ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΟΥΣΙΑΣ

γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Η εναγώνια διαμάχη έλαβε τέλος. Οι αντιμαχόμενες πλευρές πραγματοποίησαν την αποτίμησή τους. Οι επιχειρηματίες του κέντρου υπέστησαν εκ νέου βανδαλισμούς, πυρκαγιές, ακραίες εκδηλώσεις μιας λανθάνουσας, κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι συνωμοσιολόγοι έλαβαν τις οικείες θέσεις, επιδιδόμενοι σε θεωρίες και κορώνες λαϊκίσμου, οι οποίες άλλο σκοπό δεν πληρούν παρά τη διέγερση των πιο ταπεινών στρωμάτων, όσων δηλαδή δεν σκέπτονται για λογαριασμό τους, αλλά με βαθιά γνώση της ανεπάρκειάς τους προσκολούνται μια εδώ και μια εκεί, αναπαράγοντας απόψεις, δίχως ψήγματα πολιτικού λόγου. Όλα λοιπόν τελέσθηκαν κατά τα προβλεπόμενα. Η τήρηση της πειθαρχίας εκ μέρους των μελών του κοινοβουλίου, η μη τήρηση των επιβεβλημένων μέτρων από τη μεριά του λαού.
Η επόμενη μέρα μας βρίσκει με μια υποψία ικανοποίησης. Όχι γιατί αποτύχαμε να διαφυλάξουμε δημοκρατικά ιδεώδη, όπως το δικαίωμα της άρνησης και της κριτικής, αλλά επειδή επιτέλους εξασφαλίσαμε τη συνέχεια ενός άρρωστου καθεστώτος, μιας βάσης σαθρής, μιας ισχυρής μειοψηφίας φοβισμένων, κρατικών λειτουργών, οι οποίοι αρέσκονται μονάχα σε αλλαγές πλεύσης και ταλαντεύσεις πεποιθήσεων. Όλα τούτα εξασφαλίσαμε καθώς και την εύρυθμη λειτουργία των τραπεζών και των άλλων καταστημάτων, παροχής υπηρεσιών και προϊόντων, αυστηρά επί πιστώσει. Μα η αλήθεια να λέγεται. Με τόση ρευστότητα χορτάσαμε το νόημα του σχετικού όρου.
Η Μ. Γιουρσενάρ, κατά την εξιστόρηση της υποθετικής αυτοβιογραφίας του Ανδριανού, διατυπώνει το εξής, σχετικά με το πάθος: «Μια στιγμή παράφορης προσοχής που παραχωρούμε στο σώμα μας.» Μα πόσο επίκαιρος και σε τι βαθμό κυριολεξίας, φαντάζει σύγχρονος ετούτος ο λόγος. Δεν υφίσταται η παραμικρή διαφοροποίηση. Μια ολόκληρη κοινωνία, ένα σύστημα «κρατημένο» στη ζωή με μέσα τεχνητά, ένας λόγος, ο οποίος δεν συνιστά πια πολιτικό αλλά ένα κράμα από χασμωδίες και μεγαλοστομίες, καλείται να υπερασπιστεί την ύπαρξή του. Καλείται με άλλα λόγια να διατηρήσει υψηλό το φρόνημα, εκείνο που αντλείται από τα σπουδαίο ιδανικό του κέρδους. Πρόκειται για ένα πρόσωπο με απεριόριστες εκφράσεις, για ένα χαμαιλέοντα των καιρών. Άνθρωποι με δίχως καμιά πίστη στο μέλλον, με δίχως σχέδιο και θέση, καλούνται να υπερπασπιστούν τη μήτρα που τους έθρεψε, καθώς πράττουν τα νεαρά αγόρια όταν κάποιος θίξει τον ηρωισμό, το θάρρος, την ικανότητά τους. Με τη μόνη διαφορά, πως τα «παιδιά της Ολομέλειας» δεν διαθέτουν ευαισθησίες, ηρωισμούς, όραμα. Επικεντρωμένοι στην εξασφάλιση του κεφαλαίου, στη συντήρηση ενός μηχανισμού, ο οποίος θα κρατήσει το όλο σύστημα ακλόνητο δεν βλέπουν, δεν αντικρίζουν τα καλέσματα του καιρού. Είτε εκφράζουν τις αριστερές εξάρσεις, είτε πάλι αγγίζουν το κέντρο ή τις δεξιότερες πτέρυγες της αίθουσας, οι συμπαθείς, λόγω της ανεπάρκειας βουλευτές μας, ερίζουν εις το όνομα της λαϊκής βούλησης, κινούν τα χέρια με ένταση και πάθος, εξαπολύουν μύδρους προς τους αντιπάλους, χτυπούν τα άκρα τους με στόμφο, υπερβαίνουν το καθορισμένο χρόνο της ομιλίας τους, πασχίζουν να διασφαλίσουν πως δεν θα καταρρεύσει το οικοδόμημα. Και εκτός από συγκινητικοί για τούτο τον κόπο τους, αποτελούν και πρόσωπα, άξια προσοχής για τον ευφάνταστο τρόπο με τον οποίο τείνουν να εξαλείψουν την πιθανότητα απώλειας των ειδικών τους προνομίων.
