Η Αθήνα στα μάτια των Ποιητών και Πεζογράφων (Παλαμάς, Σικελιανός, Καρυωτάκης, Ρίτσος, Μύρης, Σαχτούρης, Τσίρκας, Καββαδίας)

24grammata.com – Στρατής Τσίρκας

εάν (ένθετο του 24grammata.com) ιστορίες της Αθήνας

γράφει η Εύα Γαλατσάνου

  
Η Αθήνα στο πέρασμα του χρόνου.
Κάθε σύγχρονη πόλη αποτελεί ένα μωσαϊκό που εμπεριέχει, ορατές ή αφανείς, τις διαδοχικές στιγμές της ιστορικής της διάρκειας. Είναι ένας τόπος που εκτείνεται από το παρελθόν στο παρόν και ύστερα στο μέλλον. Η ιστορία της πόλης της Αθήνας ανάγεται στην αρχαιότητα και εκτείνεται μέχρι τη σύγχρονη εποχή, περιλαμβάνει την ίδρυσή της, την εξέλιξή της, την πνευματική της ακτινοβολία. Ωστόσο η ιστορική της εξέλιξη δεν είναι συνεχόμενη και ευθύγραμμη, διακόπτεται από την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τέλος την Τουρκοκρατία. Αυτά είναι ιστορικά βιώματα που έχουν ενσωματωθεί στη ζωή του αθηναϊκού τοπίου και εμφανίζονται στην μετέπειτα εξέλιξή του. Η νεότερη Αθήνα έρχεται στο προσκήνιο και εμφανίζεται ξανά όταν αποφασίστηκε από τους Βαυαρούς ηγεμόνες να αποτελέσει την πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Η εικόνα της πόλης σύμφωνα με τον Σούρμελη ήταν: «εύρον την πόλιν όλην ερείπιον», πλήρης ερήμωση, καταστροφή όσων σπιτιών υπήρχαν, πλήθος αγροτικών δρόμων. Ωστόσο επιλέχθηκε για πρωτεύουσα λόγω της αρχαίας αίγλης αλλά και των ωφελημάτων που θα είχε αυτή η επιλογή. Ουσιαστικά θα κτιζόταν μια πόλη εκ του μηδενός συνδυάζοντας το αρχαίο της παρελθόν αλλά και τους δυτικούς, σύγχρονους επηρεασμούς, μια ετερόκλητη νεοελληνική πολιτεία.
Το σήμα της εκκίνησης για τη δόμηση της νέας πόλης δόθηκε στην αρχή του δεύτερου τρίτου του 19ου αιώνα, πολεοδομικά σχέδια, μικρές κοινωνικές ομάδες και εύρωστες οικονομικά οικογένειες έδωσαν  το στίγμα τους στην διαμόρφωσή της. Το αρχαίο παρελθόν κυριαρχούσε ακόμα και έδινε τον ρυθμό στην κτηριακή ανάπτυξη ενώ ταυτόχρονα σταδιακά ο πληθυσμός αυξάνεται, τελούνται οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 και εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα εκσυγχρονισμού με πολιτικό εκφραστή τον Χαρίλαο Τρικούπη, όπως ήταν ο σιδηρόδρομος και ο ηλεκτροφωτισμός.
Η ατμόσφαιρα της παλιάς Αθήνας έχει αρχίσει να εκτοπίζεται στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα και κατά τη διάρκειά του το μωσαϊκό του πληθυσμού της Αθήνας αυξάνεται, οι πρόσφυγες που εισρέουν στη πόλη μετά τη Μικρασιατική καταστροφή μεταφέρουν τις γνώσεις τους στην βιομηχανία, ο μηχανισμός της αγοράς αναπτύσσεται, ο υλικός πλούτος αυξάνεται, οι άνθρωποι προσδιορίζουν την «αστική» τους ταυτότητα και αποκόβονται από τα πατροπαράδοτα ήθη.
Η τεχνολογία έχει εισέλθει στην καθημερινότητα, η ανέγερση κτηρίων αυξάνεται, οι δρόμοι γίνονται πολυσύχναστοι και η πόλη διευρύνεται γεωγραφικά. Μια νέα εποχή ξεκινά η οποία διακόπτεται από τις συνέπειες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, της κατοχής, της εμφύλιας διαμάχης. Σε αυτό το χρονικό σημείο η Αθήνα προσδιορίζεται από τα έντονα ιστορικά γεγονότα που λαμβάνουν χώραν σε αυτή. Η κρίσιμη περίοδος συνεχίζεται τις επόμενες δεκαετίες με τις ασταθείς κυβερνήσεις, τη χούντα, το αντιδικτατορικό κίνημα, τη μεταπολίτευση. Αυτή είναι εποχή που σημαίνει την έναρξη της περιόδου αστάθειας και κρίσης. Ο αστικός χώρος επηρεάζεται, αναπτύσσεται άναρχα, πληθαίνουν οι γκρίζες προσόψεις των πολυκατοικιών, ο ζωτικός χώρος μειώνεται και το φυσικό τοπίο υποβαθμίζεται.
Στους πολυδαίδαλους δρόμους της Αθήνας, την αισθητική της, την ιστορία της, τον συγκρουσιακό της χαρακτήρα αλλά και τη γοητεία της αναπτύσσονται οι ζωές των ανθρώπων της, εξελίσσονται, διαμορφώνονται και διαμορφώνουν τον χώρο μέσα στον οποίο δρουν.
Η δημιουργία της πόλης αποτελεί σημαντικό θέμα στην ιστορία του ανθρώπινου είδους από τα αρχαία χρόνια, όταν ο φιλόσοφος Πλάτωνας στο έργο του Πρωταγόρας γράφει εξ ονόματος του Σωκράτη ότι όταν οι άνθρωποι ζούσαν διασκορπισμένοι και πόλεις δεν υπήρχαν, «πόλεις δε ουκ ἦσαν». Αφανίζονταν από τα θηρία, τους εξωτερικούς εχθρούς. Ήταν πιο ανίσχυροι, ανεπαρκείς στον πόλεμο με τα θηρία. Αυτό συνέβαινε διότι δεν είχαν ακόμη την πολιτική τέχνη, την τέχνη για την οργάνωση μιας πολιτείας, γι’ αυτό κάθε φορά που συναθροίζονταν για να σωθούν κτίζοντας πόλεις, αδικούσαν ο ένας τον άλλον, διασκορπίζονταν και εξολοθρεύονταν. Η ανάγκη ύπαρξης της πόλης είναι τόσο σημαντική, ώστε η λύση δίνεται με την θεϊκή παρέμβαση του Δία ο οποίος δωρίζει στο ανθρώπινο γένος την πολιτική τέχνη. Στη συνέχεια, σε επόμενο έργο του Πλάτωνα της ώριμης περιόδου του την «Πολιτεία», πραγματεύεται τους όρους για να δομηθεί μια όμορφη πόλη (Καλλίπολη) που θα κάνει καλό στους ανθρώπους της αλλά και οι άνθρωποι θα κάνουν καλό στην πόλη. Καθορίζει το σύστημα δικαιοσύνης, την ανάγκη του φιλοσόφου να λειτουργεί ως νομοθέτης, την ιδιωτική ζωή. Τον ρόλο των γυναικών, την χρησιμότητα της τέχνης. Οι ιδέες αυτές είναι άρρηκτα δεμένες με τις πόλεις-κράτη της αρχαιότητας. Η αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ ένα ενιαίο κράτος, κάθε μία πόλη ήταν ένα ανεξάρτητο και αυτόνομο κράτος.
Η «πόλις» για να δημιουργηθεί έπρεπε να έχει ένα οχυρωμένο καταφύγιο για τις περιόδους πολέμου ενώ οι πολίτες της αισθάνονταν ότι αποτελούσαν μια φυλή. Η πόλη-κράτος της Αθήνας, συνειδητοποιώντας την ανάγκη συνεργασίας και με άλλες πόλεις-κράτη, ίδρυσε την Αθηναϊκή Συμμαχία για την προστασία των συμμαχικών κρατών από τις σπαρτιατικές επεμβάσεις. Ωστόσο ο ρήτορας Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του προσπαθεί να ενώσει τους Έλληνες υπό τη σκέπη της Αθηναϊκής ηγεμονίας που επειδή τότε παρήκμαζε στρατιωτικά καλούσε τους Έλληνες να ενωθούν υπό τη πνευματική στέγη της Αθήνας. Η σκέψη των αρχαίων φιλοσόφων για την ανάγκη ύπαρξης της πόλης, την δομή και τη λειτουργία της ανακόπηκε στο διάστημα κυριαρχίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και της κυριαρχίας των Τούρκων στον ελλαδικό χώρο για τέσσερις αιώνες. Στο διάστημα αυτό ο ελληνικός χώρος δέχεται επιδράσεις από την Ανατολή η οποία δεν έχει ανεπτυγμένη την ιδέα της πόλης με αποτέλεσμα να μην συνεισφέρει τόσο στη διαμόρφωσή της. Στη Δύση όμως τελούνται σημαντικά γεγονότα που ωθούν στην άνθηση της κοινωνιολογίας, της μελέτης της δομής και της κοινωνίας. Η βιομηχανική επανάσταση, η εισαγωγή των μηχανών για τη μαζική παραγωγή αγαθών έχει ως συνέπεια την όξυνση των κοινωνικών προβλημάτων, την φτώχεια, την ανεργία, την ανυπαρξία εργατικών δικαιωμάτων, που απαιτούν λύση, ενώ ταυτόχρονα η Γαλλική Επανάσταση το 1789 αποτελεί την κοινωνική επανάσταση ενάντια στην απόλυτη μοναρχία και τα εκ γενετής προνόμια των ευγενών. Το σύνθημα Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη εισάγει νέους προβληματισμούς για τον τρόπο δόμησης και λειτουργίας των πόλεων. Οι νέες αυτές συνθήκες εγείρουν την ανάγκη μελέτης της ουσίας ύπαρξης των πόλεων και τον ρόλο της ανερχόμενης αστικής τάξης κατά τη περίοδο αποσύνθεσης της φεουδαρχίας. Όλα αυτά οδηγούν στην ανάγκη σύναψης ενός Κοινωνικού Συμβολαίου, στη σύναψη και τήρηση μιας συμφωνίας μεταξύ των ανταγωνιζομένων τάξεων για την ισότιμη ανάληψη και επιμερισμό κοινωνικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων για την καθιέρωση ρυθμιστικών κανόνων της ανθρώπινης συμβίωσης και συνεργασίας.
Οι κοινωνιολόγοι που ασχολήθηκαν, προβληματίστηκαν και έγραψαν μελέτες για τις καινούριες συνθήκες που αναδύονται στη δυτική κοινωνία είναι πολλοί, μεταξύ των οποίων ο Γερμανός Καρλ Μαρξ. Η πόλη για τον Μαρξ καθορίζεται από τον χώρο. Ο καταμερισμός της εργασίας στα διάφορα στάδια εξέλιξης της διαδικασίας παραγωγής, διακρίνει την βιομηχανική-εμπορική εργασία από την αγροτική εργασία που οδηγεί στον διαχωρισμό πόλης και υπαίθρου.
Η πόλη ωστόσο για τον Μαξ Βέμπερ βασίζεται στην έννοια της οικονομίας. Είναι ένας οικονομικός σύνδεσμος, μια αγορά οχυρωμένη που διαχωρίζεται από την τριγύρω ύπαιθρο και ταυτόχρονα εμφανίζεται παντού στον κόσμο. Οι φεουδαλικοί και δεσποτικοί δεσμοί της υπαίθρου διαρρηγνύονται, η γη είναι ελεύθερα εκποιήσιμη, το ελεύθερο και το ανελεύθερο συγχέεται. Συχνά επαναλαμβάνει το βορειοευρωπαϊκό ρητό: «ο αέρας της πόλης σε κάνει ελεύθερο». Από την άλλη πλευρά ο Ντύρκαϊμ συνδέει την έννοια της πόλης με την υλική και ηθική της πυκνότητα. Προβληματίζεται για τη συγκρότηση της συλλογικής ζωής, την αλληλεγγύη, τις σχέσεις, τις δραστηριότητες, την ηθική συνείδηση και καταγράφει τις διαφορές της μηχανικής αλληλεγγύης που κυριαρχεί στις προβιομηχανικές κοινωνίες με την οργανική αλληλεγγύη που εμφανίζεται στις σύγχρονες κοινωνίες και τις μεγαλουπόλεις.
Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις για την υφή τής υπό διαμόρφωση πόλης της Δύσης υπήρξαν πολλές οι οποίες σε συνδυασμό με τα ανατολικά στοιχεία επιρροής που δέχθηκε η Ελλάδα επί Τουρκοκρατίας διαμόρφωσαν τη μορφή της νεοσύστατης Αθήνας, της πρωτεύουσας του απελευθερωμένου ελληνικού κράτους από τον 19ο αιώνα και ύστερα.

