Γλωσσάριο αρχαιοελληνικών μουσικών όρων

 

24grammata.com /αρχαιότητα / ιστορία του τραγουδιού

Αλφαβητική παρουσίαση όρων

επιμέλεια: Γιώργος Πρίμπας

Α.

Αλήτις. Τραγούδι της αιώρας προς τιμή της Ηριγόνης.

Ανακρεόντειο μέτρο. Ακατάληκτο ιωνικό δίμετρο με εναλλαγή ιωνικών ποδών με τροχαϊκούς δίποδες): υυ-υ/-υ-υ υυ-υ/-υ-υ. Πήρε το όνομά του από τον Ανακρέοντα που το χρησιμοποιούσε στα τραγούδια του.

Ανάπαιστος. Από τους βασικούς πόδες της αρχαίας ελληνικής και νεότερης ποίησης. Αποτελείται από δύο βραχείες και μια μακρά συλλαβή (υυ-).

Αντίσπαστος. Μετρικός πους ο οποίος αποτελείται από έναν ίαμβο και έναν τροχαίο (υ- -υ).

Αντιστροφή. α) στο χορό των αρχαίων δραμάτων και στις ωδές του Πινδάρου καλείται η στροφή προς την αντίθετη κατεύθυνση. β) το δεύτερο τμήμα των λυρικών τραγουδιών, που αντιστοιχούσε στο σχήμα στροφή – αντιστροφή.

Αοιδός. Κατά την προομηρική εποχή καλούσαν έτσι αυτούς που συνέθεταν και τραγουδούσαν επικά ποιήματα που συνήθως συνόδευαν με τη φόρμιγγα. Οι αρχαίοι Έλληνες τους αποκαλούσαν θείους και τους περιέβαλαν με εξαιρετικές τιμές και σεβασμό.

Αρμονία. α) η σωστή αναλογία των μερών ενός συνόλου, συμφωνία ήχων. β) στην αρχαία Ελλάδα επιπλέον σήμαινε και την κατά λόγο διάταξη των φθόγγων μέσα στην όγδοη, έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα τέλειο σύστημα. Οι αρμονίες που αναφέρονται είναι οι:

1. λυδική: do‘-do.

2. μιξολυδική: si‘-si

3. φρυγική: re‘-re

4. δωρική: mi‘-mi

5. υπολυδική: fa‘-fa

6. ιωνική, υποφρυγική: sol‘-sol

7. αιολική, υποδωρική: la‘-la.

Οι αρχαιοελληνικές κλίμακες απαγγέλλονται κατά την καθοδική τους διαδοχή και η αντιστοιχία με τους ευρωπαϊκούς φθόγγους δεν είναι απόλυτη.

Αυλός. Το πιο δημοφιλές πνευστό όργανο της αρχαιότητας. Χρησιμοποιούταν στους εθνικούς αγώνες, σε γιορτές, τελετές και συνόδευε τις οργιαστικές λατρείες του Διόνυσου. Ο ήχος του έμοιαζε με αυτόν του όμποε και πιθανόν ήρθε στην Ελλάδα από τη Φρυγία. Ήταν φτιαγμένος από ένα μακρύ και στενό ξύλινο ή κοκάλινο σωλήνα (βόμβυξ) ή συνήθως από δύο (δίαυλος) που κατέληγαν σε κοινή, από καλάμι, διπλή αρχικά γλωττίδα και είχε τρεις τρύπες για τα δάχτυλα. Οι τρύπες με τον καιρό έφτασαν στις δεκαπέντε. Από τους δύο σωλήνες ο ένας χρησίμευε για τη μελωδία κι ο άλλος για συνοδεία. Ενίοτε όμως έπαιζαν και σε ταυτοφωνία. Ο Πρόνομος, επικεφαλής της βοιωτικής μουσικής σχολής τον τελειοποίησε σε μεγάλο βαθμό. Ανάλογα με την έκταση του ήχου διακρινόταν σε: παρθένιο (σοπράνο), παιδικό (άλτο), τέλειο (τενόρο), υπερτέλειο (μπάσο).Ανάλογα με το σχήμα τους διακρίνονταν σε: μονόαυλους, δίαυλους και πλαγίαυλους.

