Η επανάληψη ως μητέρα και ως πάθηση -Το «γιατί » στα χρόνια των κρίσεων

24grammata.com/ Λόγος

«Δεν πάει άλλο». Η επανάληψη αυτής της φράσης ακολουθεί το εργατικό κίνημα σαν φάντασμα ανά τους αιώνες .
«Δεν πάει άλλο» φώναζαν το 1879 οι εργάτες ξύλου των ναυπηγείων της Σύρου όταν δημιουργούσαν ένα από τα πρώτα συνδικάτα και απαιτούσαν μείωση των ωρών εργασίας.
«Δεν πάει άλλο» φώναζαν στην Αθήνα οι εργαζόμενοι που συμμετείχαν στην πρώτη εργατική πρωτομαγιά
«Δεν πάει άλλο» φώναζαν το 1906 οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου
«Δεν πάει άλλο» φώναζαν οι ναυτεργάτες στην μεγάλη απεργία του 1928 όταν δημιουργούνταν στα καράβια οι περιβόητες Επιτροπές Καραβιών
«Δεν πάει άλλο» φώναζαν το 1936 οι εξεγερμένοι εργαζόμενοι στη Θεσσαλονίκη
«Δεν πάει άλλο» φώναζαν οι εργάτες στην πρώτη μεγάλης κλίμακας απεργία στις 14 Απρίλη του 1942 απέναντι στη δοσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου και στην κατοχική πολιτική.
«Δεν πάει άλλο» φώναζαν επίσης οι εξεγερμένοι εργάτες το 1848 στο Παρίσι, οι χαρτιστές στις απεργίες του 1832 ακόμα και οι γερμανοί εργάτες στους αγώνες του 1870-1871.
Κοντολογίς πάνε κοντά 200 χρόνια που «δεν πάει άλλο» και οι αδιανόητες πριν 30 χρόνια σημερινές εργασιακές σχέσεις δείχνουν ότι πάει πολύ ακόμα.

του Χρίστου Ανδριανόπουλου, xristoast.blogspot.com

« H ιστορία επαναλαμβάνεται » λέει μία όχι και τόσο επιστημονική ρήση, αλλά τί επαναλαμβάνεται μαζί της; Ήδη ο Μαρξ στη « 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη» προσπάθησε να ξορκίσει τα φαντάσματα του παρελθόντος που σαν επαναλήψεις των παλαιότερων επαναστατικών μεθόδων έρχονταν και επανέρχονταν κάθε φορά που το ανερχόμενο εργατικό κίνημα αντιμετώπιζε νέες προκλήσεις . Η ιστορία επαναλαμβάνεται ή καλύτερα, μια συγκεκριμένη ιστορία ζει μέσα από τις επαναλήψεις. Ποιές είναι αυτές ;

Ας πιάσουμε τα πράγματα από αλλού. H πολιτική, και πιο συγκεκριμένα η αριστερή πολιτική. Αν η αναγκαιότητα της αριστεράς κατά μία έννοια ξεπηδά (με όρους πολιτικής οικονομίας) ως πολιτικός αντικατοπτρισμός της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας τότε είναι επίσης σωστό πως όταν αυτή η σχέση περνάει δυσκολίες (κρίσεις του καπιταλισμού) ξαναθυμόμαστε αυτόν τον πολύπαθο πολιτικό χώρο, που κατά καιρούς έβαλε στόχους περίεργους, αντιφατικούς ή αλλοπρόσαλλους αλλά και που κάποιες φορές έθεσε την ίδια την ανθρωπότητα μπροστά στα ερωτήματα που αυτή ηγεμονικά έθετε.

Για να είμαι λιγότερο βαρετός, η αριστερά ανέκαθεν κρινόταν όχι μόνο από την παρουσία της στο εργατικό κίνημα αλλά πρωτίστως από την ποιότητα θεμελίωσης στην υλική πραγματικότητα των στόχων που κατά καιρούς έθετε. Αυτοί οι στόχοι κρίθηκαν και κρίνονται από μία αριστερή οπτική της ιστορίας, βάσει της αντιστοιχίας τους με την μαρξιστική θεωρία και τη σύγχρονη πολιτική οικονομία. Αυτό όμως δεν αρκεί.