Η ποιητική Αθήνα

Η πόλη της Αθήνας από το αχνό αστικό περίγραμμα γύρω από το βράχο της Ακρόπολης, σταδιακά εξελίσσεται σε μεγαλούπολη με έντονη την παρουσία κτηρίων, εργαζομένων, αστικής ζωής, σπουδάζουσας νεολαίας, λαϊκής τάξης, υψηλής κοινωνίας. Η ανάπτυξή της είναι ραγδαία, γίνεται πολύβουη, μηχανιστική και διαβρωτική για τον άνθρωπο που ζει σε αυτήν. Η δυναμική της εξέλιξη μέσα στο χρόνο εκφράζεται μέσα από την ποίηση που αναφέρεται σε αυτήν.
Η έννοια της ποίησης είναι ρευστή, δεν μπορεί να οριστεί απόλυτα καθώς εξαρτάται από την ευαισθησία και την οπτική γωνία εκείνου που την ορίζει. Σίγουρα πάντως δεν μπορεί να οριστεί πέρα από τις πολιτισμικές-ιστορικές συνθήκες καθώς και τις αισθητικές αξίες κάθε εποχής. Αυτό που αποτελεί ίσως «αληθινή» ποίηση είναι όταν ένα ποίημα περιέχει κάποια αισθητική αξία, απευθύνεται στον μυστηριακό χώρο των συναισθημάτων και διεγείρει την ψυχή του αναγνώστη. Η διοχέτευση του πόνου, της απόγνωσης, του μηδενισμού, της χαράς, της αισιοδοξίας καταλήγει στη μεταφυσική διάσταση του ποιητικού βιώματος. Ο ποιητής τελεί το ρόλο του παρατηρητή και αυτού που καταγράφει τις δονήσεις της εποχής του. Αυτή τη μορφή θα έχουν τα ποιήματα που θα προσεγγίσει.

