Ο αμετανόητος ραγιαδισμός στον εκσυγχρονισμό και η συμβολή του στην κατάρρευση της χώρας

Πολιτικός Λόγος (ένθετο του 24grammata.com)

αποκλειστικά στο 24grammata.com

γράφει ο Γρηγόρης Νόλλας

Ένα ερώτημα
Η οικονομική κρίση μαζί με το δημοσιονομικό αδιέξοδο που την συνοδεύει, αποτέλεσε ευκαιρία για πολλούς θιασώτες του «αποτυχημένου εκσυγχρονισμού» στην Ελλάδα, να επανέλθουν με έναν συγκεκριμένο τύπο  επιχειρηματολογίας. Η επιχειρηματολογία αυτή  αφενός ενοχοποιεί σύσσωμο τον ελληνικό λαό  για έναν δήθεν «ραγιαδισμό της ευμάρειας» και αφετέρου το κράτος και τις συντεχνίες  που αυτό εξέθρεψε εξαιρώντας φυσικά την περίοδο 1996-2004 που ήταν η πολιτική περίοδο  που οι ίδιοι στήριξαν.             Το αδιάκοπο υπονοούμενο που συνοδεύει τον πολιτικό λόγο των εκσυγχρονιστών αυτών νέας κοπής είναι ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις του παρελθόντος αποτέλεσαν προϊόν συντεχνιακών πιέσεων και υπερέβαιναν τις δημοσιονομικές ικανότητες της χώρας. Η επιχειρηματολογία αυτή καταντά τόσο ευτράπελη που υπεξαιρεί όλες τις έρευνες που έχουν γίνει για το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα.
Το επιχείρημα που επιχειρεί να αρθρώσει  αυτή η συγκεκριμένη σχολή σκέψης εκφράστηκε πρόσφατα από τρεις Υπουργούς με κοινή επιστολή τους δήθεν για να μας προειδοποιήσουν για τα δεινά που επίκεινται αν δεν ακολουθήσουμε την δική τους « mainstream» αντίληψη. Στην συνέχεια το επιχείρημα  βρήκε απόηχο στον κυβερνητικό εκπρόσωπο ο οποίος με άρθρο του κινήθηκε στην  ίδια κατεύθυνση. Το επιχείρημα αυτό όμως βρήκε συνέχεια –ενδεχομένως κατ εντολή , ενδεχομένως στα πλαίσια της εθελοδουλίας- σε όλα τα επίπεδα τους δημόσιου λόγου με άρθρα και δημοσιεύματα  πού ηχούν  στον  υπερφίαλο τίτλο  του εξορθολογισμού                  Το επιχείρημα της «υπευθυνότητας» προβάλλεται ως συνταγή θεραπείας. Ένα επιχείρημα αυτό φαντάζει ως επιπόλαιο, διότι αυτοί που το προβάλλουν δεν έχουν  δείξει ιδιαίτερη συνέπεια σε σχέση με αυτό.     Αυτοί που το εκφέρουν και  ενοχοποιούν τώρα τον λαό και το κράτος ως θεσμικό εργαλείο ρύθμισης της άναρχης αγοράς και ως εργαλείο εξομάλυνσης της κοινωνικής ανισότητας,  βρίσκονται στην επιφάνεια των δημοσίων πραγμάτων εδώ και δεκαετίες , μερικοί από αυτούς σε υψηλές θέσεις ευθύνης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Το ζήτημα επομένως που τίθεται είναι ότι εάν ισχύει το επιχείρημα τους, ότι οι Έλληνες έμαθαν να ζουν στον ανεύθυνο συντεχνιασμό και στις πελατειακές σχέσεις γνωρίζοντας μόνο δικαιώματα και όχι υποχρεώσεις, τότε  οι ίδιοι ήταν οι πρώτοι διδάξαντες με ελάχιστες ενδεχομένως παρεκτροπές.
Από την άλλη πλευρά η προσπάθεια τους να ενοχοποιήσουν το κράτος το οποίο σε μια συγκεκριμένη περίοδο της νεοελληνικής ιστορίας (1981-88) και ενδεχομένως της μοναδικής λειτούργησε αναδιανεμητικά και ρυθμιστικά αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα σοβαρές κοινωνικές και αναπτυξιακές λειτουργίες, είναι άστοχο διότι μετά την περίοδο αυτή το κράτος με δική τους  πρωτοβουλία κατά την  δική τους περίοδο κυριαρχίας, την περίοδο δηλαδή των  εκσυγχρονιστών υποτίθεται  ότι περιορίστηκε και εξυγιάνθηκε.