Β.

 

Βακχείος. Μετρικός πους αποτελούμενος είτε από τρεις συλλαβές: δυο μακρές και μια βραχεία είτε από τέσσερεις.

Βάρβιτος. Έγχορδο όργανο που εφευρέθηκε από τον Τέρπανδρο. Έμοιαζε με μεγάλη στενή λύρα.

Γ.

Γένος. Η θέση των δύο κινούμενων εσωτερικών φθόγγων ενός τετράχορδου με σταθερούς εστώτες, μένοντες σε απόσταση τετάρτης καθαρής από τους ακραίους φθόγγους, ήτοι:

1. γένος διατονικό (τόνος-τόνος-ημιτόνιο), π.χ. la, sol, fa, mi

2. γένος χρωματικό (τριημιτόνιο-ημιτόνιο-ημιτόνιο), π.χ. la, sol ύφεση, fa, mi

3. γένος εναρμόνιο (τετραημιτόνιο-1/4 τόνου-1/4 τόνου) π.χ. la, sol διπλή ύφεση, fa χαμηλωμένο κατά Ό του τόνου, mi.

Δ.

Δάκτυλος. Ο παλαιότερος μετρικός πους των αρχαίων Ελλήνων. Αποτελείται από μια μακρά και δύο βραχείες συλλαβές (-υυ). Γεννήθηκε από τις ανάγκες της μακροσκελούς επικής διήγησης και ανταποκρινόταν στο σεμνό και επιβλητικό ήθος του έπους.

Διάγυιος. Μετρικός πους που αποτελείται από μία μακρά, μία βραχεία και μία μακρά συλλαβή (-υ-).

Διαπασών. Όρος που προήλθε από τη φράση «η δια πασών των χορδών συμφωνία». Η συμφωνία μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας νότας, επομένως το διάστημα 8ης. Ο εν λόγω όρος μετά την εποχή του Αριστόξενου αντικατέστησε τον όρο «αρμονία».

Διθύραμβος. Ύμνος στο Διόνυσο με συνοδεία αυλού. Τον χόρευαν οι θιασώτες του θεού μέσα σε κατάσταση ένθεης μανίας και έξαλλου ενθουσιασμού. Θεωρείται ότι έχει της ρίζες του στη Φρυγία απ’ όπου ήρθε και η λατρεία του Διονύσου. Αυτοσχέδιος κι άτεχνος αρχικά, διαμορφώθηκε σε χορικολυρικό καλλιτεχνικό είδος από τον Αρίωνα (7ο π.Χ. αιώνα) ο οποίος συνέθεσε υπέροχους διθυράμβους που εκτελούνταν από κύκλιο χορό 50 ανδρών στην αυλή του τυράννου, της Κορίνθου, Περίανδρου. Ο Αρίωνας επίσης φέρεται ως ο πρώτος που έδωσε στο Διόνυσο τη συνοδεία των Σατύρων. Από την εποχή αυτή ξεκινά μια σειρά ποιητών-μουσικών από τους οποίους αργότερα θα ξεπηδήσει και το αρχαίο δράμα. Πάντως οι διθύραμβοι επέζησαν ως αυθύπαρκτο είδος μέχρι και την κλασσική εποχή όσο και αργότερα στα μεγάλα κέντρα των Αθηνών και των Δελφών.

Δόχμιος. Μετρικός πους (υ- -υ-) που χρησιμοποιούταν συχνά στην αρχαία τραγωδία.

Ε.

Ελεγεία. Λυρικό ποίημα φρυγικής καταγωγής. Αρχικά το περιεχόμενό του ήταν ο θρήνος αλλά αργότερα ένα ελεγειακό ποίημα εξέφραζε και άλλες συγκινήσεις όπως τη λύπη, τη χαρά, τον έρωτα, τον πατριωτισμό κ.λ.π. Οι ελεγείες ήταν γραμμένες στην ιωνική διάλεκτο κι απαγγέλλονταν από ένα πρόσωπο συνοδεία αυλού. Έπαψε να τραγουδιέται σχετικά νωρίς. Ποιητές γνωστοί για τις ελεγείες τους ήταν ο Αρχίλοχος, ο Καλλίνος, ο Τυρταίος, ο Σόλων και άλλοι.