Ύμνος εις την Αθήνα
Χαρά σ εσέ, χώρα λευκή καὶ χώρα ευτυχισμένη!
Καμία χώρα σ όλη τη γη, καμιά στην οικουμένη
δεν ηὖρε τέτοιο φυλαχτὸ σαν το δικό μου μάτι.
Απ άλλες χώρες πέρασα γοργά – γοργά τρεχάτη
και μ είδαν της Ελλάδας μου τ αγαπημένα μέρη
σαν άνεμο και σαν ἀϊτὸ και σύννεφο κι αστέρι.
Όμως σ᾿ ἐσὲ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω
και ρίζωσε ἡ αγάπη μου στα χώματά σου μόνο
      Κωστής Παλαμάς

Ο ύμνος είναι ένα ποιητικό είδος που καλλιεργείται ήδη από τα αρχαία χρόνια και πρόκειται για ένα τραγούδι γραμμένο για να τιμηθεί κάποιος θεός, ημίθεος ή ήρωας. Εδώ όμως συμβαίνει αντίστροφα, η θεά Αθηνά εκφράζει εγκώμια και υμνεί την πόλη της την Αθήνα. Με ένα εγκωμιαστικό τραγούδι γεμάτο πάθος στοχεύει στην πνευματική και ψυχική ανάταση της ίδιας της της πόλης. Κυριαρχεί η έξαρση, το υψηλό περιεχόμενο και δημιουργεί στον αναγνώστη δέος ή, όπως διαχωρίζει ο Καντ, το αίσθημα του υπέροχου. Σε μια εποχή κατά την οποία η Αθήνα έχει αρχίσει να αναπτύσσεται, να εκσυγχρονίζεται κοινωνικά και πολιτικά, ο Παλαμάς καταγράφει τα λόγια της θεάς Αθηνάς στην ιερή της πόλη σε μια έξαρση της ρομαντικής εξιδανίκευσης του αρχαίου παρελθόντος. Με αυτό τον τρόπο εκφράζει το πάθος του για την Αθήνα αλλά ταυτόχρονα και την σκεπτικιστική του διάθεση απέναντι στην αρχαία πόλη που πλέον γίνεται αποδέκτης του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.
Ο Κωστής Παλαμάς ενσωματώνει τον πλούτο της ελληνικής παράδοσης, τη βυζαντινή ποίηση, τον λυρισμό και εκφράζει τους πόθους και τους οραματισμούς της φυλής του εκείνη την εποχή. Στο ποίημά του ζωντανεύει ο μύθος της «φιλονικίας» που είχε η θεά Αθηνά με τον θεό Ποσειδώνα για την κατοχή της Αθήνας. Ο Ποσειδώνας χτυπώντας την τρίαινά του στον βράχο της Ακρόπολης αναβλύζει αλμυρό νερό ενώ η θεά Αθηνά δημιουργεί μια ελιά. Η υπόθεση αφού παραπέμφθηκε στο δικαστήριο του Ολύμπου, αποφασίστηκε η θεά Αθηνά να πάρει την πόλη. Η θεά Αθηνά λοιπόν απευθύνεται στην πόλη της και της λέει ότι πέρασε από πολλές πόλεις, από όλες όμως γρήγορα έφυγε, καμία δεν έλαμψε και την ήλκυσε όσο η Αθήνα. Στα λόγια της ζωντανεύει η κλασική αρχαιότητα, το πνευματικό κάλλος που καλλιεργήθηκε στα χώματα αυτού του τόπου και αποτέλεσε τη βάση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στρέφεται στα μεγάλα, τα υψηλά, εγείρει ψυχές και αφυπνίζει συνειδήσεις. Η φιλοσοφία, οι θετικές επιστήμες, η αρχιτεκτονική, η γλυπτική βρήκαν γόνιμο έδαφος, αναπτύχθηκαν και τροφοδότησαν τον πολιτισμό. Δεν μυθοποιεί την Αθήνα σε αυτό το ποίημα, απλά από μέσα της, την πολεοδομία, τα σπίτια, τους δρόμους, τους ανθρώπους της, εξάγει το μυθικό της νόημα. Ο τόπος αυτός είναι συνυφασμένος με τους ανθρώπους που έζησαν σε αυτή, τις ιδέες που δημιουργήθηκαν, το εκθαμβωτικό φως, γι’ αυτό ο,τιδήποτε καινούριο θα πρέπει πρώτα να προσαρμοστεί στις ανάγκες τής υπό διαμόρφωση Αθήνας.

Της Αθηνάς ανάγλυφο
Πώς ακούμπησες άπραγα το δόρυ;
Τη φοβερή σου περικεφαλαία
βαριά πώς γέρνεις προς το στήθος, Κόρη;
Ποιός πόνος τόσο είναι τρανός, ω Ιδέα,
για να σε φτάση! Οχτροί κεραυνοφόροι
δεν είναι για δικά σου τρόπαια νέα;
Δεν οδηγεί στο Βράχο σου την πλώρη
του καραβιού σου πλέον πομπή αθηναία;
Σε ταφόπετρα βλέπω να την έχη
καρφωμένη μία πίκρα την Παλλάδα.
Ὤ! κάτι μέγα, απίστευτο θα τρέχη …
Χαμένη κλαις την ιερή σου πόλη
ή νεκρή μες στο μνήμα και την όλη
του τότε και του τώρα, ὠιμένα! Ελλάδα;
         Κωστής Παλαμάς

