ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Γ. ΚΟΥΡΤΙΔΗΣ: Ο ΠΡΩΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ

24grammata.com/ θράκη/ Προσωπικότητες
γράφει η Μόσχου Η. Κούκου www.alexandroupoli.gr

Διαβαίνει ο καιρός, τα χρόνια περνούν και, φεύγουν, οι άνθρωποι έρχονται και γέρνουν και χάνονται, και απ’ το πέρασμα τους, απομένει μονάχα γλυκόπικρη ή μνήμη, για να διατηρεί την εικόνα τους στους σύγχρονους, και στους μεταγενέστερους, όσοι ήταν μεγάλοι και παρουσία­σαν ξεχωριστή δραστηριότητα και δημιουργία.

Αν εμείς οι άνθρωποι ξεχνούμε τις περισσότερες φορές αυτούς πού πέρασαν πριν από μας από της γης το πρόσωπο, έχουμε αντίθετα χρέος να κρατούμε βάρδια στη μνήμη των ανθρώπων εκείνων πού αφιέρωσαν τη ζωή και τη δραστηριότητα τους για να ωφελήσουν τον τόπο όπου ή μοίρα τους έταξε να υπηρετήσουν. Έχουμε ακόμα χρέος να ανασύρουμε τη μορφή τους από την αχλύ της λησμοσύνης και να παρουσιάζουμε την προσωπικότητα τους στους άλλους συνανθρώπους μας όταν, το φέρνει ή κατάλληλη περίσταση.

Έτσι με την ευκαιρία της έκδοσης αυτού του περιοδικού τόμου, της «Θρακικής Επετηρίδας» παίρνω το θάρρος να παρουσιάσω στους νεώτερους μια ευγενική μορφή, μια ξεχωριστή θρακική προσωπικότητα, αυτόν που πρώτος ασχολήθηκε συστηματικά με την ιστορία του θρακικού χώρου και πού τη γνώρισε έξω από τα θρακικά όρια.

Η προσωπικότητα αυτή ήταν ο αλησμόνητος στους παλιότερους Κωνσταντίνος Γεωργίου Κουρτίδης, δάσκαλος, γιατρός, εθνικός αγωνιστής, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του λαού του Έβρου και συγγραφέας της «Ιστορίας της Θράκης» πού το όνομα του δόθηκε σε κάποιο δρόμο της Κομοτηνής και που το σπίτι του πρόσφατα έγινε από την Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής ‘Αναπτύξεως μουσείο του μεταξιού στο Σουφλί.

Ας αφήσουμε τον ίδιο να παρουσιάσει τον εαυτό του με τη δική του γλώσσα. Είναι από την αυτοβιογραφία του πού έστειλε λίγο πριν πεθάνει στον πρόεδρο της Εταιρείας θρακικών Μελετών, τον αξέχαστο Πολύδωρο Παπαχριστοδούλου (1). «Το 1870 εγεννήθην εις την Αδριανούπολιν εκ πατρός Καρυώτου (χωρίον Δογάνοβον) (2) και μητρός εξ αρχοντικής και παλαιάς οικογενείας Αδριανουπολιτών. Ανετράφην ευσεβώς και επιμελώς. Ετελείωσα το Γυμνάσιον της πατρίδος μου το έτος 1888. Διωρίσθην αμέσως δημοδιδάσκαλος εις το εν τω προαστείω Ηδιριμίω δημοτικόν σχολείον. Παραιτηθείς μετά εν έτος εφοίτησα εις την φιλοσοφικήν σχολήν του Εθνικού Πανεπιστημίου επί δύο έτη. Κατόπιν διωρίσθην σχολάρχης Σουφλίου, ένθα παρέμεινα διδάσκων επί πέντε έτη».

Εκεί στο Σουφλί επρόκειτο να συμβεί ένα μεγάλο για τη ζωή του Κουρτίδη γεγονός πού από τότε τον κατάταξε στους δημότες αυτής της πόλης και πού την τίμησε όσο κανένας άλλος ίσως Σουφλιώτης. Εκεί δηλαδή γνώρισε ο Κουρτίδης τη Δέσποινα Παπαδοπούλου (τη Δέσπω την Παπαντικούδα) την οποία και παντρέφτηκε. Τα πεθερικά του ήταν καλή και πλούσια οικογένεια. Ο πεθερός του ήταν κουκουλέμπορος. Το σπίτι τους είναι αυτό πού δωρήθηκε σήμερα στην Ε.Τ.Β.Α. να γίνει Μουσείο. Σ’ αυτό το σπίτι πού σώζεται ίδιο όπως και τότε, γνώρισε ο Κουρτίδης τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του. Εκεί έγινε πατέρας δυο παιδιών, της Μαρίκας και του Γιώργου.

Στο μεταξύ και ενώ διδάσκει στο σχολείο του δεν παύει να έχει και άλλες ασχολίες. Ασχολείται με τη Λαογραφία και τη Λογοτεχνία. «Την φιλολογικήν καί λογοτεχνικήν μου δρασιν ήρχισα μόλις έτελείωσα το Γυμνάσιον» αφηγείται ο ίδιος. Και συνεχίζει: «Κατά πρώτον επεδόθην εις την Λαογραφίαν. Επτά συλλογαί ζώντων μνημείων της γλώσσης εβραβεύθησαν εις το Ζωγράφειον διαγώνισμα του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως, ευρίσκονται δε αύται κατατεθημέναι εις το Λαογραφικόν Άρχείον της Ακαδημίας». Οι συλλογές του αυτές είχαν βραβευτεί γιατί όπως λέει ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου: «Ήξερε να μαζεύει προπαντός υλικό, να το καταστρώνει και να το εκμεταλλεύεται… Από τα φοιτητικά του χρόνια θεωρείται ένας από τους καλύτερους συλλέκτας λαογραφικού υλικού. Γιατί και ωραία μάζευε το υλικό και τίμια και πιστά το κατέγραφε από το στόμα του λαού» (3).

