Έτος Νικηφόρου Βρεττάκου

24grammata.com- Βρεττάκος

Εάν (ένθετο του 24grammata.com)

Διαβάστε, επίσης, και το ebook του 24grammata.com με 20 επιλεγμένα ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου κλικ εδώ

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

αποκλειστικά στο 24grammata.com

«Φάνηκαν καινούριες αγέλες. Στις λόχμες φάνηκαν καινούριοι λύκοι, τα μάτια τους κατακόκκινα από τους χειμώνες και την πείνα. Φάνηκαν αγέλες, ακούγονταν τα βήματά τους που κατέβαιναν προς τους οικισμούς, λυσσασμένοι οι λύκοι γύρευαν τα παιδιά μας, γεμάτα αίματα τα σπίτια, οι ανεμοδείκτες τώρα έπαψαν, κουρέλια παντού οι νύχτες και οι λύκοι που γυρόφερναν τα σπίτια και χτυπούσαν με μίσος τις πόρτες, οι ένοικοι έτρεχαν να σωθούν προς τα ποτάμια και με τις βάρκες τώρα διανύουν τις μεγάλες αποστάσεις, κρατούν κεριά, πάνω από τα κεφάλια τους οι φωλιές, οι νυχτερίδες, τα άρρωστα φεγγάρια πάνω από τα μάτια τους, άγριες λεπίδες τα φεγγάρια πάνω από τα όνειρά τους, το μεγάλο μνήμα του ουρανού πάνω από τα πρόσωπά τους στάζει ένα υλικό σαν λύπη. Και οι λύκοι στις όχθες κοιτούν με τα πελώρια κεφάλια τους και χιλιάδες φόνοι τελούνται τώρα μες στα έρημα αναψυκτήρια, μες στα καταφύγια σωροί παιδιών, όσοι επιζήσουν θα πρέπει να θάψουν τους νεκρούς, να συνεχίσουν να ζουν, κάτω από τα σώματα τρέχει σαν νερό η μνήμη των χαμένων, των νεκρών. Αν με γυρέψεις στα ανοιχτά σπίτια των καταυλισμών, ο γέρος που προσμένει να πεθάνει μες στα λερά σεντόνια, ο ερυθρός κήρυκας θα σου παραδώσει τον τελευταίο, των ανθρώπων χρησμό. «Που χάθηκαν οι άνθρωποι μην ρωτάς, μην ρωτάς που σκορπάνε σαν τα ταραγμένα πουλιά όταν εκπυρσοκροτούν στα χωράφια οι θάνατοι, μην ρωτάς. Οι άνθρωποι έφυγαν με τα αγρίμια για το πατρικό δάσος.Τώρα κατοικούν ανάμεσα σε αρχαία δέντρα, σε σκηνές τεντωμένες από τους παράξενους ανέμους, οι άνθρωποι τώρα περιφρονούν τα ιερατεία, τους θεούς και τους στρατιώτες. Οι άνθρωποι, οι λύκοι, τα αγρίμια. Καθώς τα ευτυχισμένα λιοντάρια, τα ανένδοτα στην είσοδο της πόλης, μακριά πολύ από τους τάφους, βρυχώνται και όλα τα γέλια θρυμματίζονται και λύνονται τα δοκάρια της νύχτας και σε όλο το παγκόσμιο χαράκωμα, νικημένοι απομένουν οι αυλικοί και οι αριστοκράτες.»