Το μυθικό πρόσωπο της θεάς Αθηνάς στέκει άπραγο και αποκαρδιωμένο πάνω στο ανάγλυφο που έχει φτιαχτεί γι’ αυτήν. Ο πόνος είναι τόσο μεγάλος που αποκαρδιώνει, εκφράζεται έτσι η παρακμή της Ιδέας. Είναι η εποχή όπου η Ελλάδα υπέστη την εθνική χρεοκοπία του 1893, την ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 καθώς και τον έλεγχο που επέβαλαν οι Μεγάλες Δυνάμεις για το χρέος στους ξένους την ίδια χρονιά. Η Αθήνα ταυτίζεται με την Ελλάδα και βρίσκεται νεκρή στο μνήμα. Αποτελεί τον καθρέφτη της και αντικατοπτρίζει τον φόβο της για την ζωή των ανθρώπων της, την δυστυχία τους, τους πόνους τους, την οργή τους. Η θεά Αθηνά πικραμένη παρατηρεί τον απόηχο της κρίσης που τεμαχίζει την κοινωνία και βασανίζει τους ανθρώπους τους. Ο Παλαμάς με το ποίημά του στοχάζεται, προβληματίζεται, κρίνει και αναιρεί. Μέσα από αυτό το έργο φιλοσοφεί, καυτηριάζει την πραγματικότητα και ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί τις μεγαλειώδεις εικόνες της θεάς Αθηνάς στο ομώνυμο μνημείο να θρηνεί, η κατάρριψη της πραγματικότητας είναι ακόμα πιο έντονη και βίαιη. Τα αισθήματα του αναγνώστη είναι το δέος αλλά και η λύπη. Ωστόσο ο ίδιος ο ποιητής παρά τις ιστορικές περιπέτειες της ιερής του πόλης, έζησε μια «ασάλευτη ζωή» σε αυτήν.
   Ιερά Οδός
Απο τη νέα πληγή που μ᾿ άνοιξεν  η μοίρα
έμπαιν᾿ ο  ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου
με τόση όρμή, καθὼς βασίλευε, ὅπως
ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι π᾿ ὁλοένα
βουλιάζει.
Γιὰ ἐκεῖνο πιὰ τὸ δείλι,
σὰν ἄρρωστος, καιρό, ποὺ πρωτοβγαίνει
ν᾿ ἀρμέξει ζωὴ ἀπ᾿ τὸν ἔξω κόσμον, ἤμουν
περπατητὴς μοναχικὸς στὸ δρόμο
ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα κ᾿ ἔχει
σημάδι του ἱερὸ τὴν Ἐλευσίνα.
Τί ἦταν γιὰ μένα αὐτὸς ὁ δρόμος πάντα
σὰ δρόμος τῆς Ψυχῆς.
Φανερωμένος
μεγάλος ποταμός, κυλοῦσε ἐδῶθε
ἀργὰ συρμένα ἀπὸ τὰ βόδια ἁμάξια
γεμάτα ἀθεμωνιὲς ἢ ξύλα, κι ἄλλα
ἁμάξια, γοργὰ ποὺ προσπερνοῦσαν,
μὲ τοὺς ἀνθρώπους μέσα τοὺς σὰν ἴσκιους.
Μὰ παραπέρα, σὰ νὰ χάθη ὁ κόσμος
κ᾿ ἔμειν᾿ ἡ φύση μόνη, ὥρα κι ὥρα
μίαν ἡσυχία βασίλεψε. K᾿ ἡ πέτρα
π᾿ ἀντίκρισα σὲ μία ἄκρη ριζωμένη,
θρονί μου φάνη μοιραμένο μου ἦταν
ἀπ᾿ τοὺς αἰῶνες. K᾿ ἔπλεξα τὰ χέρια,
σὰν κάθισα, στὰ γόνατα, ξεχνώντας
ἂν κίνησα τὴ μέρα αὐτὴ ἢ ἂν πῆρα
αἰῶνες πίσω αὐτὸ τὸν ἴδιο δρόμο.
Μὰ νά· στὴν ἡσυχία αὐτή, ἀπ᾿ τὸ γύρο
τὸν κοντινό, προβάλανε τρεῖς ἴσκιοι.
Ἕνας Ἀτσίγγανος ἀγνάντια ἐρχόταν,
καὶ πίσωθέ του ἀκλούθααν, μ᾿ ἁλυσίδες
συρμένες, δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες.
Καὶ νά· ὡς σὲ λίγο ζύγωσαν μπροστά μου
καὶ μ᾿ εἶδε ὁ Γύφτος, πρὶν καλὰ προφτάσω
νὰ τὸν κοιτάξω, τράβηξε ἀπ᾿ τὸν ὦμο
τὸ ντέφι καί, χτυπώντας το μὲ τό ῾να
χέρι, μὲ τ᾿ ἄλλον ἔσυρε μὲ βία
τὶς ἁλυσίδες. K᾿ οἱ δυὸ ἀρκοῦδες τότε
στὰ δυό τους σκώθηκαν, βαριά.
Ἡ μία,

(ἤτανε ἡ μάνα, φανερά), ἡ μεγάλη,
μὲ πλεχτὲς χάντρες ὅλο στολισμένο
τὸ μέτωπο γαλάζιες, κι ἀπὸ πάνω
μίαν ἄσπρη ἀβασκαντήρα, ἀνασηκώθη
ξάφνου τρανή, σὰν προαιώνιο νά ῾ταν
ξόανο Μεγάλης Θεάς, της αιώνιας Μάνας,
αὐτῆς της ιδίας ποὺ ἱερὰ θλιμμένη,
μὲ τὸν καιρὸν ὡς πῆρε ἀνθρώπινη ὄψη,
γιὰ τὸν καημὸ τῆς κόρης της λεγόνταν
Δήμητρα ἐδῶ, γιὰ τὸν καημὸ τοῦ γιοῦ της
πιὸ πέρα ἦταν Ἀλκμήνη ἢ Παναγία.
Καὶ τὸ μικρὸ στὸ πλάγι της ἀρκούδι,
σὰ μεγάλο παιχνίδι, σὰν ἀνίδεο
μικρὸ παιδί, ἀνασκώθηκε κ᾿ ἐκεῖνο
ὑπάκοο, μὴ μαντεύοντας ἀκόμα
τοῦ πόνου του τὸ μάκρος, καὶ τὴν πίκρα
τῆς σκλαβιᾶς, ποὺ καθρέφτιζεν ἡ μάνα
στὰ δυὸ πυρά της ποὺ τὸ κοίτααν μάτια!
Ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ τὸν κάματον ἐκείνη
ὀκνοῦσε νὰ χορέψει, ὁ Γύφτος, μ᾿ ἕνα
῾πιδέξιο τράβηγμα τῆς ἁλυσίδας
στοῦ μικροῦ τὸ ρουθούνι, ματωμένο
ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ χαλκὰ ποὺ λίγες μέρες
φαινόνταν πὼς τοῦ τρύπησεν, αἰφνίδια
τὴν ἔκαμε, μουγκρίζοντας μὲ πόνο,
νὰ ὀρθώνεται ψηλά, πρὸς τὸ παιδί της
γυρνώντας τὸ κεφάλι, καὶ νὰ ὀρχιέται
ζωηρά.
K᾿ ἐγώ, ὡς ἐκοίταζα, τραβοῦσα
ἔξω ἀπ᾿ τὸ χρόνο, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ χρόνο,
ἐλεύτερος ἀπὸ μορφὲς κλεισμένες
στὸν καιρό, ἀπὸ ἀγάλματα κ᾿ εἰκόνες·
ἤμουν ἔξω, ἤμουν ἔξω ἀπὸ τὸ χρόνο.
Μὰ μπροστά μου, ὀρθωμένη ἀπὸ τὴ βία
τοῦ χαλκὰ καὶ τῆς ἄμοιρης στοργῆς της,
δὲν ἔβλεπα ἄλλο ἀπ᾿ τὴν τρανὴν ἀρκούδα
μὲ τὶς γαλάζιες χάντρες στὸ κεφάλι,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὅλου
τοῦ κόσμου, τωρινοῦ καὶ περασμένου,
μαρτυρικὸ τεράστιο σύμβολο ὄλου

τοῦ πόνου τοῦ πανάρχαιου, ὁπ᾿ ἀκόμα
δὲν τοῦ πληρώθη ἀπ᾿ τοὺς θνητοὺς αἰῶνες
ὁ φόρος τῆς ψυχῆς.
Τί ἐτούτη ἀκόμα
ἦταν κ᾿ εἶναι στὸν Ἅδη.
Καὶ σκυμμένο
τὸ κεφάλι μου κράτησα ὁλοένα,
καθὼς στὸ ντέφι μέσα ἔριχνα, σκλάβος
κ᾿ ἐγὼ τοῦ κόσμου, μιὰ δραχμή.
Μὰ ὡς, τέλος,
ὁ Ἀτσίγγανος ξεμάκρυνε, τραβώντας
ξανὰ τὶς δυὸ ἀργοβάδιστες ἀρκοῦδες,
καὶ χάθηκε στὸ μούχρωμα, ἡ καρδιά μου
μὲ σήκωσε νὰ ξαναπάρω πάλι
τὸ δρόμον ὁποὺ τέλειωνε στὰ ῾ρείπια
τοῦ Ἱεροῦ τῆς Ψυχῆς, στὴν Ἐλευσίνα.
K᾿ ἡ καρδιά μου, ὡς ἐβάδιζα, βογγοῦσε:
«Θά ῾ρτει τάχα ποτέ, θὲ νά ῾ρτει ἡ ὥρα
ποὺ ἡ ψυχὴ τῆς ἀρκούδας καὶ τοῦ Γύφτου,
κ᾿ ἡ ψυχή μου, ποὺ Μυημένη τηνὲ κράζω,
θὰ γιορτάσουν μαζί;»
Κι ὡς προχωροῦσα,
καὶ βράδιαζε, ξανάνιωσα ἀπ᾿ τὴν ἴδια
πληγή, ποὺ ἡ μοίρα μ᾿ ἄνοιξε, τὸ σκότος
νὰ μπαίνει ὁρμητικὰ μὲς στὴν καρδιά μου,
καθὼς ἀπὸ ραγισματιὰν αἰφνίδια μπαίνει
τὸ κύμα σὲ καράβι ποὺ ὁλοένα
βουλιάζει. Κι ὅμως τέτοια ὡς νὰ διψοῦσε
πλημμύραν ἡ καρδιά μου, σᾶ βυθίστη
ὡς νὰ πνίγηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
σὰ βυθίστηκε ἀκέρια στὰ σκοτάδια,
ἕνα μούρμουρο ἁπλώθη ἀπάνωθέ μου,
ἕνα μούρμουρο,
κ᾿ ἔμοιαζ᾿ ἔλλε:
«Θὰ ῾ρτει.»
Άγγελος Σικελιανός

