Κάρολος Κουν/ Γιάννης Χρήστου/ Karolos Koun – Jani Christou.

24grammata.com culture WebTV

ακολουθεί βιογραφικό του Γιάννη Χρήστου

Αποσπάσματα από την επομπή Παρασκήνιο της ΕΤ1 για τον Κάρολο Κουν, που προβλήθηκε τον Νοέμβριο του 2008.
1. Σπάνιο οπτικοακουστικό υλικό από τη συνεργασία του Κάρολου Κουν με τον Γιάννη Χρήστου για τους Πέρσες του Αισχύλου.
2. Απόσπασμα συνομιλίας με το Δημήτρη Μαρωνίτη.
3. Σκηνές από τις πρόβες των Βακχών του Ευριπίδη στην Επίδαυρο.

Γιάννης Χρήστο (1926-1970)ù
Ο μουσικός ιχνηλάτης των φιλοσοφικών στοχασμών
γράφει ο Γιώργος Μηλιώνης
«Σκοπός της μουσικής είναι να δημιουργεί ψυχή,
δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες για τον μύθο,
την ρίζα κάθε ψυχής. Εκεί όπου δεν υπάρχει ψυχή
η μουσική τη δημιουργεί. Εκεί όπου υπάρχει ψυχή
η μουσική την συντηρεί».

Γιάννης Χρήστου
Χίος, 23 Αυγούστου 1968

Αν και γνωστή παλαιόθεν, η διαπίστωση αφήνει πάντα την ίδια πικρή γεύση: «ουδείς προφήτης εις τον τόπο του». Ένα αόρατο χέρι, μια «κατάρα» θα ‘λεγε κανείς για τον τόπο και ειδικά για την νέα γενιά, «φροντίζει» εδώ και χρόνια να σβήνει πρόσωπα που σημάδεψαν την εποχή τους. Σπουδαίοι άνθρωποι παραμένουν «εξόριστοι στην κεντρική λεωφόρο» γιατί το μόνο τους «αμάρτημα» ήταν ότι δεν ήταν «εύκολοι», ή επί το «εκσυγχρονιστικότερον», «λάϊτ», δεν υπήρξαν ποτέ στην σύντομη – αλίμονο! – ζωή τους «χαλαροί».Επέμεναν να σκέπτονται πολύ πάνω στ’ ανθρώπινα, επέμεναν να εργάζονται σκληρά, επέμεναν να αισθάνονται, επέμεναν να ζουν και όχι να επιβιώνουν.
Στις εξαιρέσεις, δυστυχώς, ανήκουν εκείνοι εκ των συμπατριωτών μας καλλιτεχνών, κριτικών και δημοσιογράφων που επιμένουν να διατηρούν άσβεστη την φλόγα της μνήμης σε εκείνους για τους οποίους θα έπρεπε, κατ’ εξοχήν, να υπερηφανεύεται αυτός ο τόπος…