Εμβόλιμον. Αυτοτελές χορικό τραγούδι που παρεμβαλλόταν στα επεισόδια του δράματος κατά τον 4ο αιώνα π.Χ.

Εξόδιον. α) κομμάτι σόλο αυλού που παιζόταν στο τέλος της δραματικής παράστασης. Μεταφορικά σήμαινε την καταστροφική έκβαση ενός δραματικού περιστατικού. β) άσμα που τραγουδούσαν οι ηθοποιοί στο τέλος της δραματικής παράστασης

Επιγόνειον. Έγχορδο με 40 χορδές που ίσως να ήταν κατά ζεύγη. Πιθανόν να γινόταν σε αυτό χρήση διαστημάτων μικρότερων του ημιτόνιου. Κουρδιζόταν διατονικά ή χρωματικά και η έκτασή του δεν ξεπερνούσε τις πέντε ή τις τρεις οκτάβες αντίστοιχα. Πιθανόν το όνομά του να το πήρε από τον Επίγονο που το εφεύρε.

Επιθαλάμιον μέλος. Χορικό τραγούδι που συνόδευε τη νύφη προς το καινούργιο σπίτι και τραγουδιόταν μπροστά στην κάμαρα των νιόπαντρων. Αναφέρονται δυο είδη: το κατακοιμητικόν και το διεγερτικόν.

Επωδός. α) το μέρος ενός λυρικού ποιήματος που τραγουδιόταν από το χορό μετά την στροφή και την αντιστροφή τις οποίες έψαλαν δυο τμήματα του χορού διαδοχικά.

β) ο/η. Αυτός/ή που χρησιμοποιούσε μαγικές ωδές για τη θεραπεία σωματικών πόνων.

Η.

Ήθος. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν στην ηθική δύναμη της μουσικής και γι’ αυτό η μουσική διδασκαλία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των εκπαιδευτικών προγραμμάτων τους.

Θ.

Θυροκοπικόν. Είδος σερενάτας που εκτελούσαν οι αρχαίοι Έλληνες μπροστά στην πόρτα της αγαπημένης τους. Επρόκειτο για τραγούδι με συνοδεία αυλού και χορού.

Ι.

Ίαμβος. α) δισύλλαβο μέτρο που αποτελείται από μια βραχεία και μία μακρά συλλαβή (υ-)

β) οι ίαμβοι στην αρχή ήταν πειρακτικά ή και υβριστικά ακόμα τραγούδια με λαϊκή προέλευση. Οι ρίζες του είδους αυτού βρίσκονται στη λατρεία της Δήμητρας καθόσον οι σκωπτικοί λόγοι της Ιάμβης (κόρης του Πάνα και της Ηχούς) έδιναν κέφι στη λυπημένη θεά όταν αυτή επισκεφτόταν την Ελευσίνα όπως και με τους Γεφυρισμούς που ήταν τα αστεία που έλεγαν, πάνω στη γέφυρα, στην πομπή για την Ελευσίνα. Αργότερα όμως οι ίαμβοι αφορούσαν πολιτικά και κοινωνικά θέματα. Γράφονταν στην ιωνική διάλεκτο σε ιαμβικό ή τροχαϊκό μέτρο. Απαγγέλλονταν από ένα πρόσωπο που, σπάνια πάντως, συνοδευόταν από κάποιο έγχορδο όργανο.

Κ.

Κρόταλα. Αρχαίο ιδιόφωνο (ήτοι όργανο κατασκευασμένο από φυσικά ηχηρά υλικά) που αποτελούνταν από μια λαβίδα που στα άκρα της είχε δύο ξύλινα ή πήλινα ή αργότερα μεταλλικά κομμάτια τα οποία κρούονταν μεταξύ τους για να παράγουν ήχο. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούνταν ιδιαίτερα στις γιορτές του Διονύσου.

