Ο Μίμης Φωτόπουλος στο “σανίδι” της ποίησης.

εάν (24grammata.com) / ποίηση

γράφει η ποιήτρια Ντόρα Βλάσση

«Δεν γράφω για να με πούνε λογοτέχνη. Γράφω, γιατί μόνο η δημιουργία μου γεμίζει τη ζωή μου. Εγώ, αντί να πηγαίνω στα καζίνα και στις κοσμικές συγκεντρώσεις, προτιμώ να γράφω και να ζωγραφίζω…” (Μίμης Φωτόπουλος , απόσπασμα από το βιβλίο του ” Το ποτάμι της ζωής μου”)

Εν αρχή λοιπόν αυτή η εξομολόγηση. Αυτό το ξεκαθάρισμα.Ή μήπως εν αρχή είναι η ποίηση του και μόνο αυτή , απερίσπαστη κι ολόγυμνη , έτοιμη να φωνάξει την ταυτότητά της , χωρίς να σκοπεύει να δρέψει δάφνες ;Καλύτερα ας ισχύσει το εν αρχή είναι η ποίηση! Κι ας μιλήσει εκείνη για τον Μ.Φωτόπουλο , αντί του ιδίου!
Πράγματι ο Μίμης Φωτόπουλος δεν είναι λογοτέχνης. Η ποίηση του δεν είναι πολύστροφη, δεν βρίθει από ρηξικέλευθους νοηματικούς  ελιγμούς , δεν χαράζει κάποιον αιρετικό δρόμο, ούτε καυγαδίζει με τα πλήθη των εκφραστικών μέσων. Είναι χτισμένη , με τρόπο ήμερο, με τρόπο ανήμερο , ποτισμένη τ’ αλάτια μιας αγωνίας καθόλα ανθρώπινης , πάνω σε θεμέλια γήινα. Αναπάντεχα ειλικρινής ,ραγδαία σαν φυσικό φαινόμενο και τρομακτικά γνώριμη στ’ αλήθεια! Τόσο οικεία που η πρώτη κιόλας επαφή  μαζί της , σε καθιστά συνένοχο , συνοδοιπόρο , σύντροφο , ή -εστιάζοντας στην συλλογή “Μπουλούκια” – σκυθρωπό θεατή , μέσα σε μια αίθουσα ανεμοδαρμένη, που αντηχεί από γιουχαϊσματα και ενστικτώδεις ή απλώς διεκπεραιωτικές  ερμηνείες αθίγγανων θεατρίνων. Πίσω απ’ τις απλοϊκές φιγούρες του θιάσου, ακούς μια φωνή , που ίσως και ν’ ανήκει σ’ εσένα τον ίδιο , να εξομολογείται  μια περιπέτεια που θα μπορούσε να είναι η απώτερη ζωή σου. Η ζώη του απώτερου παρελθόντος σου, η ζωή του απώτερου μέλλοντος σου , ή ακόμα και μια πτυχή , μια μικρή στοά του παρόντος σου , την οποία σκοπίμως παρακάμπτεις ,όπως συχνά συμβαίνει να παρακάμπτουμε όσα απομυθοποιούν τις ιδανικές μας εικόνες.
Στάθηκα με ακατασίγαστη συγκίνηση στα ποιήματα της συλλογής “Μπουλούκια”. Οι γνώσεις μου σχετικά με τους περιοδευόμενους αυτούς θιάσους , είναι περιορισμένες.Ομολογώ όμως, πως κάποτε τους ονειρεύτηκα. Ονειρευόμουν μια Λέλα ανάμεσα τους , ομόρφη και πεινασμένη, μια μικρή φθισική θεατρινούλα λίγο πριν μαδηθεί η θλίψη της  στο πάλκο, μια Ίρμα, έναν Μίμη .Όλους τους βρήκα , πεντακάθαρους και ολοζώντανους  μέσα στην ποίηση του Φωτόπουλου.Κι ύστερα σήκωσαν πάνω απ΄ τα πρόχειρα  σκηνικά τους  το ανάστημά τους , σφυρίζοντας μέσα απ’ τους στίχους του , τα ματαιωμένα τους όνειρα .
H ματιά του Μίμη Φωτόπουλου, περνά πάνω από το φούμο των  θλιβερών ιστοριών που κρύβονται πίσω από τον κάλπικο λούστρο της φαντασμαγορίας και λιώνει επάνω στην πίκρα τους  ένα ολόκληρο γαϊτανάκι χρωμάτων , που καθιστά τη θλίψη τους βαθιά ανθρώπινη και  εξολοκλήρου προσωπική υπόθεση του καθενός μας.Μοιάζει με εκείνα τα τόξα , που σηματοδοτούν  την άφιξη της γαλήνης ύστερα από ένα δριμύ χτύπημα.
Στέκομαι στο ποίημα “Ένα γράμμα ” και σ’ εκείνες τις  στροφές , που το παράπονο και η αγανάκτηση ενός νεαρού ηθοποιού, αφήνει μια λεπτή αίσθηση ειρωνείας.
“Προχθές επαίζαμ’ ένα δράμα Ιψενικό
Κι ήταν λιγοστός ο κόσμος μες στη σάλα
Μάθε πως το Λελάκι έμεινε νηστικό,
πέρασε μόνο μ’ ένα ποτήρι γάλα.