Η αριστερά κρίνεται αυστηρά αλλά ευτυχώς η ιστορία δεν κρίνει εκ του αποτελέσματος, έτσι π.χ. ουδέποτε κρίθηκε αρνητικά ούτε το ουτοπικό σχέδιο των γάλλων σοσιαλιστών του 19ου αιώνα για την “οργάνωση της εργασίας” ούτε η πολιτικό-συνδικαλιστική ανωριμότητα που επέδειξε το εργατικό κίνημα στην περίοδο του 1875 (κίνημα που κλήθηκε να απαντήσει στην πρώτη μεγάλης κλίμακας κρίση του καπιταλισμού) ούτε φυσικά και η αποτυχία των γάλλων συνδικαλιστών του 1914-1928, όταν οι φιλόδοξες επεξεργασίες ενός πολιτικού προγράμματος από την CGT δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τη θλιβερή τροπή των γεγονότων της αποτυχίας του εθνικού μετώπου. Η ιστορία ίσως να μην είναι δίκαιη, είναι όμως δίκαιος ο εργαζόμενος κόσμος: σε όλες αυτές τις φάσεις και τους χρονικούς σταθμούς που προαναφέρθηκαν ποτέ δεν έδειξε σημάδια δυσπιστίας απέναντι στην αριστερά που πολλές φορές πρότεινε εξόφθαλμα προβληματικά σχέδια.

Αν δεχτούμε την ανάλυση αυτή ως επαρκώς σωστή τότε είναι ίσως κάτι άλλο που κρίνει την επιτυχία ενός πολιτικού σχεδίου από την πλευρά της αριστεράς. Ποιό είναι αυτό ? Η απάντηση δύσκολη, αλλά ας αναρωτηθούμε πότε το πολιτικό σχέδιο που αρθρωνόταν από την αριστερά δεν ήταν επιτυχημένο ή και επαρκές Μία λέξη χρόνια τώρα, από τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι και σήμερα, ακολουθεί την αριστερά κατά πόδας περιμένοντας με ανυπομονησία την πρώτη της αδυναμία για να εμφανιστεί : Η επανάληψη. Η επανάληψη δηλαδή των πιο κοινότοπων δικαιολογιών για την ανάληψη της κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας που κατά καιρούς ανακοίνωνε η (όλων των αποχρώσεων) Αριστερά . Συμπέρασμα : το σχέδιο ήταν ανεπαρκές ή και λάθος (κατά μία έννοια) όταν η δικαιολόγηση απέναντι στον εργαζόμενο λαό περιοριζόταν σε επικλήσεις προφανών λόγων για το « κίνημα » ή την « αντίσταση τώρα »

Σε όλες τις φάσεις και τις περιόδους της ιστορίας του εργατικού κινήματος η μαγική λέξη ήταν το “Γιατί”. Γιατί τώρα; , γιατί αυτό;. H απάντηση του «γιατί» και μόνο έφερνε πάντα το εργατικό κίνημα στη θέση να πει και το “πώς”. Εδώ όμως υπάρχει μια αντίφαση: το ικανό πολιτικό πρόσταγμα, σπανίως ή και καθόλου δεν ταυτιζόταν με την (με ορθόδοξα κομμουνιστικά κριτήρια) πολιτική ορθότητα. Πράγματι ποιόν άγγλο εργάτη ενδιέφεραν οι παλινωδίες των χαρτιστών μεταξύ βίας και ρεφορμισμού όταν είχε κερδίσει τη μεγαλειώδη μάχη του Newport το 1840;

Εδώ ο ιστορικός πολλές φορές μπαίνει στον πειρασμό της τελεολογικής ανάλυσης, δηλαδή « η εν τέλει αποτυχία του χαρτισμού πχ. καθιστά μάταιες όλες τις επιμέρους προσπάθειες από το 1831 μέχρι το 1848». Λάθος φυσικά, αλλά από την άλλη δεν θα μπορούσαμε και να ισχυριστούμε ότι η αποτυχία τους ήταν απλά κάτι το τυχαίο. Αυτό που κατάφεραν να κάνουν οι άγγλοι χαρτιστές ήταν να απαντήσουν το «πώς» (που τόσο λείπει από τη σημερινή ευρωπαϊκή Αριστερά) μα όχι το «γιατί». Απο την άλλη, όσον αφορά στη Γαλλική περίπτωση, κατά την περίοδο των έντονων ταξικών αγώνων το 1830, 1848 ακόμα και στην κομμούνα, ο πρωτόλειος σοσιαλισμός φρόντιζε σχεδόν πάντα να απαντά το γιατί. Η αποτυχία του οφειλόταν εν μέρει στο ότι προβάλλονταν πολλά «Γιατί», και εν μέρει στην έλλειψη την αντίληψης της εργατικής εξουσίας.