Το έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου θα μπορούσε δίχως αμφιβολία να αποτελέσει ένα σαφές εγχειρίδιο της ποίησης και της ζωής. Διότι στον ποιητή από τη λακωνική γη, τούτα τα δυο φτερά απλώνονται σε όλο το μήκος του λόγου και της πράξης. Παρατηρώντας για πρώτη φορά τον τίτλο του έργου του Βρεττάκου, κανείς θα πει πως το ανθρώπινο στοιχείο λείπει, πως οι άνθρωποι νικήθηκαν και ετούτο  είναι το διάγγελμα ενός προφήτη που γνώρισε νωρίς το χαμό ενός ολόκληρου κόσμου. Μα έπειτα από την ανάγνωση και την αναγκαία θήτευση στο λόγο του Νικηφόρου Βρεττάκου, ο τίτλος αποκτά ένα καινούριο, φωτεινό νόημα και αποκαλύπτεται η σημειολογία μιας λέξης φαινομενικά τραγικής και απάνθρωπης. Το «αγρίμι» του Βρεττάκου συνιστά τον καινούριο άνθρωπο, εκείνον που νικήθηκε και κατασπαράχτηκε από τον ίδιο τον εαυτό του και τώρα λυτρωμένος, ελεύθερος από τον τρόμο της απώλειας και της λύπης ορίζει ξανά την πορεία του μες στον κόσμο, ανάμεσα σε όψεις παρόμοιες και εποχές δύσκολες. Ο Βρεττάκος, λοιπόν χρησιμοποιώντας τον τίτλο αυτό, ουσιαστικά κηρύσσει τη νέα όψη του ανθρώπου, εκείνη την τραχιά ατομικότητα που δεν υποκύπτει πια στις απογοητεύσεις των θρησκειών, στα κοινωνικά περιθώρια των πεποιθήσεων και ελεύθερη, με βαθιά τη συνείδηση ετούτου του «δώρου» που της χαρίζεται πορεύεται μες στον κόσμο, καταθέτοντας τις πιο αγνές πτυχές της στο μεγάλο ποταμό της φύσης.
Με άλλα λόγια, αν θα θέλαμε να περιγράψουμε τον τίτλο του έργου του Βρεττάκου με έναν τρόπο πιο περιφραστικό, αυτός δεν θα πρέπει να συνιστά τη διαμόρφωση ενός ορισμού, ο οποίος θα περιγράφει τον ανθρώπινο ξεπεσμό, μα την τελική νίκη και το θρυλικό αντάμωμα του ανθρώπου με την ψυχή του, εκείνη την ίδια που τον ώθησε να τραγουδήσει μες στις σπηλιές της Αλταμίρας το θηρίο, με χρώμα πορφυρό, σχεδόν χωμάτινο, αφάνταστα γήινο. Εκείνη που τον διδάσκει σε όλους τους καιρούς το υψηλό, το σιωπηρό φρόνημα της ελευθερίας, το παναθρώπινο μήνυμα της αγάπης.  Στον επίλογο ενός «έργου εν προώδω», ο Βρεττάκος «ζωγραφίζει» τούτο το βίωμα της ελευθερίας. «Μπλέκομαι στα στενά μονοπάτια, δρασκελώ τους μικρούς, τουφωτούς θάμνους, πορεύομαι, τρέχω σχεδόν. Αυτό που νιώθω για το παρόν προσπαθώ να το προεξοφλήσω στη συνείδησή μου και για το μέλλον…Όπως το άστρο, που καθώς λέει ο Νίτσε, αδιαφορεί για το σκοτάδι της νύχτας που το περιβάλλει και δεν παραδέχεται παρά ένα Νόμο, το Νόμο του να είναι αγνό.» Μες σε αυτή την παράγραφο, θαρρείς και συνοψίζεται στο μέγιστο βαθμό, στον πιο υψηλό ολόκληρο και ατόφιο το σπούδαγμα του ποιητή. Και αυτό προσφέρει, ο Βρεττάκος, αυτό παραδίδει σε όσους δοκιμάσουν να βιώσουν την ανοδική, τη δύσκολη πορεία του, τον απαράμιλλο κόπο του να στεριώσει την ιδέα, να την κάνει ζωή και να αδράξει την πιο καίρια ουσία της. Το «ανθρώπινο» για τον ποιητή συνιστά το σκοπό, το μύθο και τη διδαχή. Ετούτον θα επιδιώξει μέσα από την προσωπική μυθιστορία του να κατορθώσει, μεταβάλοντάς τον σε διδασκαλία βίου.