Η μη ιστορική συγχρονικότητα διαφορετικών φαινομενικά θρησκευτικών εμπειριών φαίνεται σ’ αυτό το ποίημα. Όπως αναφέρει ο Θ. Σ. Έλιοτ «όλος ο χρόνος είναι αιώνια παρών». Το παρελθόν ενυπάρχει στο παρόν και όλα αυτά συνυπάρχουν με το μέλλον. Η Ιερά Οδός είναι ο δρόμος προς το αρχαίο ιερό της Δήμητρας στην Ελευσίνα όπου περνούσε η πομπή των Ελευσινίων μυστηρίων. Σ’ αυτό το δρόμο ο ποιητής συναντά ένα γύφτο που οδηγεί δυο αρκούδες, την μητέρα και το παιδί της προς το ιερό της Δήμητρας. Αισθάνεται το παροντικό βίωμα που ξαφνικά διαστέλλεται από το παρελθόν μέχρι το μέλλον καταλήγοντας στην αχρονία. Ο δρόμος αυτός αποτελεί τη σύνδεση του παρελθόντος με το παρόν αλλά και του εξωτερικού ερεθίσματος με την ουσιαστική επαφή, με την ψυχή του. Ο αρκουδιάρης είναι ο εξουσιαστής που κρατά τις αρκούδες-εξουσιαζόμενους σκλαβωμένες. Ο Ατσίγγανος συμβολίζει τους ανθρώπους που κρατούν τις αλυσίδες και αναγκάζουν το ανθρώπινο γένος να εκτελεί διαταγές. Ο συμβολισμός αυτός είναι διαχρονικός και εκφράζει το εναγώνιο ερώτημα, μέχρι πότε θα υπάρχουν καταπιεστές και καταπιεζόμενοι στη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, από τα αρχαία χρόνια μέχρι σήμερα. Ο τωρινός πόνος που βιώνει ο ποιητής είναι ταυτόχρονα και περασμένος πόνος, «μαρτυρικό τεράστιο σύμβολο όλου του πόνου του πανάρχαιου». Τελικά πολλές ψυχές ενώνονται σε μια απόλυτη συνοχή με το ερώτημα να αιωρείται. Ο μυστικισμός είναι έντονος, το μυστήριο της ζωής και του θανάτου κυριαρχεί ενώ ταυτόχρονα η αίσθηση του αρχαίου κόσμου σε συνδυασμό με τον τραγικό χορό της αρκούδας μοιάζει με αυτό που υποστηρίζει ο Nietzsche, η ζωή είναι αυτό και τίποτα πέραν αυτού, γι’ αυτό πρέπει να καταπολεμηθεί το ασκητικό ιδεώδες και οι άνθρωποι να ζουν σύμφωνα με το διονυσιακό πρότυπο.

Αθήνα
Ώρα γλυκιά. Ξαπλώνει ωραία δομένη
η Αθήνα στον Απρίλη σαν εταίρα.
Είναι ηδονές τα μύρα στον αιθέρα,
και τίποτε η ψυχή πια δεν προσμένει.
Στα σπίτια σκύβει απάνω και βαραίνει
το ασήμι του βλεφάρου της η εσπέρα.
Βασίλισσα η Ακρόπολη εκεί πέρα
πορφύρα έχει τη δύση φορεμένη.

Φιλί φωτός και σκάει το πρωταστέρι.
Στον Ιλισσό ερωτεύεται τ’ αγέρι
ροδονυφούλες δάφνες που ριγούνε.
Ώρα γλυκιά χαράς και αγάπης, όντας
πουλάκια το ένα τ’ άλλο κυνηγούνε
τ’ Ολύμπιου Δία μια στήλη αεροχτυπώντας..
Κώστας Καρυωτάκης

Ανάμεσα στο τέλος του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η Αθήνα ζει την belle époque της. Ο ηλεκτρισμός έχει έλθει και φωτίζει τις νύχτες των Αθηναίων που κατεβαίνουν στο Φάληρο για να περπατήσουν συνοδευόμενοι από τη μουσική υπόκρουση της μπάντας του δήμου ή για να ακούσουν υπαίθριες οπερέτες. Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) επέκτειναν τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας και διασφάλισαν την Κρήτη και τα περισσότερα από τα νησιά του Αιγαίου ενώ ταυτόχρονα το όραμα της Μεγάλης Ιδέας που είχε ξεκινήσει από το 1870 φαινόταν περισσότερο από ποτέ πραγματοποιήσιμο. Ωστόσο ο Εθνικός Διχασμός (1915-1917), οι συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και η Μικρασιατική Καταστροφή σημαίνουν το τέλος της επεκτατικής αισιοδοξίας των Ελλήνων. Σε αυτό το κλίμα, το αθηναϊκό τοπίο απεικονίζεται στο ποίημα σε όλο του το μεγαλείο την ώρα του δειλινού. Οι καιροί αλλάζουν και οι εξελίξεις στον τρόπο ζωής στην πόλη μεταβάλλονται, ωστόσο το φυσικό περιβάλλον παραμένει όμορφο και γοητευτικό. η Αθήνα είναι μια γοητευτική πόλη που μπορεί να ξελογιάσει τον γηγενή ή τον περαστικό με τα χρώματά της, τα αρώματά της από τα λουλούδια και τα δέντρα που είναι ανθισμένα την άνοιξη. Σιγά-σιγά όπως προχωρά η ώρα, η νύχτα πέφτει βαριά πάνω στα σπιτάκια ενώ η Ακρόπολη λούζεται στο πυροκόκκινο φως της δύσης. Κάθε γωνιά της Αθήνας ντύνεται το βραδυνό της ρούχο και ευφραίνει την ψυχή του παρατηρητή.
Ο Καρυωτάκης επιστρατεύει αληθινά δοξαστικούς τόνους, ωστόσο επειδή διαθέτει μια γενική αίσθηση των πραγμάτων και των συνθηκών της εποχής του, της διάψευσης του οράματος, του κατακερματισμένου κόσμου χωρίς καμία προοπτική, ασκεί κοινωνική ποίηση θέτοντας στο στόχαστρό του ακόμα και το λαό. Έτσι εκφράζει πόσο ειδυλλιακά φαινόντουσαν όλα ένα χρόνο πριν την Μικρασιατική Καταστροφή παρά τις συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σχολιάζει πώς οι πολίτες βιώνουν την κατάσταση και σύμφωνα με την άποψή του για τις γυναίκες, η θηλυκή Αθήνα μοιάζει με τη γυναίκα της πόλης που είναι ένα ανυποψίαστο πλάσμα και γι’ αυτό προνομιούχο, δεν αντιλαμβάνεται τη σύμβαση μέσα στην οποία ζει.

