Ο ποιητής Παναγής Αντωνόπουλος

24grammata.com/ Σύγχρονοι Λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο Παναγής Αντωνόπουλος γεννήθηκε μια καλοκαιριάτικη διδυμική μέρα του 1940. Παιδί φτωχών προσφύγων από τις χαμένες πατρίδες της Ιωνίας, μα μια ψυχή ποτισμένη με θάλασσα, ένα πετσί παστωμένο μ’ αλάτι. Τελειώνοντας το οκτατάξιο, τότε, γυμνάσιο, μπαρκάρει χωρίς καμία καθυστέρηση, ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα, του παππού, του προπάππου, για να αναλώσει μια ολόκληρη ζωή πάνω στο πάλκο της λαμαρίνας, έχοντας συμπρωταγωνιστές θάλασσες, πελάγη, αγέρηδες, άπνοιες, σιδερικά, σχοινιά, μουράβιες, χρώματα, αστέρια και αστερισμούς, εξάντες, χρονόμετρα, πυξίδες, χάρτες, στο μεγάλο έργο που ανέβασε· «της ζωής του». Σήμερα δηλώνει «Ναυτίλος εν απομαχία». [από το εξώφυλλο του βιβλίου «Το μπάρκο» του ποιητή Παναγή Αντωνόπουλου]. Να επισημάνουμε το εξαιρετικό και ιδιαίτερα πολύτιμο γλωσσάρι με το οποίο κλείνει το βιβλίο το οποίο κυκλοφόρησε το 2005 από τις εκδόσεις «Κάκτος».  Γιώργος Πρίμπας

ΤΡΟΠΙΚΟ  ΔΑΚΡΥ
Στον Μάνο Ελευθερίου

Η μέρα φεύγει ροδοκίτρινη, κάπου στους Τροπικούς,
μουντό το σούρουπο πατά Καρκίνων παραλλήλους,
η σκέψη κουβεντιάζει με δυο τύπους γελαστούς
σαν απ’ αυτούς που η καρδιά ληξιαρχεί ως φίλους.

Καθώς τους γνέφω να κοιτάξουν προς τη ρότα του νοτιά,
δυο πελεκάνοι, χαμηλά, απά στο κύμα φτερουγίζουν,
και μου θυμίζουν του Αιγαίου τα γλαρόνια τα γοργά,
ποιος τάχα έφτιαξε Θεός τους νόστους που μ’ αγγίζουν;

Και κείνοι που δε γνώρισαν ποτέ κουσούρια ξενιτιάς
και Πηνελόπης υφαντό δεν κράτησε καρτερικά το χρόνο,
δεν ένιωσαν τη φλόγα επάνω τους μιας άσβεστης φωτιάς.
Πονάει ο μέτοικος ξύπνιος και στ’ όνειρο αυτός δακρύζει μόνο.

Η νύχτα έπεσε υγρή στου Κόλπου τους μεσημβρινούς.
Ο Πολικός αχνοφωτά αδύναμος του σύμπαντος μιαν άκρη,
και εγώ αθεράπευτα αφελής σκέπτομαι κάποιους τυχερούς
που δεν εκύλησε καυτό στην παρειά νοσταλγικά ‘να δάκρυ.

ΤΟ ΜΠΑΡΚΟ

Το μπάρκο έχει σημαία Λιβερίας
και για ρουφιάνο, ξέμπαρκο ζιγκολό,
τσούρμ’ Ονδουρένιους, λοστρόμο Χιλιανό,
με νηολόγιο αυτό που λέμε ευκαιρίας.

Η χρονοναύλωση τελειώνει πάντα νύχτα.
Από τα ρέλια η τελευταία πέρασε σαμπάνια
και γω από την μπάντα με μια σάπια πετονιά
παρακαλώ ψαρεύοντας να είμαστε στη λίστα.

Το παλλινώριο ασένιο της γέφυρας
τους κάβους αγναντεύει. Η προσμονή γερνέ.
Θυμήθηκα που μου ‘λέγε ένα πιλότο Ανονέ:
“Του Sake το μεθύσι κάνει λιάδα, όχι της μπίρας”.

Το καραντί στη ράδα σ’ εκνευρίζει,
καθώς το όρντινο επίμονα αργεί.
Linda ή Sumi; Αχρεία αναμονή.
Και ο επόμενος τεκές πώς θα μυρίζει;

Stand by – βίρα, ναύκληρε, στο καμπούνι.
Μαρκόνι, στείλε το ραπόρτο γιορτινό.
ΕΤΑ; Δεν έχω ακόμη ρωτήσει τον καιρό,
μα η ίσαλος μου πατημένη ως το μπούνι.

