Οι στοιχειωμένοι φόροι του ελληνικού κράτους

24grammata.com/οικονομία/ πολιτική

Η διαφθορά είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών

Οι άδικες και επαχθείς φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν από καταβολής του, έθρεψαν τη διαφθορά στο Δημόσιο

γράφει ο Τ. Κατσιμάρδος

Οι στοιχειωμένοι φόροι του ελληνικού κράτους

Μέχρι το 1919 το ελληνικό φορολογικό σύστημα λειτουργούσε με απαρχαιωμένους θεσμούς.

Τη δεκαετία του 1870 ακόμη ίσχυε η «δεκάτη». Οι ρίζες αυτής της φορολογίας σε είδος βρίσκονται στην περίοδο της τουρκοκρατίας. Στους προσωπικούς και «κεφαλικούς» φόρους (χαράτσια).

Στα χρόνια του Καποδίστρια και του Οθωνα το χαράτσι αντικαταστάθηκε από τη φορολόγηση σε είδος του 10% στην ακαθάριστη πρόσοδο της αγροτικής παραγωγής.

Ο διαβόητος φόρος μαζί με το ενοίκιο που πλήρωναν οι καλλιεργητές των εθνικών κτημάτων, αποτελούσαν τη βασικότερη πηγή των φορολογικών εσόδων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Εχει υπολογιστεί ότι συνολικά οι δύο φόροι έφθαναν στο 25% της παραγωγής

Τις δύο πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους η δεκάτη και το ενοίκιο κάλυπταν περίπου το 40% των κρατικών εσόδων. Το υπόλοιπο προερχόταν από τους φόρους στις εισαγωγές-εξαγωγές, τα καταναλωτικά αγαθά, τις πρώτες ύλες και, γενικώς, ό,τι μπορούσε να φορολογηθεί.

Πέραν της δριμύτατης κριτικής, που δεχόταν αυτό το ιδιαίτερα επαχθές σύστημα, παλιότεροι και νεότεροι μελετητές το θεωρούν περίπου αναπόφευκτο.

Από τους πρώτους, ο «πατέρας» της ελληνικής ιστορίας της οικονομίας, Α. Ανδρεάδης, σχολιάζει ότι «προκειμένου περί χωρών πολύ πτωχών, η δεκάτη είναι μορφή φορολογίας την οποία είναι ευκολότερο να κατακρίνει κάποιος, παρά να την αναπληρώσει».

Υπερφορολόγηση

Από τους σύγχρονους ο καθηγητής Γ.Β. Δερτιλής παρατηρεί: «…Ηταν φυσικό σε μια οικονομία σχεδόν αποκλειστικά αγροτική. Ηταν, επίσης, λογικό για ένα πρωτόγονο δημοσιονομικό σύστημα: οι πρόσοδοι των χωρικών ήταν πολύ προσιτότερες για τον φοροεισπράκτορα από ό,τι το φευγαλέο αστικό εισόδημα».

Η εξοντωτική υπερφορολόγηση των αγροτών θα γίνεται κάπως ηπιότερη τα χρόνια της συνταγματικής μοναρχίας και θ΄ αρχίσει σταδιακά να μειώνεται μετά την έξωση του Οθωνα.

Στην κατάργηση, όμως, της δεκάτης αντιστέκονταν με νύχια και δόντια οι «φοροεισπράκτορες».

Οι ενοικιαστές των φόρων, που μεσολαβούσαν μεταξύ φορολογουμένων και κράτους, ήταν μια από τις πρώτες μεγάλες μάστιγες της νεοελληνικής κοινωνίας.

Νομίμως, μόνο, καρπώνονταν το 1/4 της δεκάτης!

Αυτά κατά τον θεμελιωτή της ελληνικής οικονομικής επιστήμης Ι. Σούτσο «εξάγονταν μεν από το βαλάντιον των φορολογουμένων, δεν εισάγονται δε εις το δημόσιο ταμείον». Παρανόμως, είναι ζήτημα φαντασίας, που μπορεί να έφθανε το ποσοστό, που αποσπούσαν.

Οι ενοικιαστές (κυρίως προεστοί και στρατιωτικοί) οργανικό μέλος της άρχουσας τάξης της εποχής αντιστέκονταν σθεναρά σε κάθε αλλαγή του φορολογικού συστήματος, που απαιτούσε το δημόσιο συμφέρον, υποδείκνυαν οι ειδικοί της εποχής και υπαγόρευε η κοινή λογική.