Τώρα όμως που τα πράγματα από μόνα ξεσκέπασαν πόσο σαθρή ήταν η περίοδο της εκσυγχρονιστικής κυριαρχίας,  ενοχοποιείται εκ νέου το κράτος  από τις ίδιες κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που διαχρονικά το χρησιμοποίησαν, καθιστώντας το  μέρος του προβλήματος και όχι μέρος της λύσης.
Τασσόμενοι με τους  ιδιώτες επενδυτές οι  οποίοι είναι διαχρονικά άφαντοι  στις επενδύσεις αλλά λίαν ενεργητικοί στην ανάληψη δημόσιων έργων οι νέες δυνάμεις του εκσυγχρονισμού ενοχοποιούν το κόστος εργασίας, την γραφειοκρατία και τα κλειστά επαγγέλματα κοκ.
Από την δυσκολία ωστόσο που ανακύπτει από την δομή του παραγωγικού μας μοντέλου, αναφύεται η εύλογη διαπίστωση ότι η κρίση, πρόδηλα διαθέτει οικονομικά χαρακτηριστικά.  Είναι κρίση του αποδιαρθρωμένου καπιταλιστικού  μοντέλου που ακολούθησε η Ελλάδα. Με άλλα λόγια είναι μια κρίση παραγωγικών δυνάμεων που δεν αναπτύχθηκαν ποτέ, τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτεί το παγκόσμιο ανταγωνιστικό σύστημα.
Ως εκ τούτου αναδύθηκαν ως υποκατάστατο νοσηρές παραγωγικές σχέσεις διαμασολαβημένες από ένα κράτος «πατερναλιστικό», το οποίο λειτούργησε σε πολλές περιπτώσεις ως υποκατάστατο της αγοράς και του οικονομικού συστήματος, ικανοποιώντας βασικές ανάγκες του πληθυσμού. Η διαμεσολάβηση αυτή που ανέλαβε το κράτος εκ προοιμίου δεν μπορούσε παρά να συνδυαστεί με στοιχεία συναλλαγής, διαφθοράς αδιαφάνειας κοκ.
Αυτό που αποκαλείται σήμερα πελατειακό κράτος.  Αποτέλεσμα το δημόσιο χρέος. Αυτοί που σήμερα μιλάνε για υπευθυνότητα που ήταν τότε; Μήπως δεν κυβερνούσαν; Υπενθυμίζουμε ότι ορισμένοι Υπουργοί της παρούσας κυβέρνησης έχουν γίνει Μαθουσάλες της εξουσίας αναπαράγοντας έως σήμερα νοσηρό μοτίβο εξουσίας. Παραπέμπω επί τούτου σε πρόσφατο δημοσίευμα των New York  Times (18-10-2011)  στο οποίο η κ. Α. Διαμαντοπούλου αναφέρεται ως  παράδειγμα συνέχισης φαινομένων ευνοιοκρατίας και που οδηγούν στη διόγκωση του δημόσιου τομέα, παρά τις περικοπές και τη δύσκολη προσπάθεια «συμμαζέματός».
Στην τελευταία του παράγραφο, το δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας καταλήγει, συμπεραίνοντας ότι είναι αμφίβολο, το αν η ελληνική πελατειακή κουλτούρα της ευνοιοκρατίας θα μπορέσει να εξαλειφθεί, προσθέτοντας ότι «για παράδειγμα, τον περασμένο μήνα, η υπουργός Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου, πρότεινε τον διορισμό 150 νέων υποστηρικτών του ΠΑΣΟΚ, στο Εθνικό Ίδρυμα Νεότητας, του υπουργείου της, αλλά η κριτική των Μέσων Ενημέρωσης ματαίωσαν την κίνηση αυτή.
Το δημοσίευμα σημειώνει ότι εκπρόσωπος της κ. Διαμαντοπούλου ανέφερε ότι τα κονδύλια των προσλήψεων θα προέρχονταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά έπειτα από αναθεώρηση του προϋπολογισμού δεν προχώρησαν.