Από τότε και μετά από πλευράς αριστεράς και τουλάχιστον μέχρι την οκτωβριανή επανάσταση, προκρίνονταν αιτήματα περισσότερο συνδικαλιστικού τύπου και όχι ηγεμονικά πολιτικά. Το Γιατί και το πώς φάνταζαν στα μάτια του εργαζόμενου λαού ένα και το αυτό.

Ο αριστερός ιστορικός των παρελθόντων ετών λίγα μπορούσε να κάνει για να καταδείξει την προβληματική αυτή. Ακόμα και ο στρατευμένος αριστερός ιστορικός δεν την διέκρινε και δεν την υπογράμμιζε, τουναντίον κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1960 , ικανοποιούσε την αριστερή του πολιτική υπόσταση με το να δηλώνει τριτοκοσμικός έχοντας πάντα την κρυφή φιλοδοξία να γράψει έστω για μία φορά στον Nouvel Observateur.

Επιστρέφοντας στην αναζήτηση του «γιατί» παρατηρούμε πως περνάει συνεχώς από παρασκήνια της ιστορίας απλά διότι το θεωρούμε κάτι το αυτονόητο. «Μα για ποιό λόγο να ορίσουμε το Γιατί μιας πολιτικής απάντησης στην επίθεση» θα έλεγε κάποιος «δεν είναι αυτονόητο;». Αν ακούσουμε τη δική μας φωνή να προφέρει τους λόγους για τους οποίους ΤΩΡΑ είναι ο χρόνος για μία πολιτική απάντηση από πλευράς αριστεράς, θα ακούγαμε ταυτόχρονα και μία τραγική ανασκόπηση των πιο κλισέ απαντήσεων που δόθηκαν ποτέ: «γιατί ο καπιταλισμός σημαίνει εκμετάλλευση», «γιατί ο καπιταλισμός περνάει κρίση», «γιατί έχουμε μπει σε μια νέα φάση», «γιατί η καταπίεση των εργαζομένων είναι πιο άγρια από ποτέ», «γιατί αυτή η επίθεση θα είναι η τελειωτική» και φυσικά το αγαπημένο «Γιατί δεν πάει άλλο». Η επανάληψη αυτής της φράσης ακολουθεί το εργατικό κίνημα σαν φάντασμα ανά τους αιώνες .

« Δεν πάει άλλο» φώναζαν το 1879 οι εργάτες ξύλου των ναυπηγείων της Σύρου όταν δημιουργούσαν ένα από τα πρώτα συνδικάτα και απαιτούσαν μείωση των ωρών εργασίας.

« Δεν πάει άλλο» φώναζαν στην Αθήνα οι εργαζόμενοι που συμμετείχαν στην πρώτη εργατική πρωτομαγιά

« Δεν πάει άλλο» φώναζαν το 1906 οι μεταλλωρύχοι του Λαυρίου

« Δεν πάει άλλο» φώναζαν οι ναυτεργάτες στην μεγάλη απεργία του 1928 όταν δημιουργούνταν στα καράβια οι περιβόητες Επιτροπές Καραβιών

« Δεν πάει άλλο» φώναζαν το 1936 οι εξεγερμένοι εργαζόμενοι στη Θεσσαλονίκη

« Δεν πάει άλλο» φώναζαν οι εργάτες στην πρώτη μεγάλης κλίμακας απεργία στις 14 Απρίλη του 1942 απέναντι στη δοσιλογική κυβέρνηση Τσολάκογλου και στην κατοχική πολιτική.

« Δεν πάει άλλο» φώναζαν επίσης οι εξεγερμένοι εργάτες το 1848 στο Παρίσι, οι χαρτιστές στις απεργίες του 1832 ακόμα και οι γερμανοί εργάτες στους αγώνες του 1870-1871.