Ο Σούτσος από τις θέσεις των φιλελεύθερων εκπροσώπων του ελληνικού καπιταλισμού στιγμάτιζε τη δεκάτη ως σύστημα «όχι μόνο επιζήμιο στο δημόσιο, αλλά και φαύλο και κακόηθες και παρορμητικό στον δόλο, την απάτη, τις καταχρήσεις και την καταπίεση».

Ετσι, οι απόπειρες για μεταρρύθμιση τα χρόνια 1850-1880 έπεφταν στο κενό, αν και δεν έλειπαν οι τεκμηριωμένες προτάσεις.

Η κατάργηση μάλιστα της δεκάτης από τον Χ. Τρικούπη έγινε με τρόπο συμβιβαστικό. Τη θέση της πήρε ο «φόρος αροτριώντων ζώων» (φορολόγηση σε χρήμα με βάση των αριθμό των γεωργικών κτηνών).

Η αλλαγή αποτελούσε ένα βήμα μπροστά, όταν χρειάζονταν άλματα. Ενας οικονομολόγος της εποχής σχολίαζε δηκτικά ότι αυτή η φορολογία εφαρμόζεται μόνο στην Αλγερία. «Οι μεγάλοι κεφαλαιούχοι, έγραφε, δεν έχουν άροτρα, έχουν χρήματα. Δεν έχουν βόας, έχουν οικίας…».

Στο «στόχαστρο» τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα

«Oι εσαεί παίζοντες προς ευημερίαν του λαού» είναι ο τίτλος που φέρει αυτό το διαχρονικό σκίτσο του περιοδικού «Nέος Aριστοφάνης» της δεκαετίας του 1890. Στις θέσεις του Tρικούπη και του Δηλιγιάννη θα μπορούσε να βρίσκεται οποιοδήποτε άλλο αρχηγικό πολιτικό δίδυμο στη νεοελληνική ιστορία.

«Στόχος» οι αγρότες

Οι πρώτοι νεοελληνικοί προϋπολογισμοί, τουλάχιστον από τότε που αποκτήσανε τα τυπικά χαρακτηριστικά να ονομάζονται τέτοιοι, κινούνταν αποκλειστικά σε μια ταμιευτική λογική με «λεία» την αγροτική παραγωγή.

 

Η «συνταγή» Τρικούπη

Ενώ η φορολόγηση των πολιτών ξεκίνησε με αναλογία 2 προς 1 υπέρ των άμεσων φόρων, καθώς τερματιζόταν ο 19ος αιώνας, με πρωταγωνιστή τον Τρικούπη, αυτή η σχέση ανατράπηκε πλήρως. Οι περισσότεροι φόροι εισπράττονταν εμμέσως.

Τα μόνιμα υποζύγια

Η ελάττωση των άμεσων και η ενίσχυση των έμμεσων φόρων, που βαραίνουν κυρίως τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, θα συνεχιστεί από τις αρχές του 20ού αιώνα. Από τότε, με ορισμένα διαλείμματα, καλά κρατεί…

 

ΦΟΡΟΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ

Πέρασαν 60 χρόνια μέχρι να ωριμάσει…

Οπως το ζήτημα της κατάργησης της δεκάτης είχε τεθεί από πολύ νωρίς και καθυστέρησε απελπιστικά, έτσι συνέβη και με τον φόρο εισοδήματος. Από τη δεκαετία ακόμη του 1860 διατυπώνονται προτάσεις. Στη Βουλή ακούγονται φωνές σύμφωνα με τις οποίες:

«Ο φόρος του εισοδήματος δεν είναι καταθλιπτικός, διότι λαμβάνεται εκ του περισσεύματος. Σήμερον όλοι οι οικονομολόγοι ταύτα διδάσκουν…».

«Πρέπει να φορολογώνται πάσαι αι τάξεις και αναλόγως όλαι…».

Στα μέσα της επόμενης δεκαετίας το ζήτημα επανέρχεται με έναν ιδιάζοντα τρόπο. Μάλλον ως συμπληρωματικός και έκτακτος φόρος, παρά ως κύριος.

Το 1876 η κυβέρνηση Κουμουνδούρου προτείνει νομοσχέδιο για τη «σύσταση στρατιωτικού ταμείου». Μεταξύ των πόρων του είναι και ο «φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων».

