Νεκρομαντείο του Αχέροντα (κείμενο στα ελληνικά και Αγγλικά/ text in Greek and English)

24grammata.com/ αρχαιότητα/ ιστορικά ταξίδια
     Ιστορικό

Το πιο φημισμένο νεκρομαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου βρίσκεται κοντά στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας λίμνης, στο σημείο όπου ενώνονται τα ποτάμια του Άδη, ο Αχέροντας με τον Κωκυτό. Στις αρχαίες πηγές η τοποθεσία της Αχερουσίας λίμνης περιγράφεται ως το σημείο κατάβασης των νεκρών στον Άδη και η Εφύρα, η πόλη της Ηπείρου που βρίσκεται λίγο βορειότερα, συνδέεται με πανάρχαιη λατρεία της θεότητας του θανάτου. Στο νεκρομαντείο πήγαιναν οι πιστοί για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών, που μετά την απελευθέρωσή τους από το σώμα αποκτούσαν την ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον. Η παλαιότερη αναφορά του νεκρομαντείου του Αχέροντα γίνεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, όταν η Κίρκη συμβουλεύει τον Οδυσσέα να συναντήσει στον Κάτω Κόσμο τον τυφλό μάντη Τειρεσία και να πάρει χρησμό για την επιστροφή στην πατρίδα του (κ 488 κ.ε.), και αμέσως παρακάτω δίνει τη συναρπαστική περιγραφή της καθόδου του Οδυσσέα, ενός θνητού, στον Άδη (λ 24 κ.ε.). Η ομοιότητα της ομηρικής περιγραφής με τη θέση του νεκρομαντείου είναι εκπληκτική, στοιχείο που παρατηρεί και ο Παυσανίας σχεδόν χίλια χρόνια αργότερα, θεωρώντας ότι ο Όμηρος πρέπει να είχε δει τα μέρη αυτά (1.17.5). Ωστόσο, στην ελληνική μυθολογία και άλλοι ήρωες είχαν τολμήσει αυτή την κατάβαση στον Άδη: ο Ορφέας για να φέρει στη γη την αγαπημένη του Ευρυδίκη, ο Ηρακλής για να φέρει στο βασιλιά Ευρυσθέα τον Κέρβερο, τον τρικέφαλο σκύλο-φύλακα της εξόδου από τον Άδη, και ο Θησέας με τον Πειρίθου για να αρπάξουν την Περσεφόνη.

Η παλαιότερη χρήση του λόφου όπου σώζεται το νεκρομαντείο ανάγεται στη μυκηναϊκή εποχή (14ος-13ος αι. π.Χ.), στην οποία χρονολογούνται τρεις παιδικοί τάφοι με λιγοστά ευρήματα. Αργότερα στο χώρο πρέπει να ιδρύθηκε ιερό αφιερωμένο στη θεότητα της Γης, όπως δείχνουν όστρακα αγγείων και πήλινα ειδώλια, που βρέθηκαν στους δυτικούς πρόποδες του λόφου και χρονολογούνται μέχρι και τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. Τα σωζόμενα λείψανα του νεκρομαντείου χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο. Το κύριο τμήμα του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου – αρχές 3ου αι. π.Χ.), ενώ σε μια δεύτερη οικιστική φάση, στο τέλος του 3ου αι. π.Χ., προστέθηκε στα δυτικά του αρχικού ιερού ένα συγκρότημα με μια κεντρική αυλή, γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια και αποθήκες. Το ιερό με αυτή τη μορφή λειτούργησε αδιάλειπτα για δύο αιώνες περίπου. Με την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Ρωμαίους πυρπολήθηκε το 167 π.Χ., οπότε και τελείωσε η λειτουργία του. Στον 1ο αι. π.Χ. με την εγκατάσταση Ρωμαίων εποίκων στην πεδιάδα του Αχέροντα, η αυλή του ιερού κατοικήθηκε πάλι. Στις αρχές του 18ου αιώνα στο χώρο οικοδομήθηκε η μονή του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που σώζεται μέχρι σήμερα, και το αντίστοιχο νεκροταφείο.

Το νεκρομαντείο ανασκάφηκε τα έτη 1958-1964 και 1976-1977 υπό την αιγίδα της Αρχαιολογικής Εταιρείας και ήταν το πρώτο ιερό και μαντείο των θεών του Κάτω Κόσμου που έγινε γνωστό.

Περιγραφή

Το νεκρομαντείο του Αχέροντα είναι κτισμένο στην κορυφή ενός λόφου και για την κατασκευή του χρειάσθηκε να ισοπεδωθεί ο βράχος. Ένας πολυγωνικός ορθογώνιος περίβολος με είσοδο στη βόρεια πλευρά περιβάλλει ένα τετράγωνης κάτοψης κτήριο, το κυρίως ιερό. Αυτό χωρίζεται με δύο παράλληλους τοίχους σε μια κεντρική αίθουσα και δύο πλάγια κλίτη. Κάτω από την κεντρική αίθουσα βρίσκεται μια υπόγεια αίθουσα, λαξευμένη στο βράχο, η οροφή της οποίας στηρίζεται σε δεκαπέντε πώρινα τόξα. Πρόκειται για το σκοτεινό ανάκτορο της Περσεφόνης και του Άδη. Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα το τμήμα αυτό του ιερού χρονολογείται στους πρώιμους ελληνιστικούς χρόνους (τέλη 4ου – 3ου αι. π.Χ.). Σε μια δεύτερη οικιστική φάση, στο τέλος του 3ου αι. π.Χ., προστέθηκε στα δυτικά του αρχικού ιερού ένα συγκρότημα με μια κεντρική αυλή, γύρω από την οποία υπήρχαν δωμάτια και αποθήκες. Πρόκειται για χώρους που χρησίμευαν για τη διαμονή των ιερέων και των επισκεπτών του ιερού.