Κεχυμένα μέλη. Ρυθμικά ελεύθερα μέλη.

Κιθάρα. Το πιο συνηθισμένο, μαζί με τη λύρα, έγχορδο όργανο των αρχαίων Ελλήνων της οποίας εξάλλου αποτελούσε εξελιγμένο είδος. Κατείχε περίοπτη θέση στους μουσικούς αγώνες και επιδείξεις. Η εκτέλεση σόλο κιθάρας λεγόταν κιθάρισις και οι εκτελεστές κιθαριστές.

Κίθαρις. Πρωτόγονο όργανο που αναφέρεται στον Όμηρο και που ο Αριστόξενος ταύτιζε με τη λύρα.

Κιθαρωδός. Μουσικός που τραγουδούσε και ταυτόχρονα συνόδευε με κιθάρα. Οι εν λόγω μουσικοί έχαιραν μεγάλης εκτίμησης και σεβασμού.

Κινύρα. Έγχορδο όργανο εβραϊκής καταγωγής. Ήταν είδος κιθάρας με 10 χορδές που μάλλον έπαιζαν λυπητερή μουσική (κινύρομαι = θρηνώ).

Κομμός. Θρήνος, μοιρολόι, στην αρχαία δραματική ποίηση, που τραγουδιόταν διαδοχικά από το χορό και τους ηθοποιούς με αφορμή κάποια μεγάλη συμφορά ή ακόμα και για να προετοιμάσει το κοινό για κάποιο επερχόμενο κακό. Καταχρηστικά σήμαιναν και τα θρηνητικά τραγούδια που τραγουδιόντουσαν μόνο από το χορό ή τους ηθοποιούς αλλά, στην κυριολεξία, ο κομμός εκτελούνταν από τμήμα του χορού ή μόνο τον κορυφαίο και από έναν ή δυο ηθοποιούς.

Λ.

Λύρα. Έγχορδο όργανο που αποτελείται από ένα ηχείο, δυο παράλληλους βραχίονες και μια διαμήκη ράβδο η οποία συνδέει τα άκρα τους. Οι χορδές είναι στερεωμένες στο μπροστινό μέρος του ηχείου και καταλήγουν στη ράβδο δια μέσου ενός καβαλάρη. Αν και αρχικά εμφανίστηκε στην αρχαία Αίγυπτο και τα Μέση Ανατολή, συνδέθηκε με την αρχαία Ελλάδα όπου απαντούσε σε περισσότερο από 50 τύπους. Οι αρχαίοι Έλληνες το διαμόρφωσαν με βάση την ομηρική φόρμιγγα. Κατείχε σημαντική θέση στην εκπαίδευση, συνόδευε τις μονωδίες και ήταν σύμβολο του Απόλλωνα, εκφράζοντας το ευγενικό και γαλήνιο πνεύμα του σε αντίθεση με το διονυσιακό αυλό.

Μ.

Μάγαδις. Πολύχορδο όργανο πιθανόν λυδικής καταγωγής το οποίο διαδόθηκε περί τον 7ο αι. π.Χ. στην Ελλάδα και κυρίως στη Λέσβο με τη Σαπφώ. Αποτελούνταν από 20 χορδές κουρδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες. Είχε δυνατό ήχο και παιζόταν με γυμνά δάχτυλα.

Μελοποιία. Η τέχνη της μουσικής σύνθεσης. Η δύναμη που δημιουργεί τη μελωδία. Η μελοποιία ήταν ένα από τα επτά μέρη της μουσικής επιστήμης και συνίσταται στην εφαρμογή και χρήση των υπόλοιπων έξι: φθόγγων, διαστημάτων, γενών, συστημάτων, τόνων και μεταβολών. Τα μέρη της σύμφωνα με τον Αριστείδη είναι τρία: α) η λήψη, επιλογή της περιοχής της φωνής που χρησιμοποιηθεί στο σύστημα, β) η μίξη, συναρμογή των ήχων, των γενών ή των συστημάτων και γ) η χρήση, η τελειοποίηση της μελωδίας.

Μέλος. Χορικό ή λυρικό τραγούδι.