Μη με ρωτάς αν φτάσω ή δε φτάσω,
εγώ εφρόνησα, το βίος σου τ’ ακριβό
και καμαρώνω που με λες τροτέζας γιο.
Πόσους να πνίξω; Σίγουρα για ν’ αγιάσω;

Το μπάρκο είχε σημαία ευκαιρίας
και μιας αγίας για πλοίαρχο το γιο,
δεν έφτασε όμως ποτέ στον προορισμό.
Σαράντα μνήματα, στίγματα μιας πορείας.

ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Στον τροβαδούρο του Αιγαίου αείμνηστο φίλο Γεώργιο Κονιτόπουλο.

Σκαρί θα φτιάξω για να ‘ρθω
μες στην Παριά, τη Νάξο.
Με μελτεμιού κυματωσιά
στη Σίφνο θε ν’ αράξω.

Θα φτιάξω καραβόσκαρο
τη Νιο να σεργιανίσω
και στα Θερμιά τ’ απόβραδο
μ’ αγέρα θα ποδίσω.

Μύλους τ’ ανέμου θα θωρώ,
ξερολιθιές και χρώμα,
ξωκλήσια πάνω στις κορφές,
Αιγαίου άσπρο δώμα.

Γλάρους γοργόφτερους να δω,
κύμα τρανό που σκάει,
μπουρίνι κυκλαδίτικο
τ’ Αυγούστου που βογάει.

Όλο τον κόσμο να γυρνώ,
σ’ όλα της γης τα πλάτη,
να ψάχνω κυκλαδόμορφες
που η γη δεν είν’ γεμάτη.

Κυκλάδες μου, κυράδες μου,
στεγνές με αρμυρίθια
διαμάντια πάνω στο λαιμό,
σμαράγδια μες στα στήθια.

Όταν θα έρθει η στιγμή
ο χάρος να με πάρει,
σε μια του Ζα ψηλή κορφή
μνήμα θέλω για χάρη.

ΔΩΔΕΚΑ -ΤΕΣΣΕΡΙΣ
Στον Μίμη Πλέσσα

Δώδεκα – τέσσερις και στέκω στη βαρδιόλα
κι η σοροκάδα παιχνιδίζει από σοφράνο,
καθώς σε σκέπτομαι, αγάπη από τ’ Alcano,
μου ψιθυρίζεις πως μαζί τέλειωσαν όλα.

Δώδεκα – τέσσερις και απ’ το μυαλό μου αβαράρω
το ότι έσπειρα σ’ ένα χωράφι χέρσο.
Μια κουιμπέκα η ζωή μου στο τραβέρσο
κάποιο λιμάνι θε να βρω να ρεμετζάρω.

Νύχτας φρεσκάρισμα Λεβάντε, νύχτας πόνος
και το μυαλό μου τορπιλίζει η αγωνία.
Με μόνη συντροφιά μια νόθη νοσταλγία
ποιο πεπρωμένο περιμένει και είμαι μόνος.

Και σαν μεσάνυχτα επέρασαν και μένω
παγιδευμένος στη δική μου καταιγίδα
για να ξεχάσω μια της Κάρμεν ηρωίδα
βλέπω γιατί χωρίς να θέλω δεν προσμένω.

Τώρα που στοίχειωσαν οι αγέρηδες τριγύρω
και τον ορίζοντα θωρώ σκοτεινιασμένο,
σφάλματα μ’ έζωσαν και το κισμέτ δεμένο
καθώς τον μπούσουλα κοιτάζω και το ζίρο.

Μα έχω δύναμη να βγω απ’ την παγίδα
και στ’ όνειρο μου να χαράξω άλλη ρότα,
ένα χαμόγελο θ’ ανθίσει όπως πρώτα.
Σε λίγο φέγγει θε να βγει μια ηλιαχτίδα.

Δώδεκα – τέσσερις κι άρχισε να ροδίζει
και η ψυχή μου με τον άνεμο καλμάρουν.
Οι Νηρηίδες κάποια μέρα θα σε πάρουν,
από σταβέντο μια γοργόνα μου ψελλίζει.

Δώδεκα – τέσσερις και στέκω στη βαρδιόλα
κι η σοροκάδα παιχνιδίζει από σοφρράνο,
καθώς με ξέχασες, αγάπη από τ’ Alcano,
και γω σε ξέχασα, πανέμορφη Σπανιόλα.