Κοντολογίς πάνε κοντά 200 χρόνια που «δεν πάει άλλο» και οι αδιανόητες πριν 30 χρόνια σημερινές εργασιακές σχέσεις δείχνουν ότι πάει πολύ ακόμα.

Σε αυτή την διαδικασία απάντησης του « Γιατί » και του « Πώς » η αριστερά επιστράτευσε μία πραγματικά καλοδουλεμένη μεθοδολογία. Η εκτίναξη του αριθμού των εγχειριδίων για την πολιτική οικονομία τη δεκαετία του 70 ήταν ενδεικτική ενός αυξημένου ενδιαφέροντος. Ποιός μαρξιστής δεν ενθουσιαζόταν το 1975 διαβάζοντας το τέλος του βιβλίου του Salama για την πολιτική οικονομία που ανέφερε ότι : « Ο μαρξισμός δεν είναι Θεωρία που συζητιέται στα café, αλλά όπλο μάχης και οδηγός για δράση». Τα περισσότερα έργα για την πολιτική οικονομία αυτής της περιόδου άγγιξαν με έναν αρκετά πλήρη τρόπο το θέμα των καπιταλιστικών κρίσεων. Έτσι οποιοσδήποτε το επιθυμούσε μπορούσε να έχει στην διάθεσή του έργα που περιέγραφαν τους όρους ανάπτυξης του βιομηχανικού καπιταλισμού, την εξήγηση των μεγάλων κρίσεων και υφέσεων καθώς και μια λεπτομερή ανάλυση των εσωτερικών μηχανισμών των περιόδων ύφεσης και ευημερίας. Η αριστερά λοιπόν σε κάποιες εκδοχές της γινόταν κοινωνός της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας.

Οι επεξεργασίες όμως πολιτικών γραμμών από διανοούμενους και μέλη συνδικάτων και κομμάτων δεν αποδείχτηκαν αντίστοιχες. Έπεσαν με τη σειρά τους στη μεγάλη παγίδα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής : Το μυστήριο των κρίσεων. Η κοινή αίσθηση που είχε και έχει συνολικά η αριστερά, ότι η πολιτική της πρόταση είναι η είσοδος της στην σκηνή τη στιγμή που ο πρωταγωνιστής πεθαίνει, εξόπλισε γενιές και γενιές αγωνιστών με την απλή ιδέα ότι θα γίνουμε χαλίφης στη θέση του χαλίφη μόνον όμως όταν ο χαλίφης είναι άρρωστος. Πιο απλά, η αριστερά θεώρησε ότι η προνομιακή θέση που σαφώς θα είχε μια αριστερή πρόταση σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης, ήταν και ο μόνος λόγος για τον οποίο θα μπορούσαμε να ελπίζουμε.

Φυσικά και είναι ζητούμενο η αριστερά να τίθεται στο προσκήνιο σε κρισιακές καταστάσεις, αλλά αυτό είναι μονάχα η μισή αλήθεια : Μπορεί η δυνατότητα επιβολής εργατικής εξουσίας να ξεπηδήσει από το προβληματικό στοιχείο του καπιταλισμού να περνά κρίσεις, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι νομοτελειακά σαν σαλιγκάρι μετά τη βροχή πρέπει να βγαίνει όταν οι κρίσεις αυτές οξύνονται. Πιο απλά, οι κρίσεις του καπιταλισμού δεν είναι μία συνεχής τροφοδότηση καυσίμου για την αριστερά. Σε αυτό το σημείο οι μελετητές της πολιτικής οικονομίας έκαναν άλλο ένα λάθος, θεώρησαν ότι μια μελέτη κρίσεων σε αφαιρετικό επίπεδο αρκούσε. Υποτίμησαν όμως μια μικρότερης κλίμακας μελέτη που όπως γράφει και ο Ιστορικός Derek Aldcroft, αποδεικνύει πως η προχωρημένη καπιταλιστική ανάπτυξη σημαίνει (εκτός από μαζικό εργατικό δυναμικό) και προχωρημένους μηχανισμούς καταστολής, φυσικής και πολιτικής. Διευρύνοντας τη θέση αυτή μπορούμε παρατηρώντας να διαπιστώσουμε ότι η κρίση του καπιταλισμού συνεπιφέρει μία παράλληλη εκτίναξη των κατασταλτικών μηχανισμών και μία σκλήρυνση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.