Σίγουρα δεν είναι και το πλέον τιμητικό, για την υπουργό Παιδείας το να χρησιμοποιείται, σε μία από τις κορυφαίες εφημερίδες του κόσμου, ως παράδειγμα προς… αποφυγή, που δεν πτοείται από την υπάρχουσα δύσκολη συγκυρία, συνεχίζοντας τις «παραδοσιακές πρακτικές» που κατά μεγάλο ποσοστό έφεραν τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Σίγουρα το συγκεκριμένο γεγονός είναι ασύμβατο με τις επιστολές της εν λόγω κυρίας και με τις παροτρύνσεις του προς το συλλογικό σώμα να δείξει υπευθυνότητα

Ηθική Κρίση;
Παράλληλο αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού είναι  αυτό που αποκαλείται ηθική κρίση.  Μια ηθική  κρίση ωστόσο που έχει σαφέστατα οικονομικό, υλικό  υπόβαθρο. Μια ηθική κρίση που δεν είναι τίποτα άλλο από απαύγασμα της κρίσης συγκρότησης  ενός σύγχρονου κρατικού μορφώματος με  ορθολογικές λειτουργίες και προβλέψιμους αυτοματισμούς κοινωνικής και  πολιτειακής υποστήριξης του
πολίτη.
Αν υποθέσουμε όμως ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι και ότι η κρίση φέρει περισσότερο πολιτισμικά  χαρακτηριστικά, τότε η κρίση  φέρνει μαζί της μία σειρά καταστροφών στην κοινωνία, επιδρώντας σαν ντόμινο σε κάθε πυλώνα που στηρίζει τις βασικές αρχές ενός κράτους.
Μερικές από αυτές τις αρχές σχετίζονται με ένα σύνολο κανόνων που διέπουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Εάν η κρίση διέπεται από πολιτισμικές νομοτέλειες , τότε σαφέστατα είναι κρίση ηθική, είναι κρίση αρχών και αξιών που έχει ως φυσική απόρροια  την οικονομική κατάρρευση.
Μια τέτοια θέση διακατέχεται από την αντίληψη ότι περνάμε μια ιδιαίτερα δύσκολη και κρίσιμη περίοδο   πολιτικό – μορφωτικής φτώχειας και ενός  τέλματος σε όλα σχεδόν τα επίπεδα.
Η θέση αυτή από μόνη της δεν διαθέτει ορθολογικά χαρακτηριστικά με την έννοια ότι υπαινίσσεται μια υποκειμενική παθογένεια  στον χαρακτήρα των Ελλήνων.
Δεν απαντάει επομένως στο ερώτημα πώς κατάφεραν οι ίδιοι αυτοί  οι Έλληνες που σήμερα κατηγορούνται ως «σπάταλοι, διεφθαρμένοι, διαπλεκόμενοι κοκ», τρεις  φορές μέσα από τις στάχτες ( επανάσταση του 1821, παγκόσμιος και εμφύλιος πόλεμος, Δικτατορία)  να επανασυνδεθούν με τα σύγχρονα διεθνή δρώμενα και σε ορισμένες περιπτώσεις από θέσεις ισχύος;
Αυτό το κράτος επομένως με τις όποιες νοσηρές του λειτουργίες υπήρξε ο συνδετικός κρίκος της χώρας με τον διεθνή καπιταλισμό. Και όχι  μόνο . Παράλληλα ανέλαβε τεράστιες κοινωνικές λειτουργίες, δημιουργώντας ένα στοιχειώδες δίκτυ κοινωνικής προστασίας.
Εάν επομένως, ισχύει η ρήση ότι ένα κράτος είναι τόσο καλό όσο το επίπεδο διαβίωσης του λαού που το συγκροτεί, τότε αναμφίβολα δεν μπορούμε να προσάπτουμε απερίσκεπτα τις πιο απίστευτες κατηγορίες κατά του δημοσίου τομέα, ο  οποίος αναμφίβολα είναι υπερτροφικός και ασύμμετρος, όμως για καθαρούς λόγους ενός τύπου ανορθολογικής «κοινωνικής εξυπηρέτησης» η οποία χρηματοδοτείται συλλογικά, αφού συλλογικά  απαιτήθηκε.

Συστημική Κρίση;
Το επιχείρημα  της πολιτισμικής ή συστημικής κρίσης δεν απαντάει επίσης στο ερώτημα πως γίνεται οι Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό υπό συνθήκες οργανωμένων παραγωγικών μοντέλων τα οποία  αντιστοιχίζονται σε σύγχρονα κράτη, να διάγουν βίον εξαιρετικόν , επιτυχημένο και αναγνωρισμένο.
