Ο ποιητής Χρήστος Τουμανίδης

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο ποιητής Χρήστος Τουμανίδης γεννήθηκε το Μάιο του 1952, στη Λιθαριά της Πέλλας. Μετά το διάστημα 1962-1965 που έζησε στη Νάουσα Ημαθίας, εγκαταστάθηκε στην Αθηνά (1965), όπου ζει και εργάζεται. Ασκεί το δύσκολο και ιδιόμορφο επάγγελμα του Δικαστικού Επιμελητή. Στο μαγικό χώρο της ποίησης μπήκε, δειλά-δειλά, από τα δεκαοχτώ του χρόνια. Σταθμός στη ζωή και την περαιτέρω πορεία του στην ποίηση υπήρξε η γνωριμία του με τον Γιάννη Ρίτσο (1974), κοντά στον οποίο μαθήτευσε στα βαθύτερα μυστικά της ποιητικής δημιουργίας.

Στα γράμματα εμφανίζεται επίσημα το 1978, με την συλλογή του Αστάθμητα. Ανήκει στη λεγόμενη «Γενιά του ‘70». Είναι ιδρυτικός μέλος και πρόεδρος του «Ελληνικού Κύκλου Χαϊκού» κι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ποιητές μας.

Μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τα παρακάτω έργα:

Αστάθμητα, Αθήνα, 1978

Απόπειρες, Διογένης, 1981

Η ώρα του λιμανιού, Πλέθρον, 1987

Αντίστιξη των άστρων, Μανδραγόρας, 1997

Κεριά θυέλλης, Γαβριηλίδης, 2005

***

Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, Δελφοί, 1996

Λύρα του Πόντου, Ανθολογία (ποιητές ποντιακής καταγωγής), Κώδικας, 2003

***

Ποιητικά τετράδια, επιλογή στα Ρωσικά, Μανδραγόρας, 1998 ( μετάφραση: Ευγενία Κριτσέφσκαγια)

StundernasMytologi, Provoles, 199 (επιλογή μετάφραση στα σουηδικά. Μετάφραση: Κώστας Κουκούλης)

ΑntologjiaeHaikutgrek (Ανθολογία Ελληνικού Χαϊκού, στα αλβανικά), Egnatia, 2005, Elbasan

Στα αλβανικά επίσης, μεταφράστηκε και εκδόθηκε η συλλογή του Κεριά θυέλλης, DunieQirijsh, Meaur, 2006, Tirane

Ποιήματά του, ακόμη, (εκτός από τα ρωσικά, σουηδικά, αλβανικά) μεταφράστηκαν στα αγγλικά, ισπανικά και τα εσθονικά. (Γιώργος Πρίμπας)

Επιλογή από την ποίηση του:

[Από τη συλλογή Αστάθμητα]

ΕΓΚΛΕΙΣΜΟΣ

Δευτέρα πάλι και, η πόρτα του απογεύματος
πάλι κλειστή.
Πότε να δεις τα δέντρα· ολοένα ξεμακραίνουν.
Αδειάζει η αυλή –
Το κελάηδημα στο κλουβί μια πληγή!

Δε φτάνει η Κυριακή.

Η καρέκλα πλάι στο παράθυρο.
Μες στο δωμάτιο αρχίζει και τελειώνει ο δρόμος.
Γέρνουν ξανά οι ώρες.
Η βουή πέρα απ’ τη μάντρα και οι φωνές του Σταδίου
– μια στιγμή που δακρύζουν αλλιώς τα παιδιά.
Γρήγορα που νυχτώνει η Κυριακή!
Σαν έρχεται η Δευτέρα
στενεύεις πιότερο.
Ένα γυμνό μαχαίρι η μέρα. Κι ο φόβος –
μη μιλήσεις μη διαμαρτυρηθείς
παντού σε βλέπουν.

Που να βρεις μια στιγμή
να συμφιλιώσεις τα χέρια σου;

ΜΕΤΑΛΛΑΓΗ
Όταν τελειώνουν οι λέξεις, λέει
μένουν τα χέρια· η σιωπή τους.
Μένει εκείνο το άναρθρο βλέμμα
λίγο πριν ή λίγο μετά
το ανεπανόρθωτο.
Τότε εσύ
αλλάζεις όνομα και πρόσωπο, λέει
θυμίζεις τ’ αγάλματα.