Μετρική. Η επιστήμη του μέτρου που δεν πρέπει να συγχέεται με τη ρυθμική η οποία είναι γενικότερη έννοια.

Μέτρο (ποίηση), προσωδιακό και τονικό. Η μικρότερη μονάδα (ομάδα μακρών και βραχέων συλλαβών) από την κανονική επανάληψη της οποίας μπορεί να δημιουργηθεί ένας στίχος. Παλαιότερα ως μικρότερη μονάδα θεωρούσαν τον πόδα, ο οποίος περιείχε τουλάχιστον μια μακρά και μια βραχεία συλλαβή. Στην αρχαία ελληνική ποίηση οι πόδες συναντιούνται πάντα ανά δύο (διποδία). Τα αρχαία ελληνικά μέτρα είναι προσωδιακά, ενώ τα μέτρα της νεοελληνικής ποίησης τονικά. Στο προσωδιακό μέτρο, η μακρά συλλαβή (-) αντιπροσωπεύει τη διπλάσια (ή μιάμιση φορά μεγαλύτερη) διάρκεια από τη βραχεία (υ). Στο τονικό μέτρο, αντίθετα, η μακρά συλλαβή διατηρεί το όνομα αυτό χωρίς να αναφέρεται σε μακρότερη σε διάρκεια συλλαβή. Δηλαδή οι μακρές και οι βραχείες έχουν την ίδια χρονική διάρκεια αλλά διαφέρουν ως προς τον τονισμό. Τονισμένες είναι οι μακρές.

Μολοσσός. Μετρικός πους που αποτελείται από τρεις μακρές συλλαβές (- – -)

Μονόχορδο. Όργανο με μια χορδή. Χρησιμοποιούταν για τη μελέτη των ηχητικών δονήσεων και τη μέτρηση των διαστημάτων των ήχων. Εφευρέθηκε από τον Πυθαγόρα και γι’ αυτό ονομαζόταν και Πυθαγόρειος κανών.

Μουσική. α) παιδεία, ως πνευματική και καλλιτεχνική καλλιέργεια και δύναμη ζωής. Σήμαινε, επομένως, ολόκληρη την πνευματική δημιουργία, ήτοι: οτιδήποτε αποδίδεται στις Μούσες (μούσα > μουσική) και προστατεύεται από αυτές.

β) από την εποχή του Πίνδαρου ως τον Πλάτωνα ο λόγος και η μουσική θεωρούνται ως μια πρωταρχική και αδιάλυτη ενότητα.

γ) ως όρος δηλωτικός της αυτόνομης τέχνης των ήχων εμφανίζεται από τον 4ο αι. π.Χ. και μετά. Μέχρι τότε με την έννοια αυτή χρησιμοποιούταν ό όρος αρμονία (συναρμογή ήχων)

Ν.

Νόμος. Στην αρχαία ελληνική μουσική η λέξη νόμος χρησιμοποιούνταν για να υποδεικνύει στο μουσικό, συνθέτη ή εκτελεστή το τι πρέπει να κάνει. Ήταν ένας τύπος μουσικής σύνθεσης ή εκτέλεσης, πειθαρχημένος και με υψηλές αισθητικές απαιτήσεις ο οποίος λειτουργούσε ως ένα άυλο πρότυπο προς το οποίο όφειλε να προσαρμοστεί η μουσική εκτέλεση. Υπήρχαν τέσσερεις κατηγορίες νόμων.

α) κιθαρωδικοί για σόλο τραγούδι συνοδεία κιθάρας. Επινοήθηκαν από τον Τέρπανδρο ο οποίος τους διαίρεσε σε βοιωτικούς, αιόλιους, τετραοίδιους, όρθιους κλπ.

β) αυλωδικοί για σόλο τραγούδι με συνοδεία αυλού. Επινοήθηκαν από τον Πολύμνηστο.

γ) αυλητικοί για δόλο αυλό (πυθικός νόμος, πολυκέφαλος νόμος κλπ)

δ) κιθαριστικοί για σόλο κιθάρα (μηνίαμβος νόμος κλπ)

Ο.