Σε άρθρο του έντυπου τύπου ο βιολονίστας Χρήστος Η. Κολοβός, παραθέτει τον ορισμό του Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Λεξικού Κρένερ, σχετικά με τον Νικηφόρο Βρεττάκο. Συγκεκριμένα, στο εν λόγω λήμμα, αναφέρεται : «Σημαντικός, Έλληνας ποιητής, που η εσωτερική του φύση εκφράζει με λυρικό πλούτο και βασανιστική ανάλυση, τον πόνο και την αδικία του κόσμου.»   Ο ίδιος ο δημιουργός στο ποίημά του «Ο κόσμος της ποίησης» αποκαλύπτει το στίγμα του. «Κατά βάθος η ποίηση είναι μια ανθρώπινη καρδιά, φορτωμένη όλο τον κόσμο.» Μελετώντας ολόκληρο το έργο του ποιητή και δίχως να σταθεί κανείς σε μια διεξοδική μελέτη του πεζού έργου «Το αγρίμι», αμέσως θα καταστεί μάρτυρας ετούτης της αλήθειας. Ο Βρεττάκος με κάθε τρόπο πρεσβεύει δίχως καμιά περιστροφή τη μυθική, τη βαθιά ανθρώπινη αλήθεια του και με τούτη θα διαποτίσει ολόκληρο το έργο του. Πιο συγκεκριμένα, ο Βρεττάκος μετατρέπεται σε αυτή την «καρδιά» και αρθρώνει ένα λόγο προς «εσένα», έναν λόγο, ο οποίος δεν συνεπάγεται την απομόνωση του ποιητή, δεν προϋποθέτει την αναγκαία χρήση πολύπλοκων, εσωτερικών κλειδιών για να αποκρυπτογραφηθεί και να λάμψει, αντηχώντας σε όλο το εύρος των «ανθρώπινων τοπίων.» Δημιουργεί μια άλλη χριστιανική διδασκαλία, ίσως πιο σκληρή, λιγότερο συλλογική μα ατομικά ασκητική, τραχιά και δύσκολη. Κοινωνώντας τις λέξεις προς το κοινό του, ο Νικηφόρος Βρεττάκος κατορθώνει να μεταβάλει τον «πλησίον» σε αυτοσκοπό δικό του και δικό μας. Η επίμονη, συνειδητή, όσο και συνεσταλμένη αυτή, επιδίωξη του ποιητή έρχεται για να «ξεπλύνει» τα χέρια του από τα γράμματα και να επιτρέψει στον ίδιο και τους μύστες του να απλώσουν τα άκρα τους προς μια ανθρώπινη ολότητα, εξαιρετικά απλή και διάφανη, σχεδόν κρουστή και πανάρχαια. Δεν λησμονεί ποτέ πως στο βάθος του κόσμου υφίσταται το τραγικό στοιχείο και επιχειρηματολογεί σε μια προσπάθεια να παρηγορήσει τη μοιρολατρική αυτή προοπτική. Ο άνθρωπος όλων των εποχών θα στέκει πάντα τραγικός απέναντι στους καιρούς, γιατί η πίστη προς μια ιδέα ή μια αρχή, θα εγείρει πάντα τη βαρβαρότητα ενός κόσμου, ο οποίος διατηρεί ετούτη την ουσία του. Καθώς εξελίσσεται και υποκύπτει στη θεμελιακή του μοίρα, η σκληρότητα αυτή μετατρέπεται σε μια πραγματικότητα, αποκτά υπόσταση και δημιουργεί το περιθώριο εώς ότου ανασυρθεί,  θρυμματιστεί και μεταβληθεί ριζικά για να θρέψει και πάλι την ονειρική αναλαμπή μιας επόμενης γενιάς. Το περιθώριο θα στέκει πάντα οδόφραγμα στις επερχόμενες αλλαγές, στις υπερβάσεις τις οποίες δοκιμάζουν να επιτύχουν οι κοινωνίες. Ο Βρεττάκος γνωρίζει καλά ετούτη την προοπτική και αντιστέκεται.