Πολύ νωρίς όμως έπαψε να ικανοποιεί τον Κουρτίδη η ζωή του δάσκαλου σε μια επαρχιακή κωμόπολη της απέραντης τότε Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Επιθυμία του είναι να συνεχίσει τις πανεπιστημιακές σπουδές του που τις διέκοψε το 1891. Έτσι με την οικονομική βοήθεια των πεθερικών του αυτή τη φορά, γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και στα 1899 αναγορεύτηκε αριστούχος διδάκτωρ της Ιατρικής. Φαίνεται πώς ήταν υποδειγματικός στη φοίτηση και την παρακολούθηση των μαθημάτων γιατί στο διάστημα της φοίτησης του δούλεψε και ως βοηθός του καθηγητή Καραμήτσα (4) .

Το Ιατρικό του στάδιο αρχίζει στην Αίγυπτο. Ο ίδιος αναφέρει στη βιογραφία του: «Ως ιατρός ήρχισα το στάδιόν μου από την Αίγυπτον ένθα υπηρέτησα επί τρία έτη (1901-1904) ως υγειονομικός εις το Λοιμοκαθαρτήριον Top (Σίνα). Αι έργασίαι μου περί χολέρας έτυχον ιδιαιτέρου βραβείου και επαίνου του Υγιειονομικού Διεθνούς Συμβουλίου».

Στο Σινά επισκέφτηκε πολλές φορές την ιστορική μονή του και ρέμβασε εκεί πού ακούστηκαν τα θεία προστάγματα του Δεκάλογου. Αναπόλησε τον περιούσιο λαό να περιπλανιέται μέσα στην έρημο και να οδηγείται στη γη της επαγγελίας χειραγωγημένος από την προφητική μεγαλοφυία του Μωυσή. Και άφησε τις σκέψεις του να διατυπωθούν στις ωραίες εκείνες «Σιναϊτικές Αναμνήσεις» πού δημοσιεύτηκαν στον πρώτο τόμο των «Απάντων» του.

Την επιστημονική του δραστηριότητα αλλά και τη δύναμη της πέννας του, φανερώνει σημείωμα της εφημερίδας «Ταχυδρόμος» της Αλεξάνδρειας του 1901 πού αναφέρει: «Συνιστώμεν θερμώς εις τους αναγνώστας ημών την εν τη πρώτο σελίδι δημοσιευομένη σπουδαίαν μελέτην του νεωστί παρ’ ημίν εγκαταστάντος παθολόγου παιδιάτρου Κ. Κουρτίδου. Ως ασφαλής γνωμών της επιστημονικής αξίας των ιατρών χρησιμεύει πολλάκις η αρτία φιλολογική μόρφωσις και ο δεξιός χειρισμός του καλάμου, δυνάμεθα δε να είπωμεν ότι πράγματι ό νέος ομογενής επιστήμων αρχόμενος της εν Αιγύπτω εξασκήσεως του επαγγέλματος του έθηκε πρόσωπον τηλαυγές δια του εμβριθούς και γλαφυρού αυτού άρθρου, δι’ ου εκόσμησε τας στήλας του < Ταχυδρόμου > (5) ».

Το 1904 επανέρχεται στη Θράκη, θεράποντος του Ασκληπιού ζει ανάμεσα στο Σουφλί και την Αδριανούπολη. Περιζήτητος γιατρός, θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγάλη περιουσία εξασκώντας αποκλειστικά το επάγγελμα του. Όμως οι επαγγελματικοί ορίζοντες του είναι πολύ στενοί. Η ιατρική γι’ αυτόν είναι αποστολή εξυπηρέτησης των συνανθρώπων του στον τομέα της υγείας. Έτσι αναπτύσσει έντονη δραστηριότητα πνευματική με συνεργασίες του στις εφημερίδες, της Πόλης, της Αθήνας, της Αλεξάνδρειας, της Θεσσαλονίκης και της Αδριανούπολης καθώς και σε ημερολόγια. Ασχολείται επίσης με το χρονογράφημα. Ο θεσσαλονικέας μάλιστα ερευνητής Αρίστος Χασηρτζόγλου τον θεωρεί πατέρα του χρονογραφήματος στην Τουρκία και τη Β. Ελλάδα. Επιλογή από χρονογραφήματα ευθυμογραφήματα και διηγήματα τυπώνονται σε 2 τόμους στη Θεσσαλονίκη το 1910 καί το 1912 με τον τίτλο: «Άπαντα του εν Σουφλίω ιατρού Κ. Κουρτίδου». Σ’ αυτά περιλαμβάνονται τα κομμάτια «Σιναϊτικοί αναμνήσεις», «Οδοιπορικόν του Αγίου Όρους», ιστορίες από την Αδριανούπολη και ωραίο κείμενο με τον τίτλο «Μονή Δαδιάς» (9) για το ομώνυμο κοντά στο Σουφλί μοναστήρι, για το όποιο παραθέτει και αξιόλογες για την ιστορία του πληροφορίες και όπου του άρεσε από τότε να παραθερίζει και απολαμβάνοντας τη γαλήνη και τη φυσική του ομορφιά να ασχολείται με το γράψιμο.

Παράλληλα αναπτύσσει και έντονη εθνική δραστηριότητα. Είναι η εποχή πού σ’ όλη την έκταση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας τρανός διεξάγεται αγώνας κάτω από την επισφαλή κυριαρχία του Τούρκου. Ποιός θα επικρατήσει; Ο Έλληνας ή ο Βούλγαρος; Δεν έχει δυστυχώς ερευνηθεί συστηματικά η συμμετοχή σ’ αυτό τον αγώνα των Θρακών και οι πληροφορίες μας δεν είναι ολοκληρωμένες. Ξέρουμε πάντως ότι ο Κουρτίδης ανήκει στο πατριωτικό κομιτάτο του Σουφλίου. Και όταν μετά την επανάσταση των Νεότουρκων πέρασε από τη Θράκη ο πρώην πρωθυπουργός Δημήτριος Ράλλης, ο Κουρτίδης του εγχείρησε σχετικό υπόμνημα όπου τόνιζε την Ελληνικότητα της Θράκης, αντίγραφο του οποίου υπάρχει στο αρχείο του.

