Περί κιμωλίας και πάλι

24grammata.com


Στις αρχές Μαΐου 2011 δημοσιεύσαμε την ιστορία της λέξης κιμωλίας, (κλικ εδώ).Το συγκεκριμένο άρθρο έδωσε το ερέθισμα για περαιτέρω έρευνα και ανάλυση. Γι αυτό και ο Λέκτορας Γεωλογίας κ. Βασίλης Μέλφος,   μας έστειλε έστειλε την παρακάτω ανάλυση της ίδια λέξης. Με τη βοήθεια του κ. Μέλφου ταξιδεύουμε στα μέρη της γεωλογίας/ιστορίας/γλωσσολογίας, ταξίδι που μόνο όσοι λατρεύουν τη γλώσσα μπορούν να κάνουν.

«Κιμωλία γη» και Κιμωλία

γράφει ο Βασίλης Μέλφος, Λέκτορας στο Τμήμα Γεωλογίας, Α.Π.Θ.

Η «κιμωλία γη» οφείλει το όνομά της στη νήσο Κίμωλο από όπου εξορυσσόταν κατά την αρχαιότητα και μέχρι τον 19ο αιώνα. Η φυσική αυτή πρώτη ύλη καθόρισε σημαντικά την ιστορία του νησιού που κυκλοφόρησε δικό της νόμισμα τον 3ο π.Χ. αιώνα.
Αναφέρεται από τον Θεόφραστο στο Περί λίθων1 τον 4ο αι. π.Χ. ως ένα φυσικό χώμα (αυτοφυής) με σημαντική χρησιμότητα (χρήσιμον). Ο Θεόφραστος όμως δε δίνει λεπτομέρειες ούτε για τις ιδιότητες ούτε για τις χρήσεις του. Το ίδιο και ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά2 (1ος αι. π.Χ.), όπου αναφέρει την Κίμωλο ως ένα από τα νησιά του Αιγαίου, γνωστή για την «κιμωλία γη».
Σημαντική αναφορά υπάρχει από τον Πλίνιο στο Naturalis Historiae3 (1ος αι. μ.Χ.), ο οποίος με βάση το χρώμα περιγράφει δύο τύπους «κιμωλίας γης» (Cimoliae): τη λευκή και αυτή που έχει ιώδη χροιά. Και οι δύο τύποι αποτελούσαν, σύμφωνα με τον Πλίνιο, σημαντικές πρώτες ύλες στην παρασκευή φαρμάκων για ασθένειες όπως οι όγκοι, τα οιδήματα και οι φλεγμονές στους αδένες, καθώς και τα πρηξίματα. Μία ακόμη εφαρμογή της «κιμωλίας γης» που αναφέρει ο Πλίνιος αφορά στην υφαντουργία, δηλαδή στην κατασκευή ενδυμάτων (vestibus), και συγκεκριμένα στη λεύκανση των μάλλινων νημάτων. Η χρήση αυτή πιθανώς να χρονολογείται από τη Μινωική Εποχή, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Η «κιμωλία γη» χρησιμοποιήθηκε και ως απορρυπαντικό (σαπούνι), από την αρχαιότητα (Αριστοφάνης4, 5ος αι. π.Χ.) έως και τον 19ο αιώνα και αναφέρεται από τους περιηγητές5,6.
Η νήσος Κίμωλος βρίσκεται κατά μήκος του «Ηφαιστειακού Τόξου του Νοτίου Αιγαίου» και αποτελείται από έντονα εξαλλοιωμένα ηφαιστειακά και ηφαιστειοϊζηματογενή πετρώματα. Τα τελευταία ονομάζονται και τόφφοι. Με βάση τις περιγραφές και τις φυσικές της ιδιότητες, η «κιμωλία γη» είναι ένα αργιλικό υλικό που προέρχεται από την έντονη υδροθερμική εξαλλοίωση των ηφαιστειακών πετρωμάτων. Ορυκτολογικά αποτελείται κυρίως από καολινίτη [Al2Si2O5(OH)4], ένα ορυκτό με σημαντική εξάπλωση σε όλη την Κίμωλο. Ο καολινίτης έχει χρώμα λευκό, λιπαρή υφή και πολύ μικρή σκληρότητα με αποτέλεσμα να είναι εύθρυπτος σαν πούδρα.
Από άποψη ορυκτολογικής και χημικής σύστασης η «κιμωλία γη» δεν έχει καμία σχέση με την γνωστή κιμωλία που χρησιμοποιούμε στους μαυροπίνακες. Η κιμωλία αυτή αποτελείται από ένα είδος ασβεστόλιθου που ονομάζεται κρητίδα [CaCO3]. Πρόκειται για ένα λευκό, πορώδες, μαλακό, σχετικά εύθρυπτο πέτρωμα, θαλάσσιας προέλευσης που σχηματίστηκε από τη συσσώρευση ασβεστιτικών κελυφών από μικρο-οργανισμούς. Περισσότερο διαδεδομένες είναι οι μεγάλου πάχους αποθέσεις κρητίδας στη ΒΑ Ευρώπη.
Η σύγχυση σε ότι αφορά την ονομασία των δύο αυτών πρώτων υλών οφείλεται μάλλον στους Ρωμαίους. Αυτοί ονόμαζαν «κιμωλία» και άλλα λευκά εύθρυπτα πετρώματα που είχαν παρόμοιες ιδιότητες και διαφορετική προέλευση. Έτσι ο Πλίνιος στην αναφορά του για την «κιμωλία γη» περιγράφει με το ίδιο όνομα και άλλα φυσικά χώματα, όπως αυτά από τη Σαρδηνία, τη Θεσσαλία, τη Λυκία, την Umbria της Ιταλίας, καθώς και την κρητίδα (create)7 που πιθανώς το όνομά της να οφείλεται στη νήσο Κρήτη.
Έτσι εξαιτίας της μακροσκοπικής ομοιότητας των εξαλλοιωμένων ηφαιστειακών πετρωμάτων της Κιμώλου («κιμωλία γη») με την κρητίδα (κιμωλία), χρησιμοποιήθηκε το ίδιο όνομα που διατηρήθηκε και μέχρι τις μέρες μας.

Παραπομπές

1.Θεόφραστος, Περί λίθων, 62
2.Στράβων, Γεωγραφικά, Χ, 484
3.Pliny, Naturalis Historiae, XXXV, 195-196
4.Αριστοφάνης, Βάτραχοι, 710-712
5.Σιμόπουλος Κ. (1991). Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα. Β΄ Τόμος-1700-1800, σελ. 236.
6.Μπελαβιλας Ν και Παπαστεφανάκη Λ. (2009). Ορυχεία στο Αιγαίο. Βιομηχανική αρχαιολογία στο Αιγαίο, σελ. 150
7.Pliny, Naturalis Historiae, XXXV, 196

Comments are closed.