Όρθιος. Πους αποτελούμενος από δυο μακρές και δυο βραχείες συλλαβές (–υυ)

Όρχησις. Η λέξη σήμαινε γενικά το χορό που σύμφωνα μ’ ένα μύθο δίδαξε η θεά Ρέα στους Κορυβάντες στη Φρυγία και στους Κουρήτες στην Κρήτη. Στην αρχαία Ελλάδα ο χορός αποτελούσε μια από τις πιο δυνατές καλλιτεχνικές εκφράσεις και ήταν αναπόσπαστο μέρος των τελετών, των θρησκευτικών τελετουργιών και της κοινωνικής ζωής του λαού. Στα Μυστήρια μάλιστα ο χορός μεταβαλλόταν και σε μέσο που με την κίνηση και την έκταση συντελούσε στη μύηση των πιστών. Αναντίρρητα ο χορός κατείχε σημαντική θέση και θεωρούνταν πλεονέκτημα η γνώση της τέχνης του. Γνωρίζουμε ένα μεγάλο μέρος από τους αρχαίους ελληνικούς χορούς και μπορούμε να υποθέσουμε τη μορφή τους από τα ονόματά τους, τις γλυπτικές και ζωγραφικές αναπαραστάσεις και τις περιγραφές σε ιστορικά και άλλα κείμενα. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους σεμνούς χορούς (εμμέλεια, γυμνοπαιδική, καλαθίσκος, καρυάτις κλπ), τους άσεμνους χορούς (κόρδαξ, θερμαστρίς κλπ) και χορούς τελετουργικούς, θρησκευτικούς ή πολεμικούς όπως η περίφημη πυρρίχη (αναπαράσταση μάχης με αμυνόμενους κι επιτιθέμενους) κλπ.

 

Π.

Παιάν. Θρησκευτικό χορικό άσμα που απευθυνόταν αρχικά στον Απόλλωνα και αργότερα και σ’ άλλους θεούς, σαν ευχαριστήριος ύμνος για τη λύτρωση από κάποιο κακό. Τελικά εξελίχθηκε σε τραγούδι θριάμβου μετά από νίκη.

Παιών. Μετρικός πους αποτελούμενος από μια μακρά και τρεις βραχείες συλλαβές
(-υυυ ή υ-υυ ή υυ-υ ή υυυ-).

Πανδούρα. Έγχορδο όργανο, τύπος λαούτου, που αποτελούνταν από μικρό ηχείο, μακρύ βραχίονα χωρίς κλειδιά, τάστα και τρεις χορδές. Ήρθε στην αρχαία Ελλάδα από την ανατολή κι απέκτησε μεγάλη δημοτικότητα.

Παρακαταλογή. Λυρική απαγγελία με συνοδεία λύρας ή κιθάρας που χρησιμοποιήθηκε πολύ την εποχή της τραγωδίας. Επινοήθηκε από τον Αρχίλοχο και στη δημιουργία της συνέβαλε πολύ η προσωδία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με την καθαρή διαφορά μακρών και βραχέων συλλαβών.

Παρθένια. Λυρικά χορικά τραγούδια που εκτελούνταν από χορό παρθένων σε τελετές προς τιμή του Απόλλωνα και της Άρτεμις. Μεταξύ των ποιητών που έγραψαν παρθένια ήταν οι Αλκμάν, Πίνδαρος, Σιμωνίδης, Βακχυλίδης κλπ.

Πάροδος. Το πρώτο χορικό κομμάτι που τραγουδούσε ο χορός του αρχαίου δράματος καθώς έμπαινε στην ορχήστρα. Πάροδος επίσης λεγόταν και μια από πλαϊνές εισόδους του αρχαίου θεάτρου.

Πηκτίς. Λυδικής καταγωγής έγχορδο όργανο αποτελούμενο. Όπως η μάγαδις, από 20 χορδές κουρδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες. Παιζόταν χωρίς πλήκτρο με γυμνά δάχτυλα.

Ποδοψόφος. Αυτός που κρατούσε το ρυθμό στους αυλητές με το κρουπέζιον (είδος παπουτσιού) που είχε στο κάτω μέρος δεμένη μια μεταλλική πλάκα για να ακούγεται δυνατότερα και καθαρότερα το χτύπημα του χρόνου.

