα του ειδώλου μας μπορεί να αποβεί άκρως θεραπευτική για τον ανθρώπινο εγκέφαλο. Ο επηρεασμός του, η κινητοποίησή του με τη μέθοδο αυτή μπορεί να συνδράμει στη βελτίωση μιας κλινικά βαριάς, βεβαιωμένης, πνευματικής ή σωματικής ανεπάρκειας. Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο καθρέφτης αναδεικνύεται σαν ένα μέγιστο εργαλείο αυτογνωσίας, το οποίο με την κατάλληλη υποστήριξη μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση σεξουαλικών προβλημάτων, προβλημάτων επικοινωνίας ή συμπεριφοράς.
Η σημασία του ειδώλου δεν αποτελεί βέβαια κατάκτηση της επικαιροποιημένης ψυχολογίας. Τόσο ο Αριστοτέλης, όσο και σύγχρονοί του, σε μια προσπάθεια να προσδιορίσουν τις θεμελιακές αρχές της γνωσιακής ψυχολογίας είχαν υποστηρίξει πως «είναι αδύνατον να δεις τον εαυτό σου χωρίς καθρέφτη», αντιπαραβάλλοντας τούτη τη θέση στην πεσιμιστική, συγγραφική δήλωση του Μπόρχες, πως «η συνουσία και οι καθρέφτες είναι απεχθείς γιατί πολλαπλασιάζουν τους ανθρώπους.» Στους επόμενους αιώνες, η αναγκαιότητα του καθρέφτη ως μοναδικού μέσου για την προβολή του εαυτού και της συνείδησής μας υποστηρίχτηκε ακόμα περισσότερο, για να φτάσουμε ακόμα και σε ακραίες, υπερρεαλιστικές θέσεις, σύμφωνα με τις οποίες ο τρόπος που διαπιστώνουμε το είδωλό μας δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια δημιουργική, αντιληπτική πράξη. Στο προβαλλόμενο είδωλο, μαρτυρούνται όλα τα ζητήματα που μας ορίζουν. Πέρα από την προοπτική, την οποία δίνει στη μοναδική ύπαρξη χώρου και χρόνου, ο καθρέφτης συμπυκνώνει και όλα όσα μας δονούν εσωτερικά. Ακόμα και αν αυτά γίνονται αντιληπτά μόνο από εμάς τους ίδιους, δεν πάει να αποτελεί μία προσωπική πραγματικότητα εκείνος ο φορέας της ηθικής που προβάλεται εμπρός μας. Η συμπεριφορά μας, τα «πιστεύω» μας, οι περιορισμοί και οι προσωπικές μας απαγορεύσεις καθίστανται ορατά εμπρός και πέρα από το είδωλο. Μπορούμε με άλλα λόγια να γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες όσων ενυπάρχουν μέσα μας, άσχετα αν η διαδικασία αυτή δεν μπορεί πια να πραγματοποιηθεί ή εκφυλισμένη πνίγεται στα ανώτερα, κυριολεκτικά επίπεδα.
Οι λόγοι, οι οποίοι αναφέρθηκαν στην αρχή της αναφοράς μας ανακαλούνται και πάλι. Δαπανώντας τη ζωή μας στο κυνήγι της πρότυπης εικόνας, αφιερώνοντας χρόνο στην κατάκτησή της, είναι παράξενο και αντιφατικό να μην μελετούμε την αιώνια έκπληξη, την οποία θα συνιστά πάντα η μαρτυρία του εαυτού μας. Η μόνη απόδειξη της ύπαρξής μας σε ένα χώρο αυτονόητο, σε ένα αντίστοιχο χρόνο, για τον οποίο όμως δεν τηρούμε ή το πράττουμε σε μικρό βαθμό, την ελάχιστη αισθητική συνείδηση είναι ο καθρέφτης. Ίσως το είδωλό μας να έχει περισσότερα να μας αποκαλύψει για τον κόσμο από ότι έχει να μας προσφέρει το σύγχρονο δόγμα του προσωπικού, του «ατομικού.» Η ψυχολογία παραμένει λάτρης του καθρέφτη και στηρίζει ολόκληρη τη θεωρητική της ακριβώς σε τούτο. Στη διαπίστωση και την ανοχή μας, όχι στον επιβληθέντα κόσμο, αλλά σε εκείνον που συντηρούμε και κουβαλούμε μέσα μας. Με άλλα λόγια η εικόνα μας, όπως προβάλλεται στο χώρο, θα μπορούσε να μας διδάξει τον τρόπο, με τον οποίο μπορούμε να υπάρχουμε μες σε αυτόν δίχως τις αντιφάσεις, τις απαγορεύσεις και τις προσωπικά, οικοδομημένες μας ηθικές οριοθετήσεις. Ο καθρέφτης μπορεί και πρέπει να συνιστά, την ύπαρξή μας σε ένα πιο υπερρεαλιστικό σύμπαν, πάντα προσωπικό. Δεδομένο μπορεί να θεωρηθεί εκείνο το οποίο ο Ανδρέας Εμπειρικός υποστήριξε με την επιστήμη της νευροψυχολογίας και την ποιητική του μοναδικότητα. Πως ο υπερρεαλισμός αποτελεί μια βαθιά υπόθεση, μια συγκλονιστική πρόταση ελευθερίας. Τούτη η σκέψη θα μπορούσε να αναβαθμίσει το είδωλο, να το καταστήσει μέσο καταννόησης και υπέρβασής του.
