«ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ ΟΥΣΙΑΣ»: Γεώργιος Βιζυηνός- Μάνος Χατζιδάκις, οι ορφικοί.

24grammata.com / Βιζυηνός

Θρακικός Αντίκτυπος/ τέχνες

γράφειο Απόστολος Θηβαίος

Υπάρχουν εποχές και άνθρωποι, που εμπεριέχουν και δημιουργούν, αντίστοιχα, τομές. Δεν εννούμε εκείνες τις ανανεωτικές φωνές, οι οποίες εξαντλούνται μες στα όρια της εξειδίκευσης ή ακόμα λησμονούνται όταν αποδειχθεί πως τα «καλέσματά» τους συνιστούσαν ρηχές επαναλήψεις και λαϊκισμούς. Με τον όρο «τομή» ή «χάσμα» θα θεωρήσουμε τις φυσικές παρουσίες, τις ιδέες και τις επινοήσεις εκείνες, οι οποίες επιφέρουν μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο αντικρίζουμε και βιώνουμε το καθημερινό αίσθημα. Με άλλα λόγια, η τομή στην οποία αναφερόμαστε αποτελεί ουσιαστική αλλαγή και «προχώρημα» όταν κατορθώνει να στρέψει το βλέμμα μιας εποχής προς άλλες κατευθύνσεις. Όταν επιβεβαιώνει δηλαδή μια ισχυρή ροπή προς το «νέο», εκείνο που δεν είχε ειπωθεί, εκείνο που δεν είχε βιωθεί ως συναίσθημα ή ως σκέψη. Η επιβίωση μιας νέας, λοιπόν τάσης μες στο χρόνο και η διαρκής επικαιροποίησή του συνιστούν εκείνα τα χαρακτηριστικά, τα οποία, περισσότερα ίσως από άλλα μπορούν να εδραιώσουν και να καταστήσουν το «νέο» καθημερινό και κοινά αποδεκτό. Τούτα ως πρόλογος, ως μια γενική και επιφανειακή, ίσως θεώρηση εκείνου που καλείται «νέο» και το οποίο τόσο σθεναρά στηρίχτηκε από δύο Θρακιώτες δημιουργούς, ξεχωριστούς για τη ζωή και το έργο τους, κορυφές ανάμεσα στους ξεχωριστούς.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε στο χωριό Βιζύη ή Βιζώ της Ανατολικής Θράκης το 1849. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ευαίσθητη περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ελληνισμός εισέρχεται σε μια φάση αυθύπαρκτης παρουσίας στο παγκόσμιο σκηνικό, ξεπερνώντας αιώνες σκλαβιάς. Ετούτη η περίοδος, η οποία προσδιορίζεται κατά προσέγγιση από την εποχή της γέννησης του Έλληνα ηθογράφου θα αποτελέσει την απαρχή για την εγκαθίδρυση του νέου ελληνικού κράτους και την αυτονόμησή του από έναν τυρρανικό ζυγό, ο οποίος φρόντισε επί σειρά ετών να αποκλείσει κάθε πιθανότητα κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής εξέλιξης, περιορίζοντας το ελληνικό στοιχείο στα στενά όρια της επικράτειας, σε κλίμα αβεβαιότητας, φόβου και πνευματικής στειρότητας.  Ο Βιζυηνός αποτελεί γόνο μιας ιδιαίτερα φτωχικής οικογένειας. Η πορεία του κρίνεται αντιστρόφως ανάλογη των προοπτικών του, χάρη κυρίως στην πρωτοβουλία ικανών πρεσβύτερων. Εκείνοι θα δουν και θα αξιολογήσουν την έφεση του νεαρού Βιζηνού , ως ένα κατεξοχήν προσόν για την προαγωγή του. Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Σωφρόνιος ο Β΄επιμελείται προσωπικώς το νεαρό Βιζυηνό και του παρέχει τα απαραίτητα μέσα για την ολοκλήρωση σπουδών υψηλού επιπέδου.  