Και βλαστήμησα την τέχνη την υψηλή
όλους , τον Ίψεν , τον Σαίξπηρ , τον Μολιέρο…
Είναι αλήθεια πως επεινούσαμε πολύ
μα και πότε θα χορτάσουμε δεν ξέρω.”

Στην ποίηση του Φωτόπουλου , τα οξύμωρα δεν φοβούνται να συναντηθούν και να ζυμωθούν αδελφωμένα στις αντιξοότητες : το μεγαλείο του Ίψεν και η πείνα της Λέλας, η υψηλή τέχνη και η εξαθλίωση του μπουλουκιού.Αντίστροφα , μακρινά κι όμως σε τόσο αριστοτεχνική συμφωνία πια , που δίνουν την αίσθηση πως ανακατεύτηκαν τόσο οριστικά μέσα σ’ αυτές συνθήκες, ώστε δε γίνεται το ένα χωρίς το άλλο… Κι όμως! Αμέσως παρακάτω , επιστρέφει την τέχνη στο αλαργινό και ιδανικό της βάθρο , χαρακτηρίζοντας την “άπιαστη χίμαιρα”  , ελαχιστοποιώντας έτσι  το ανάστημα του ταλαιπωρημένου καλλιτέχνη και μεγιστοποιώντας το δέος του για την τέχνη που υπηρετεί:
“Το θυμάσαι πόσα όνειρα είχαμε κάποια φορά
με την Λέλα , για τέχν’ είχαμε κάνει;
Μα τώρα πάει έσβησ’ η πρώτη μας χαρά
χίμαιρα η τέχνη , κανείς μας δεν την φτάνει.”

Στο ποίημα “Πρώτη τουρνέ” , ο Φωτόπουλος , ζωντανεύει τον πρώτο πόθο , τα πρώτα όνειρα , τα χιλιάδες όπως λέει όνειρα , ενός νεαρού ηθοποιού που για πρώτη φορά ταξιδεύει με τα μπουλούκια. Κι ύστερα,  τον βυθίζει στην γλυκόπικρη θλίψη ενός μοιραίου Δον Κιχώτη , που ξεκινά με το όνειρο φοβερών κατακτήσεων, μα δεν κυνηγά πάρα ανεμόμυλους!Χίμαιρες! Είναι στ’ αλήθεια  θλιβερό γεγονός. Ένα γεγονός εξαιρετικά οικείο στον καθένα μας.
” Ξεκίνησε ένα δειλινό
απ’ τον Πειραιά
με χίλια όνειρα
ωραίος Δον Κιχώτης
μέσα σε μαραμένους
Δον Κιχώτες.”