Ο δευτερότοκος γιός του σοκολατοβιομήχανου Ελευθερίου Χρήστου και της Κυπρίας Λιλίκας Ταβερνάρη, Γιάννης, γεννήθηκε στην Ηλιούπολη Καίρου στις 8 Ιανουαρίου 1926. Ο πατέρας του ήθελε τον γιό του βιομήχανο, ή εν πάση περιπτώσει επιχειρηματία, όμως ήταν η μητέρα του εκείνη που τον στήριζε στο να πραγματοποιήσει τα καλλιτεχνικά του σχέδια, μιας και η μουσική του ιδιοφυία εκδηλώθηκε νωρίς.
Ο Γιάννης Χρήστου έλαβε τις εγκύκλιες γνώσεις στο στο αγγλικό Δημοτικό σχολείο (1930-’38) και στο αριστοκρατικό «Βικτώρια Κόλετζ» (1938-’44), ενώ από το 1931 άρχισε μαθήματα πιάνου με τον Ρώσο πιανίστα Πλότνικωφ, συνέχισε με κάποιαν Ιταλίδα και την Τζίνα Μπαχάουερ, που στα 13-14 χρόνια του τον μύησε στα θεωρητικά.
Το 1945 πήγε στο περίφημο King’s College στο Κέιμπριτζ της Αγγλίας όπου σπούδασε φιλοσοφία δίπλα στον Λούντβιχ Βιτγκενστάϊν (γλωσσολογική λογική) και στο δάσκαλο αυτού Μπέρτραν Ράσσελ (συμβολική λογική) και αποφοίτησε το 1948 με δίπλωμα Ηθικών Επιστημών του Bachelor of Arts.
Οι σπουδές αυτές επηρέασαν βαθύτατα τον Γιάννη Χρήστου και του εδραίωσαν την πεποίθηση ότι μόνο από ακατανίκητη εσωτερική αναγκαιότητα θεμελιωμένη όμως σε φιλοσοφικές-μεταφυσικές βάσεις είχε νόημα να επιχειρεί κανείς να δημιουργήσει τέχνη.
Ιδού πως σκιαγραφεί το πορτραίτο του Γιάννη Χρήστου, ο μουσικολόγος-κριτικός Γιώργος Λεωτσάκος στο σχετικό λήμμα του Παγκοσμίου Βιογραφικού Λεξικού (τόμος 9β, Αθήνα, 1988) της «Εκδοτικής Αθηνών»: «Μορφή τραγική στην ταύτιση της ύπαρξής της με τη δημιουργία που θυμίζει τον συνθέτη Αδριανό Λέβερκυν, ήρωα του Τόμας Μαν στον Δόκτορα Φάουστους, ο Χρήστου ως συνθέτης-στοχαστής αποτελεί μοναδικότητα στην ιστορία της μουσικής, αμυδρά αλλ’ όχι άστοχα συγκρίσιμη με τον Βάγκνερ. Τη μοναδική του φιλοσοφία, μερικά συσχετίσιμη με τους προσωκρατικούς, τον Αισχύλο και, ίσως τους αλχημιστές, εκφράζουν τα υπέροχα κείμενα που συνοδεύουν τα έργα του από το Μυστήριον και μετά, τα ανέκδοτα ημερολόγιά του πολλών χρόνων, ακόμη και τα λεγόμενα dream-files: επιμελέστατα χρονολογημένες καταγραφές των ονείρων του, μοναδικό ίσως υλικό (αυτο)καταγραφής ενός ψυχισμού εν πορεία, λειτουργία και εξελίξει. Από την πρώτη νότα ως την τελευταία η σωζόμενη μουσική του (μόνον αριστουργήματα) διαγράφεται ως ένα ενιαίο, συγκλονιστικό συμπαντικό φαινόμενο (κάτι σαν το Βig Βang, την πρωταρχική “Μεγάλη Έκρηξη”, προσθέτω σήμερα): μοιάζει να εκπορεύεται από ένα τρίφθογγο μοτίβο, πρώτη ύλη και αρχή των πάντων (Μουσική του Φοίνικα, Συμφωνία αρ. 2), παραλληλίσιμο με το περίφημο εξαγγελτικό μοτίβο του πεπρωμένου, στη βαγκνερική Τετραλογία. Σε κάθε έργο σχεδόν οι πρωτοζωικές αυτές ύλες πολλαπλασιάζονται με αδήριτες, σχεδόν “βιολογικές” διαδικασίες. Χάρη σε βαθύτατα μελετημένες και λεπτουργημένες επεξεργασίες οργανώνονται αρχικά σε θαυμαστές μουσικές μορφές (μαζί και) φιλοσοφικές προτάσεις, σφύζουσες όμως από τρομακτικές ενδογενείς δυνάμεις που, όσο εξελίσσεται η δημιουργία του, αποδεσμεύονται, διαρρηγνύοντας σταδιακά το μορφικό περίβλημα σε κοσμοκαταλυτικά ξεσπάσματα, φορείς τρομαχτικών μηνυμάτων που λυτρώνουν, συγκλονίζουν το υποσυνείδητο: η (ηχητική ύλη) μετουσιώνεται σε εκλυόμενη ενέργεια που όμως, λυτρώνοντας, οδηγεί στην τραγική διαπίστωση της αποτυχίας του ανθρώπου».
Αφετηρία αυτής της τρομακτικής περιπέτειας, η Μουσική του Φοίνικα είναι έργο τόσο πρώιμης ωριμότητας, ώστε πολλοί θα εύχονταν να κλείσουν τη σταδιοδρομία τους με κάτι ανάλογο. Σταδιακά ο βαθύτατα αυτοσυνειδητοποιημένος δημιουργός, εχθρός του «διακοσμητισμού» και του «αισθητισμού», θεωρεί τη μουσική ως μέσον δραματοποιήσεως αρχέγονων συγκινήσεων (Δεύτερη Συμφωνία, από τα μεγαλύτερα μουσικά αριστουργήματα του 20ού αιώνος) και μυστικιστικών εκστάσεων μέχρις υστερίας (Πύρινες Γλώσσες). Και, με το Μυστήριον, σωστή κάθοδο στον Κάτω Κόσμο, η δημιουργία του επιβεβαιώνει τον λανθάνοντα αλυτρωτισμό της Δεύτερης Συμφωνίας περνώντας στη φάση των «αναπαραστάσεων», ουσιαστικά ψυχοδραμάτων: ο Χρήστου επινοεί μια νέα μουσική σημειογραφία, περιεκτικότερη ή και με εικονογραφικά σύμβολα, άμεσα συνδεδεμένη με τις εξελισσόμενες εκφραστικές ανάγκες του, εισάγει στοιχεία αυτοσχεδιασμού των εκτελεστών ή ακόμη και «μεταπράξεως», σύμφωνα με την ορολογία του, δηλαδή περάσματός τους σε κάτι διαφορετικό από ό,τι λογικά περιμένει απ’ αυτούς ο ακροατής ­ λ.χ. άναρθρες κραυγές. Σχεδιάζει συνολικά 120 Αναπαραστάσεις, από τις οποίες θεωρούσε τελειωμένες (τουλάχιστον στη μορφή συντόμων «σεναρίων») 33, καίτοι οπωσδήποτε εκτελέσιμες είναι μόνον δύο. Κορύφωμα της όλης του δημιουργίας επρόκειτο να είναι η κατά Αισχύλο μισοτελειωμένη «όπερα» Ορέστεια, στην οποία θα ενσωμάτωνε και κάποιες από τις Αναπαραστάσεις. Καίτοι 15 ώρες πριν από το μοιραίο δυστύχημα μου ανήγγειλε τηλεφωνικά ότι την είχε τελειώσει (προφανώς ως σύλληψη), η Ορέστεια παρέμεινε άμορφος σωρός απειραρίθμων σχεδιασμάτων ή ολοκληρωμένων μικροενοτήτων που όμως κανείς, αλίμονο, δεν θα μπορέσει ποτέ να συνδέσει…»
Παράλληλα με τις ακαδημαϊκές του σπουδές, ο Χρήστου έπαιρνε στο Λέτσγουερθ ιδιωτικά μαθήματα αντιστίξεως και συνθέσεως από τον μελετητή του συνθέτου Άλμπαν Μπεργκ, μουσικολόγο Χανς Φέρντιναντ Ρέντλιχ. Τα επόμενα χρόνια 1949, 1951 και 1953 πήρε μαθήματα συνθέσεως με τον Βίτο Φράτσι και μουσικής για φίλμ με τον Μπρούνο Λαβανίνο. Ενδέχεται επίσης να παρακολούθησε μαθήματα, ως ακροατής, στο Ινστιτούτο Γιούνγκ στην Ζυρίχη, την περίοδο που φοιτούσε εκεί ο μεγαλύτερος αδελφός του Ευάγγελος (Εβης) στο χρονικό διάστημα 1951-1954.
Ο Γιάννης Χρήστου επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια το 1950, όμως 6 χρόνια αργότερα ένα τραγικό γεγονός έμελλε να σημαδέψει την ζωή του: σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, ο αδελφός του Εβης ο οποίος ήταν και ο πνευματικός «γκουρού» του Γιάννη Χρήστου. Την ίδια χρονιά ο Χρήστου παντρεύτηκε την Θηρεσία (Σία) Χωρέμη από την οποία απέκτησε δύο κόρες κι ένα γιό.
Έως το 1960 οι Χρήστου ζούσαν μεταξύ Αλεξάνδρειας και Χίου, αλλά το 1960 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Χίο. Στο σπίτι τους, μέσα σ’ ένα μεγάλο κτήμα, ο Γιάννης Χρήστου εγκατέστησε τη μεγάλη του βιβλιοθήκη κυρίως με  βιβλία φιλοσοφίας, θρησκειολογίας, ανθρωπολογίας, ψυχολογίας, μαγείας, πνευματισμού, προϊστορίας και πρωτόγονων πολιτισμών, ιστορίας, λογοτεχνίας, τέχνης και μουσικής καθώς και τις προσωπικές του συλλογές.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του εγκαταστάθηκε και στη Αθήνα, όπου περνούσε όλο και μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του λόγω του πολλαπλασιασμού των επίσημων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων στις οποίες έπαιρνε μέρος και τελικά εγκατέλειψε την Χίο μετά την απαλλοτρίωση του κτήματός του προκειμένου να κατασκευαστεί το αεροδρόμιο το 1969. Ένα από τα όνειρα του Γιάννη Χρήστου το οποίο δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί ήταν η οικοδόμηση στην Χίο ενός χωριού στον τοπικό αρχιτεκτονικό ρυθμό το οποίο θα βρισκόταν εντός τουριστικού συγκροτήματος καθώς και η δημιουργία ενός υπαίθριου θεάτρου κατάλληλου για την διοργάνωση φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής.
Ο Γιάννης Χρήστου κρατούσε αποστάσεις από τους κρατικούς μουσικούς θεσμούς και από τον κόσμο των ωδείων, ωστόσο ασκούσε πολύ μεγάλη επιρροή στους ελληνικούς πρωτοποριακούς μουσικούς κύκλους της εποχής του και στις πρώτες θεσμικές τους εκφράσεις, όπως το Εργαστήρι Σύγχρονης Μουσικής του Ινστιτούτου «Γκαίτε» (1962) και ο Ελληνικός Σύνδεσμος Σύγχρονης Μουσικής (1965).
Την δεκαετία του ‘60 πυκνώνουν οι εκτελέσεις έργων του στο εξωτερικό, που είχαν αρχίσει με εκείνες της Μουσικής του Φοίνικα (1950) και της Πρώτης Συμφωνίας (1951) στο Λονδίνο υπό την διεύθυνση του αρχιμουσικού Άλεκ Σέρμαν, ορατόριο Πύρινες Γλώσσες (Οξφόρδη, 1964), αρχαίο αιγυπτιακό σκηνικό ορατόριο Μυστήριον (ηχογράφηση υπό τον Μιλτιάδη Καρύδη, Κοπεγχάγη, 1969, τελείωσε το 1970, δίχως τον συνθέτη…), Εναντιοδρομία για ορχήστρα (Όκλαντ Καλιφόρνιας, 1969), Αναπαραστάσεις Ι (Μόναχο, 1968) και ΙΙΙ (Μόναχο, 1969).
Οι πιο κοντινοί του φίλοι, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο πιανίστας Χρήστος Μαρίνος σε άρθρο του στις 7 Μαρτίου 2006 το οποίο βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.classicalmusic.gr ήταν το ζεύγος Σεμιτέκολο, καθώς ο Χρήστου εκτίμησε τον Γρηγόρη και την Νέλλη Σεμιτέκολο πρώτα ως προσωπικότητες και κατόπιν ως ερμηνευτές των έργων του.
Ο Χρήστος Μαρίνος προχωρά στο ίδιο άρθρο στο έργο του Γιάννη Χρήστου και στην εξελικτική πορεία του.
«Πρώτα-πρώτα, θα διαπιστώσουμε μια ασυνήθιστη ενότητα στη σύλληψη και συνέπεια στην πραγματοποίηση των ιδεών του, οι οποίες απορρέουν από βαθύτατες φιλοσοφικές σκέψεις που στη συνέχεια αποτελούν το βασικό υλικό της μουσικής του. Μέσα από τα έργα του, ο Χρήστου μας παρουσιάζει τον κόσμο του μύθου, του θρύλου, της έκστασης και του μυστικισμού,. τον κόσμο του πρωτόγονου (με όλη τη θετική σημασία του όρου), του αρχέγονου, του μαγικού, μεταφερμένο στην εποχή μας,. τον κόσμο του υπερβατικού, του εξωλογικού, του απρόσιτου,. τον κόσμο των μεγάλων κινήσεων των μαζών, της ομαδικής ψυχολογίας τους, έως τον πανικό και την υστερία. Έχουμε την πλαισίωση της μουσικής σε μια τελετουργία και ιεροτελεστία στην οποία μεταφέρονται και μεταρσιώνονται ακόμη και οι πιο κοινότυπες πράξεις της καθημερινής ζωής. Η ωριμότητα του Χρήστου ως καταρτισμένου φιλοσόφου φαίνεται ολοκάθαρα από το πρώτο του έργο μέχρι και το τελευταίο. Η όλη εξελικτική του πορεία βασίζεται κυρίως στον τρόπο και τα μέσα τα οποία χρησιμοποιεί για να εκφράσει τις φιλοσοφικές του σκέψεις.