Πους. Ο στοιχειώδης ρυθμικός συνδυασμός μακρών και βραχέων συλλαβών. Η κύρια αυτή ρυθμική μονάδα, που επαναλαμβανόμενη δημιουργεί το ρυθμό, αποτελείται από δυο μέρη: το ισχυρότερο (θέση) και το ασθενέστερο (άρση). Οι πόδες διακρίνονται σε:

α) δισύλλαβους (ίαμβος, πυρρίχιος ή ηγεμών, τροχαίος, σπονδείος)

β) τρισύλλαβους (ανάπαιστος, δάκτυλος, βάκχειος, αμφίβραχυς, μολοσσός κλπ)

γ) τετρασύλλαβους (παίων, αντίσπαστος, επίτριτος, ιωνικός, χορίαμβος κλπ)

Προσωδία. (Βλέπε μέτρο-ποίηση)

Πυθικός νόμος. Ο σημαντικότερος αυλητικός νόμος. Επινοήθηκε από το Σακάδα και σκοπό είχε να περιγράψει τον αγώνα του θεού Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Αποτελούνταν από πέντε μέρη: α) Πείρα (εισαγωγή), β) Κατακελευσμός, γ) Ιαμβικόν (αγώνας), δ) Σπονδείον (νίκη του θεού) και ε) Καταχόρευσις (επινίκια).

Ρ.

Ρυθμοποιία. Η δύναμη που δημιουργεί το ρυθμό και που σκοπό έχει να συνθέσει και να μετατρέψει σε ρυθμικό σχήμα το λόγο, τα μέλη και τις κινήσεις. Αποτελείται (όπως και η μελοποιία) από τρία μέρη: α) τη λήψη (επιλογή του είδους των ρυθμών), β) τη μίξη (συνδυασμός) και γ) τη χρήση (εφαρμογή).

Ρυθμός. Αρχικά δεν σήμαινε αυτό που εννοούμε σήμερα με τη λέξη ρυθμός. Πρωτοεμφανίστηκε στον Αρχίλοχο αλλά όχι με μουσική σημασία (όπως αργότερα γίνεται στον Αριστοφάνη και στον Πλάτωνα) ο οποίος συσχέτιζε το μουσικό ρυθμό με το σχήμα. Και ο Αριστόξενος, αργότερα, παραλληλίζει τη σχέση μεταξύ μουσικού ρυθμού και ρυθμιζόμενου υλικού (φθόγγοι, βήματα, κινήσεις κλπ) με τη σχέση σχήματος και σχηματιζόμενου υλικού. Τα υλικά του ρυθμού ήταν οι λέξεις, το μέλος και η κίνηση του σώματος.

Σ.

Σάλπιξ. Πνευστό όργανο της αρχαίας Ελλάδας που κατασκευαζόταν από χαλκό, ελεφαντόδοντο ή κέρατο. Ήταν ένας μακρύς σωλήνας που κατέληγε σε μικρή «καμπάνα» και χρησιμοποιούταν για πολεμικούς σκοπούς.

Σαμβύκη. Έγχορδο όργανο σε σχήμα ημισελήνου με πολλές χορδές. Έμοιαζε με την αιγυπτιακή άρπα αλλά ήταν μικρότερη. Οι χορδές της πιθανώς ήταν κουρδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες και κρούονταν με πλήκτρο. Ήρθε στην Ελλάδα από την Αίγυπτο ή την Συρία και είχε οξύ ήχο. Χαρακτηριζόταν ως θηλυκό όργανο.

Σκόλιον. Τραγούδι με λίγους στίχους που τραγουδιόταν στα συμπόσια. Ο καθένας από τους ομοτράπεζους όταν τελείωνε το τραγούδι του, έδινε τη σειρά του στον επόμενο προσφέροντας του τη λύρα ή ένα κλωνάρι μυρτιάς. Στηριζόταν στον αυτοσχεδιασμό, όμως παράλληλα πολλοί ποιητές έγραψαν σκόλια με πρώτο διδάξαντα τον Τέρπανδρο.