Με την κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου ό Κουρτίδης επιστρατεύεται στον Τουρκικό στρατό ως στρατιωτικός γιατρός. Σχετικά γράφει δε ίδιος: «Αργότερον κατά τους Βαλκανικούς πολέμους υπηρέτησα ως στρατιωτικός ιατρός εις την πολιορκημένην στρατιάν Αδριανουπόλεως, εχρημάτισα μέλος της τετραμελούς ανωτάτης υγιεινομικής Επιτροπής και διευθυντής του χολερικού τμήματος» (7) .

Μετά την κατάληψη της Αδριανούπολης από τους Βούλγαρους, όλοι οί χριστιανοί στρατιώτες του Τούρκικου στρατού αφήνονται ελεύθεροι. Ελεύθερος και ο Κουρτίδης, γυρίζει σε λίγο στο Σουφλί. Είναι ή εποχή πού οι Βούλγαροι χάνοντας στο Β’ Βαλκανικό πόλεμο υποχωρούν σ’ όλα τα μέτωπα. Τον Ιούλιο του 1913 ο Βουλγαρικός στρατός του Σουφλίου αναγκάζεται να εκκενώσει την πόλη και να φύγει από τον ορεινό δρόμο του Μικρού Δερείου. Σχηματίζεται τότε μια επιτροπή για τη διοίκηση του τόπου με πρόεδρο τον Κ. Κουρτίδη. Αμέσως αυτός σχηματίζει πολιτοφυλακή από στελέχη γυμνασμένα και πειθαρχικά με υπαρχηγό του τον Ελευθέριο Γκιρτζή. Στις 14 Ιουλίου τα τουρκικά στρατεύματα κατέλαβαν το Σουφλί. Στις 19 του ίδιου μήνα έφτασε στην Κορνοφωλιά (4 χιλμ. νότια του Σουφλίου) άγημα Ελλήνων πεζοναυτών υπό τους αξιωματικούς Τυπάλδο και Μελά. Το ποτάμι της Κορνοφωλιας έγινε τότε το σύνορο πού χώριζε την Ελλάδα από την Τουρκία πρώην έχθρες πού μάχονταν τώρα εναντίον κοινού εχθρού του Βουλγάρου.

Εκεί στην Κορνοφωλιά έφτασε κάποια μέρα του Ιουλίου και ο ένδοξος ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης πού κάλεσε από το Σουφλί το δήμαρχο του Πασχάλη Μανάβη μαζί με τον Κουρτίδη και άλλους προύχοντες του Έβρου για να τους συστήσει να υποστηρίξουν όλοι την αυτονονομία της Δ. Θράκης.

Ό Κ. Κουρτίδης τότε δείχνει την αξία του. Βοηθημένος και από τη γλωσσομάθεια του (γιατί μιλούσε στην εντέλεια τα Γαλλικά, Τουρκικά, Αραβικά, Βουλγάρικα και Σέρβικα) αναχωρεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρουσιάζεται στον Μ. Βεζύρη Ταλαάτ και συνεργάζεται με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γερμανό και τον Έλληνα πρεσβευτή Ευθ. Κανελλόπουλο για να επιτύχει την αυτονόμηση της Θράκης δημοσιεύοντας και φλογερά άρθρα στίς εφημερίδες της Πόλης «Νεολόγος» και «Πρόοδος».

Με την ανακήρυξη της αυτονομίας η Δ. Θράκη διαιρείται σε 3 τμήματα. Της Γκιουμουλτζίνας, του Δεδέαγατς και του Σουφλίου με πρόεδρο τον Κ. Κουρτίδη. Γράφει ο ίδιος σχετικά στις αναμνήσεις του: «Ο πρόεδρος του τμήματος Σουφλίου συνόρων, το οποίον ήτο το σπουδαιότερον, διότι ευρίσκετο μεταξύ των Τουρκικών και Βουλγαρικών στρατευμάτων, Κ. Κουρτίδης διωργάνωσεν αμέσως αυτό πολιτικώς και διοικητικός, διορίσας τον Δημ. Βαλτζιόγλου Ειρηνοδίκην, Διευθυντήν της Αστυφυλακής, τον Ευάγγελον Μόκαλην και τον Ηλίαν Αργυριάδην άρχηγόν της Πολιτοφυλακής, ήτις εξησφάλισε την τάξιν καθ’ όλην την περιφέρειαν. Η αστυνομία ελειτούργει ως πραγματικόν κράτος. Επέβαλε φορολογίαν δεκάτης επί σταφυλής, δασμόν τελωνειακόν επί των εισαγομένων και έδιδε μισθόν τακτικόν εις τους υπαλλήλους, τους αστυφύλακας και πολιτοφύλακας… Είναι αληθές ότι επεκράτησε τάξις και ασφάλεια πρωτοφανής» (8) .

Δυστυχώς όμως η συνθήκη του Βουκουρεστίου παραχώρησε τη Δ. Θράκη στη Βουλγαρία. Οι Έλληνες της Θράκης εκπατρίζονται τον Οκτώβριο του 1913 και μαζί τους και ο Κουρτίδης. Εγκαθίσταται στη Μακεδονία οπού για δυο χρόνια υπηρετεί ως υγειονομικός γιατρός στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης στην αρχή και μετά στην Καβάλα.