Η σύνδεση της ευκαιρίας για δράση και των κρίσεων, φαντάζει εδώ και χρόνια μοναδική. Η μεθοδολογία δηλαδή που υπάρχει σε πιο απλή ή πιο σύνθετη μορφή είναι : Συσσώρευση δυνάμεων- κρίση- συνειδητοποίηση σχεδίου της αριστεράς από τις μάζες- κατάληψη της εξουσίας.

Αν η φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού έχει αξία μονάχα στο βαθμό που αναδύεται μία καπιταλιστική κρίση τότε θα έπρεπε να θεωρείται ως εξαιρετικά ανεπαρκής. Ευτυχώς η ιστορική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Ο ίδιος ο Γαλλικός και ο ιταλικός Μάης έλαβαν χώρα σε μία συγκυρία που σε καμία των περιπτώσεων δεν θα μπορούσαμε να την περιγράψουμε ως βαθιά κρισιακή. Βέβαια τα κινήματα αυτά απάντησαν με έναν πρωτοποριακό τρόπο στο Πώς διατυπώνουμε μία απάντηση και μόνο οριακά στο Γιατί.

Περνώντας στην εποχή μετά την περεστρόικα και την πτώση του τείχους η ιστορική έρευνά θα μπορούσε να συνοψίσει τις πολιτικές αγωνίες της αριστεράς σε δύο κατηγορίες : στην κομμουνιστική ορθοδοξία που σε ένα σχεδόν αχρονικό πλαίσιο έμενε σταθερή στην διατύπωση ενός αριστερού προγράμματος, και σε μία αριστερά διαφορετικών καταβολών που μπαίνοντας σε μία καινούργια περίοδο αναζητήσεων προβληματιζόταν συνεχώς για το ότι βρίσκεται πάντα «πίσω από τις εξελίξεις».

Διαπράττοντας λοιπόν ένα ακόμα σφάλμα η δεύτερη εκδοχή ,δεν απαντούσε στο Πως και στο Γιατί ενός πολιτικού σχεδίου και επίσης έβαζε στο καζάνι του πολιτικού της μαγειρέματος την εξαιρετικά μειοψηφική θέση που είχε στο πολιτικό σκηνικό μαζί με την επιθυμία της να γίνει ως εκ του θαύματος πρωταγωνιστής των εξελίξεων. Αυτή η κατάσταση πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων για τουλάχιστον 2 δεκαετίες τη δυνατότητα επεξεργασίας ενός μεταβατικού προγράμματος, δανείζοντας αυτή την επεξεργασία στις χειρότερες στιγμές της αριστερής συνδιαχείρισης που με τη σειρά τους τη μετέφρασαν ως «ειρηνικό δρόμο προς το Σοσιαλισμό ». Αυτό το σημαντικό δώρο στην συνδιαχείριση το έδωσε χωρίς ενοχές η « μή συνδιαχειριστική αριστερά», αποφεύγοντας (και εν πολλοίς ακόμα και σήμερα) να επεξεργαστεί πολιτικό πρόγραμμα μετάβασης διότι απλά είχε μπερδέψει την πάλη για την πολιτική εξουσία με τη διαχείριση του κρατικού μηχανισμού. Η ιδέα ενός μεταβατικού προγράμματος για τον Σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής φάνταζε εχθρός της πολιτικής γραμμής για την κατάληψη της εξουσίας.

Η πολιτική στειρότητα την περιόδου φάνηκε και από την χαρακτηριστική παράβλεψη σημαντικών κομματιών του Μανιφέστου από άτομα που ωστόσο αναφέρονταν με θέρμη σε αυτό. Π.χ. η φράση « η πάλη του προλεταριάτου ενάντια στην αστική τάξη, αν όχι στο περιεχόμενο, στη μορφή είναι κατ’ αρχήν εθνική» πέρασε και περνά για καιρό στα αζήτητα της αριστερής φιλολογίας. Ένας ακαθόριστος διεθνισμός στεκόταν σαν μόνιμη απάντηση σε αυτό το σημείο, καλύπτοντας έντεχνα την αδυναμία της ύπαρξης συγκροτημένης γραμμής για ένα οικονομικό μοντέλο στα πλαίσια ενός κρατικού σχηματισμού. Με άλλα λόγια εκβιαστικά διαχωριζόταν η πάλη για ένα συνολικό πολιτικό πρόγραμμα στα πλαίσιο εθνικού κράτους από την πάλη για αλλαγή του συσχετισμού κατά του κεφαλαίου.