«1925»
Στη Νέα Σμύρνη μια γριά
απ’ τα χωριά της Προύσας
-νοικοκυρές το νου σας-
μαζεύει γέρους και παιδιά
τριγύρω στο ντιβάνι
κι αινίγματα τους βάνει.

Ποιος είναι αυτός που περπατεί στα τέσσερα καβάλα
με ήλιο και ψιχάλα
κρατεί στο χέρι το σπαθί φορεί λουριά στα στήθια
και λέει παραμύθια.

Εκεί στα παραπήγματα
πες το να μην το πω
θα λύσουν τα αινίγματα
και θα γενεί κακό.

Ποιος είναι αυτός με το λειρί και την χρυσή καδένα
που κολυμπάει στη στέρνα.
Ποιος είναι αυτός με το φλουρί τη σμύρνα το λιβάνι
που τρώει και δε φτάνει.

Στη Νέα Σμύρνη μια γριά
ρωτά με τα σωστά της
την αναδεξιμιά της.

Πόσο κρατάνε τα βουνά την άνοιξη το χιόνι
και ποιος νοτιάς το λιώνει.
Κ. Χ. Μύρης

Το συγκλονιστικό γεγονός που άνοιξε μεγάλες πληγές και έφερε κοινωνική, πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή (1922). Η συνεχής εμπόλεμη κατάσταση, η εγκατάλειψη της Μεγάλης Ιδέας και η εισροή ενός εκατομμυρίου προσφύγων στην Ελλάδα, με τους περισσότερους να καταφεύγουν στην Αθήνα, συνέθεσαν το κλίμα της ανασφάλειας, της ματαίωσης και της απογοήτευσης. Εκτός από την πικρή ιστορική εμπειρία της Καταστροφής, η Αθήνα βρισκόταν αντιμέτωπη με το σημαντικό θέμα της στέγασης των προσφύγων, της αποκατάστασής τους και της εύρεσης εργασίας. Ο μεγάλος αριθμός προσφύγων έπρεπε να προσαρμοστεί στη ζωή της Αθήνας και ταυτόχρονα οι Αθηναίοι να τους αποδεχθούν. Ωστόσο αυτό δεν αποδείχθηκε εύκολο καθώς τους αντιμετώπιζαν με πολλές προκαταλήψεις, ενώ ταυτόχρονα οι πρόσφυγες από την πλευρά τους τους θεωρούσαν όχι τόσο εξελιγμένους σε οικονομικά και πολιτισμικά θέματα. Η εγκατάστασή τους έγινε σε διάφορες περιοχές της Αθήνας όπου ανεγέρθηκαν συνοικισμοί που έπαιρναν το όνομά τους από την πόλη που προέρχονταν στη Μικρά Ασία. Ένας από αυτούς τους συνοικισμούς είναι η Νέα Σμύρνη, όπως περιγράφει το ποίημα. Η γριά έχει συγκεντρώσει στο ντιβάνι γέρους και παιδιά βάζοντάς τους αινίγματα. Αινίγματα για την κατάστασή τους αλλά και την αμφιβολία για τις μελλοντικές εξελίξεις. Ωστόσο οι πρόσφυγες μετέφεραν μαζί με την ταλαιπωρία τους γνώσεις οικονομικές καθώς και πολλά πολιτισμικά στοιχεία που μπολιάστηκαν στον αθηναϊκό πολιτισμό και τον εξέλιξαν.

«Αθήνα του 1938»
Ένα ταξίδι στην Αθήνα,
όνειρο χαδεμένο
είκοσι χρόνια.
Ω θύμησες παιδιάστικες με το τραγούδι
«Στο Ζάππειο μια μέρα…»
και νοσταλγίες νεανικές- τα γράμματα
τα γράμματα σου άγνωστη, αθηναία κόρη…

Ω Αθήνα, ω πόλη που απάνω σου
των αιώνων τα όνειρα φέγγουν.
εγώ που περίμενα
ν ’αποχτήσω κοντά σου
τα μάτια τα μενεξελιά,
της ψυχής σου τα μάτια τ ’αθάνατα
και το ήθος που ξέρει
φωτεινά και απέριττα
μες στο χρόνο να στήνει
αγάλματα…
Για να γκρεμίσω τα όνειρα
Είκοσι χρόνων
Ήρθα μια μέρα στην Αθηνά.

Πενήντα χιλιάδες ζεύγη ματιά
Με υποδέχτηκαν
Οι πενήντα χιλιάδες χαφιέδες σου
Με υποδέχτηκαν
Τα νεκρωμένα καφενεία σου
Με υποδέχτηκαν
Τα τρομαγμένα πρόσωπα των πολιτών σου
Με υποδέχτηκαν
Οι καημοί, το μαράζι κ’ οι ψίθυροι των φοιτητών σου
Με υποδέχτηκαν,
Κ’ οι αγωνίες των εξορισμένων στα νησιά
Με χαιρέτησαν

Και μου κουνήσανε την κεφαλή,
Σαν αηδόνια βουβά και περίλυπα
Οι ποιητές σου
Και με βλαστήμησε
Η μούρη ενός βατράχου βρομερού κι απαίσιου
Σ’ όλους τους δρόμους, σ’ όλες τις προθήκες.
   Στρατής Τσίρκας

Η περίοδος του Μεσοπολέμου σήμανε την έναρξη της πόλωσης των εσωτερικών συγκρούσεων στον ελλαδικό χώρο και φυσικά αυτό φάνηκε πολύ έντονα στην πρωτεύουσα της Αθήνας. Μετά τον Εθνικό Διχασμό και την κατάρριψη της Μεγάλης Ιδέας ήρθαν στην επιφάνεια παλαιότερες και βαθύτερες διχόνοιες για το ζήτημα διακυβέρνησης της Ελλάδας. Έχει αρχίσει η οργάνωση της αριστεράς (ΣΕΚΕ, ίδρυση 1918) αλλά ταυτόχρονα εντείνεται η παραβίαση των βασικών ατομικών ελευθεριών, η κρατική βία, η παρακρατική και οι διώξεις κατά των πολιτικών αντιπάλων βενιζελικών και αντιβενιζελικών. Ενώ συμβαίνουν αυτά την δεκαετία του 1930, θεσπίζεται το «ιδιώνυμο», ένας αντικομουνιστικός νόμος και το 1936 με την βασιλική αποδοχή του Γεωργίου του Α’, ο Μεταξάς αναλαμβάνει την εξουσία εγκαθιδρύοντας δικτατορία για την αντιμετώπιση του κινδύνου κοινωνικών ανατροπών.
Ο ποιητής-περιηγητής ύστερα από χρόνια επισκέπτεται την Αθήνα το 1938. Αυτό που συναντά είναι τελείως διαφορετικό από τις προσδοκίες που είχε, την ονειρικά φτιαγμένη εικόνα του για αυτήν. Περιγράφει την τοπική αστική κοινωνία όπως έχει διαμορφωθεί από τις ιστορικές-κοινωνικές συνθήκες. Η πόλη από φιλόξενη και ελκυστική έχει μεταμορφωθεί σε απειλητική, σε κάθε γωνία οι «χαφιέδες» της παραμονεύουν για να αντιληφθούν κάθε παράνομη κίνηση. Είναι ερημική και νεκρωμένη, τα σημεία συνάντησης των ανθρώπων όπως τα καφενεία είναι άδεια. Οι μυστηριώδεις δρόμοι και η περίεργη ατμόσφαιρα της πόλης αντικατοπτρίζουν την συναισθηματική κατάσταση των πολιτών της. Ο τρόμος έχει καταλάβει τις εκφράσεις των προσώπων τους ενώ ταυτόχρονα οι νέοι φοιτητές, οι προβληματιζόμενοι, οι ανήσυχοι, οι σκεπτόμενοι κοιτούν το παρόν με λύπη και απογοήτευση. Μια πόλη κατακερματισμένη, διαιρεμένη με πολλούς απόντες που εξορίστηκαν σε νησιά λόγω των ιδεών τους. Σε αυτό το σκηνικό της πραγματικότητας οι ποιητές γίνονται αποδέκτες των τραυμάτων της πόλης της Αθήνας εκφράζοντας την λύπη τους σαν αηδόνια. Στην πόλη λοιπόν έχουν μείνει οι διάφοροι βάτραχοι, τα αμφίβια που έχουν διπλή ζωή, οι άνθρωποι που μεταμορφώθηκαν, πούλησαν τις ιδέες τους και έρπουν στους σκοτεινούς δρόμους. Πουλάνε την εικόνα τους στις βρωμερές βιτρίνες βλαστημώντας τον ποιητή.