Η αρχιτεκτονική μορφή του οικοδομήματος μπορεί να συγκριθεί με ένα μεγαλοπρεπές ταφικό μνημείο, με μαυσωλείο, όπως αυτά διαμορφώθηκαν στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία και στην Ανατολή για την ταφή διάφορων ηγεμόνων (π.χ. μνημείο του Μαυσώλου στην Αλικαρνασσό). Η κατασκευή του με επιμελημένη πολυγωνική τοιχοδομία, σιδερόφρακτες πύλες, εσωτερική διαίρεση με διαδρόμους, ήταν προσαρμοσμένη στη χθόνια λατρεία και στις τελετουργίες της. Οι πιστοί έμπαιναν σε ένα σκοτεινό διάδρομο και ο ιερέας τους οδηγούσε στους κατάλληλους χώρους για να γίνει η προετοιμασία τους. Εκεί έπρεπε να κάνουν δίαιτα, να απαλλαγούν από τα μιάσματα με κάθαρση και να τελέσουν θυσίες. Μετά έμπαιναν στη μεγάλη σκοτεινή αίθουσα για να συναντήσουν τις ψυχές των νεκρών.

Οι εργασίες έφεραν στο φως εκατοντάδες αγγείων, που περιείχαν προσφορές, λυχνάρια, αλλά και μικρότερα αγγεία, τα οποία ήταν συχνά διακοσμημένα με το ρυθμό ”δυτικής κλιτύος”, ενώ στις αποθήκες βρέθηκαν, επίσης, μυλόπετρες, θαλασσινά όστρεα, γεωργικά και οικοδομικά εργαλεία, ειδώλια της θεάς Περσεφόνης και του Κέρβερου.

History

The most famous nekromanteion (or nekyomanteion), or oracle of the dead, of the ancient Greek world lies near the northwest shores of the Acherousian Lake, where Acheron and Kokytos, the rivers of Hades, meet. Ancient literary sources describe the Acherousian Lake as the place where the dead began their descent to Hades, and associate Ephyra, the Epirote city located further north, with the ancient cult of the god of death. The nekromanteion attracted people wishing to meet the souls of the dead, as these were able to foresee the future after having left their body. Homer provides the earliest reference to the nekromanteion of Acheron in his Odyssey, when Circe advises Ulysses to meet Teiresias, the blind seer, in the underworld in order to get an oracle for his return to Ithaka (k, 488, etc). Homer also gives a vivid account of the mortal Odysseus’s descent to Hades (l, 24, et.c.). The resemblance between the setting described by Homer and the site of the nekromanteion is astonishing, a fact also noted almost one thousand years later by Pausanias, who argues that Homer had visited this area (1.17.5). Other Greek heroes also attempted the descent into Hades: Orpheus seeking to bring back his beloved Eurydice, Hercules in his search for Cerberus, the tree-headed dog guarding the exit from Hades, whom King Eristheas had asked for, and Theseus with Peirithos in order to seize Persephone.

Three Mycenaean children’s graves (fourteenth-thirteenth centuries BC) with a small number of grave gifts are the earliest traces of activity on the hill, where the nekromanteion was established. Pottery sherds and fragments of terracotta figurines from the west foot of the hill dating up to the mid-seventh century BC indicate that a sanctuary dedicated to the Earth goddess was later founded in this area. The remains of the actual nekromanteion date from the Hellenistic period. These comprise the sanctuary’s main building, erected in the early Hellenistic period (late fourth-early third century BC), and an annex of the late third century BC, which consisted of a central courtyard surrounded by rooms and warehouses. The sanctuary operated in this form continuously for approximately two centuries, but was burnt down and ceased to function after the Roman conquest of Macedonia in 167 BC. The sanctuary’s courtyard was occupied once again in the first century, when Roman settlers arrived in the plain of Acheron. The convent of Agios Ioannis Prodromos and its cemetery were established over the ancient ruins in the early eighteenth century.

Excavated in 1958-1964 and 1976-1977 by the Archaeological Society at Athens, the nekromanteion of Acheron was the first sanctuary and oracle of the gods of the underworld to be brought to light.

Description

The nekromanteion of Acheron was built on a hilltop specially flattened for this purpose. A rectangular enclosure in polygonal masonry, entered from the north, surrounds a square building, the main temple, which two parallel walls divide into a central hall and two side aisles. Underneath the central hall is a rock-hewn subterranean room, the dark palace of Persephone and Hades, whose ceiling was supported by fifteen poros arches. Archaeological evidence dates the temple to the early Hellenistic period (late fourth-third century BC). A group of rooms and warehouses surrounding a central court was added to the original building in the late third century BC, during a second building phase. The new annex was used for lodging priests and visitors.

Architecturaly the building resembles a mausoleum, or grandiose funerary monument, like those built for various monarchs in Asia Minor and the East in the late fifth century BC (e.g. the monument of Mausolus at Alikarnassus). Made of excellent polygonal masonry, it had iron-clad gates and was divided internally into corridors, adapted to the chthonic cults and their rituals. During these rituals, the followers entered a dark hallway and were led by the priest to the appropriate preparation chambers, where they fasted and underwent catharsis, before performing a sacrifice. They then entered a large dark hall, where they met the souls of the dead.

Hundreds of vases containing offerings, lamps, and smaller vases, often decorated in the Athenian West Slope style, were discovered during excavations. Millstones, sea-shells, farming and construction tools, and figurines of Persephone and Cerberus were stored in the warehouses
odysseus.culture.gr