Θα φορολογούνταν τα ετήσια καθαρά εισοδήματα από μισθούς, συντάξεις, τόκους κεφαλαίου, εμπορικές – ναυτιλιακές και βιομηχανικές δραστηριότητες. Μάλιστα, όχι αναλογικά, αλλά με προοδευτική κλίμακα. Το νομοσχέδιο καταψηφίστηκε τότε, πρωτοστατούντος του Τρικούπη.

Η προοδευτική φορολογία βρίσκεται, πάλι, στην ημερήσια διάταξη με τους προϋπολογισμούς του 1885 και 1886. Οχι για τα εισοδήματα, όμως, αλλά επί των κληρονομιών, των δωρεών και των ενοικίων. Η πρώτη κυβέρνηση Δηλιγιάννη ήταν αυτή που θα εφαρμόσει στη χώρα σύστημα φορολογίας με κλιμάκια.

Η τρικουπική, που τη διαδέχτηκε, έσπευσε αμέσως να το καταργήσει. Ο ίδιος ο Χ. Τρικούπης δήλωνε τότε: « Τους προοδευτικούς φόρους θεωρώ ολεθρίους!».

Η αλλαγή του συστήματος. Μετά από μια εικοσαετία η Βουλή δεν είναι ακόμη (!) ώριμη να συζητήσει έναν ενιαίο φόρο εισοδήματος. Ο Δ. Γούναρης, υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Θεοτόκη το 1908, θα επιχειρήσει ανεπιτυχώς μια «φορολογική μεταρρύθμιση».

Δεν θα τολμήσει, όμως, να θίξει το ισχύον φορολογικό σύστημα. Αυτό στο μεταξύ έχει μεταβληθεί και τα φορολογικά υποζύγια είναι κυρίως τα αστικά στρώματα. Τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα στενάζουν κάτω από το βάρος, κυρίως, των έμμεσων φόρων.

Σύμφωνα με τον Α. Αγγελόπουλο, στόχος του Πατρινού ήταν η επιβολή φόρου εισοδήματος, όπως στην Πρωσία. Εκεί ο φόρος επιβαλλόταν στο σύνολο των εσόδων, ανεξαρτήτως από την προέλευσή τους. Ο Γούναρης θεωρούσε το σύστημα ακόμη ανέφικτο για τα ελληνικά δεδομένα κι έλεγε στη Βουλή: «Τις όμως δύναται να φαντασθή εν Ελλάδι λειτουργούν σύστημα γενικής φορολογίας του εισοδήματος, άνευ Πρώσων την μόρφωσιν, την εργατικότητα και ηθικήν δύναμιν των υπαλλήλων;».

 

Το Κίνημα στο Γουδί το 1909 και η κυβέρνηση Μαυρομιχάλη, που στηριζόταν από τους στρατιωτικούς, θα επιχειρήσει το «ανέφικτο να το κάνει εφικτό». Ο υπουργός Οικονομικών Αθ. Ευταξίας θα καταρτίσει νόμο «περί φορολογίας του εισοδήματος και κινητών αξιών». Πλην, όμως, δεν αρκούσε η λήψη νομοθετικών μέτρων. Χρειαζόταν και να εφαρμοστούν.

Πράγμα που δεν επιτεύχθηκε ούτε τότε ούτε μετά από δύο χρόνια, που (!) μεταρρυθμίστηκε η μεταρρύθμιση. Η Ελλάδα έπρεπε να περιμένει άλλη μία δεκαετία.

Η πρώτη φορολογική δέσμη

Πέραν της δεκάτης οι φορολογικές επιβαρύνσεις που επιβλήθηκαν από καταβολής νεοελληνικού κράτους ήταν ο φόρος οικοδομών, επιτηδεύματος και χαρτοσήμου. Αν και ο τελευταίος θεωρείται έμμεσος, χρησιμοποιήθηκε για πολλές δεκαετίες ως υποκατάστατο του φόρου εισοδήματος (περιείχε διάταξη και για τη φορολόγηση κινητών αξιών). Η φορολογία αυτή θεσπίστηκε ήδη από το 1836. Τα ποσά που απέδιδαν ήταν από ελάχιστα έως πολύ μικρά. Μ’ αυτά επιβαρύνονταν κυρίως τα ανώτερα εισοδηματικά στρώματα. Αργότερα θα υπάρξει φόρος επί των κερδών των ανωνύμων εταιρειών και στο τέλος του 19ου αιώνα φόρος κληρονομιών.