«Αθήνα 1943»
Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορεινός απ τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.

Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «ἐν κινδύνῳ»
ως τις εφτά που θ᾿ ακουστεί «Σιστάς Μοσκβὰ»
και στις οχτώ (βαλ᾿ το σιγά) «Εδώ Λονδίνο».

Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ᾿ την Κριμαία.
Κατά τετράδας πάν στο δρόμο οι γερμανοὶ
κάτου από μαύρη, κακορίζικη σημαία.

Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ᾿ ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.
          Νίκος Καββαδίας

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος σημάδεψε το σύνολο της ανθρωπότητας. Οι κατοχικοί μήνες στην Αθήνα εξαθλίωσαν τη ζωή των ανθρώπων της, η διατροφή και η περίθαλψη σχεδόν ανύπαρκτα και οδηγούσαν στην απόλυτη στέρηση. Παράλληλα η αντιστασιακή δράση στα βουνά της κεντρικής Ελλάδας  εξελισσόταν, όμως οι αντιθέσεις μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων άρχισαν ήδη από το 1943. Με την επιστροφή της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης στην Αθήνα και την πίεση που ασκούσε η φιλομοναρχική πολιτική της Αγγλίας, δημιουργήθηκαν αντιθέσεις για το πολιτειακό ζήτημα. Μετά την ειρηνική πορεία του ΕΑΜ το Δεκέμβρη του 1944 στην πλατεία Συντάγματος και τη δολοφονία διαδηλωτών ο εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν στα βουνά της ηπειρωτικής Ελλάδας που έληξαν το 1949 με τη νίκη του Εθνικού Στρατού έναντι του Δημοκρατικού Στρατού.
Στο ποίημα απεικονίζεται το τοπίο της Αθήνας παγωμένο και ανατριχιαστικό. Στις διάφορες γειτονιές όλα είναι σε κατάσταση διάλυσης ενώ η εικόνα των κρεμασμένων στα πάρκα προκαλεί στον περαστικό φρίκη. Οι άνθρωποι είναι βουβοί και ομοιάζουν με σκιές που περιπλανιούνται στο κατεστραμμένο αστικό τοπίο. Ο κίνδυνος παραμονεύει από παντού και η ανασφάλεια είναι κυρίαρχη. Ωστόσο, φωνές διαμαρτυρίας και αντίστασης έχουν αρχίσει να διαφαίνονται και το αθηναϊκό τοπίο ομορφαίνει λόγω της ελπίδας που γεννιέται.
«Δρόμοι»
Δρόμοι – στιλπνά σκούρα χταπόδια τούτης της χώρας μου,
που πάνω σας δίχως μορφή και δίχως βάρος
πορεύεται το μέλλον. Κούρσες, πούλμαν, δεξαμενόπλοια,
κάποιο ποδήλατο και κανένα σπουργίτι
που κυλά τις αόρατες ρόδες του πάνω στην άσφαλτο.
Από κάτω υπόγειοι δρόμοι. Από πάνω
αέρινες σήραγγες παίζοντας τζαζ.
Δρόμοι πλάι σε αστραφτερές βιτρίνες, πλάι
σ’ αγάλματα ή ανάμεσα από μαγαζιά κι
εργοστάσια. Δρόμε έξω απ’ το πανεπιστήμιο.
Έξω απ’ το κτίριο της Βουλής. Δρόμε εθνικέ.
Δρόμοι της συνοικίας. Δρόμοι μαστιγωμένοι
από πίσσα και αίμα. Φτιαγμένοι με φωνές
και χαλίκια. Κάτω απ’ το βάρος
οδοστρωτήρων και χιλιάδων διαδηλώσεων.
Δρόμε, σάβανο του Γρηγόρη, του Σωτήρη, του Τάσου.
Δρόμοι- παίανες. Δρόμοι γιορτής.
Δρόμοι-αγωνία. Δρόμοι-φονιάδες.
Ποια κατάρα πάνω σας έχει πέσει;

Περιμένουμε ο καθένας στη στάση του.
Περιμένουμε όλοι μαζί στο τσίγκινο υπόστεγο.
      Γιάννης Πούλιος

«Το σώμα και το αίμα»
ΙΙ
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Γιάννης Ρίτσος.
Η ιστορία της πόλης της Αθήνας εκτείνεται από την υλική της υπόσταση σε μια άλλη υπερβατική που περιλαμβάνει τη ζωή των ανθρώπων της, τις ιδέες τους και τους αγώνες τους. Οι δρόμοι της πόλης εξυπηρετούν την συγκοινωνία με άλλες περιοχές και την επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους. Ο ποιητής περιδιαβαίνει στους διάφορους δρόμους της Αθήνας, έξω από το Πανεπιστήμιο, έξω από την Βουλή, τον εθνικό, τον συνοικιακό. Είναι ευαίσθητος δέκτης της σημασίας τους στην εξέλιξη της αστικής ιστορίας. Σε αυτούς τους δρόμους βγήκαν, βγαίνουν και θα βγαίνουν άνθρωποι για να διαμαρτυρηθούν και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους για μια ελεύθερη ζωή. Το βάρος της μνήμης είναι μεγάλο, χαλίκια, τσιμέντο, πίσσα και ανθρώπινο αίμα. Στους δρόμους της Αθήνας σκοτώθηκε ο Σωτήρης Πέτρουλας σε διαδήλωση κατά τα Ιουλιανά το 1965. Οι δρόμοι αυτοί αποτελούν το σάβανο και το μνημείο για τους αγώνες τους. Ο ποιητής τελεί μια μορφή μνημόσυνου για τα πρόσωπα που αγωνίστηκαν. Ξεκινώντας από τον δρόμο μια ιστορική αναδρομή, εκφράζει πράγματα που θέλει να τα νοιώσει και ο άλλος, αφυπνίζει τις ατομικές συνειδήσεις με στόχο τη δημιουργία συλλογικών συνειδήσεων για το δημόσιο βίο. Εκκινώντας από την απτή εμπειρία του δρόμου η σκέψη του καταλήγει στην υπερβατική φύση του δρόμου εκφράζοντας την έννοια της αυταπάρνησης για την υπεράσπιση των ιδανικών του ανθρώπου. Όπως οι δρόμοι έτσι και τα κτίρια πάλλονται από τους αγώνες των ανθρώπων που βιώνουν μέσα σε αυτά και τελικά αυτές οι ιστορικές στιγμές τα πλαισιώνουν. Στο ποίημα «Το σώμα και το αίμα» περιγράφεται η λαϊκη κινητοποίηση και η εξέγερση ενάντια στη βία και τον αυταρχισμό της δικτατορίας του Παπαδόπουλου. Μέσα στο Πολυτεχνείο τελούνται συνεδριάσεις, φοιτητές γράφουν συνθήματα αντιδικτατορικά και ο κόσμος συγκεντρώνεται μέσα και έξω από το κτίριο του Πολυτεχνείου. Ήταν η κορυφαία φανερή μέχρι τότε εκδήλωση αντίστασης κατά της Χούντας και τα οράματα της για Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία-Δημοκρατία συνεχίζουν να είναι επίκαιρα μέχρι σήμερα.