Εκεί τον βρίσκει η κατάληψη της Αν. Μακεδονίας από τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους το 1916. Ό Κουρτίδης συλλαμβάνεται αμέσως και απάγεται όμηρος στη Δοβρουτσά. Υφίσταται μαρτύρια και εξευτελισμούς για να απαρνηθεί την εθνική του συνείδηση και να γίνει Βούλγαρος. Περιφρονώντας τις απειλές και αδιαφορώντας για τις συνέπειες άπαντα ότι αυτός δεν πρόκειται ν’ αλλάξει ποτέ το εθνικό του πιστεύω. Την απάντηση του αυτή θα την πλήρωνε με τη ζωή του, αν Βούλγαροι συνάδελφοι του γιατροί και άλλοι γνωστοί του από την πληθωρική του δραστηριότητα, δεν φρόντιζαν από τη Σόφια να τον σώσουν, βεβαιώνοντας ότι τους είναι χρήσιμος για τις ιατρικές του γνώσεις (6) . Έτσι τοποθετείται διευθυντής του στρατιωτικού νοσοκομείου της βασίλισσας Κλημεντίνης στο Τουτρακάν της Βουλγαρίας οπού και παραμένει ως τη λήξη του πολέμου. Εκεί χάνει τη σύζυγο του Δέσποινα και τόση είναι η απελπισία του από την απώλεια της, από τα δεινά της ομηρείας και ο πόθος να ξαναδεί την πατρίδα του πού δίνει την υπόσχεση να γίνει μοναχός ευθύς μόλις επιστρέψει στο Σουφλί. Και πραγματικά μόλις φτάνει στην πατρίδα παίρνει τη μεγάλη απόφαση να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να γίνει καλόγερος στο Άγιον Όρος το όποιο επανειλημμένα είχε επισκεφτεί. Οι παρακλήσεις των συγγενών του τον αφήνουν ασυγκίνητο. Η κλίση προς τη θρησκεία και κάποια μυστικιστική διάθεση πού είχε τον ωθούν προς τη μοναχική ζωή. Εδέησε να ενώσει τις δικές του νουθεσίες ο μητροπολίτης Διδυμοτείχου, μαζύ με τίς ικεσίες των μελών της οικογένειας του για να μεταπεισθεί. Η ζωή του όμως, από δω και μπρος, θα είναι λιτή και ασκητική.

Από το Σουφλί παρακολουθεί, μετά το τέλος του πολέμου τις διαπραγματεύσεις των μεγάλων. Ανησυχεί για την τύχη της Θράκης. Στις εφημερίδες της Θεσσαλονίκης, δημοσιεύονται επανειλημμένα συνεργασίες του, στις όποιες υποστηρίζει την ελληνικότητα της Θράκης και το δίκαιο αίτημα των Θρακών για την ενσωμάτωση της με την Ελλάδα.

Και η μεγάλη μέρα φτάνει. Στις 14 Μαΐου 1920 τα Ελληνικά στρατεύματα με την κατάληψη των εδαφών της Δ. Θράκης κάνουν το όνειρο των Θρακών πραγματικότητα. Μαζί με τους άλλους Έλληνες της Θράκης ζει και ο Κουρτίδης το όνειρο της ελευθερίας. Τα δημοσιεύματα του της εποχής εκείνης (10) φανερώνουν το διονυσιακό ενθουσιασμό πού τον κατείχε για την πραγμάτωση του προαιώνιου των ραγιάδων πόθου, στην οποία πραγμάτωση και ο ίδιος όχι λίγο συνετέλεσε. Γι’ αυτό και στις εκλογές του 1920 ο λαός του Έβρου περιβάλλοντας τον με την εμπιστοσύνη του τον ψήφισε πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του στην Ελληνική Βουλή.

Αρχίζουν τώρα καινούργιοι αγώνες για τον επαναπατρισμό των προσφύγων πού ζούσαν στη Μακεδονία και για εξεύρεση στέγης. Γιατί αυτοί πού επιστρέφουν βρίσκουν μονάχα ερείπια, εκεί πού άλλοτε ορθώνονταν τα χαρούμενα τους νοικοκυριά. Βλέπετε είναι στη μοίρα της Ελληνικής φυλής να δέχεται κάθε τόσο ένα χτύπημα και να προσπαθεί μέσα απ’ το βόγγο του πένθους και τη στάχτη των ερειπίων να γεμίσει με άνθη «το χάσμα π’ άνοιξε ό σεισμός».

Ο Κ. Κουρτίδης αγωνίζεται από το Βήμα της Βουλής, από τις στήλες των εφημερίδων και με παραστάσεις στα Υπουργικά γραφεία να αποκατασταθεί όλος ο κόσμος των προσφύγων πού παλινοστεί και ν’ ανεγερθούν καινούργιες εστίες. Δείγμα των αγώνων του είναι αγόρευση του στην Ελληνική Βουλή πού τη δημοσιεύει ολόκληρη ή εφημερίδα «Μακεδονία» της 30 Μαΐου 1921 με κυριώτερα ζητήματα την στέγαση και την περίθαλψη.

Τα γεγονότα όμως επέρχονται αδυσώπητα. Η Μικρασιατική καταστροφή, συνέπεια του διχασμού του ολέθριου των Ελλήνων φέρνει δώθε από τον Έβρο, σε ατέλειωτες φάλαγγες, χιλιάδες τους νέους πρόσφυγες. Πόνος καινούργιος καί μεγάλος για τη χώρα. Αγώνες καινούργιοι και νέες προσπάθειες για τον Κουρτίδη. Βουλευτής και γιατρός μαζύ είναι στην πρώτη γραμμή της περίθαλψης των προσφύγων. Τα προβλήματα είναι οξύτατα. Πώς θα αποκατασταθεί όλος αυτός ό κόσμος, ενώ οι δύο γείτονες απ’ την Ανατολή καί το Βορρά παράστεκαν πάντα απειλητικοί;

Τότε δ Κωνσταντίνος Κουρτίδης τοποθετείται Υπουργός Γενικός Διοικητής Θράκης από την Κυβέρνηση του Ανδρέα Μιχαλακόπουλου. Είναι Σεπτέμβριος του 1924. Ή εφημερίδα «Μακεδονία» της θεσσαλονίκης σχολιάζει ως έξης το διορισμό του: «Δεδομένου ότι η φυσιογνωμία του κ. Κουρτίδου είναι γνωστή πολύ μάλιστα και παρ’ ημίν και εις τον τόπον όστις θα διοικηθεί απ’ αυτού… θεωρούμεν περιττόν να ενδιατρίψωμεν επί του προσώπου του ή να εξάρωμεν τα πολλαπλά αυτού προσόντα και την μόρφωσιν. Περιοριζόμεθα να σημειώσωμεν ότι η Θράκη η συνορεύουσα προς δύο γείτονας επικρατείας, θα διοικήται από σήμερον υπό επιστήμονας κατόχου ήδη της Ελληνικής και Γαλλικής και της φιλολογίας των διαλέκτων αμφοτέρων των εν λόγω κρατών της Τουρκικής και Βουλγαρικής».