Όσοι σήμερα ενοχοποιούν  το κράτος και τις λειτουργίες του, μιλώντας   αφηρημένα για ηθικές κρίσεις,  ακριβώς τον κοινωνικό χαρακτήρα πού έστω στρεβλά συσσωματώνει αποσκοπούν να αποδομήσουν με το ιδεολόγημα του εξορθολογισμού.
Οι σχολιαστές, στοχαστές και πολιτικοί όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων καταλαμβάνοντας όλες τις πτυχές του πολιτικού φάσματος  υποθέτουν μια «συστημική» δηλαδή ολική κρίση του συστήματος.
Επί της ουσίας δηλαδή υπαινίσσονται μια κρίση πολιτισμού και των εκφάνσεων του (οικονομία, πολιτική , κοινωνία) .
Η κρίση αυτή δηλαδή καθορίζεται  από κανόνες ενός συνόλου «νόμων» τους οποίους οφείλουν να ακολουθούν ή στους οποίους οφείλουν να προσαρμοστούν η συμπεριφορά, τα καθήκοντα και οι δραστηριότητες. Συμπεριφορά είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι ενεργούν στη ζωή τους. Στην ουσία επομένως όλοι φταίνε , άρα κανένας.
Ο πολιτισμικός σχετικισμός αυτού του είδους τελικά σε αυτό το συμπέρασμα οδηγεί.  Επειδή η κρίση θεωρείται  συστημική και άπτεται των δομικών χαρακτηριστικών του συστήματος άρα και των σχέσεων του πολίτη με την κοινωνία, το κράτος και κατά επέκταση με την οικονομία, φταίνε όλοι. Ας μην καταδικάσει λοιπόν κανείς κανέναν και ας αγκαλιαστούμε αδελφικά για να ξεπεράσουμε την κακοδαιμονία που μας κατατρέχει  συλλογικά.

Η ισχυρή Ελλάδα
Το περίεργο όμως είναι ότι όσοι στήριξαν κάποτε την  ισχυρή Ελλάδα του 2000,  δεν μας απάντησαν ποτέ  πως ήταν δυνατόν να περάσουμε  ξαφνικά στην Ελλάδα της πτώχευσης του 2010, ακολουθώντας μια διαδρομή μέσω  του Χρηματιστηρίου, των ομολόγων, των μιζαδόρων, των Ολυμπιακών Αγώνων, των γενναίων κρατικών επιχορηγήσεων και των αδιαφανών δανείων για την συντήρηση του κρατικοδίαιτου ιδιωτικού τομέα.
Δεν μας απάντησαν ποτέ πως ήταν δυνατόν από την Ελλάδα του εκσυγχρονισμού και της μεταρρύθμισης του κράτους  να περάσουμε στην Ελλάδα της πτώχευσης του 2010, μέσω των Τραπεζικών καταναλωτικών δανείων και των άφθονων πιστωτικών καρτών, που το τοκογλυφικό  τραπεζικό σύστημα προσέφερε ακρίτως και μάλιστα με αφόρητη πίεση, προς κάθε πολίτη-καταναλωτή, επενδύοντας στην ανάγκη, προβάλλοντας ένα ψευδεπίγραφο πρότυπο ενός σύγχρονου τρόπου ζωής.
Δεν μας απάντησαν ποτέ πως δημιουργήθηκε ένα ελληνικό καπιταλιστικό σύστημα των αγορών που με μεγάλη ευκολία είναι σε θέση να υπαγορεύει και να χειραγωγεί τις κοινωνίες, μέσα από τα μέσα  (ΜΜΕ) που τα ίδιο κατέχει, δηλητηριάζοντας για πολλά χρόνια την Ελληνική κοινωνία και τελικά την Ελληνική οικονομία.
Οι πολιτικοί άρχοντες της περιόδου 1999-2009 επένδυσαν  στον άκρατο καταναλωτισμό και με δόλωμα το καλό αυτοκίνητο, τις ευτυχισμένες οικογενειακές γιορτές, τις ευρωπαϊκού τύπου διακοπές, επέτρεψαν  να , καταχρεωθούν  οι πολίτες με τοκογλυφικούς όρους, επέτρεψαν την  ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία  με κάθε είδους καταναλωτική πρόκληση και τώρα μας ζητάνε και τα ρέστα, ασκώντας κριτική στην διακυβέρνηση μόνο των τελευταίων 18 μηνών.
Λες και η προηγούμενη ιστορία διαγράφηκε.