Ο ίδιος κερδίζει την αποδοχή του από τους κύκλους των ελληνικών γραμμάτων, τόσο με τα εξαιρετικά, λογοτεχνικά δημιουργήματά του, όσο και με την γενικότερη ανανεωτική φωνή του. Αυτή που θα συνεισφέρει ώστε σήμερα ουδείς να μπορεί να αμφισβητήσει με οποιοδήποτε τρόπο την διηγηματική  δεινότητα αλλά και τη βαθιά, φιλοσοφική του γνώση. Το τέλος του τραγικό. Ο εγκλεισμός του στο ψυχιατρείο, η περιφρόνηση του έρωτά του από το νεαρό κορίτσι της αριστοκρατικής οικογένειας, η φρούδα μα δίκαιη εμμονή του να εισέλθει στους κύκλους των ακαδημαϊκών θα συνδράμουν στην κατάρρευσή του και τελικά στον πρόωρο και αναξιοπρεπή του θάνατο. Η παρουσία του στα ελληνικά γράμματα  κρίνεται ως ξεχωριστή, όχι μόνο για τη λαϊκή ματιά με το συγκλοστικό και αλάθητο αισθητήριο αλλά και για τις λαογραφικές αναφορές, τις οποίες τόσο εύχημα παραθέτει μες στη διηγηματική δραστηριότητα. Η σημερινή μεταφορά τους στο θέατρο, το γεγονός πως ακόμα στέκουν κορυφές ανάμεσα στα είδη βεβαιώνει, δίχως καμιά άλλη επιχειρηματολογία την επιβλητική παρουσία του Γεωργίου Βιζυηνού στα ελληνικά γράμματα. Με το νέο ήθος που προτείνει, λειτουργεί σαν ανανεωτής της ελληνικής διηγηματογραφίας, ενώ καταπιάνεται με το κομμάτι εκείνο του πληθυσμού που ενσωματώνει και βιώνει όλα τα πάθη και τις συντριβές του ελληνισμού. Ο Βιζυηνός με τη μορφή του έργου του αποδεικνύει και εφαρμόζει την προσωπική ηθική του. Μια ηθική, η οποία αναγνωρίζει στο λαϊκό αίσθημα τα πιο αγνά συστατικά εκείνου που καλείται σε όλες τις εποχές και σε όλους τους καιρούς, «ανθρωπιά.»
Ο Μάνος Χατζιδάκις, από την άλλη, μεταγενέστερος, δημιουργεί και αυτός  με τη σειρά του μια εκκωφαντική τομή στη νεοελληνική κοινωνία, συντάσσοντας ένα μουσικό λόγο, όπου το υπερέχον, λαϊκό αίσθημα αναδεικνύεται μέσα από τις φόρμες της πιο κλασσικής γνώσης. Γεννημένος στην Ξάνθη το 1925 ο Χατζιδάκις καταλύει κάθε περιορισμό στη μουσική και έπειτα στη σκέψη, διαμορφώντας μια τελειώς, προσωπική ματιά. Βλέμμα που δεν «ακούμπησε» μονάχα την τέχνη, μα προχώρησε για να αποκτήσει γρήγορα τις διαστάσεις μιας προφητικής παρότρυνσης προς τη συγκρότηση ενός νέου ήθους, μιας ελληνικότητας, η οποία ποτέ δεν αποτέλεσε καινοτομία, αλλά καλύτερα δισταγμό και λανθάνουσα ατομικότητα, δυτικοτραφή, ρηχή και ανέσπερη. Ο Μάνος Χατζιδάκις, ήδη από το περίφημο λόγο του σχετικά με το ρεμπέτικο, έκανε σαφή την πρόθεσή του να δημιουργήσει ένα πνευματικό υπόβαθρο, κατάλληλο να προσληφθεί από τη λαϊκή τάξη, αλλά και εξαιρετικά περιφρονητικό απέναντι στην ακαδημαϊκή κοινότητα ενός υπό μελέτη ελληνισμού, τον οποίο μήτε διδάσκονταν, μηδέ ένιωθαν μέσα τους οι Έλληνες. Και αν υπάρχει κάτι που μπορεί να αποδοθεί ως προσφορά συλλογική εκ μέρους του Χατζιδάκι  είναι, περισσότερο από τη μουσική του παραγωγή, η διατύπωση αυτής της ελληνικότητας, μιας αληθινής προέκτασης του ιστορικού παρελθόντος. Η αισθητική αγωγή που προτείνει περιλαμβάνει την ιστορικότητα ως έναν παράγοντα έγχρονο, ζωντανό και εξελίξιμο. Ο Χατζιδάκις συλλαμβάνει, εκπέμπει και διαμορφώνει, ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια από το θάνατό του όλα εκείνα τα ακριβή και δυσδιάκριτα στοιχεία που κατέστησαν το «ελληνικό» λαμπρό, ως πρότυπο συμπεριφοράς, καλλιτεχνικής δράσης και δημιουργικής ανατροπής.