«Συμπτώματα»
Αθήνα προπολεμική-μεταπολεμική
Και συ καφενείο-το καρύδι μέσα στο κλουβί

Αθήνα προπολεμική
Αθήνα υπερτονική
Αθήνα κατατονική
με το χρυσό σου δάχτυλο στ’ αυτί

την τελευταία μου διεύθυνση
την ξέχασα στο ωρολογοπωλείο

και θάνατος στο Πρίντεζι
Ω, Βενετία.
  Μίλτος Σαχτούρης

Το ποίημα αυτό είναι η αντανάκλαση και οι επιπτώσεις των ιστορικών και κοινωνικών δεδομένων στη ζωή των ανθρώπων της Αθήνας. Στο ποίημα φαίνονται θραυσματικά οι περίοδοι της Αθήνας εκφράζοντας την κατακερματισμένη ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε αυτή. Τα συμπτώματά της είναι πολλά, εναλλάσσονται και μετουσιώνονται, πότε προπολεμική, πότε μεταπολεμική, ίσως υπερτονική όσο και κατατονική. Τίποτα δεν είναι σταθερό, όλη της η εξέλιξη είναι αποτέλεσμα συγκρούσεων, των υποτακτικών ή των διεκδικητικών διαθέσεών της. Το καφενείο, τόπος συνάντησης του λαού, είναι το «καρύδι μέσα στο κλουβί» ίσως γιατί η μοίρα της Αθήνας και της Ελλάδας ήταν διακύβευμα και υπόθεση άλλων εξωτερικών δυνάμεων. Αυτόν τον κατακερματισμό το άτομο τον βιώνει στον αθηναϊκό τόπο. Χάνεται, μπερδεύεται, διασπάται και αποπροσανατολίζεται από το σπίτι του, την βάση, εν όσω ο χρόνος πάντα περνά και ρέει, «την τελευταία μου διεύθυνση την ξέχασα στο ωρολογοποιείο».

Το δικαίωμα στη συν-δημιουργία της πόλης.

ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΕΙΠΕ Ο ΜΑΡΞ
ΑΛΛΑΞΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΕΙΠΕ Ο ΡΕΜΠΩ
ΓΙΑ ΕΜΑΣ ΑΥΤΑ ΤΑ ΔΥΟ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
ΕΙΝΑΙ ΟΜΟΙΑ
Andre Breton

Η πόλη σύμφωνα με τον αστικό κοινωνιολόγο Robert Park σχετίζεται με την ανακατασκευή του κόσμου που ζει ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος προσπαθεί να την κάνει όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά στις επιθυμίες του και τις ανάγκες του. Η πόλη στην οποία ζει αποτελεί ουσιαστικά κομμάτι του εαυτού του γι’ αυτό είναι σαν να ξαναφτιάχνει τον εαυτό του. Η μορφή της πόλης λοιπόν εξαρτάται από τις ευαισθησίες, τις ιδέες, τις αισθητικές αξίες και τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων της. Ο τρόπος κατασκευής της εκφράζει τη σχέση των ανθρώπων με τη φύση, το ιστορικό παρελθόν, τις τεχνολογικές πρωτοπορίες. Είναι σημαντικό στις σημερινές συνθήκες να διεκδικήσουμε το δικαίωμά μας για τη συνδιαμόρφωση της πόλης στην οποία ζούμε, ενός είδους δηλαδή εξουσίας απέναντι στους όρους με τους οποίους η πόλη φτιάχνεται και ξαναφτιάχνεται.
Στην Αθήνα οι ανάγκες , ατομικές και κοινωνικές, οδηγούν στην διατήρηση των μνημείων του παρελθόντος αλλά και την κατασκευή σύγχρονων που λειτουργούν ως ανάμνηση πρόσφατων γεγονότων, ατόμων και προβολής ιδεών. Με την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων, από τους σημαντικότερους στον κόσμο,  οι αθηναίοι και οι επισκέπτες της πόλης  έρχονται σε επαφή με ανακαινισμένα μνημεία και κτίρια από τη γέννηση της πόλης μέχρι σήμερα. Η διαμόρφωση αυτού του «ανοικτού μουσείου» επιτρέπει στους ανθρώπους να εντάξουν στην καθημερινότητα τους έναν περίπατο στην ιστορία της Αθήνας . Η Αθήνα στην αρχαιότητα υπήρξε ο χώρος ανάπτυξης των ιδεών της δημοκρατίας και της ελεύθερης σκέψης, χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται στα μνημεία της.
Το φως της πόλης δίνει πλαστικότητα στο αστικό τοπίο, στους αρχαιολογικούς χώρους, τα στενά δρομάκια και τις μεγάλες λεωφόρους, τις σύγχρονες πολυκατοικίες και τα νεοκλασικά κτίρια  και όπως αναφέρει ο Εμπειρίκος: «Θεέ ! O καύσων αυτός χρειάζεται για να υπάρξη τέτοιο φως ! Tο φως αυτό χρειάζεται, μια μέρα για να γίνη μια δόξα κοινή, μια δόξα πανανθρώπινη, η δόξα των Ελλήνων, που πρώτοι, θαρρώ, αυτοί, στον κόσμον εδώ κάτω, έκαμαν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου».

     Βιβλιογραφία:
Beaton Roderick, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, Νεφέλη, Αθήνα 1996
A. Benoit-Dusausoy – G. Fontaine,  Ευρωπαϊκά Γράμματα – Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, ΣΟΚΟΛΗΣ, Αθήνα, 1992
Γεωργιάδου Αγάθη., Η ποιητική περιπέτεια, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2005
Μπίρης Η. Κώστας, ΑΙ ΑΘΗΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥ 19ου ΕΙΣ ΤΟΝ 20ον ΑΙΩΝΑ, Μέλισσα, Αθήνα, 2005
Παρίσης Ιωάννης, Παρίσης Νικήτας, Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων, Πατάκη (ΟΕΔΒ), Αθήνα, 2007
Φιλοκύπρου Έλλη, Η Γενιά του Καρυωτάκη, Νεφέλη, Αθήνα, 2009
«Κώστας Γ. Καρυωτάκης» (Εποχές και συγγραφείς), ντοκυμαντέρ από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ.
Σημειώσεις από το μάθημα της «Αισθητικής & Επικοινωνίας»