Ο Υπερκαπιταλισμός

Πολιτικός λόγος (ένθετο του 24grammata.com)

γράφει ο Μαυροζαχαράκης Μανόλης,
Κοινωνιολόγος -Πολιτικός Επιστήμονας

Πρόσφατα έπεσε ένα πολύ ενδιαφέρον και εμπνευσμένο βιβλίο στα χέρια μου, γραμμένο μάλιστα στα Αγγλικά. Το Supercapitalism: The Transformation of Business, Democracy, and Everyday Life ( Σουπερκαπιταλιμός: ο μετασχηματισμός της οικονομίας, την Δημοκρατίας και της καθημερινότητας), του φημισμένου δημοκρατικού οικονομολόγου και διανοούμενου Robert Reich. Στο πόνημα αυτό ο συγγραφέας διαπιστώνει την ομηρία στην οποία ετέθη  η αμερικανική Δημοκρατία υπό την λαβή ισχυρών οικονομικών Λόμπυ.   Διερωτάται λοιπόν o Reich, πως έτυχε ο καπιταλισμός να αποκτήσει τόσο μεγάλη ισχύ, ενώ η Δημοκρατία αποδυναμώθηκε.  Αναζητώντας την απάντηση, ανατέμνει τις δομές εκείνες οι οποίες συνυφαίνουν τις  επιχειρήσεις και την πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια σχέση αλληλένδετη. Κλειδί της ανάλυσης του Reich είναι η φράση “ Δύο καρδιές χτυπάνε στο  στήθος μου” την  οποία χρησιμοποίησε ο Γκαίτε για να περιγράψει την εσωτερική σύγκρουση που ταλάνιζε  την  κύρια φιγούρα του, τον Φάουστ. Ο Reich παραπέμπει στην συγκεκριμένη φράση για να περιγράψει ένα φαινομενικό παράδοξο της οικονομίας: Γιατί διαμαρτυρόμαστε εμείς οι καταναλωτές από την μια  πλευρά, εάν μια εταιρία μεταφέρει θέσεις εργασίας στο εξωτερικό, ενώ εμείς οι ίδιοι  όταν ψωνίζουμε ψάχνουμε σχεδόν πάντοτε την οικονομικότερη ευκαιρία, αδιαφορώντας για το  εάν με την συμπεριφορά μας στηρίζουμε την οικονομία και τις θέσεις εργασίας που αυτή παρέχει;                                                Ο Reich επιλύει την παραπάνω αντίφαση χωρίζοντας το άτομο σε δύο ίσα μέρη.  Το ένα μέρος  είναι ο καταναλωτής ή ο επενδυτής. Θέλει ένα ευρύ φάσμα  φθηνών προϊόντων και  υψηλά κέρδη  από μετοχές ή αμοιβαία κεφάλαια. Το άλλο μισό είναι ο πολίτης ως πολιτικό ον. Επιθυμεί να διασφαλίσει τις θέσεις απασχόλησης, ένα ευνομούμενο κράτος πρόνοιας και ένα υγιές περιβάλλον.             Η ισορροπία μεταξύ αυτών των αντικρουόμενων συμφερόντων, υποστηρίζει ο Reich, κατά τα τελευταία 20 χρόνια έχε χαθεί – εις βάρος των πολιτών και προς όφελος του καταναλωτή(αυτό κάτι μας θυμίζει εδώ στην Ελλάδα ).  Η εξέλιξη αυτή της μετάθεσης ισχύος από τον πολίτη και εργαζόμενο στον καταναλωτή και επενδυτή, μετάλλαξε την όλη εσωτερική οπτική του ατόμου και τις προτεραιότητες του στην κατεύθυνση της καλύτερης ευκαιρίας κατανάλωσης ή επένδυσης.
Ο λόγος βρίσκεται, κατά τον συγγραφέα, ιδιαίτερα στην εξέλιξη του δημοκρατικού καπιταλισμού, η της λεγόμενης κοινωνικής δημοκρατίας της αγοράς σε έναν   υπερκαπιταλισμό. Τίτλος εξίσου εύηχος όσο και εύστοχος.  Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται η παγκοσμιοποιημένη οικονομία στον σημερινό κόσμο, η οποία έχει μια ριζικά διαφορετική δομή σε σχέση με τον καπιταλισμό της δεκαετίας του ’70. Το προγενέστερο μοντέλο καπιταλισμού που ονομάζεται στις  ΗΠΑ  δημοκρατικός καπιταλισμός και στην Γερμανία κοινωνική οικονομία της αγοράς   συνδύαζε τα στοιχεία του καπιταλισμού, της Δημοκρατίας και του Σοσιαλισμού επιδιώκοντας ένα μείγμα μεταξύ ελεύθερης αγοράς, κοινωνικής ασφάλειας και δημοκρατικών διαδικασιών.  Ο τύπος αυτός του μεικτού καπιταλισμού χαρακτηρίστηκε από εξαιρετική επιτυχία διότι επέτρεψε στα μεγαλύτερα μέρη του πληθυσμού την συμμετοχή στην ευημερία προσφέροντας έτσι έναν μεγάλο βαθμό ασφάλειας και σταθερότητας.   Χάρη στις νέες τεχνολογίες όμως οι καταναλωτές και οι επενδυτές κέρδισαν  απεριόριστες δυνατότητες επιλογών, με αποτέλεσμα την ενίσχυση των ελεύθερων αγορών και την αποδυνάμωση των κοινωνικών συστημάτων ασφάλειας. Εκεί που προγενέστερα λίγες μεγάλες εταιρείες μοιράζονταν την αγορά και είχαν τη δυνατότητα να λάβουν περισσότερο υπόψη τις ανάγκες των εργαζομένων και τα εκάστοτε  εθνικά συμφέροντα, τώρα υπάρχει ένας υπερβολικά σκληρός ανταγωνισμός που αναγκάζει τις επιχειρήσεις να υπολογίζουν εξίσου σκληρά.  