Οι σύντομες και αντιστρόφως ανάλογες προς το μέγεθος και την προσφορά των δύο προσωπικοτήτων, αναφορές παρουσιάζουν ένα βασικό, κοινό στοιχείο. Τούτο δεν είναι άλλο από τη θρακική καταγωγή, τις ορφικές καταβολές. Δεν πρόκειται για μια βεβιασμένη επισήμανση, μήτε για μια παρατήρηση δίχως περισσότερο βάθος. Εκτίμηση πολλών συνιστά το γεγονός πως σε τούτη τη γωνιά του ελληνισμού, ετούτο το πολιτιστικό σταυροδρόμι, η μίξη διαφόρων, εθνολογικών κοινοτήτων συνέβαλε στη δημιουργία μιας πολυσυλλεκτικής, πολιτισμικής πραγματικότητας, όπου το νέο βρίσκει χώρο για να σπαρθεί, να ανθίσει και να δώσει καρπό, παρά τις φαινομενικές, πολιτικές και μόνο δυσλειτουργίες. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Θράκης κατά τον προηγούμενο αιώνα, λαμβάνοντας υπόψην τις μετακινήσεις των πληθυσμών αλλά και την αρμονική, τελικά συνύπαρξή τους αποτέλεσε ένα κληροδότημα για εκείνους που γνώριζαν και κατείχαν το τάλαντο των αισθήσεων.
Οι δύο προαναφερθέντες, λοιπόν δημιουργοί, ο καθένας από το δικό του μετερίζι και μες στη δική του εποχή, εξαργύρωσαν ετούτη την πραγματικότητα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν τίθεται σαφώς ζήτημα ελληνικότητας, αφού και για τους δύο, το στοιχείο αυτό εξηγείται και αναδεικνύεται πρώτιστα, ως οικουμενικό. Τόσο ο Βιζυηνός, όσο και ο Χατζιδάκις εστιάζουν στη διαμόρφωση ενός ήθους, νέου και ισχυρού, ενός ήθους, το οποίο μοιάζει να αφορά συλλογικά τον άνθρωπο, δίχως καμιά εμβάθυνση ή εξειδίκευση σε στοιχεία , όπως η καταγωγή. Είναι εθνικοί ακριβώς γιατί για αυτούς ο λόγος και η τέχνη κατέχουν ως πατρίδα τους τον άνθρωπο, εκείνον που ξεπερνά και στέκει πάνω από τόπους και τοπικιστικές ακαμψίες. Και το στοιχείο μιας κοινής αρχής εντοπίζουν και με ένα μαγικό τρόπο κατορθώνουν να το ανασύρουν από τα αβαθή της ελληνικής ψυχής.
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, σε όλα του τα έργα,  στηρίζει τη διηγηματογραφία του κυρίως στην απεικόνιση μιας πραγματικότητας, η οποία συνθέτει τα στοιχεία της εντόπιας σωσμένης ή βιούμενης παράδοσης από τη μια και από την άλλη  τους σιωπηρούς και άγραφους κανόνες που πρέπει να διέπουν τον «καινούριο», τον άνθρωπο ενός νέου αιώνα. Η συνύπαρξη παράδοσης και επικαιρότητας ισορροπούν με την πρόθεση του Θρακιώτη δημιουργού να καταθέσει μια προσωπική φιλοσοφία πολύ μακρινή και ξένη προς τη συμφεροντολογική προσέγγιση της αναδυόμενης ατομικότητας. Και το κατορθώνει. Με τη δημιουργία χαρακτήρων που αντέχουν στο χρόνο ακριβώς εξαιτίας ετούτων των προσόντων τους.