Ως Γενικός Διοικητής Θράκης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την επίλυση του προσφυγικού ζητήματος, μνημονεύεται δε και σήμερα ακόμα από γέρους κατοίκους χωριών της Ροδόπης η ευγνωμοσύνη πού του χρωστούν για την επιτυχημένη επιλογή της τοποθεσίας νέων οικισμών που ο ίδιος είχε κάμει με κύριο συστατικό την υγιεινή τους θέση. Μνημονεύουν ακόμα την ευγένεια και την προσήνειά του καθώς και τη μεγάλη του μόρφωση. Μόρφωση την οποία δεν εχρησιμοποίησε για να ικανοποιήσει μόνο δικές του πνευματικές ανάγκες, αλλά για να εξυπηρετήσει τους συμπατριώτες του και ιδιαίτερα να προβάλει την ιστορία του τόπου μας. Να προβάλει τη Θράκη.

Είναι γνωστό πώς οι Θρακιώτες έχουμε το παράπονο ότι ή ιστορία της περιοχής μας και η συμβολή των κατοίκων της σε κάθε εκδήλωση της εθνικής μας ζωής, αγνοούνταν και παραγνωρίζονταν. Ακόμα και σήμερα ενώ οι βόρειοι γείτονες μας έχουν ειδικούς επιστήμονες πού μελετούν την αρχαία Θράκη (11) , τη γλώσσα και τις συνήθειες των Πομάκων, τη λαϊκή τέχνη, τα τραγούδια και τους χορούς και προσπαθούν έτσι μετά να προβάλλουν στο Θρακικό θέμα δικές τους απόψεις, εμείς κοιμόμαστε μακάρια. Οι ελάχιστες μεμονωμένες προσπάθειες πού έγιναν είναι ή εξαίρεση πού επιβεβαιώνει τον κανόνα. Δίκαια διαμαρτύρονταν εδώ καί πολλά χρόνια ο ιδρυτής και πρόεδρος της Εταιρείας Θρακικών Μελετών, Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου πού έγραφε: «Οι ιστορικοί μας έναν αιώνα ελεύθερης ζωής τίποτε δεν μας παρέδωσαν. Το Πανεπιστήμιο ακόμα δεν ίδρυσε μιαν έδρα Θρακολογίας (12) , η Ακαδημία τίποτε δεν έκαμε, ως πνευματικό ίδρυμα, αλλ’ ούτε η εθνική πολιτική ενδιαφέρθηκε για την έρευνα και την κωδικοποίηση των ιστορικών και εθνολογικών μας δικαίων». Το κενό των παραλείψεων αυτών έρχεται να συμπληρώσει ή πρωτοβουλία μερικών φωτισμένων Θρακών.

Ο Αχιλλέας Σαμοθράκης, ομότεχνος του Κουρτίδη στην Ιατρική και την ιστορική έρευνα από την Αίνο πού ζούσε στην Αλεξανδρούπολη δημοσιεύει κοντά σε πλήθος άλλες εργασίες του το «Γεωγραφικόν και Ιστορικόν Λεξικόν της Θράκης» και αργότερα την «Ιστορία της Θράκης».

Ο Κοσμάς Μυρτίλος Αποστολίδης δάσκαλος από τη Φιλιππούπολη και καθηγητής αργότερα στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της έγραψε πολλές εργασίες γύρω από την ιστορία της Πατρίδας του καθώς και διατριβή «Περί των αρχαίων Θρακών» πού δημοσιεύτηκε στον 1ον  τόμο των «Θρακικών» το 1928.

Και ο Κουρτίδης; Από το 1912 αρχίζει να συγκεντρώνει υλικό για να συγγράψει μια ιστορία της Θράκης. Ολόκληρα μπαούλα καταλαμβάνουν οι σημειώσεις του. Η συγγραφή της ιστορίας της Θράκης είναι γι’ αυτόν ένα έργο κατ’ εξοχήν πατριωτικό πού εξυπηρετεί συνάμα την ιστορική αλήθεια. Καρπός της πολύχρονης και κοπιαστικής προσπάθειας του είναι ή έκδοση στα 1926 ενός μικρού βιβλίου 112 σελίδων με τίτλο «Τα Θρακικά» όπου υπάρχουν κεφάλαια για την αρχαία Θράκη και τους Θράκες, τον ‘Ορφέα και τα ομώνυμα μυστήρια. Το βιβλιαράκι αυτό είναι περίληψη της ιστορίας του που ο πρώτος τόμος της εκδίδεται το 1932. Είναι ένας χορταστικός τόμος 422 σελίδων. Γραμμένη, είναι αλήθεια με ερασιτεχνικό τρόπο, δεν παύει να είναι ένα έργο κολοσσιαίο σε αξία, πρώτο στο είδος του για τη Θράκη. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσ/νίκης κ. Μανόλης Κριαράς το σχολιάζει ως εξής: «Ο κ. Κουρτίδης είναι αξιέπαινος γιατί με εξαιρετική αγάπη κι’ εργατικότητα φρόντισε να συγκέντρωση στο βιβλίο του το κάθε τι πού από ξένους ή δικούς μας, παλιότερους ή νεώτερους γράφτηκε για τη Θράκη, χωρίς να περιφρονήσει πολλές φορές ούτε την παραμικρότερη λεπτομέρεια» (13) .