Κλείνοντας , έχω την αίσθηση πως κάτω από τον βαρύ ίσκιο μιας γενιάς , που στιγμάτισε την ελληνική ποιητική παραγωγή , με τα επιτεύγματά της -και μιλάμε βέβαια για μια γενιά , εκπρόσωποι της οποίας είναι ποιητές του διαμετρήματος του Οδ. Ελύτη , του Αν. Εμπειρίκου κτλ – η πολίχνη της ποίησης του Μίμη φωτόπουλου , λάμπει φιλόξενη ,ανάμεσά στους ογκόλιθους αυτούς, σαν κρυμμένο διαμάντι , γεμάτο ταπεινοσύνη.
Για τον Μίμη Φωτόπουλο , η ποίηση μοιάζει να είναι Δικαίωμα .Το δικαίωμα του στην κατάθεση ενός ακριβού, προσωπικού , ψυχικού κομματιού του.
Πρόκειται για σπουδαίες στιγμές , σπουδαίων ηρώων , μιας εξομολόγησης ή μιας ιστορίας , που κρατάει οπωσδήποτε κάτι απ’ το φώς και την αξία της αυθεντικότητας που έχουν τα λαϊκά παραμύθια και ξεσπάει με τρόπο ευγενή -κι είναι πράγματι θαυμαστή αυτή η ευγένεια  – την δικαιοσύνη της ποίησης του , όχι για να κατακεραυνώσει , αλλά για να αδελφώσει . Δεν είναι αμελητέα , δεν είναι προσπεράσιμη. Είναι μια σπουδαία ευκαιρία να νοσταλγήσουμε ακόμα κι όσα δεν ζήσαμε και να περιηγηθούμε τα παρασκήνια εκείνα , που πίσω από τα φώτα ενός φανταχτερού πάλκου , φαντάζουν για μας εξίσου ειδυλλιακά, όμως δεν είναι!Κι ο εν λόγω ποιητής δεν διστάζει να τ’ απομυθοποιήσει , να τα γυμνώσει από χρυσόσκονη.
Ο Μίμης Φωτόπουλος γράφει για την ζωή , για τους ανθρώπους  , για τα ματαιωμένα όνειρα , για τις καθημερινές θλίψεις , χωρίς να τις μαδάει υπεραναλύοντας τες ή προσπαθώντας να βρει κάποιο ελιξήριο ίασης αυτών.Δεν μοιάζει να ζητά να θεραπεύσει ή  να απαντήσει .Μοιάζει να θέλει απλώς να μοιραστεί.Και το αίτημα του αυτό, μέσα στην απλότητα του και την ταπεινοσύνη του , τον κάνει να δρα ποιητικά με τρόπο πηγαίο και δίνοντας πάντα την αίσθηση μια ανήμερης ψυχής που όμως είναι συμφιλιωμένη ακόμα και με τα πιο φαιά πρόσωπα της ζωής .

Διαβάστε επίσης

1.    Μίμης Φωτόπουλος – Θα πούνε για τους στίχους μου (του ποιητή Γιώργου Πρίμπα) κλικ εδώ

2.  Free ebook: 0ι ποιητικές συλλογές του Μίμη Φωτόπουλου -Ημιτόνια (1960), Μπουλούκια (1940) – κλικ εδώ

3. Σύντομη θεώρηση στη στιχουργική  Του Ποιητή Μίμη Φωτόπουλου (του ποιητή Απόστολου Θηβαίου) κλικ εδώ

4. O Ποιητής Μίμης Φωτόπουλος  (του Γιώργου Δαμιανού) κλικ εδώ

δείτε ολόκληρες τις ταινίες

1. “Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο” κλικ εδώ

2.  Ο γρουσούζης κλικ εδώ