ΛΕΥΚΟΤΗΤΑ
Λευκό το χαρτί – ανένδοτο.
Πώς να υψωθείς;
Κι αυτό το παράθυρο του απογεύματος!
Έξω είναι μια άλλη λευκότητα:
ο καπνός το μπετόν κι οι τροχοί.
Το πρόσωπό μου στο πρόσωπό σου σκοντάφτει.
Μαύρο το ρούχο στην ταράτσα.
Το μάρμαρο της σκάλας μαύρο.
Πιο μαύρη η άσφαλτος.
-Οι καμινάδες, ξέρεις,
μέσα μας αναπαύονται.
-Καληνύχτα.

Πως να υψωθείς!
Έτσι μένουμε τα βράδια στο Αιγάλεω.
Χωρίς άλλοθι.
Με τη γέφυρα της ποίησης∙
πεσμένη.

[Από τη συλλογή Η ώρα του λιμανιού]
ΧΑΛΚΙΔΑ, 1985

Βραδιάζει αργά και η θάλασσα σκουραίνει.
Κάτι αρχαίες συλλαβές ο αγέρας μουρμουρίζει
«…Χαλκίδα πόλιν εμάν προλιπούσα…»
Βραδιάζει.
Μπαίνουν τα όρια τα φοβερά της Νύχτας.

Τα σπίτια σκύψαν στα νερά να δούνε την ψυχή τους.
Να βάλουν λες, σε μια δοκιμασία βραδινή τα μάτια.
Τα μάτια που παλεύουνε να κρατηθούν
Πίσω απ’ τα κρύα τζάμια.
Βραδιάζει αργά απ’ τον Καράμπαμπα
κι εγώ δε θέλω.

Μήτε τσιγάρο, μήτε φως, μήτε τραγούδι.

Έτσι, μες στην ασάφεια των στιγμών
κοιτάζω τη ζωή μου.
Πως με διέσχισαν τόσα νερά!
Βραδιάζει αδιάκοπα εδώ.
Μες σε σφυρίγματα αρχαίων καραβιών.
Κι εσύ,
πάνω απ’ την κόψη του Ευρίπου:
«…Όλοιντο λόγχαι και τα Μενέλεω κακά…»,
να προστάζεις. Αλλά…
Βράδιασε άλλη μια φορά στη διχασμένη πόλη.
Τα ψέματα τραβούν ξανά προς τους ανθρώπους.

[Από τη συλλογή Αντίστιξη των άστρων]
ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ
Και στην κρεμάστρα τρεις γενιές
η μια πάνω στην άλλη να στενάζουν
Φορεμένες λαχτάρες, τριμμένες αλήθειες.
Έτσι τελειώνει έτσι αρχίζει κάθε εποχή.
Ό, τι απομένει, δεν είναι παρά
η ποίηση του μέλλοντος μας.

ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΡΙΟ
Τα περασμένα “περασμένα” λες.
Αλλά είναι και η θάλασσα
πώς να την αποτρέψεις;
Είναι το Αντίρριο
η αντικρινή σιωπή μας
πριν από τα Βουνά.
Είχαν όλα ένα χρώμα μεταμέλειας το πρωί,
έκοβαν τον Ιούλιο
σε τρίγωνα και κύκλους.
Κάτι παλιά ναυλωμένα φορτηγά
έπαιρναν την ψυχή σου
-διασχίζοντας Κορινθιακό και δισταγμούς-
την ξεφορτώνανε
σε άγνωστα λιμάνια.
Είχες χτικιάσει πια εκεί.
Ανάμεσα σε δυο στεριές
και πέντε θάλασσες – έλεγες:
“Καλύτερα το απρόοπτο, μια νέα εκδοχή…”
Τα περασμένα δεν περνούν ποτέ
γίνονται άπειρα πολύχρωμα πετράδια.
Μ’ αυτά πετροβολούνε τα παιδιά
το λιόγερμα
που φτάνει θριαμβικά.
Τι μέρα Κύριε κι αυτή, εδώ στο Ρίο.

[Από τη συλλογή με ποιήματα χαϊκού Κεριά θυέλλης]

Ήρθες μονάχος.
Θα φτιάξεις τον κήπο σου.
Μόνος θα φύγεις.

*
Η πανσέληνος;
Στο ποτήρι μου λειώνει.
Σαν ασπιρίνη.

*
Οι παπαρούνες∙
Τι άκουσαν άραγε
και κοκκίνισαν.

*
Πέφτουν σαν λόγια
στην πράσινη Έδεσσα,
οι καταρράχτες.

*
Αχ χορταράκι.
Το μπόι σου κάποτε
θα με περάσει.