Για το βιβλίο αυτό ό Κουρτίδης πήρε «εύφημοτάτην μνείαν» από τον Σύλλογο προς ενθάρρυνσιν των Ελληνικών Σπουδών του Παρισιού «λόγω των ευσυνείδητων ερευνών και του πατριωτικού ζήλου, μεθ’ ων προέβη εις την σύνταξιν του υλικού της ιστορίας ταύτης». Πλούσιο και με μεγάλη ποικιλία το υλικό του βιβλίου. Υπάρχουν κεφάλαια για τα Θρακικά Έθνη, τα Όρια και τη φύση της Θράκης, την καταγωγή των Θρακών, ήθη έθιμα και πολιτισμό των Θρακών και το χαρακτήρα τους. Δυστυχώς όμως το βιβλίο αυτό (όπως και το ομότιτλο του Αχιλλέα Σαμοθράκη), το τόσο χρήσιμο για τον τόπο μας, δεν το ξέρουμε οι Θρακιώτες. Ο Άγγελος Ποιμενίδης, δάσκαλος και ερευνητής της ιστορίας της περιοχής της Αλεξανδρούπολης με την τόλμη πού τον χαρακτήριζε έκανε την εξής διαπίστωση: «Και ένα ακόμη σοβαρότερο πού θεωρώ σφάλμα Εθνικής αξιοπρέπειας: Από το υλικό της ιστορίας του Κουρτίδη, τίποτε δεν καταχωρείται στα σχολικά μας βιβλία για να μαθαίνουν τα Ελληνόπουλα και την ιστορία της Θράκης» (14).

Ίσως για το λόγο ότι συνάντησε τη γενική αδιαφορία ο πρώτος τόμος της Ιστορίας του Κουρτίδη δεν είχε συνέχεια. Δεν βγήκε δηλαδή και ο δεύτερος τόμος πού πρέπει να ήταν έτοιμος γιατί σε βιογραφικό σημείωμα για τον Κουρτίδη στα 1938 αναγράφεται ότι έχει για εκτύπωση την Ιστορία της Θράκης σε ογκώδη τόμο 850 σελίδων (15) . Δυστυχώς όλος ο όγκος των χειρογράφων του Κουρτίδη και των σημειώσεων του πού βρίσκονταν στο σπίτι του γιού του Γιώργου κάηκαν μαζύ με το σπίτι αυτό από τους Γερμανούς στη μάχη του Σουφλίου στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1944· Χάθηκαν έτσι πολύτιμα ντοκουμέντα πού θα μας βοηθούσαν σημαντικά στη μελέτη του έργου του Κουρτίδη.

Το 1934 παρουσιάζει το τελευταίο του έργο. Έχει τον τίτλο: «Τα Αρχαία Ελληνικά Μυστήρια. Ήτοι τα Καβείρια-Διονύσια-Ορφικά και Ελευσίνια». Μέσα στις 226 σελίδες αυτού του βιβλίου εξετάζει τους μύθους και τις πηγές πού αφορούν τη μυστηριακή λατρεία των αρχαίων Ελλήνων και βγάζει το συμπέρασμα πώς στη Θράκη άρχισε ή λατρεία του θεού στην ανώτερη μορφή της με την έννοια του μονοθεϊσμού, πού ξαπλώθηκε και στην άλλη Ελλάδα. Αληθινή μέλισσα ο Κουρτίδης, τρύγησε από τους αρχαίους συγγραφείς εκατοντάδες αποσπάσματα απ’ όπου φαίνεται ότι στον Ορφέα αποδίδεται η εισαγωγή των νέων μονοθεϊστικών ιδεών. Καταπληκτικό είναι το παρακάτω ορφικό απόσπασμα: «Εις θεός εστί μόναρχος άθέσφατος αίθέρι ναίων αυτοφυής αόρατος ορώμενος αυτός απαντά, εις θεός, ος μόνος άρχει, υπερμεγέθης, άγέννητος, αλλά θεός μόνος εις πανυπέρτατος, ος πεποίηκεν ουρανόν, ηέλιον κλπ., Ος καθορών άμα πάντας υπ’ ουδενός αυτός όραται» (19) . όπως και το επόμενο: «Ορφεύς γούν ο της πολυθεότητος υμών πρώτος διδάσκαλος γεγονώς, ύστερον οία προς τον υιόν αυτού Μουσαίον και τους λοιπούς γνήσια, ακροατάς αυτού περί ενός και μόνον Θεού κηρύττει λέγων ούτως».

«Έξερέω γαρ αληθέα, μηδέ σε τα πριν εν στήθεσσι φανέντα φίλης αιώνος αμέρσηε, εις δε λόγον θείον βλέψας, τούτω προσέδρευε, ιθύνων κραδίης νοερόν κύτος· ευ δ’ επίβαινε ατραπιτου, μούνον δ’ έσόρα κόσμοιο άνακτα είς έστ’ αυτογενής, ενός έκγονα πάντα τέτυκται» (17) .

Πόσων ετών μόχθος για τη συγκέντρωση όλων αυτών των στοιχείων! Αν εμείς οι Έλληνες αγνοούμε τη σημασία του παραπάνω βιβλίου του Κουρτίδη, ας ακούσουμε τουλάχιστο τι είπε πριν από 10 περίπου χρόνια, αυστριακός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης στον Άλεξανδρου-πολίτη βιβλιοπώλη κ. Ελευθ. Γιαννώτα σε σχετική τους συζήτηση. «Κανείς ευρωπαίος ερευνητής, δεν μπορεί να μίλα σοβαρά για τα αρχαία Μυστήρια και ιδιαίτερα για τα Καβείρια, εάν δεν έχει υπόψη του τον Κουρτίδη».

Το βιβλίο αυτό ήταν το τελευταίο του Κουρτίδη, όχι όμως και η τελευταία συγγραφική του εργασία. Δεν παύει να στέλνει και να δημοσιεύει συνεργασίες του στα δύο θρακικά περιοδικά, τα «Θρακικά» και το «Αρχείον του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού» του Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου. Στους τόμους των δύο αυτών περιοδικών υπάρχουν αποθησαυρισμένα κείμενα του Κουρτίδη για Ελληνικές και Βυζαντινές αρχαιότητες στο Θρακικό χώρο, ιστορικά σημειώματα και λαογραφικές εργασίες. Επισημαίνω ιδιαίτερα την εργασία του «Η Θράκη και οι κάτοικοι αυτής» πού την έγραψε λίγο πριν πεθάνει και πού δημοσιεύτηκε στον 23ο τόμο των «Θρακικών». Στην εργασία αυτή μας δίνει αρκετές πληροφορίες για διάφορα έθιμα των Πομάκων και για τη μυστηριακή λατρεία των Κιζιλμπάσηδων.