Η ρήση της Γιουρσενάρ φέρει ένα βάθος απροσμέτρητο. Κατ΄αναλογία, λοιπόν, καθώς ο Ανδριανός έφριττε με την υπερβολική σημασία, την οποία παραχωρούσαν οι άνθρωποι της εποχής του απέναντι στο πάθος και τη δυναμική του, έτσι και ο γράφων απορρεί για την υπέρμετρη συνέπεια, την οποία οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί μας καταδεικνύουν προς τη φιλοχρήματη συνείδησή τους. Καθώς η χώρα παραμένει ακυβέρνητη, καθώς ζητήματα εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής παραμένουν άλυτα και διογκώνονται για να ξεσπάσουν σαν ασθένειες, με μίσος αφόρητο κάποτε, καθώς τα παιδιά και οι νέοι εγκαταλείπουν τις εστίες και πλανώνται δίχως κανείς να επιβεβαιώνει τη φυσική πρόθεσή τους να πιστέψουν και να ακολουθήσουν, το κοινό παραμένει εμβρόντητο εμπρός στους τηλεοπτικούς δέκτες, για να ενεργοποιηθεί μόνο στην προοπτική εξασφάλισης προϊόντων γαλακτοκομικών, μπαταριών,  κρέατος και ειδών ξηράς τροφής. Και χρησιμοποιείται ο όρος «κοινό», αντί του «λαού» ή του «πληθυσμού» ακριβώς διότι τα χαρακτηριστικά του κοινού φέρουν οι μάζες της εποχής μας. Δίχως συνείδηση εθνική, δίχως άποψη διαμορφωμένη, παραδομένες στις προσταγές του κομματισμού, ο οποίος θρέφεται με νεολαίες και συνθήματα, με το φόβο να κυριεύει τις ψυχές, με τις αρχές, οι οποίες στήριζαν την κοινωνία να γελοιοποιούνται και να ταπεινώνονται, αν όλα τούτα λοιπόν ισχύουν, δεν μπορούμε παρά να μιλούμε για ένα άκριτο κοινό, για έναν κόσμο ασύνδετο, ανίκανο να οργανωθεί, να συσπειρωθεί, να αντιταχθεί όχι σε οικονομικά μοντέλα και μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης, αλλά στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού των βασικών του απαιτήσεων, στον κλονισμό, το ριζικό κλονισμό των πιο καιρών από τις συνιστώσες, οι οποίες διαμορφώνουν το παρόν. Καθώς οι πιο βασικοί από τους τομείς της ανθρώπινης δράσης ευτελίζονται, η εξασφάλιση της δημόσιας υγείας, η καθιέρωση ενός κοινωνικού μοντέλου εκπαίδευσης, όπου οι επιλογές θα συνιστούν αποτέλεσμα μηχανισμών, όπως οι «ομάδες πίεσης», αποτελούν ανύπαρκτα σημεία αναφοράς σε μια διόλου ανθρωποκεντρική, κοινωνική πολιτική. Σαφώς και η εξάρτηση από οικονομικούς παράγοντες επηρεάζει την ασκούμενη πολιτική, εκ μέρους της κρατικής εξουσίας. Εκείνο, το οποίο επιδιώκεται δεν είναι η υποβάθμιση της αξίας των οικονομικών μέσων, αλλά η ταυτόχρονη ανάδειξη όλων των συνθηκών εκείνων, οι οποίες καθορίζουν το γενικότερο, βιοτικό επίπεδο.
Παρατηρώντας τη σύγχρονη, ελληνική κοινωνία, επισημαίνοντας τη λειτουργία της, ως υποσύνολο μιας πιο ευρείας, παγκόσμιας, κοινωνικής πραγματικότητας, υποβάλλουμε το ακόλουθο παράδειγμα. Ας φανταστούμε ένα νέο, ο οποίος αφήνεται στην ικανοποίηση όλων των επιθυμιών του, με παροιμιώδη ανοχή. Η αθρόα κατανάλωση σκευασμάτων γλυκόζης, για παράδειγμα, είναι δυνατόν να εξασφαλίσει την επιβίωσή του μα τούτη θα είναι πρόσκαιρη. Ο κίνδυνος να απαιτηθεί ο ακρωτηριασμός των άκρων, η απειλή να επιβεβαιωθεί η φοβερή ησυχία της τυφλότητας, υπάρχουν ως πιθανότητες. Ακόμα και αν ο οργανισμός του νέου δεν θα επανέλθει, συνιστά ζήτημα παιδείας, μέγιστο, η εμπέδωση ενός πιο σφαιρικού, πιο καθολικού στη συμβολοποίησή του, μοντέλου διατροφής.
Σε κάθε άλλη περίπτωση δεν θα έχουμε διδαχτεί τίποτε και με περισσότερη εμπάθεια και φανερό αυτισμό θα μεταβούμε από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και της αυτοθυσίας, σε εκείνο της αυτοκαταστροφής.
Κλείνοντας, ας χρησιμοποιήσουμε τα ακριβή λόγια του Φώτου Πολίτη, για την κατάσταση, η οποία επικρατούσε στη χώρα, μερικές δεκετίες πριν, στην αυγή του 1930. Ο Πολίτης περιγράφοντας την ελληνική πραγματικότητα, τόνιζε, δίχως να μπορεί να φαντασθεί τη διαχρονικότητα των πραγμάτων.  «Εις την πολιτικήν, εις την επιστήμην, εις τη λογοτεχνία, εις την τέχνην, εις την εργατικήν κίνησην παντού άρχει κυρίαρχος ο κομματισμός, εν τη βαθυτέρα ουσία του.» Τούτο ειπώθηκε πριν, περίπου 80 χρόνια. Όταν και πάλι η χώρα ζούσε με δανεικά κεφάλαια. Μόνη διαφορά το ειδικό βάρος μια εθνικής καταστροφής. Μα, ας μην επιμείνουμε, διότι η συμπαθής συμπολίτευση, θα σπεύσει να μνημονεύσει την άμοιρη ερωμένη του Αγαμέμνονα, ξορκίζοντας με στόμφο την πιθανότητα. Ευχόμεθα να φέρουμε τη χάρη και το όνομα της δολοφονημένης. Ειλικρινώς.