Πως δημιουργήθηκε ένα δημόσιο χρέος της τάξεως των 340 δις. ευρώ. Ακόμα και να τα χρεώσουμε όλα στον Ανδρέα Παπανδρέου όλοι γνωρίζουν ότι αυτό δεν ευσταθεί .

Ο Ανδρέας και οι άλλοι
Η κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου παρέλαβε την ελληνική οικονομία (τέλη 1981) στο τέλμα μιας οικονομικής ύφεσης (μεταβολή ΑΕΠ,σε σταθερές τιμές, 1980: 0,68%, 1981: -1,55%)λόγω της δεύτερης πετρελαικής κρίσης που σε συνδυασμό με τις αυξημένες δημόσιες κοινωνικές δαπάνες επέτεινε το φαινόμενο του Στασιμοπληθωρισμού.
Σύμφωνα με πηγές του Γ.Αλογοσκούφη οι δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του Α.Ε.Π. ήταν 30% το 1980 και 50% το 1990. Επίσης, το χρέος της χώρας ανέβηκε από 40% του Α.Ε.Π. το 1980 σε 80% του ΑΕΠ το 1990 . Σήμερα το χρέος ξεπέρασε το 148 % του ΑΕΠ.
Μην ξεχνάμε όμως ότι επί κυβερνήσεων Παπανδρέου το κράτος δανείζονταν για να δοθούν αυξήσεις σε δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους, επιδοτήσεις σε αγρότες και νέους επιχειρηματίες κλπ., για να κτιστούν υποδομές υγείας , παιδείας, πρόνοιας.
Το υπόλειμμα κοινωνικού κράτους που διαθέτουμε σήμερα από εκείνη την περίοδο προέχεται. Τι έχει προστεθεί σε αυτό μετά το 1995;
Επισήμως, στόχος αυτής της πολιτικής ήταν η ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης, που θα τόνωνε την οικονομία και θα ενίσχυε την αναπτυξιακή οικονομία. Το αποτέλεσμα της δυστυχώς δεν υπήρξε το αναμενόμενο λόγω του γνωστού φαινομένου των συντεχνιών κοκ.
Είναι προφανές ότι την περίοδο του Ανδρέα χάθηκε μια πολύτιμη ευκαιρία για την ελληνική κοινωνία, διότι υπήρξε μια περίοδο της «αγαθότητας» που στον αέρα κυοφορούσε η συλλογική διάθεση συμμετοχής και προσφορά; στα κοινά. Μία διάθεση συλλογικής διαμόρφωσης του μέλλοντος, με νέους και ριζοσπαστικούς θεσμούς που θα συρρίκνωναν συθέμελα το συντηρητικό κράτος.
Αυτό το στοίχημα χάθηκε, διότι επικράτησαν τα σώματα παραγόντων, στελεχών, συνδικαλιστών και ευνοούμενων που κατόρθωσαν να εξαργυρώσουν με τα ακριβότερα αντίτιμα την συμμετοχή τους σε αυτό το στάδιο της ελληνικής ιστορικότητας.
Το φαινόμενο αυτό άλλωστε είχε  στιγματιστεί από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν πάντως ο πρώτος που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, με την περίφημη φράση “ή η Ελλάδα θα φάει το χρέος, ή το χρέος θα φάει την Ελλάδα”.
Είχε βέβαια συμβάλει κι αυτός στη δημιουργία του προβλήματος, με την πολιτική ενίσχυσης των ονομαστικών εισοδημάτων που ακολούθησε στη δεκαετία του ΄80. Τα ζήτημα  όμως που τίθεται είναι το εξής.
Επί συγκυβέρνησης ΝΔ-Αριστεράς και επί οικουμενικής (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-Αριστερά), η κατάσταση επιδεινώθηκε. Χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη (1990-1993). όταν -παρά τις σαρωτικές αποκρατικοποιήσεις και τις αυξήσεις φόρων -το δημόσιο χρέος εκτοξεύθηκε σε 110% του ΑΕΠ.
Όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου επανήλθε στην εξουσία στα τέλη του 1993, διέγνωσε τον τεράστιο κίνδυνο και είπε ότι η μείωση του χρέους είναι “ζήτημα ζωής και θανάτου” για το ελληνικό κράτος. Προσπάθησε και πέτυχε να το κρατήσει στο 110%.