ΚΑΡΑΒΙΑ
Στους Όλγα Σακαντάνη, Σπύρο Μαυρογέν.

Καράβια που ταξίδευα, γιατάκια μου στενά,
με νοσταλγία περισσή θυμάμαι το καθένα.
Δουλειά και σπίτι και τροφή μου δίνατε συχνά,
μα ξέμπαρκος σαν έμενα μοιάζατε πετρωμένα.

Μαζί σας έζησα σαφώς μια έντονη ζωή,
κοντά σας κατανάλωσα στιγμές μου μαγεμένες,
και παταράτσα δυνατά στ’ ανέμου την πνοή,
με μάθατε να αγαπώ, κουβέρτες σκουριασμένες.

Κάποιον που έζησε με σας και ξέρει μουσική
η μελωδία των τριγμών μπορεί να σαγηνέψει.
Όμως εμένα με μεθούν τα φάλτσα του Γαρμπή
όταν μέσα στα ξάρτια σας θελήσει να χορέψει.

Ποτέ λοστρόμο δεν ξεχνώ τις γάσες να κεντά
και ο δόκιμος ευλαβικά τα χέρια να κοιτάζει,
ούτε ρασκέτα θερμαστή τη σχάρα να κτυπά
τα τζένερα του άνθρακα μες στο μπουλμέ ν’ αδειάζει.

Ένιωθα τη λαχτάρα σας, σαν έφτανε η στιγμή,
μέσα σε μια δεξαμενή στεγνά, μαρμαρωμένα,
για τη δική μας θαλπωρή και αγάπη περισσή
που με μουράβιες και μπογιές σας βγάζει στολισμένα.

Και όταν ερχόταν ο καιρός, η φύση που μετρά
τη δύναμη κάποιας ψυχής, τις αντοχές της ύλης,
μαζί περνάγαμε σαφώς την όποια συμφορά,
μαζί νικούσαμε στοιχειά, θάλασσες κάποιας μήνης.

Πάλι σαν κάποια από σας σε reef-i φονικό
επάνω σκαρφαλώνατε από δικό μας λάθος,
ένιωθα λύπη και χαρά για τούτο το χαμό
αφού ο θάνατος για σας θα είχε χρόνου βάθος.

Μνημόσυνο και προσευχή για τ’ άτυχα σκαριά
που κείτονται ασάλευτα στ’ αβύσσου τα σκοτάδια,
αυτά που μοίρα φθονερή τα τράβηξε βαθιά,
μάνες, κυράδες κι αδελφές ντύνοντας μες στα μαύρα.

Θλίψη και πίκρα και λυγμός όταν κάποια φορά
τα βήματα με φέρνουνε σε παλιατζή καρνάγιο
και βλέπω δόξες θαλασσών να πέφτουν στωικά,
αφού καιρό καμάρωναν στης γης κάποιο μουράγιο.

Βαπόρια μου πανέμορφα και πλοία μου τρανά,
αν είχα τόση δύναμη θα ‘φτιαχν’ αγαπημένα
για σας λιμάνια μυθικά να είστε εδώ στερνά
και ιστορίες να ‘χετε να λέτε για τα ξένα.

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΟ ΣΤΕΡΝΟ
Στον Μάνο Τσιλιμίδη

Κατέβασες το Sirio, μια ευθεία να σου δώσει,
και μια του Ταύρου ο Aldebaran, πού είσαι να σου πει,
μα ήταν ορίζοντας θολός, έτοιμος να προδώσει
και λάθεψε τη θέση σου επάνω στο χαρτί.

Μισοσβησμένος και θαμπός του εξάντα ο βερνιέρος,
ήθελε μάτι αέτινο καλά να διαβαστεί,
μα εσύ διπλά τον έβλεπες, αλκοολικός και γέρος,
και μια βλαστήμια άφησες χυδαία ν’ ακουστεί.

Και όταν “τοπ” εφώναξες χρόνο να σου κρατήσει
ο δόκιμος πρωτόμπαρκος δίστασε πριν να δει
το γέρικο χρονόμετρο πως είχε σταματήσει,
τους δείκτες δε μουβάριζε του χρόνου η φυλακή.

Ήταν το στίγμα το στερνό, παιζόταν ένα δράμα,
το τελευταίο μάθημα μιας άχαρης ζωής
και με τη πίκρα έφυγες. Πως ξέχασες το σφάλμα
εκείνης που σε πρόδωσε, επρόκαμες να πεις.