Οι καταναλωτές μπορούν σήμερα να διαλέξουν ανάμεσα σε μια τεράστια γκάμα  προϊόντων στις καλύτερες τιμές. Ομοίως άνοιξαν μέσα από την ανάπτυξη και την απορρύθμιση των χρηματοπιστωτικών αγορών και για τους  επενδυτές  νέες ευκαιρίες κέρδους. Τα συμφέροντα ωστόσο των πολιτών αναγκαστικά ετέθησαν σε μια ιδιότυπη ομηρία εν μέσω αυτής της διαδικασίας. Ενώ θα αναμέναμε από την πολιτική να εκπληρώσει την υπόσχεση εκπροσώπησης των πολιτών που ενσωματώνεται σε αυτήν, έχει   χάσει  κατά τον Reich το βασίλειο της, δηλαδή την κυριαρχία της επί του δικού της “πράττειν”. Η πολιτική έχει απελευθερωθεί από την ουσία της και αιχμαλωτίστηκε από το πεδίο το οποίο υποτίθεται επιχειρεί να ρυθμίσει , την οικονομία. Η αμερικανική δημοκρατία έχει κατακλυστεί από την οικονομία – μια μοίρα, παρεμπιπτόντως, την οποία αναμένεται να έχει σύντομα κατά τον συγγραφέα και η ακμάζουσα  Γερμανία.  Η πολιτική αναπαρίσταται από τον Reich ως μία διαδικασία που οδηγείται από μια στρατιά  εταιρικών συμφερόντων και λόμπυ , που καθορίζουν και την νομοθεσία  στο μεγαλύτερο μέρος της. Πράγματι ο Reich γνωρίζει πολύ καλά τι γράφει. Ο καθηγητής οικονομικών στο Μπέρκλεϊ ήταν ο υπουργός εργασίας στα μέσα του 90, υπό τον πρόεδρο Μπιλ Κλίντον. Ακόμη και τότε, υπήρχαν περίπου 10 000 εκπρόσωποι ομάδων συμφερόντων στην Ουάσιγκτον, θυμάται ο Reich. Εν τω μεταξύ, ο αριθμός έχει αυξηθεί σε περισσότερους  από 30 000.                                                 Προστίθενται  σε αυτό οι τεράστιες  δωρεές  των επιχειρήσεων για τις καμπάνιες των πολιτικών και  κομμάτων  χωρίς τις οποίες κανείς πολιτικός στις  ΗΠΑ δεν μπορεί να πάει μακριά. Ο Reich θεωρείται σήμερα όχι μόνο  επιστήμονας, αλλά και αναγνωρισμένος διανοούμενος, οι εκτιμήσεις του οποίου είναι δημοσίως περιζήτητες.   Διότι ξέρει πώς να πει ιστορίες παραστατικά. Ξανά και ξανά παραπέμπει σε  παραδείγματα για την υποστήριξη των θέσεών του και για  να ψυχαγωγήσει τους αναγνώστες του.                                                 Ένα παράδειγμα από αυτά αναφέρεται στην  γνωστή  εταιρία του Διαδικτύου Google, η οποία  έως την  εισαγωγή της στο χρηματιστήριο το 2005 δεν είχε προσλάβει  εκπροσώπους ομάδων συμφερόντων (λομπιίστες). Μετά όμως προχώρησε σε  “αναβάθμιση”, ώστε να μην μείνει πίσω  έναντι των ανταγωνιστών της Microsoft και  Yahoo.
O Robert Reich δεν επιδίδεται σε καμία επίπληξη επιχειρήσεων. Αυτό άλλωστε τον ξεχωρίζει  από άλλους συγγραφείς που ασκούν κριτική στον  καπιταλισμό. Κατά την δική του άποψη ειδικά  οι  εισηγμένοι όμιλοι  του χρηματιστηρίου, εξ ανάγκης υπό τις υφιστάμενες δομές του οικονομικού συστήματος , οφείλουν να δράττονται από το κίνητρο της μεγιστοποίησης του  κέρδους.   Αυτός είναι ο ρόλος τους και το καθήκον τους προς τους μετόχους. Αν δεν αξιοποιήσουν   τις  αποταμιεύσεις των επιχειρήσεων, θα τιμωρηθούν από τους πελάτες τους  που θα  στραφούν σε ικανότερους  ανταγωνιστές.  Από την εταιρική κοινωνική ευθύνη ο Reich επομένως δεν αναμένει τίποτα το σπουδαίο.     Γι ‘αυτόν πολύ περισσότερο  είναι καθήκον της πολιτικής και εν προκειμένω του κράτους  να εξασφαλίσει την  ισορροπία των συμφερόντων μεταξύ  των πολιτών και των καταναλωτών. Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται η δημοκρατία να επανακτήσει την κυριαρχία της επί των τεκταινομένων. Πώς μπορεί να γίνει  αυτό παραμένει , ωστόσο, ασαφές και στο πόνημα του Reich . Μόνο χλιαρά , ο συντάκτης υποστηρίζει  προτάσεις, όπως ο περιορισμός εκλογικών δωρεών.    Επιπλέον παραβλέπει ένα σημαντικό ερώτημα το οποίο κάποτε είχε θέσει σε παλαιότερο βιβλίο του για την  «νέα παγκόσμια οικονομία» στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Το ερώτημα είναι: τι πεδίο δράσης  διαθέτει ακόμη η εθνική πολιτική απέναντι στις  παγκοσμιοποιημένες  εταιρείες;  Αναμένουμε την απάντηση από τον Reich στο επόμενο του Βιβλίο.