Τον θυμούνται ακόμα οι γεροντότεροι στο Σουφλί να συχνάζει στο καφενείο «Η Θράκη» και να αποτελεί πάντα το επίκεντρο της πορείας του πού άκουγε πάντα με προσοχή τις σοφές του κουβέντες.

Το Μάη του 1940 γιορτάστηκε στο Σουφλί η συμπλήρωση των 70 χρόνων του και μαζύ 50 χρόνων εθνικής, φιλολογικής και κοινωνικής δραστηριότητας. Χαρακτηριστικά ένα σχόλιο της «Μακεδονίας», καταλήγει ως εξής: «Άλλοι το δέκατον της δραστηριότητος του αν είχον θα το εξαργύρωναν, με καθηγητικάς έδρας, ακαδημαϊκούς θώκους, τιμάς, οφφίκια, θέσεις. Αλλ’ αυτός δεν ηθέλησε να μεταβολή τον οίκον του Θεού εις οίκον εμπορίου. Έμεινε ο ερημίτης του Σουφλίου, ο φιλόσοφος, μορφή παλιά και σεβαστή πού θα έλεγε κανείς πώς την εξέχασαν εκεί οι αιώνες από τους χρόνους της κλασσικής αρχαιότητος» (18) .

Η γιορτή εκείνη ήταν μια απ’ τις λίγες ευχάριστες στιγμές πού γνώρισε στη ζωή του και ίσως η τελευταία. Ακολουθεί ο πόλεμος. Η οικογένεια του τον πείθει να εγκατασταθεί στην Αθήνα λίγο πριν από την επίθεση των Γερμανών. Στο διάστημα της κατοχής πέρασε δύσκολες μέρες. Ο γαμπρός του στρατευμένος υπηρετεί στη Μέση Ανατολή και η κόρη του έχει να κοιτάξει και τα δυο της παιδιά. Εξαντλημένο από τις κακουχίες και την πείνα τον ρίχνει κάτω η φυματίωση. Να πώς τον περιγράφει ο Αλεξανδρουπολίτης βιβλιοπώλης κ. Ελευθέριος Γιαννώτας πού τον γνώρισε την κατοχή.

«Πως γνώρισα τον Κ. Κουρτίδη.

Άνοιξη του 1943. Η Αθήνα στενάζει κάτω από το πέλμα της διπλής Ιταλογερμανικής κατοχής. Η πείνα και κάθε λογής στερήσεις και καταπιέσεις μαστίζουν τους κατοίκους της και ιδιαίτερα τους Θρακιώτες πρόσφυγες πού κατέφυγαν σ’ αυτήν κυνηγημένοι από τον τρίτο συνεταίρο των κατακτητών τους Βουλγάρους…

Οι Εβρίτες κάτοικοι της τότε λεγομένης «Ελεύθερης Ζώνης», του Έβρου, συγκινημένοι από το δράμα της πείνας των αδελφών Θρακών προσφύγων της Αθήνας, στέλνουν δωρεά φορτίο τροφίμων (καλαμπόκι, σιτάρι, όσπρια κ.α.) για να τους βοηθήσουν.

Τα τρόφιμα αποθηκεύονται σε κάποιο κατάστημα της οδού Μητροπόλεως καί τη διαχείριση-διανομή ενεργεί Επιτροπή της οποίας Πρόεδρος ήτο ο αείμνηστος Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Ιωακείμ. Εκεί λοιπόν, στα πατάρι της αποθήκης όπου βρίσκεται ή επιτροπή διανομής, ο αείμνηστος πολιτευτής Έβρου Φίλιππος Μανουηλίδης προτείνει να σταλεί ποσότητα τροφίμων και στο γιατρό Κουρτίδη. Την ιδέα ασπάζεται η επιτροπή αλλά αμέσως δημιουργείται πρόβλημα διευθύνσεως και τρόπον αποστολής. Και την μεν διεύθυνση πληροφορείται η Επιτροπή από το Θρακικό Κέντρο, ο δε υποφαινόμενος, έφηβος τότε, προθυμοποιείται για τη μεταφορά και παράδοση.

Ενθυμούμαι, νοικιάζω ένα χειροκίνητο καρότσι, φορτώνω τα τρόφιμα, πού ήταν γύρω στα 150 κιλά και μαζύ με τον μεταφορέα ξεκινούμε. Ανηφορίζουμε το Παγκράτι, διασχίζουμε ολόκληρη τη συνοικία, μπαίνουμε στο Βύρωνα και στο τέρμα του συνοικισμού αυτού, στις υπώρειες του Υμηττού, σταματούμε στην πόρτα ενός ταπεινού σπιτιού, μάλλον παραπήγματος και δειλά χτυπούμε την πόρτα, διότι μας δέρνει η αμφιβολία, πώς είναι δυνατόν να κατοικεί εδώ ο γιατρός και πρώην Υπουργός Κουρτίδης.

Μας ανοίγει μια ηλικιωμένη κυρία (ήτο μου φαίνεται ή αδελφή του γιατρού) και μας καλεί να μπούμε μέσα. Στον αμέσως από την είσοδο χώρο, κάτι σαν χώλλ, σ’ ένα πανάθλιο κρεβάτι, στρωμένο με ράκη μάλλον παρά στρωσίδια, βρισκόταν ανακαθισμένος ο βαρειά άρρωστος Κουρτίδης.

Του ανακοινώνω την αποστολή μου και παραδίνω τα τρόφιμα. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Με παρακάλεσε να διαβιβάσω τις ευχαριστίες του στον Σεβασμιότατο για τη βοήθεια προσθέτοντας και ένα «έστω και αν είναι πια πολύ αργά». Πράγματι υστέρα από μερικούς μήνες παρέδιδε την ψυχή του στην αιώνια πηγή της.