Ξεκινώντας από τη πρώτη συνθετική του περίοδο η οποία περιλαμβάνει τα έργα Μουσική του Φοίνικα (1948-49) για ορχήστρα, Πρώτη Συμφωνία (1951) για mezzo-soprano και ορχήστρα και Λατινική Λειτουργία (1951) για μεικτή χορωδία, χάλκινα πνευστά και κρουστά, βλέπουμε τον Χρήστου να συνθέτει με βαθιά επίγνωση της εσωτερικής ανάγκης του ανθρώπου. Ο ίδιος πίστευε ότι κάθε εκτέλεση έργου του, ιδίως των τελευταίων, ήταν ένα γεγονός που αφορούσε το σύνολο εξ’ ολοκλήρου. Η συμμετοχή όλων, από τον ίδιο τον συνθέτη μέχρι και τους ακροατές, ήταν απαραίτητη για την ολοκληρωμένη απόδοση του έργου.
Το έργο που θεωρούσε και ο ίδιος ως op. 1, η Μουσική του Φοίνικα, έχει ως βάση τον μύθο του ιστορικού Φοίνικα ο οποίος καιγόταν και ξαναγεννιόταν από την ίδια του τη τέφρα. Το έργο έχει τη μορφή συμφωνικού ποιήματος σε 5 μέρη τα οποία παίζονται δίχως διακοπή. Το κάθε μέρος αντιπροσωπεύει και μία φάση της πορείας του Φοίνικα, που ακολουθεί το εξής πρότυπο: γέννηση / εξέλιξη / δράμα (δραματικό κορύφωμα) / τέλος (θάνατος) / νέα αρχή (αναγέννηση).