Σπονδείος. Μετρικός πους (- -) που χρησιμοποιούταν στις λατρευτικές σπονδές. Στο σπονδείο ανήκει και ο διπλός ή μείζων, στον οποίο κάθε μακρά συλλαβή αναλύεται σε δύο βραχείες (υυυυ / υυυυ).

Στάσιμο. Το μέλος που τραγουδούσε ο χορός του αρχαίου δράματος στην ορχήστρα μεταξύ των επεισοδίων. Ήταν γραμμένα σε διάφορα μέτρα και χωρίζονταν σε στροφές, αντιστροφές κι επωδούς. Συνοδεύονταν από αυλό.

Συμφωνία. Σήμαινε την αρμονική συμφωνία των διαστημάτων.

Σύριγξ Πανός. Πνευστό αποτελούμενο από μια σειρά σωλήνες (συνήθως 7) κλιμακούμενων μεγεθών ενωμένους μεταξύ τους που χρησιμοποιείται για πάνω από 3.000 χρόνια. Ο ήχος παράγεται με φύσημα μέσα στους σωλήνες από το επάνω άκρο τους. Ήταν φτιαγμένοι από πηλό, πέτρα, καλάμι, ξύλο και σε νεότερα χρόνια από μέταλλο και πλαστικό. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν όργανο ποιμενικό.

Τ.

Τροχαίος. Μετρικός πους που χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα στο αρχαίο δράμα (-υ).

Υ.

Ύδραυλις ή ύδραυλος. Μουσικό όργανο στο οποίο ο ήχος παραγόταν με υδραυλική πίεση του αέρα. Η εφεύρεσή του αποδίδεται στον Κτήσιβο τον Αλεξανδρέα γύρω στο 220 π.Χ. Υπήρξε το πρότυπο πάνω στο οποίο βασίστηκε η κατασκευή του δυτικού εκκλησιαστικού οργάνου.

Ύμνος. Λατρευτικό τραγούδι προς τιμή θεού ή ήρωα που ψαλλόταν συνοδεία κιθάρας. Αρχικά γραφόταν σε δακτυλικούς εξάμετρους στίχους, αλλά από το Στησίχορο και μετά εισάγονται τα λυρικά μέτρα και η τριμερής διάρθρωση (στροφή, αντιστροφή κι επωδός). Ύμνοι παρεμβάλλονταν και στις τραγωδίες χωρίς όμως ο χορός να τους συνοδεύει με όρχηση. Ύμνους έγραψαν οι Πίνδαρος, Σιμωνίδης, ο Βακχυλίδης κλπ. Από τους αρχαιότερους ύμνους σώζονται 33, οι λεγόμενοι ομηρικοί ύμνοι των οποίων συνθέτες θεωρούνται ο Ορφέας, ο Εύμολπος, ο Μουσαίος κλπ. Από την αρχαιότητα πέρασαν και στην χριστιανική τελετουργία.

Φ.

Φόρμιξ. Το αρχαιότερο ελληνικό όργανο, παραλλαγή της λύρας. Χρησιμοποιήθηκε από αοιδούς και ραψωδούς. Είχε 4 ή 7 χορδές. Στον Όμηρο αναφέρεται ως ιερό όργανο.

Χ.

Χορίαμβος. Μετρικός πους που αποτελείται από έναν τροχαίο κι έναν ίαμβο (-υ υ-).

Χροά ή χροιά. Το σύμβολο με το οποίο ορίζεται μια διάταξη διαστημάτων, την οποία καλείται ο ερμηνευτής να ακολουθήσει εγκαταλείποντας την αρχική κλίμακα (τρόπο). Ο Αριστόξενος διακρίνει 6 χρόες και ο Πτολεμαίος 8.

Ω.

Ωδή. Λυρικό τραγούδι ή ποίημα. Η μορφή του ήταν σταθερή, ήτοι: στροφή, αντιστροφή και επωδός. Στις ωδές ανήκουν σχεδόν όλα τα είδη τραγουδιών (ερωτικά, κοινωνικά, λατρευτικά κλπ).