Τέτοιο ήταν το τέλος ενός γιατρού, ενός φιλοσόφου, ενός πολιτικού, ενός αληθινού Άνδρος πού σκοπό της ζωής του έταξε να υπηρετήσει τον Άνθρωπο και την Αρετή.
Βλέπετε άλλοι καιροί άλλα ήθη.
Ε.(λευθέριος) Γ.(ιαννώτας)»

Για να θεραπευτεί καταφεύγει στη «Σωτηρία», οπού πέρασε πικρές μέρες. Μέρες της κατοχής πού τις πικραίνει περισσότερο η άρρώστεια και η φτώχεια. Στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» (19) διαβάζουμε μια συγκινητική έκκληση: «Υπερεβδομηκονταετής ιατρός, παλαιός βουλευτής, γερουσιαστής και υπουργός, συγγραφεύς της Ιστορίας της Θράκης και άλλων ιστορικών έργων, πολλάς παράσχων εις την πατρίδα υπηρεσίας, πρόσφυξ ήδη και ασθενών, ευρίσκεται εις την «Σωτηρίαν» πενόμενος. Οι εκτιμώντες την εθνικήν εργασίαν φιλάνθρωποι δύνανται να τον ενισχύσουν δια του «Ελευθέρου Βήματος», το όποιον ενώνει την προς τούτο παράκλησίν του, όπως νομίζουν καλλίτερον».

Εκεί στη «Σωτηρία» τον βρήκε ο θάνατος. Στίς 23 Νοεμβρίου 1944 κι’ ενώ η Αθήνα ετοιμάζονταν να δοκιμάσει τη φρίκη των Δεκεμβριανών, η καρδιά του Κουρτίδη σταμάτησε να χτυπά. Είχε κλείσει σ’ αυτή ολόκληρη τη Θράκη.

Άνθρωπος της δράσης μα και του στοχασμού, στάθηκε πάντα σεμνός και τίμιος. Από την πολιτική πέρασε και βγήκε αμόλυντος από τις μικρότητες. Μολονότι κατέλαβε σπουδαίες δημόσιες θέσεις έζησε φτωχός και πέθανε φτωχότερος. Στη ζωή του ήταν υπόδειγμα ανθρωπιάς και εργατικότητας. Ο Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, λίγο πριν πεθάνει κι’ αυτός, είχε πει για τον Κουρτίδη: «Η Θράκη ποτέ δεν θα ξεχάση τη δούλεψη του. Ίσως στο Σουφλί η αγάπη των Θρακών ν’ άναδείξη ένα σήμα, ένα μνήμα, πού να θυμίζει ότι η Θράκη δεν λησμονεί τους πνευματικούς της ήρωες και εργάτες… Του αξίζει για όλες του αυτές τις θυσίες ένα μνημείο πού να διαλαλή το έργο του, το άγνωστο στο Ελληνικό κοινό» (20). Ας το προσέξουν αυτό οι Θρακιώτες και ιδίως οι πατριώτες του.

Κοιμάται σήμερα τον ανεξύπνητο ύπνο στο νεκροταφείο της Κορνοφωλιας πλάϊ στο Άγιο Βήμα του εξωκκλησίου του Αγίου Αθανασίου κάτω από μια απλή πλάκα πού γράφει:

Βιβλιογραφία :
1.      Πολυδώρου Παπαχριστοδοόλου, Τέσσαρες σύγχρονοι Ιστοριογράφοι της Θράκης, «Αρχείον Θρακικού Λαογραφικού Γλωσσικού θησαυρού», τ. 14, σ. 173.
2.      Από το χωριό αυτό κατάγονται συγγενείς του Κουρτίδη πού είναι σήμερα εγκαταστημένοι στην Ξυλαγανή. Από το χωριό αυτό (το Δογάνοβο) κατάγονται επίσης και οι κάτοικοι του χωρίου Κρωβύλη.
3.      Πολυδώρου Παπαχριστοδούλου, 3.π.
4.      Βλ. και βιογραφία του Κουρτίδη, «Θρακικά», τ. 25, σ. 163.
5.      Το απόκομμα δεν έχει ημερομηνία.
6.      «Άπαντα», τ. Α’, σ. 133-135.
7.      Πολυδώρου Παπαχριστοδούλου, δ.π.
8.      «Θρακικά», παράρτημα τ. 3, σ. 57.
9.      Όπως μου αφηγήθηκε ή κόρη του κ. Μαρίκα Πάσφα.
10.  Βλ. άρθρο του στην έφημ. «Φως» της Θεσσαλονίκης της 31-5-1920 με τίτλο «Χαίρε Θράκη Ελευθέρα».
11.  Όπως έμαθα τελευταία, ο Βούλγαρος υπουργός της Παιδείας είναι καθηγητής Πανεπιστημίου, ειδικός Θρακολόγος.
12.  Οι παράγοντες της Κομοτηνής και Αλεξανδρούπολης εξακολουθούν ακόμα να ερίζουν για την έδρα της Ιατρικής Σχολής. Για Θρακολογία ούτε λόγος.
13.  «Θρακικά», τ. 4, σ. 341.
14.  Αγγέλου Ποιμενίδη, Ιστορικά και αρχαιολογικά θέματα γύρω από την Αλεξανδρούπολη, Αλεξανδρούπολη 1963, σ. 10. Είχε δίκιο ο αείμνηστος Ποιμενίδης. Καί σήμερα ελάχιστα πράγματα λέγονται και γράφονται για την ιστορία της Θράκης.
15.  «Θρακικά», παράρτημα τ. Γ’, σ. 187.
16.  Βλ. Otto Kern, Orphicorum Fragmenta, Dublin-Zurich 1972, σ. 258 και Κ. Γ. Κουρτίδη, Τα αρχαία Ελληνικά Μυστήρια, σ. 115.
17.  Κ. Γ. Κουρτίδη, 6.ά., σ. 116.
18.  «Μακεδονία», 20 Mαϊου 1920, σ. 2.
19.  Δυστυχώς το απόκομμα δεν έχει ημερομηνία.
20.  Π, Παπαχριστοδούλου, δ.π., σ. 64.