Στη δεύτερη περίοδό του έχουμε τα έργα Έξι Τραγούδια σε ποίηση του T. S. Eliot (1955) για mezzo-soprano και πιάνο, και αργότερα το 1957 για mezzo-soprano και ορχήστρα, και την Δεύτερη Συμφωνία (1956-57) για ορχήστρα και μεικτή χορωδία. Στα δύο αυτά έργα ο Χρήστου καταπιάνεται με τον λόγο. Στα μεν τραγούδια θέτει ως αφετηρία την κίνηση του λόγου την οποία στηρίζει με το πιάνο αρχικώς και κατόπιν με μία πρωτοφανή ενορχήστρωση, και στη δε Συμφωνία όπου συμπεριλαμβάνει το κείμενο της Λατινικής Λειτουργίας στο 3ο μέρος. Το έργο αυτό θα έπρεπε να κατέχει ιδιαίτερη θέση στα έργα του Χρήστου διότι αποτελεί ένα είδος αφιερώματος στη μνήμη του αδελφού του και μέσα από την μελοποίηση της κειμένου της Λειτουργίας φαίνεται πόσο επηρεάστηκε από τον θάνατό του. Δυστυχώς όμως έχει παιχθεί μόνο μία φορά από την Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία της Ε.Ρ.Τ. υπό τη διεύθυνση του Μιλτιάδη Καρύδη (διεύθυνση χορωδίας: Αντώνης Κοντογεωργίου) στο Φεστιβάλ Αθηνών το 1987.

Η επόμενη περίοδος περιλαμβάνει τα έργα Μετατροπές (πρωτότυπος τίτλος: Patterns and Permutations, δηλαδή Πρότυπα και Μετασχηματισμοί – 1960) για ορχήστρα, Τοκκάτα (1962) για πιάνο και ορχήστρα, και Πύρινες Γλώσσες (1964) για μετζοσοπράνο, τενόρο, βαρύτονο, ορχήστρα και μεικτή χορωδία. Την περίοδο αυτή για πρώτη φορά γράφει μουσική για το αρχαίο θέατρο και επίσης για πρώτη φορά χρησιμοποιεί ηλεκτρονικούς ήχους. Γράφει μουσική για τον ‘Προμηθέα Δεσμώτη’ και τον ‘Αγαμέμνονα’ του Αισχύλου, και τα δύο για ορχήστρα, μαγνητοταινίες και ηθοποιούς. Στην περίοδο αυτή ο Χρήστου συνθέτει βασισμένος σε έννοιες οι οποίες είναι τα πρότυπα, οι μετασχηματισμοί, τα ισόχρονα, το μεγα-έκθεμα κ.ά. που αποτελούν το όλο υλικό για τη σύνθεση του έργου. τις οποίες επινοεί ο ίδιος και σύμφωνα με τον Γ. Γ. Παπαϊωάννου ονομάζει την περίοδο του αυτή ως μετα-σειραϊκή.