Θερμοκήπιο διαφθοράς

Οι ενοικιάσεις των φόρων, πριν από το 1880, είναι το πρώτο μεγάλο θερμοκήπιο της διαφθοράς στο νεοελληνικό δημόσιο και την πολιτική.

Σε συνδυασμό με το τοκογλυφικό κεφάλαιο και τις πελατειακές σχέσεις οδήγησαν τον νομικό και συνταγματολόγο Ν. Σαρίπολο να κάνει μια διαχρονική διαπίστωση: «Απέναντι τηλικαύτης διαφθοράς, ήτις κατέλαβε απάσας τας τάξεις της ελληνικής κοινωνίας, πρέπει άραγε ν’ απελπισθή ο χρηστός και φιλόπατρις πολίτης; Βασιλεύς απαθής, κυβέρνησις περί ουδενός άλλου φροντίζουσα πάρεξ πως τα δημόσια χρήματα κατασωτεύουσα, να περισυνάξη περί εαυτήν πλείστους φίλους, μυρία εκάστω χορηγούσα μέσα πλουτισμού…».

Ενιαίος φόρος εισοδήματος

Ενενήντα χρόνια συμπληρώθηκαν από την καθιέρωση του φόρου εισοδήματος και την πρώτη μεγάλη φορολογική μεταρρύθμιση στη χώρας μας.

Το 1919 θεσπίζονται τρεις θεμελιώδεις νόμοι για το φορολογικό σύστημα. Αρχισαν να εφαρμόζονται μετά από μια μεταβατική διετία, συνυπάρχοντας με την προηγούμενη νομοθεσία. Στο διάστημα αυτό παλιοί και νέοι επιβάλλονταν αλληλοσυμψηφιζόμενοι.

 

Το σύστημα, που στηριζόταν στην αναλυτική φορολόγηση. Δηλαδή κάθε «καθαρή πρόσοδος» από οικοδομές, αγροτική γη, κινητές αξίες, κέρδη από επιχειρήσεις, αμοιβές μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών φορολογούνταν χωριστά και διαφορετικά.

Η αλλαγή εντάσσεται από τους ιστορικούς και τους ιστορικούς της οικονομίας στο πλαίσιο των αστικών εκσυγχρονισμών κατά την περίοδο των κυβερνήσεων του Ελ. Βενιζέλου. Μαζί με την ένταξη αυτή, συνήθως προστίθεται η εκτίμηση ότι ο φορολογικός εκσυγχρονισμός δεν ολοκληρώθηκε και παρέμενε μετέωρος εξαιτίας των γεγονότων που ακολούθησαν (Μικρασιατική Καταστροφή και αργότερα η οικονομική κρίση, που οδήγησε στην πτώχευση του 1932). Αν οφειλόταν όμως εκεί το ανολοκλήρωτο, η μεταρρύθμιση θα ερχόταν συμπληρωμένη αργότερα.

Η επόμενη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος θα καθυστερήσει και θα επιβληθεί το 1955 από την πρώτη κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή. Τότε θα θεσπιστεί ο γνωστός έως σήμερα ενιαίος φόρος εισοδήματος.

Στον μισό αιώνα που μεσολάβησε θα αλλάξει πολλές φορές και από πολλές κυβερνήσεις το σύστημα. Ομως, η κυρίαρχη λογική του, με συνειδητές πολιτικές επιλογές, θα παραμείνει, ουσιαστικά, αμετάβλητη. Στον ένα ή τον άλλο βαθμό θα είναι πάντα το φορολογικό σύστημα άδικο και αναποτελεσματικό. «Ικρίωμα αντιφάσεων, αδικίας και ανισοτήτων», όπως το χαρακτηρίστηκε εύστοχα από τα τέλη του 19ου αιώνα.

Καθώς πάλι το φορολογικό έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και κυοφορείται άλλη μια μεταρρύθμιση (με ή χωρίς εισαγωγικά μένει να το δούμε) η πορεία που ακολούθησαν οι νεοελληνικοί φόροι έχει το ενδιαφέρον της. Οχι μόνο για ιστορικούς λόγους ή από περιέργεια. Το φορολογικό, ως νομοθετικό πλέγμα και η εφαρμογή του, αντανακλά το πολιτικό, το οικονομικό και το κοινωνικό σύστημα.

www.ethnos.gr