«Με κοίταξε με απορροία, όπως κοιτούν τα παιδιά κάποιον που τους επιβάλλει μια φοβερή απαγόρευση. Έπειτα έκανε να φύγει, χτυπούσε με τα χέρια του κάτι παράξενα αντικείμενα, ακολουθούσε πάντα μια αντίθετη κατεύθυνση, παρουσίαζε μια ροπή που δεν θα ταίριαζε ποτέ με τα σχέδια, τις επιδιώξεις μου. Πλησίασα κοντύτερα. Σχεδόν φιληθήκαμε με εκείνο τον άγνωστο, γίναμε ένα σώμα, σαν να αγαπιόμασταν και σαν να είχαμε παραδεχτεί αμφότεροι τις ήττες μας. Έπειτα πάλι κάθισα απέναντί του. Μιλήσαμε κάμποση ώρα, είχε ένα παρόμοιο ρολόι, ένα παρόμοιο φόβο, πίσω του μια ανάλογη ρωπογραφία με κήπους, φρεγάδες, πολύχρωμα πουλιά, με πλοία και ανθρώπους, μια ελαιογραφία ταπεινή, του συρμού. Όταν μίλησα, μίλησε και εκείνος, υπήρξε μια ένταση, μας χώριζε ένα σύνορο απέραντο για το οποίο δεν υπήρχε κανένας, ουσιώδης χαρακτηρισμός. Ένα πελώριο οδόφραγμα, κινηματογραφικό μας χώριζε και μας έθετε τον έναν αντιμέτωπο με τον άλλο. Ύστερα αρχινήσαμε τις θεωρίες, τις παραδοξολογίες, εκείνος διατηρούσε πάντα ένα κορυφαίο, αποστομωτικό αντίλογο. Χαμογελάσαμε και οι δυο όταν του αποκάλυψα πως σαν ήμουν νεαρό αγόρι, οι γυναίκες με αγαπούσαν και αγαπούσαν μαζί και εκείνες τις ξαφνικές εξάρσεις μου, τις λύπες, τους θυμούς. Συμφώνησε μαζί μου, έγνεψε με τον ίδιο τρόπο, μου εμπιστεύτηκε πως είμαστε αδέρφια, πως η μητέρα μου μοιάζει με τη δική του με έναν τρόπο ακραίο και αποτρόπαιο. Συμφωνήσαμε να τα πούμε ξανά μετά την τέλεση των θανάτων μας, όταν θα έχει συντριβεί πια εκείνο το στέγαστρο με τις εκκρεμότητες. Ακούστηκε ένας πυροβολισμός πέρα στα χωράφια. Είδα μερικά παιδιά, όμορφα που έπεσαν μπρούμυτα νεκρά. Τρέξαμε και οι δυο προς τις αντίθετες κατευθύνσεις. Δεν τον ξαναείδα ποτέ από τότε και ας ακούω τα μεσημέρια μες στο σπίτι φωνές και κάποιον να αποκαλεί το όνομά μου σιγά, σαν τάχα να μεριμνά για να μην τρομάξω. Δεν τον ξαναείδα ποτέ από τότε. Γνωρίζω μόνο πως κατοικεί στο βάθος ενός δωματίου, που έχει το ίδιο λαδί χρώμα στους τοίχους και κάπου κάπου κομμάτια ασβέστη και άλλα, υλικά οικοδομικά πέφτουν πάνω μου και τον πλακώνουν.»
Η προοπτική των αντιθέτων συνιστά μια ακόμα οπτική θεώρηση του καθρέφτη. Είναι γεγονός πως πολλές φορές υφίσταται μια αντίφαση ανάμεσα στη συνείδησή μας και τη γνώση που φέρει και το είδωλό μας, την εικόνα μας ως ένα υλικό διαμορφούμενο διαρκώς κατά τα γενικά παραδεκτά μέτρα. Σε κάθε περίπτωση δεν θα πρέπει να λησμονήσουμε πως μέσα από τον καθρέφτη μπορεί να διατυπωθεί η σύγκρουση. Μια διαμάχη, όχι απαραίτητα ανάμεσα στη συνείδηση και τον εαυτό μας, αλλά ανάμεσα στα ηθικά πρότυπα ή τα πρότυπα ομορφιάς και το βαθμό της ατομικής μας ετοιμότητας και προσαρμογής ως προς αυτά. Όπως και να έχει, ο ψυχισμός με την πολυπλοκότητά του μπορεί να καταστήσει το είδωλό μας φορέα αναταραχών ή εμπέδωσης της ύπαρξής μας. Το ζήτημα αφορά πάντα την οπτική και το ειδικό βάρος των εν λόγω, ανά περίσταση, «αντιθέτων.» Μην λησμονούμε πως ο καθρέφτης σε κάθε περίπτωση αποτυπώνει εμάς.