Κατά την τέταρτη περίοδο αλλάζουν ριζικά τα μέσα που χρησιμοποιεί ο Χρήστου. Γράφει τα έργα Μυστήριον (1965-66) για αφηγητή, 3 χορωδίες, ορχήστρα, μαγνητοταινίες και ηθοποιούς, και το έργο Πράξις για 12 (1966) για 11 έγχορδα και 1 μαέστρο/πιανίστα. Επίσης στον τομέα του θεάτρου γράφει μουσική για τους Πέρσες του Αισχύλου (1965) για ορχήστρα, μαγνητοταινίες και ηθοποιούς, και για τους Βατράχους του Αριστοφάνη (1966) για ορχήστρα, μαγνητοταινία και ηθοποιούς. Στη Πέμπτη περίοδο γράφει την Κυρία με τη Στρυχνίνη (1967) για μία σολίστ βιόλας, ενόργανο σύνολο, μαγνητοταινίες, 5 ηθοποιούς, ηχητικά αντικείμενα και ένα κόκκινο ύφασμα και επίσης συνθέτει της περίφημες Αναπαραστάσεις του εκ των οποίων έχουμε ολοκληρωμένες την Αναπαράσταση Ι ‘άστρων…’ (1968) για βαρύτονο, βιόλα και ενόργανο σύνολο, την Αναπαράσταση ΙΙΙ ‘Ο Πιανίστας’ (1968) για ηθοποιό, ενόργανο σύνολο και μαγνητοταινίες, και τον Επίκυκλο (1968) για continuum και σύνολο τροποποιήσιμης σύνθεσης που περιλαμβάνει μια ομάδα continuum και μια ομάδα για happenings. Η τελευταία του περίοδος περιλαμβάνει τα έργα Εναντιοδρομία (1965-68) για ορχήστρα, και ηλεκτρονική μουσική για τον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή (1969). Επίσης είχε ξεκινήσει μία διαστημική όπερα’, την Ορέστεια, η οποία λόγω του ξαφνικού θανάτου του συνθέτη παρέμεινε ανολοκλήρωτη.
Τη νύχτα της 8ης προς 9ης Ιανουαρίου 1970, σε ηλικία 44 ετών, όπως ακριβώς και ο Νίκος Σκαλκώτας, ο Γιάννης Χρήστου σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα επιστρέφοντας από τη γιορτή που είχε οργανώσει για τα γενέθλιά του. Δέκα μέρες αργότερα ‘έφυγε’ και η σύζυγός του, θύμα του ίδιου δυστυχήματος.

Επιμύθιο
Το 1993, ο Γιάννης Χρήστου,  ήταν «συνθέτης του έτους» στο Φεστιβάλ του Αμβούργου, μαζί με τον Μπραμς και τον Σένμπεργκ (δάσκαλο τον Νίκου Σκαλκώτα), ως «πρωτοποριακός» συνθέτης και στοχαστής.
Ο Γιώργος Λεωτσάκος σημειώνει σχετικά: «Αρχές Σεπτεμβρίου 1993 στο Αμβούργο εκτελέσθηκαν τα περισσότερα έργα του με ευνόητα μεγαλύτερη έμφαση στα μεταγενέστερα του 1965 (Αναπαραστάσεις). Εκεί, επιβεβαιώθηκε, δυστυχώς, ό,τι φοβόμουν, παρακολουθώντας, μετά τον θάνατό του εκείνους (Θόδωρο Αντωνίου, Σπύρο Σακκά, Γρηγόρη Σεμιτέκολο) που είχε διδάξει, να επαναλαμβάνουν με αξιέπαινη πλην αδιεξοδική πιστότητα, όσα είχαν αφομοιώσει, άρα αναπόφευκτα στυλιζάροντάς τα. Πράγμα στο οποίο θα αντιδρούσε πρώτος ο ίδιος ο Χρήστου. Όμως, όσο περισσότερο θυσίαζε το συγκεκριμένο και την ακρίβεια της σημειογραφίας στην απροσδιοριστία και στο ανεξέλεγκτο κοσμοκαταλυτικών δραματικών εκρήξεων, τόσο προβληματικότερη καθιστούσε την ερήμην του αναβίωση αυτών των συγκλονιστικών ψυχοδραμάτων. Έτσι, στο Αμβούργο έγινε ολοφάνερο πως καθένα απ’ αυτά για να ξαναζωντανέψει, χρειαζόταν την (εξαρχής εξωπραγματική) συνεργασία ενός αρχιμουσικού όπως ο Μπουλέζ μ’ έναν θεατράνθρωπο όπως ο Γκροτόφσκι. Ήταν από δύσκολο έως αδύνατο στους θαυμάσιους Γερμανούς εκτελεστές να επικοινωνήσουν μέσω της παρτιτούρας με το ψυχικό ρευστό που, ιδίως την εποχή της Απριλιανής δικτατορίας, ζωντάνευε τα έργα, άλλοτε στο Χίλτον και άλλοτε στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, ανάγοντάς τα στο ισχυρότερο ίσως πνευματικό ερέθισμα των Ελλήνων φιλομούσων και φιλοτέχνων τα χρόνια εκείνα.
Έτσι, στη συζήτηση-κατακλείδα του αφιερώματος, τέθηκε απερίφραστα από τους επιφανέστερους Γερμανούς μουσικολόγους και μουσικοκριτικούς το πρόβλημα των έντεκα «χαμένων» μεγάλων δημιουργιών, όλων σε παραδοσιακή σημειογραφία, που μετά τον θάνατο του συνθέτη δεν εντοπίσθηκαν πουθενά. Όλοι όσοι γνώρισαν απευθείας ή μελέτησαν εκ των υστέρων το έργο του, όπως η εκλεκτή Γαλλίδα μουσικολόγος Αnna-Μartine Lucciano, ένα και μόνο αποκλείουν: το να τα κατέστρεψε ο ίδιος ο Χρήστου, ο άνθρωπος που κρατούσε όλα τα πρόχειρα σημειώματα και πάνω στο καθένα απ’ αυτά, μουσικό ή άλλο, σημείωνε επιμελέστατα ημεροχρονολογία, κάποτε και ώρα. Ο ίδιος σε συνομιλίες μας άφηνε να εννοηθεί πως τα έργα αυτά υπήρχαν και πως κάποτε θα τα «ξανάπιανε» ­ προς ώρας ακολουθούσε άλλα μονοπάτια, απόγκρεμα κι απρόσιτα.
Φημολογήθηκε ακόμη, πως οι παρτιτούρες αυτές βρίσκονταν στα χέρια κάποιου προσώπου, γνωστού σε ορισμένους από το περιβάλλον του συνθέτη. Όμως, μέσα στα 30 ολόκληρα χρόνια που μεσολάβησαν, το πρόσωπο αυτό, αν υπάρχει και αν δικαιούμεθα να του αποδίδουμε τέτοιες προθέσεις, δεν θα είχε βρει κάποιον τρόπο να τις εκμεταλλευθεί διοχετεύοντάς τες στη δημοσιότητα; Όπως και να έχουν τα πράγματα, τα χαμένα αυτά έργα, τα προσμένει ανυπόμονα η διεθνής μουσική κοινότητα, έτοιμη να ανυψώσει τον Γιάννη Χρήστου σε ένα βάθρο ακόμη υψηλότερο εκείνου στο οποίο τον τοποθέτησαν όλοι όσοι γνώρισαν τη δημιουργία του: μεταξύ των κορυφαίων δημιουργών όλων των εποχών. Συνέπλευσε με την πρωτοπορία της εποχής του δίχως ποτέ να συσχηματισθεί μαζί της, σχεδόν αρνούμενος να ενταχθεί στην ιστορία και σε «σχολές», για να μπορέσει ίσως να προφητέψει μ’ εκείνο το τρομερό του Μan has failed (ο άνθρωπος απέτυχε) της 9ης Ιουνίου 1967, τότε σχόλιό του για την Απριλιανή δικτατορία, τη χρεοκοπία του ανθρώπου που απεργάσθηκε τον ορατό πια οικολογικόν όλεθρο…»

Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο πιανίστας Χρήστος Μαρίνος «Τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία, Κύπρος, ΗΠΑ, κ.τ.λ.) οι μεταθανάτιες εκτελέσεις έργων του πολλαπλασιάστηκαν. Στην Ελλάδα για να τιμηθεί η μνήμη του οργανώθηκαν φεστιβάλ (Σεπτέμβριος 1970, Ιανουάριος 1973, Ιούλιος 1985) και πολυάριθμα καλλιτεχνικά μνημόσυνα που περιέλαβαν και παγκόσμιες πρώτες εκτελέσεις έργων του6. Επιπλέον, του αφιερώθηκαν και του αφιερώνονται συναυλίες, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, διαλέξεις, εκθέσεις και άλλες εκδηλώσεις. Πολλοί Έλληνες αλλά και ξένοι συνθέτες έγραψαν έργα αφιερωμένα στη μνήμη του, όπως ο Μ. Αδάμης, ο Στ. Βασιλειάδης, Γ. Ιωαννίδης, ο Ν. Μαμαγκάκης κ.α. αλλά και ο R. Felciano και o G. Scelsi.»

Μαρτυρίες για τον Γιάννη Χρήστου
«Ο Χρήστου ήταν ένας άνθρωπος που χωρίς να σου κάνει κατήχηση είχε το χάρισμα να σε απελευθερώνει, να σε κάνει να υπερβαίνεις τα όριά σου» υποστηρίζει. «Ο θάνατός του λοιπόν ήρθε σε μια στιγμή που ένιωθα παντοδύναμη. Εκείνο το διάστημα προγραμμάτιζε ένα φεστιβάλ στα Φανά, μια εκπληκτική πλαγιά της Χίου. Η όλη σύλληψή του ήταν φοβερά εντυπωσιακή. Παράλληλα προετοίμαζε μια παγκόσμια περιοδεία με δικά του έργα στην οποία θα έπαιρνα και εγώ μέρος καθώς ο Χρήστου ήταν ένας άνθρωπος που του άρεσε να δουλεύει με έναν σταθερό πυρήνα συνεργατών. Παρά το ότι, με εξαίρεση την Τοκάτα, στα άλλα του έργα το πιάνο είναι μάλλον όργανο ορχήστρας παρά σολιστικό, η αίσθηση της τραγικότητας και του βάθους της μουσικής του με έκανε να νιώθω ότι συμμετέχω σε κάτι πολύ σημαντικό».
Σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της κληρονομιάς του Χρήστου η Νέλλη Σεμιτέκολο δηλώνει ικανοποιημένη τουλάχιστον σε εγχώριο επίπεδο. «Και μόνο που υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Αντωνίου και τον Κουρουπό, είναι σημαντικό για τη διάδοση της μουσικής του. Στο εξωτερικό ίσως δεν γίνονται πολλά πράγματα αλλά εκεί χρειάζεται άλλου είδους υποστήριξη». Πόσο κοντά είναι άραγε το έργο του Χρήστου στον μέσο ακροατή και με την έννοια αυτή ποια τα «προγνωστικά» του επικείμενου αφιερώματος;
«Δεν ξέρω αν η μουσική του Χρήστου είναι εύληπτη. Σίγουρα πάντως είναι συναρπαστική. Με αυτή την έννοια λοιπόν δεν μπορώ να είμαι σίγουρη αν ο μέσος ακροατής θα την καταλάβει. Δεν έχω όμως αμφιβολία στο ότι θα τη νιώσει βαθιά. Αυτό άλλωστε ήθελε και ο ίδιος ο συνθέτης…». Νέλλη Σεμιτέκολο (συνέντευξη στην ΙΣΜΑ Μ. ΤΟΥΛΑΤΟΥ, στην εφημερίδα Το ΒΗΜΑ στις 7 Ιουλίου 2002)