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος συνιστά έναν ειλικρινή ποιητή. Γιατί πέρα από τα υπονοούμενα της στιχουργικής του, πέρα ακόμα και από τα ψήγματα του υπερρεαλισμού, έτσι όπως διαφαίνονται στα πονήματά του, ο ίδιος απευθύνεται σε μια ακόμα μεγαλύτερη συλλογικότητα. Η αναφορά του δε αυτή, τον καθιστά ως έναν από εμάς, ως έναν συνάνθρωπο, ικανό να μας παράσχει την απαραίτητη οδοσήμανση για τις νέες, μεγάλες λεωφόρους που καλούμαστε να ακολουθήσουμε. Την αλήθεια του Βρεττάκου θα πρέπει να τη γυρέψει κανείς μες στη σαφήνεια, μες στην απλότητα της πραγματικότητας, μες στις αναρίθμητες όψεις της, στο συμπυκνωμένο λόγο, πεζό και ποιητικό την ίδια στιγμή, που βεβαιώνουν ένα απύθμενο βάθος, αντίστοιχο με εκείνο της ψυχής. Την ταυτοποίηση ετούτης της απλότητας μες στη μορφή και το περιεχόμενο ο Νικηφόρος Βρεττάκος θα την μπολιάσει με το αίσθημα του ηρωισμού,  προσδίδοντας στο έργο του ένα νέο στοιχείο, βαθιά ελληνικό, καθώς έτσι, με τούτο τον τρόπο οι Έλληνες πορεύονται μες στις άγριες φωνές των καιρών, δοκιμαζόμενοι διαρκώς.
Δίχως να μπορεί κανείς να παραβλέψει τα παραπάνω, ως μια πιο γενική θεώρηση της ποίησης ενός κορυφαίου του είδους, δεν μπορεί εντούτοις να τολμήσει να αγνοήσει «Το αγρίμι» και τον προσωπικό, το σοφό λόγο του διατρέχει ολόκληρο αυτό το βιωματικό έργο. Με έναν αφοριστικό λόγο, με μια σαφή λοιπόν ανταπόκρισή του προς τον τραγικό άνθρωπο, ο ποιητής αναζητά το φως, για να δοκιμαστεί ως άλλος Προμηθέας επάνω στα δεσμά της εποχής του και να περιγράψει με όρους νέους και αδοκίμαστους τη νέα απελπισία, το βάθος και την έντασή της.  Ο Βρεττάκος στρέφει το βλέμμα του κατευθείαν στις καρδιές σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει το αίτημα για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία. Ετούτο κοπιάζει να επιτύχει, αναλαμβάνοντας ο ίδιος, για τον εαυτό του τον πιο επώδυνο ρόλο, εκείνον, ο οποίος με βεβαιότητα ταιριάζει στην ποιητική μεγαλοσύνη, σε μια κορυφαία, ανθρώπινη υπόσταση. Ο Βρεττάκος στέκει με θάρρος απέναντι στην κατάφαση εκείνη, η οποία τον θέλει να προβαίνει στο μεγαλείο της αυταπάρνησης, στη διαρκή «απόσβεση», στην αέναη αυτοθυσία του, ώστε να γίνει ένα με το λαό, να δοθεί και να λάβει από την ανάσα του το χρίσμα για την περίφημη, τη δύσκολη, την ανοδική πορεία της ζωής του. Θα μπορούσαμε να πούμε πως ο ποιητής προτού εξαντληθεί μες στη δίνη των καθημερινών συναισθημάτων και εντοπίσει την ολοκλήρωσή του μες σε αυτήν, επιλέγει το ρόλο ενός θεματοφύλακα, ικανού να διατηρήσει ζωντανή και ακέραια την ηρωική, την ανθρώπινη καρδιά. Ετούτος είναι λοιπόν ο Βρεττάκος, ένας στρατιώτης που φυλά μες σε όλους τους αιώνες σκοπός και θεματοφύλακας. Ο ίδιος ο ποιητής μετρά τις απώλειες και τις ήττες των ανθρώπων, τις μαρτυρά ο ίδιος στο Μαραθώνα, στο Μεσολόγγι, στην πορεία του ελληνισμού και με τον πολιτικό του λόγο, την πρότασή του, συγκρούεται με την αδικία, παρέχει την παρηγοριά στον αδικημένο, στον κλονισμένο άνθρωπο του δεύτερου, παγκοσμίου πολέμου, σε εκείνον που πίστεψε το τέλος των αγώνων, σε εκείνον που αποτέλεσε προς στιγμήν, το μέτρο ενός αιώνιου ανθρώπου. Ο Βρεττάκος προσφέρει στον άνθρωπο τη δεύτερη ευκαιρία, τη διέξοδο από τις στενωπούς της ιστορίας, καταβυθίζεται στις πηγές της έκστασης και δίνει στην ψυχή τη ζεστή, την παλλόμενη προοπτική του σώματος.
