Ιστορία των μουσικών οργάνων: ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ

24grammata.com/ μουσική

Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο (χορδόφωνο) μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες και μακρύ βραχίονα με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς την κατεύθυνση του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα, οριοθετούν την απόσταση του ημιτόνιου. Διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές, και σε ορισμένες περιπτώσεις μονές, χορδές. Οι μουσικοί χρησιμοποιούν πένα. Το τρίχορδο Μπουζούκι φέρει τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες ανά ζεύγος σε τόνους Ρε – Λα – Ρε, ενώ το τετράχορδο τέσσερα ζεύγη που κουρδίζονται Ντο – Φα – Λα – Ρε. Παλιότερα, στην Ανατολία (Μικρά Ασία και γενικότερη επικράτεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας), τα κουρδίσματα (ντουζένια) άλλαζαν ανάλογα με το μουσικό δρόμο (μακάμ) της εκτελούμενης μελωδίας. Η συγκεκριμένη τεχνοτροπία διατηρήθηκε μέχρι το Μεσοπόλεμο και χάθηκε σταδιακά, οριστικά δε με την μετατροπή του μπουζουκιού σε τετράχορδο (οκτάχορδο). Ορισμένοι μελετητές θεωρούν ότι το Μπουζούκι προέρχεται από την οθωμανική μουσική παράδοση. Άλλοι όμως, δέχονται ότι μόνο η ονομασία είναι οθωμανικής προέλευσης, ενώ θεωρούν το όργανο ένα είδος μετεξέλιξης της αρχαιοελληνικής Πανδούρας. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, το όργανο πέρασε από τους αρχαίους Έλληνες στους Βυζαντινούς και διατηρήθηκε στην οθωμανική περίοδο, ενώ στη συνέχεια συνδέθηκε συστηματικά και με την ελληνική μουσική παράδοση. Ορισμένες παραλλαγές που αναφέρονται είναι οι ακόλουθες: Πανδούρα ή Πανδουρίδα, Τρίχορδον, Σάζι, Ταμπουράς, Θαμπούρα, Ταμπούριν και Μπουζούκι. Στην πραγματικότητα πρόκειται για συνεκδοχές ομοειδών μουσικών οργάνων που ανήκουν στην οικογένεια του Ταμπουρά (Πανδουρίδος).