Σε αυτό το σημείο οι πιο ριζοσπαστικές φωνές στην αριστερά από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα και ύστερα έγιναν ιερείς που ερμήνευαν τα ιερά κείμενα του Μαρξ για την κομμούνα και ελλείψει συγκεκριμένου πολιτικού σχεδίου απαντούσαν ότι μεταξύ « αστικού κράτους και προλεταριακού » υπάρχει μία ακαθόριστη περίοδος ανάτασης του εργατικού κινήματος και τελικά επανάστασης. Το μεταβατικό πρόγραμμα φυσικά δεν αποτελούσε μέρος αυτής της ανάτασης.

Αστικό κράτος – προλεταριακό κράτος και στη μέση επαναστατική κρίση, και φυσικά « η απάντηση στον καπιταλισμό δε χρειάζεται περαιτέρω εξηγήσεις », άλλωστε ο Μαρξ είχε ήδη καταδείξει ότι η ταξική πάλη καταλήγει στην δικτατορία του προλεταριάτου, άρα όλα στη θέση τους και ταχτοποιημένα.

Η αριστερά είχε περάσει ήδη το κατώφλι του 21ου αιώνα όταν φάνηκε πως είχε αρχίσει να αποβάλει το βαθύ χρώμα της ήττας της δεκαετίας του ’80. Από τις πρώτες μεγάλης κλίμακας απεργίες του 1995 στη Γαλλία μέχρι τη γιγάντωση του κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης στις μεγάλες μητροπόλεις, η αριστερά στις περισσότερες μορφές της, αποκτά καινούριους δεσμούς με πιο ευρέα ακροατήρια. Είναι ίσως η ώρα να επανεπεξεργαστεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση αλλά και ταυτόχρονα μία συνολική πρόταση για ένα μεταβατικό μοντέλο παραγωγής και διακυβέρνησης, βιώσιμο και όχι επίτηδες μη υλοποιήσιμο, το οποίο θα παραπέμπει σε έναν σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής. Ένα μοντέλο που θα είναι διεκδικήσιμο όχι μόνο σε καθεστώς καπιταλιστικής κρίσης. Αυτό μπορεί να γίνει ελλείψει μιας σημαντικής εργατικής βάσης ? Όχι φυσικά, η σημερινή αριστερά αποτελείται σήμερα κυρίως από μεσοαστικά στρώματα, αλλά ιστορικά δεν είναι η πρώτη φορά που αυτό συμβαίνει. Η μανία μοντελοποίησης των πάντων και δημιουργίας οδηγιών χρήσης της αριστεράς σίγουρα ωθεί αρκετές απόψεις να θεωρούν οτι η διατύπωση ενός μοντέλου μετάβασης δεν αποτελεί γέφυρα με ταξικά στρώματα που είναι καθοριστικά.

Όπως και να ‘χει το πράγμα είναι σχεδόν αδιανόητο το πως ένας πολιτικός χώρος (σίγουρα όχι ενιαίος) παρακάμπτει τις ικανότητες του κοινωνικού του δυναμικού (διανοητικές ικανότητες που θα ζήλευαν άλλοι πολιτικοί χώροι), προκρίνοντας μια πολιτική ενός μοντέλου-φύλακα αντιλήψεων πολιτικής οικονομίας που αντιστοιχούν σε φανταστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, τάξεις και συγκυρίες.