Ο Κολοβός στο άρθρο του σημειώνει : «Ο Βρεττάκος είναι ένας αληθινός ποιητής. Μοντέρνος, αλλά όχι υπερρεαλιστής, μας έδωσε μια ποίηση δύσκολη, αλλά ωραία, καθώς δεν ενδίδει στα παραδοσιακά σχήματα.» Ο ποιητής, αναπτύσσοντας την ποιητική του μες στη δίνη ενός θρυλικού ρεύματος, θα παραμείνει ονειρικός, μα θα ξεπεράσει την ίδια στιγμή τον υπερρεαλισμό, ο λόγος του ελληνικός και παγκόσμιος ταυτόχρονα θα αφορά πια την επιβολή μιας οικουμενικής θεματικής, όπου η νίκη της συλλογιστικής απέναντι στο θάνατο, η διατήρηση και το ρίζωμα της ειρήνης στον κόσμο, η αγωνία της επιβεβαίωσης της ανθρώπινης ύπαρξης αποτελούν ουσιαστικές συνιστώσες. Ο Βρεττάκος με αναφορά και προέλευση το τοπίο της Πλούμιτσας, αφορά και «αγκαλιάζει» τον κόσμο σε όλο του το εύρος. Η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου, όπως επωάζεται μες στο «Αγρίμι» προσηλώνεται στην αγάπη και τη δυναμική της, συμπληρώνει το λόγο του Καζαντζάκη, τη στιχουργική ένταση του Ελύτη, την ονειρική θεώρηση του Ρίτσου. Ο ποιητής της «Εκκρεμούς Δωρεάς», συμπληρώνει και επικαιροποιεί τη χριστιανική διδασκαλία. Με την οπτική του χροιά, διοχετεύει ολόκληρη την ευαισθησία του στο στίχο και στυλώνει ένα ισχυρό οικοδόμημα, απλό και για τούτο μεγαλειώδες και διαχρονικό. Στρέφοντας το βλέμμα προς ένα χρόνο μέλλοντα, μια και μόνο τούτος φαντάζει ουσιαστικός και πραγματικός, ο Βρεττάκος προμηνύει τη δημιουργία ενός ανθρώπου-λαού, μες στον ψυχισμό του οποίου θα εντάσσονται όλες οι πολύτιμες αξίες, όλες οι θρυλικές ήττες, όσες πράγματι, επώδυνα δίδαξε η εμπειρία. Εμπρός στο σκοτάδι των καιρών, αυτό που διαπιστώνει ο Βρεττάκος, δεν είναι άλλο από έναν επιδιωκόμενο υπερβατισμό.  Ο δημιουργός αποζητά την καθιέρωση ενός ανθρώπου ικανού να αγωνίζεται σταθερά για τις ίδιες αξίες, δίχως τούτη η στάση του να διακόπτεται από την επικράτηση μιας πρόσκαιρης καλοσύνης, αλλά να συνεχίζεται, να οξύνεται και να θρέφεται αδιάκοπα από την ανάγκη καθιέρωσης μιας δίκαιης και ειρηνικής πραγματικότητας. Δεν πρόκειται για κάποιον αγνώμων. Ο ποιητής, όπως όλοι όσοι στέκουν με αντένες ευαίσθητες εμπρός στα σαλπίσματα των εποχών, γνωρίζει την ταλάντευση, τη δοκιμασία που θα πρέπει να αντιμετωπίσει και να υποστεί κανείς εμπρός σε τούτη την επιδίωξη. Η διατύπωση, η οποία επαναλαμβάνεται «αγαπώ το μαχαίρι που μισώ», έρχεται να επιβεβαιώσει, να λειτουργήσει μεγενθυντικά. Με έναν λόγο επιβλητικό ο Βρεττάκος διαπιστώνει και κοινωνεί την αθωότητα εκείνου του ανθρώπου, ο οποίος βρέθηκε στο τέλμα, όπως σχηματοποιήθηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Στρέφει το πρόσωπό του προς το φως, αδιαφορεί για τη δική του ιστορία και δέχεται να αποτελέσει ένα απλό γρανάζι στο κύλησμα της εξέλιξης. Η αναζήτηση του φωτός απαιτεί την επιστροφή στα «ενδότερα», ήτοι στις επιταγές μιας παράδοσης όπου όλα είχαν περιγραφεί και είχαν εξηγηθεί. Η ελληνικότητα συνιστά τη μόνη ατομικότητα. Απέναντι στην κρίση των αξιών και των θεωριών ο Βρεττάκος γυρεύει να επανορθώσει και να συμβάλει αποφασιστικά έτσι στην παλινόρθωση ενός τρομαγμένου και συντριμένου ανθρώπου. Ο εσωτερισμός του είναι προφανής και πανίσχυρος, καθιστώντας το έργο συλλογικό, ως προς την αναφορικότητά του.
Η συγχώρεση του Νικηφόρου Βρεττάκου προς τον καινούριο άνθρωπο οφείλει να είναι διακριτική μα και μόνιμη, ισχυρή. Σε κάθε, όμως περίπτωση ο ποιητής γνωρίζει πως το φως που ζητά θα το βρει στο σκοτάδι της εποχής. Γιατί σε τούτη τη μήτρα θα κρυφτεί η καλοσύνη και θα λάμψει, έτσι όπως θα ήθελε ο ποιητής σε μία επανάγνωση των αφετηριών του, σε μία επανατοποθέτηση πάνω στο ζήτημα μιας κλονισμένης συνείδησης. Όπως και να έχει, όποιο και αν είναι το τίμημα για την ανάβαση, την οποία προτείνει ο Βρεττάκος, ετούτη θα πρέπει να λογιστεί ως μια χαρισμένη ευκαιρία στον άνθρωπο που σφάλλει και πάντα πορεύεται.
Η ποίηση, στη διάθεση του ανθρώπου. Ετούτος θα μπορούσε να αποτελέσει έναν ολοκληρωμένο τίτλο για τη σύντομη ματιά μας στην ποίηση του Βρεττάκου. Και δεν πρόκειται για μία κατ΄επίφασην επιλογή. Ο Βρεττάκος συγκλονιστικός και αφοσιωμένος έγραψε για το λαό και τραγουδήθηκε από αυτόν, τάσσοντας την ποίησή του ολοκληρωτικά στο βωμό του ανθρώπου. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ανίχνευσε μια προέλευση αλλιώτικη στην ποίηση και το λόγο γενικότερα, μια περισσότερο αστική και ακόμα περισσότερο ανθρωποκεντρική στιχουργική. Εύστοχα κατόρθωσε δε, να εμπλουτίσει την προσφορά του και να την καταστήσει οικουμενική, μια και αντιλήφθηκε το ουσιώδες. Οι άνθρωποι είναι καμωμένοι από συντετριμμένες καταιγίδες. Το υλικό τους μοναδικό και ανεπανάληπτο.
«Θέλω να ειπώ μ΄αυτό πως υπάρχουνε άνθρωποι στον κόσμο που αγαπούν και αγωνίζονται κάτω από αυτόν τον ήλιο , τιμιότερα και από του αγγέλους.» Έτσι, πολύτιμη στέκει η διδαχή του Νικηφόρου Βρεττάκου, του οποίου το έτος γιορτάζουμε φέτος, ως ελάχιστο φόρο τιμής για έναν αληθινό ποιητή, έναν βαθιά ανθρωπιστή δημιουργό.

Διαβάστε, επίσης, και το ebook του 24grammata.com με 20 επιλεγμένα ποιήματα του Νικηφόρου βρεττάκου κλικ εδώ