Η χρήση του Μπουζουκιού στην Ελλάδα ανιχνεύεται από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Μακεδόνας στρατηγός του ’21, Νικόλαος Κασομούλης αναφέρει στα Στρατιωτικά Ενθυμήματα του, όπως τα ανθολόγησε ο Ηλίας Βολιότης – Καπετανάκης: «…Ἐγὼ λαλοῦσα τὸ μπουζούκι λεγόμενον, ὁ Χρίστος τὸν ταμπουρᾶν μὲ δυὸ τέλια, ὁ Σπύρος Μήλου τὸ φλάουτο, ἄλλοι, ἄλλα ὄργανα εὐμετακόμιστα, μπουλγάρια καὶ ρεμπάπια». Σε άλλο σημείο αναφέρεται σε «…ἕνα γλέντι τὴν Κυριακή του Πάσχα τοῦ 1822: Ὁ Γεωργούλας Παλαιογιάννης (ἑκατόνταρχος τῆς χιλιαρχίας) λαλοῦσεν πολλὰ γλυκὰ τὸν βαγλαμᾶν, ὁ Παλαιοκώστας τὸ βουζούκι καὶ ἄλλοι (τῆς χιλιαρχίας κατώτεροι ἀξιωματικοί) μὲ λιουγκάρια καὶ ἰκετέλια, ἀκολουθοῦντες αὐτούς, προξενοῦσαν τὴν μεγαλύτερην ἡδονὴ στοὺς Ἕλληνες συναδέλφους τῶν». Σύμφωνα με μια άλλη αναφορά, «Ἡ Ἀκρόπολις (15 Ἰουλίου 1888) κάνει λόγο γιὰ ἕναν Ἀνατολίτη μὲ ἐρυθρὸ φεσάκι, ὁ ὁποῖος παίζει σὲ μία ἀπὸ τὶς μάντρες τῆς ὁδοῦ 3ης Σεπτεβρίου, κοντὰ τὸν σιδηρόδρομο τῆς Ἀττικῆς: “Κρατῶν τὸ μπουτζούκι του, ψάλλει, μὲ φωνὴν ὑποτρέμουσαν ἀλλὰ μελαγχολικήν, διάφορα ἀνατολικὰ ἄσματα μὲ τόσον πόθον, μὲ τόσην δόσιν μελαγχολίας, ὥστε ἕκαστος τόνος τῆς φωνῆς του καὶ τοῦ ταμπουρὰ τοῦ εἰσδύει βαθέως εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀκροατοῦ”…Τὴν ἴδια ἐποχὴ ἕνας φοβερὸς τύπος τῆς Ἀθήνας, ὁ κουρέας τῆς πλατείας Ὁμόνοιας Πανάγος Μελισιώτης (1854-1904), ὁ περίφημος “ἄψε-σβῆσε” -τὸ προσωνύμιο ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ μαγαζιοῦ του, χορευτής, τραγουδιστῆς, συγγραφέας δραματικῶν εἰδυλλίων καὶ προπαντὸς διάσημος γλεντζές, τριγυρνᾶ στὶς ταβέρνες ἀλλὰ καὶ στὰ θέατρα, ὅπου διαδραματίζονται σκηνὲς σὲ κλέφτικα λημέρια…”Ἀναδίδων λιγεῖς τόνους ἀπὸ τὸ μπουζούκι του, ἐνεφανίζετο αἴφνης ἐπὶ τῆς σκηνῆς, ἐρασιτέχνης ἠθοποιός, μὲ φέρμελη, μὲ τσαπράζια, μὲ βλαχόκαλτσαις, ἀρειμάνιος, κρούων ἠδύτατα τὸ μπουζούκι του, ἄδων περιπαθῶς τὰ κλέφτικα τραγούδια τῶν βουνῶν, χορεύων ὡς λεβέντης”…». Άλλη αναφορά, εστιάζεται σε «…Ένα ἀρθρίδιο, ἐξόχως ἀποκαλυπτικό του κλίματος τῆς ἐποχῆς [που] δημοσιεύεται στὸ Τριφυλλιακὸν Ἡμερολόγιον (1908), μὲ τίτλο «Τὸ μπουζούκι» καὶ μὲ ὑπογραφὴ Χ.Φ. Ἀναφέρεται στὸν “ἰδιοφυοῦς ἱκανότητας”, “μοναδικό”, ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, μπουζουξὴ Λυκοῦργο Τζανέα, τὸν ὁποῖο οἱ Τριφύλλιοι καὶ κατεξοχὴν οἱ κάτοικοι τῶν Γαργαλιάνων ἐγκωμιάζουν μὲ πρώτη εὐκαιρία. “ …Τί εἶναι τὸ μπουζούκι του; …Δὲν εἶναι ὁ κουτσαβάκης ἐκεῖνος τῶν μουσικῶν ὀργάνων ποὺ παίρνει τὸ ἀμὰν ἀμὰν διαλαλῶν τὴν δόξαν τὴν βακχέβαχον σβραχνοσυναχωμένος πάντοτε… ἀπὸ παννυχίους μπατινάδες. Τὸ μπουζούκι τοῦτο ἐξευγενίσθη καὶ προώδευσεν εἰς τᾶς χείρας τοῦ κυρίου Τζανέα τοσούτον, ὥστε εὐλόγως πλέον νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται… μὲ ὄλον τὸ ἄχαρι ὄνομα τῆς φυλῆς… τῶν προγόνων του, τῶν ἀγρίων Τζίγκ-Τζὰγκ τῶν ὁποίων διετήρησε εἰσέτι τὸν ἀρχέγονον ὁπλισμὸν καὶ τᾶς χορδᾶς τῶν βαρβάρων ἀδελφῶν του”. Τὸ μπουζούκι στὰ χέρια τοῦ Τζανέα “ἀφήνει τόνους ἐξόχως ἁρμονικοὺς διὰ νὰ μὴν εἴπω ὅτι στενάζει, κελαηδεῖ, ὀργίζεται καὶ ὁμιλεῖ ὡς ἔμψυχον”». Στη δεκαετία του 1920 το Μπουζούκι κατέχει τον πρωτεύοντα ρόλο. Στα 1935 σχηματίσθηκε η πρώτη ρεμπέτικη κομπανία με τρία Μπουζούκια κι ένα Μπαγλαμά. Στην κομπανία συμμετείχαν ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής και ο Ανέστης Δελιάς που έπαιζαν Μπουζούκια, καθώς και ο Γιώργος Μπάτης που έπαιζε Μπαγλαμά. Το ρεμπέτικο ταυτίστηκε με το Μπουζούκι και το όργανο αυτό τελειοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε στα χέρια μεγάλων εκτελεστών, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Βαμβακάρης, Τσιτσάνης, Παπαϊωάννου, Χιώτης, Μητσάκης και πολλοί άλλοι. Η μεγάλη αλλαγή στη μορφή αλλά και στην τεχνική του Μπουζουκιού, οφείλεται στον Μανόλη Χιώτη, που εισήγαγε το τετράχορδο Μπουζούκι στη δεκαετία του 1950.

πηγή: www.organopoieio.gr