«Σύμφωνα με τις γνώμες όλων όσων τον γνώρισαν, αντιπροσώπευε μια προσωπικότητα έξω από το συνηθισμένο. Απερίσπαστος, μπορούσε να συγκεντρώνεται και να συνθέτει ακατάπαυστα, από τα ξημερώματα ως τη βαθιά νύχτα, με ασυνήθιστη ένταση, διαβάζοντας φιλοσοφία, σκεπτόμενος σε απόλυτη μόνωση, και καταγράφοντας τις μουσικές ιδέες που προκύπτουν από τη μεταφυσική του θεώρηση. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς του αφιερωνόταν στο στοχασμό, στο φιλοσοφικό διαλογισμό γύρω από το έργο που είχε ‘στα σκαριά’. Όταν τα προβλήματα αυτά έβρισκαν τη λύση τους, ακολουθούσε η σύνθεση του ίδιου του έργου σ’ ένα ρυθμό γοργό κι ελεύθερο. ʼλλωστε, σημείωνε επιμελέστατα τις σκέψεις του, τις μεθόδους εργασίας του και ιδίως τα όνειρά του επί χρόνια ολόκληρα, συγκεντρώνοντας έτσι ένα μεγάλο πλούτο έγγραφων μαρτυριών. Ανήκε ασφαλώς σ’ εκείνους τους ανθρώπους που αφιερώνονται με το μεγαλύτερο πάθος στην αναζήτηση της καλλιτεχνικής έκφρασης ακολουθώντας διαδρομές ψυχο-μουσικές.» (Χρήστος Μαρίνος, πιανίστας, στο προαναφερθέν άρθρο)

«Ανατρέχοντας σε δημοσιεύματα για σας, έμαθα κάτι σημαντικό, που δεν το γνώριζα: εργαστήκατε για έξι μήνες ως βοηθός του Γιάννη Χρήστου, έτσι δεν είναι;
Ναι. Ήταν τους τελευταίους μήνες της στρατιωτικής μου θητείας και ο Χρήστου ζητούσε κάποιο βοηθό για τους «Βάτραχους», που θ’ ανέβαζε το Θέατρο Τέχνης. Κάποιος με πρότεινε -είχα ήδη γράψει μουσική για αρχαίο δράμα, αλλά και σύγχρονο θέατρο-, πήγα στο σπίτι του και άρχισε η συνεργασία μας. Δούλευα ατέλειωτες ώρες. Μου άφηνε, μάλιστα, και περιθώριο αυτενέργειας, αφού συμπλήρωνα εγώ πράγματα που δεν προλάβαινε να γράψει αυτός. Και τα βράδια έπρεπε να είμαι στο Τέχνης, για να επιβλέπω τη διδασκαλία -αν δεν την έκανα εγώ ο ίδιος- με τους ηθοποιούς. Από τότε κρατάω ως βασικό δίδαγμα πως δε γράφεις ποτέ μουσική για θέατρο από μακριά. Τα προβλήματα ήταν πολλά: άλλο να βλέπεις κάτι στο γραφείο σου κι άλλο να το βλέπεις εκεί που δοκιμάζεται -ως προς την αντοχή του- στην πράξη. Πάντως το έργο ανέβηκε. Μπορεί να μην ήταν η καλύτερη παράσταση του Κάρολου Κουν, ούτε η καλύτερη μουσική του Γιάννη Χρήστου, αλλά γι’ αυτό ευθύνονταν άλλοι παράγοντες. Ο Χρήστου ήταν ψυχολογικά, ιδεολογικά και πνευματικά προετοιμασμένος να γράφει μουσική για το αρχαίο δράμα, είχε έναν ειδικό τρόπο να συλλαμβάνει την τραγωδία. Δεν είχε, ίσως, την κατάλληλη ιδιοσυγκρασία για την κωμωδία.
Όπως και να ‘χει, πάντως, ήταν εντυπωσιακό να βλέπεις αυτή την ηφαιστειώδη ενέργεια που διέθετε ο -συγκρατημένος και προσεκτικός, στην καθημερινή ζωή- Γιάννης Χρήστου, όταν ηχογραφούσε τη μουσική του στο στούντιο. Ήταν σαν ένα αγρίμι που καταβρόχθιζε με πάθος τη μουσική, για να την αποδώσει κατόπιν στο μαγνητόφωνο. Ήταν πολύ πλούσια εμπειρία η μαθητεία μαζί του. Εκτός των άλλων, τότε πρωτοέμαθα πολλά και για τη φύση και τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων της εποχής εκείνης, γιατί ήξερε από το παραμικρό να βγάζει κάτι πολύ πειστικό. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, πως όλες οι μαγνητοταινίες που έχει φτιάξει αντέχουν στο χρόνο.» (Γιώργος Κουρουπός (εφημερίδα ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ – 2 Ιουνίου 2006)

Εργα Γιάννη Χρήστου (κατάλογος Γιώργου Λεωτσάκου)
α) ΣΚΗΝΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ: Για το Εθνικό Θέατρο: Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης» (1963) και «Αγαμέμνων» (1965). Για το Θέατρο Τέχνης: Αισχύλου «Πέρσαι» (1965), Αριστοφάνους «Βάτραχοι» (1966), Σοφοκλέους «Οιδίπους Τύραννος» (1969).

β) ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ: Μουσική του Φοίνικα, ορχήστρα (1948-’49), Συμφωνία αρ. 1, γυναικεία φωνή, ορχήστρα (1951• μεσαίο μέρος πάνω στο ποίημα του Έλιοτ Μάτια που τελευταία είδα σε δάκρυα), η σύντομη Λατινική Λειτουργία (1951) για χορωδία, χάλκινα και κρουστά. Έξη τραγούδια σε ποίηση Τ.Σ. Έλιοτ για φωνή και πιάνο (1955) ή ορχήστρα (1957), Συμφωνία αρ. 2, για χορωδία και ορχήστρα (1956-’57), με μια δραματικότατη ενσωμάτωση της Λατινικής Λειτουργίας στο φινάλε, Μετατροπές για ορχήστρα (1960), Τοκκάτα για πιάνο και ορχήστρα (1962), ορατόριο Πύρινες Γλώσσες (1964), σκηνικό ορατόριο Μυστήριον πάνω σε αρχαία αιγυπτιακά νεκρικά κείμενα (1965). Από το σημείο αυτό, η δημιουργία του περνά στη συναρπαστικότερη, όπως την πρωτοζήσαμε, αλλά και προβληματικότερη φάση της, όπως αποδείχτηκε, των λεγομένων «αναπαραστάσεων»: Πράξη για 12 (έγχορδα και πιάνο, 1966), Η Κυρία με τη Στρυχνίνη, για βιόλα, 5 ηθοποιούς, οργανικό σύνολο και μαγνητοταινίες (1967), Αναπαράστασις Ι: αστρωνκατοιδανυκτερωνομήγυριν (sic), κατά την αρχή (Αργείτης φρουρός) του αισχύλειου Αγαμέμνονος για βαρύτονο, βιόλα και οργανικό σύνολο (1968), Αναπαράστασις ΙΙΙ: ο πιανίστας για ηθοποιό, οργανικό σύνολο και μαγνητοταινίες (1968), Επίκυκλος, χάπενινγκ (1968) και, τέλος, Εναντιο-δρομία (1969), για ορχήστρα.

γ) ΧΑΜΕΝΑ ΕΡΓΑ: ορατόριο Ψαλμοί του Δαβίδ (1953) και Η σύλληψη της Αγίας Άννης (1955), τρεις μικρές όπερες (τριλογία) με τίτλο Ο τροχός της ζωής σε κείμενο του Ιταλού μουσικολόγου Ντομένικο ντε Πάουλις (1955-’57), όπερα-ορατόριο Γιλγαμές, κατά το ομώνυμο ασσυριακό έπος (1955-’57), Τρίτη Συμφωνία (1962), Τα δώδεκα κλειδιά, πάνω σε μεσαιωνικά αλχημικά κείμενα, για μεσόφωνο, φλάουτο, όμποε, τρίο εγχόρδων και πιάνο (1962), Το Πλοίο του Θανάτου, πάνω σε ένα ποίημα του Ντέιβιντ Χέρμπερτ Λόρενς (1963), Η κατάρρευση, διαστημική όπερα σε 3 πράξεις και 12 σκηνές, σε κείμενο του συνθέτη και, τέλος, Η διαθήκη, πάνω σε μεσαιωνικά αλχημικά κείμενα, για μεσόφωνο, φλάουτο, κοντραμπάσο και πιάνο (1964).

Ο μελετητής του έργου του Γιάννη Χρήστου, Στέφανος Βασιλειάδης, επιμελήθηκε τέσσερα μικρού σχήματος βιβλία με ισάριθμους δίσκους (cd), όπου μπορεί να ταξιδέψει κανείς στο έργο του συνθέτη.
Τα έργα της έκδοσης είναι:
• «Μουσική του Φοίνικα» (1948-1949)
• «Πρώτη συμφωνία» (1949-1950)
• «Έξι τραγούδια σε ποίηση Τ. Σ. Έλιοτ» Για μέτζο σοπράνο και πιάνο (1955)
• «Έξι τραγούδια σε ποίηση Τ. Σ. Έλιοτ» Για μέτζο σοπράνο και ορχήστρα (1957)
• «Μετατροπές». Για ορχήστρα (1960)
• «Πύρινες γλώσσες». Ορατόριο της Πεντηκοστής (1964)
• «Μυστήριον» (1965-1966)
• «Πράξη για 12» (1966)
• «Η κυρία με τη στρυχνίνη» (1966-1967)
• «Εναντιοδρομία». Για ορχήστρα (1965-1968)
• «Επίκυκλος Ι» (1968)
• «Αναπαράσταση Ι» (1968)
• «Αναπαράσταση ΙΙΙ, ο πιανίστας» (1968)
• «Επίκυκλος ΙΙ» (1969)

Ενδεικτική βιβλιογραφία
– Τη διατριβή “Γιάννης Χρήστου – Έργο και Προσωπικότητα ενός Έλληνα Συνθέτη της Εποχής μας” της Anna-Martine Lucciano, 1983, μτφ. Γιώργος Λεωτσάκος, εκδ Βιβλιοσυνεργατική, 1987.
– Το πληροφοριακό σημείωμα “Ο Γιάννης Χρήστου και η Μεταφυσική της Μουσικής”  του Γιάννη Γ. Παπαϊωάννου, εκδ. Ε.Σ.ΣΥ.Μ., 1970.
– Γιάννης Χρήστου: «Προφήτης της χρεοκοπίας του ανθρώπου ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ» Του Γιώργου Λεωτσάκου, εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», 22 Δεκεμβρίου 1999.
– Γιάννης Χρήστου: «80 χρόνια από τη γέννηση ενός μύστη». Του Χρήστου Μαρίνου, 7 Μαρτίου 2006, στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.classicalmusic.gr
– «Τάμα στον Γιάννη Χρήστου», της Ισμας Τουλιάτου στην εφημερίδα «Το ΒΗΜΑ», 7 Ιουλίου 2002.
– Γιάννης Χρήστου: «Η μεταφυσική της μουσικής»,  Συνομιλία με τον κ. Στέφανο Βασιλειάδη, περιοδικό «ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ», τεύχος 5, Απρίλιος-Ιούνιος 2002.
– Γιάννης Χρήστου: «ρέκβιεμ με εικόνες και λόγια» στο περιοδικό «Δίφωνο», τεύχος 53, Φεβρουάριος 2000 με άρθρα των Γιώργου Μονεμβασίτη, Αλέξανδρου Αδαμόπουλου και Νίκου Μωραϊτη.

culture.ana-mpa.gr