Επί της κυβέρνησης  Σημίτη που τον διαδέχθηκε, το χρέος  μειώθηκε  από  110% στο   95% το 2005. Η ΕΕ και διεθνείς οργανισμοί μιλούσαν για “ελληνικό θαύμα”, καθώς η μείωση επετεύχθη σε περίοδο κατά την οποία ξοδεύτηκαν περίπου 11 δισ. ευρώ για τις υποδομές των Ολυμπιακών Αγώνων και πολλαπλάσια ποσά για τη χρηματοδότηση έργων όπως το Μετρό, το νέο αεροδρόμιο, ο οδικός άξονας ΠΑΘΕ, η γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου κλπ. Σήμερα που έγιναν γνωστές οι ταχυδακτυλουργίες με τις οποίες έγινε το ελληνικό θαύμα του Σημίτη έχουν μείνει μόνο τα ερωτηματικά.
Δεν μας απάντησαν όμως ποτέ  πως προέκυψαν  τα ελληνικά τεχνάσματα όσον αφορά τα οικονομικά στοιχεία και τις στατιστικές. Δεν απολογήθηκαν ποτέ πως μορφοποίησαν τα   στοιχεία σχετικά με την εκπλήρωση των κριτηρίων της Συνθήκης του Μάαστριχτ (πληθωρισμός, έλλειμμα και κυρίως χρέος) έγιναν αποδεκτά ως γνήσια από τη Eurostat, την Κοινοτική Στατιστική Υπηρεσία. Όταν εισήχθησαν στην ευρωζώνη, φάνηκε πως υπήρχε πρόβλημα με τα ελληνικά νούμερα.
Λέγεται ότι από τη στιγμή που ξεκίνησε το κακό, το πρόβλημα της παραποίησης στοιχείων χειροτέρεψε από τότε και ας  θυμηθούμε  ότι το 2003 και 2004 η Επιτροπή θέλησε να στείλει επιθεωρητές στην Αθήνα στο οποίο αντιτάχθηκαν οι Κυβερνήσεις της ΕΕ.
Αυτή η ιστορία  έχει φέρει την ηθική κρίση μέχρι τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς όταν έγινε αντιληπτή η απάτη δεν υπήρξαν αντιδράσεις για την συμμόρφωση στους ηθικούς κανόνες που αρμόζουν στην περίσταση. Κάποιος λόγος θα υπήρχε. Η ηθική κρίση επομένως φέρει σαφή οικονομικά χαρακτηριστικά.
Αργότερα επί Καραμανλή το χρέος πήγε στο 137,5% του ΑΕΠ – ώσπου βρέθηκε η φόρμουλα της αναδρομικής αναπροσαρμογής του ΑΕΠ, ώστε χρέος και έλλειμμα να φαίνονται χαμηλότερα.
Οι αγορές άρχισαν να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα με μεγάλη δυσπιστία, όταν ο Γ. Αλογοσκούφης έκανε την περιβόητη “απογραφή”, κατηγορώντας την κυβέρνηση Σημίτη για “παραποιημένα” δημοσιονομικά στοιχεία. Τα επιτόκια ανέβηκαν, το κόστος δανεισμού αυξανόταν, οι διεθνείς πιστωτές ζητούσαν περισσότερες διασφαλίσεις.
Εντούτοις,  – κι ενώ η Ελλάδα βρισκόταν πλέον στο “¨μικροσκόπιο” των αγορών, συνεχίστηκε η τακτική των ψευδών, παραποιημένων στοιχείων.
Τα “greek statistics” έγιναν το πιό σύντομο ανέκδοτο, η χώρα περιέπεσε σε πλήρη ανυποληψία, άρχισαν οι έλεγχοι από την ΕΕ και τότε διαπιστώσαμε ότι είμαστε σχεδόν χρεοκοπημένοι.
Βέβαια το ίδιο λάθος της; απογραφής έγινε και από την συνακόλουθη κυβέρνηση.
Λογικό είναι, η Ελλάδα να συνδεθεί με την η λέξη «απάτη», η οποία όταν κυριαρχεί δεν μιλάμε πλέον μόνο για μία οικονομική κρίση αλλά για μία κρίση θανατηφόρα, μία ηθική κρίση.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν πρόκειται για έναν συγκεκριμένο τομέα μίας χώρας που έχει επηρεαστεί. Το πρόβλημα είναι ότι οι κυβερνήτες της, προκειμένου να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις που θα τους επέτρεπαν να ανήκουν στους «κύριους συνδέσμους» της ευρωζώνης, κατέφυγαν στο ψέμα και στην απάτη.

Comments are closed.