Την ίδια στιγμή ο Χατζιδάκις, με τις μουσικές του προτάσεις κατορθώνει να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά της τέχνης του, εισάγοντας τον κλασσικό ήχο, με τα όργανα και τις συγχορδίες του ως περιφερειακό και υποστηρικτικό στην έγχορδη, ελληνική παράδοση. Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης κοσμεί την παγκόσμια, μουσική παραγωγή με τις ελληνικές επιρροές και τη μεταβυζαντινή προσέγγιση των ήχων. Μοιάζει κάποτε αναχρονιστικός, μα τούτο συμβαίνει στοχευμένα. Διότι ο Χατζιδάκις, όπως και ο Βιζυηνός δεν επιθυμούν απλά να σχηματοποιήσουν μια νέα, καλλιτεχνική πραγματικότητα, ξεκάθαρα ελληνική, μα ταυτόχρονα θέλουν να διατηρήσουν ζωντανή την παράδοση, όχι ως σπουδή, μα ως συναίσθημα. Πρώτιστα ως συναίσθημα. Και αν αγγίζουν το περιθώριο τόσο απροκάλυπτα, είτε με τη δημιουργία περσόνων είτε με τη μεταβίβαση στην αρμονία του λαϊκού, ρεμπέτικου τρόπου ζωής, τούτο το πράττουν για να δικαιολογήσουν και να καταστήσουν το «ελληνικό» και πάλι «οικουμενικό», ανασύροντας την ταυτότητά του μες από τα συντρίμια και τα σίδερα της δυτικής, αθρόας εισαγωγής «οικοδομικών υλικών.» Οι δυο τους καθορίζουν τον καινούριο, ιστορικό χρόνο, τον ελληνικό.
Δεν θα αποπειραθεί ο γράφων να επισημάνει τεχνικά στοιχεία των δύο δημιουργών. Ίσως γιατί τούτο συνιστά αντικείμενο χιλιοειπωμένο και ζήτημα, του οποίου η προσέγγιση απαιτεί μια εκτεταμένη ανάλυση μουσικής και λόγου. Μια τόσο εξειδικευμένη αναφορά δεν θα επιτρέψει στον αναγνώστη να διακρίνει την πρόθεση. Και αυτή δεν είναι άλλη από την ανάδειξη δύο καινοτόμων προσωπικοτήτων, οι οποίες με εργαλείο το λόγο και την αισθητική του ήχου κατόρθωσαν να μεταφέρουν απτή τη σύνθεση της «ελληνικότητας», έτσι όπως την προσέλαβαν ήδη από τον τόπο καταγωγή τους.
Ζήτημα αποφασιστικής σημασίας συνιστά το αισθητήριο των δύο δημιουργών, οι οποίοι διέκριναν πως η αναγκαία αλλαγή απαιτεί τη στροφή προς το λαϊκό συναίσθημα, μια και τούτο, επί σειρά αιώνων, ακόμα και μες στις πιο δύσκολες συγκυρίες κατόρθωσε να θρέψει τον καημό των ανθρώπων, να τους προσφέρει παρηγοριά, να τραγουδήσει τα πάθη τους, να τα κάνει γέλιο ή δάκρυ και να τα διασώσει στα στόματά μας σήμερα, όχι ως κάτι νεκρό και πεπερασμένο, μα ως ένα υλικό ζωντανό και πολύγωνο, ικανό ακόμα και σε τούτους τους καιρούς να μας υπενθυμίσει τον αντίλαλο περασμένων αιώνων, να μας συνεφέρει και να μας κατευθύνει σε τούτα τα ανεξέλεγκτα χρόνια.
Κάνοντας λοιπόν χρήση της φράσης με την οποία εισάγεται στο κοινό το περιοδικό «Θρακικός Αντίκτυπος», ας σταθούμε και ας λογιστούμε την προσφορά των δύο σπουδαίων «παιδιών της Θράκης». Ας μην λησμονήσουμε ετούτες τις εποχές, το συγκλονιστικό αντίκτυπο, το άσβηστο αποτύπωμα του Μάνου Χατζιδάκι και του εξαιρετικού λογοτέχνη, Γεώργιου Βιζυηνού στην πολιτιστική ζωή του τόπου.