Το Πως ενός αιτήματος κοινωνικού μετασχηματισμού είναι ίσως δυνατό να απαντηθεί σε μία περίοδο που δομές κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης δημιουργούνται και που συνδικαλιστικές πρακτικές αναθεωρούνται και δοκιμάζονται. Η πρωτοτυπία όμως η οποία πρέπει να χαρακτηρίζει τη σημερινή αριστερά είναι η αποκάλυψη ενός σύγχρονου « Γιατί » μίας συνολικής δράσης, και σε αυτό το σημείο η καπιταλιστική κρίση και η πρωτότυπη εκμετάλλευση των εργαζομένων δεν αρκούν ως δικαιολογίες. Είναι ακατανόητη μία πραγματικά ενδιαφέρουσα προετοιμασία προγραμμάτων πάλης, εάν η απάντηση του « Γιατί το λέτε αυτό?», είναι « γιατί έτσι πρέπει να κάνουμε στις κρίσεις ». Η μόνη έντιμη και αληθινή απάντηση (και εδώ πρέπει να δούμε αν μπορεί να δοθεί σήμερα) είναι « γιατί έχουμε πρόγραμμα », απάντηση που δεν μπορεί παρά να περιέχει την εξειδίκευση αυτού του προγράμματος σε μεταβατικό καθώς και μία σαφή απάντηση του ποιός περιμένει να είναι αυτός που θα το υλοποιήσει.

Αν κάθε δομή ενός τρόπου παραγωγής έχει τον δικό της χρόνο και τα δικά της χαρακτηριστικά, σημαίνει ότι η αριστερά πρέπει να εκμεταλλευτεί το χρόνο της πολιτικής δομής, και σε μια συγκυρία έντονης ρευστότητας του πολιτικού σκηνικού να θέσει άμεσα ένα πλήρες μεταβατικό πρόγραμμα εξουσίας. Η συγκυρία της κρίσης βοηθάει στο ότι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί βρίσκονται σε περίοδο ανασυγκρότησης και εξεύρεσης ενός νέου δόγματος.

Οι συνθήκες δεν είναι ώριμες, όπως δεν θα είναι και ποτέ. Αυτό το σχήμα της ωριμότητας- δράσης πρέπει γρήγορα να τελειώσει. Ο ιστορικός χρόνος δεν προχωρά ομοιόμορφα και σίγουρα δε δουλεύει υπέρ μιας αριστερής τελεολογίας. Η Martha Harnecker έκανε έναν πολύ ενδιαφέρον παραλληλισμό : ο ιστορικός χρόνος είναι σαν μία βιογραφία ενός ανθρώπου που χρησιμοποιείται από τον ψυχαναλυτή. Η βιογραφία δε δομείται ακολουθώντας το φυσικό χρόνο που όσο προχωρά, βοηθά στην ωρίμανση συνθηκών και καταστάσεων, αλλά αντίθετα επισημαίνονται ως σπουδαιότερα τα γεγονότα που σημάδευσαν τη ζωή του. Έτσι φτάσαμε εδώ σήμερα, και σε αυτά τα γεγονότα δεν πρέπει να αποκλείσουμε τα πολιτικά γεγονότα που δημιούργησε το αντικαπιταλιστικό κίνημα.

Για να συνεχίσω τον παραλληλισμό, αν ο αναλυόμενος κάνει ένα λάθος μπορεί να συνεχίσει την ψυχανάλυση για να βρει τις αιτίες. Πρέπει όμως να το κάνει χωρίς να ξεχνά τη μόνη τελεολογία που πρέπει να έχει στο μυαλό του ένας άνθρωπος : Το θάνατο του, δηλαδή τον περιορισμένο χρόνο που του διατίθεται.

Για να το ελαφρύνουμε το κλίμα, πάει καιρός από το 1930, τότε που ο Evgeni Verga διατύπωνε τη θεωρία της τελικής κατάρρευσης του καπιταλισμού (Zusammenbruchtheorie). Η σύγχρονη αριστερά σχεδόν σε όλες τις μορφές της γνωρίζει καλά οτι οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες μα όχι ανυπέρβλητες. Αυτό το στοιχείο πρέπει και να δημιουργεί αντικειμενικά το φόντο της απάντησης στην κρίση. Σε τελική ανάλυση το διακύβευμα είναι απλό, γιατί πάντα ήταν. Όπως σημειώνει και ο προσφάτως εκλιπών Daniel Bensaid στο τελευταίο του έργο: « Το ερώτημα είναι με ποιό αντίτιμο και στις πλάτες ποιών θα επιλυθούν (οι κρίσεις), Η απάντηση δεν ανήκει στην κριτική της πολιτικής οικονομίας αλλά στην ταξική πάλη και στην πολιτική και κοινωνική δράση ».
xristoast.blogspot.com