Η Ιστορία της Αρρώστιας. Από την Κλασική Εποχή στη Σύγχρονη (2002)

24grammata.com/ ιατρική

γράφει ο Γιάννης Τούντας
Αναπλ.Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής Πανεπιστημίου Αθηνών,Διευθυντής Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας

Στις αρχές της Κλασικής εποχής το επίπεδο υγείας των πληθυσμών του Αιγαίου ήταν πολύ ικανοποιητικό. Όμως, από τον 5ο π.Χ. αιώνα, θα αρχίσει να παρατηρείται συνεχής επιδείνωση. Τα επιτεύγματα της ιπποκράτειας ιατρικής δεν θα μπορέσουν να αναστρέψουν την αρνητική αυτή εξέλιξη.

Από τα λοιμώδη νοσήματα, τις σοβαρότερες αρνητικές συνέπειες είχε η ελονοσία, η οποία υπέσκαψε την υγεία των κατοίκων της αρχαίας Ελλάδας, αποδεκάτισε πληθυσμούς ζωτικών περιοχών, κλόνισε την παραγωγή και την οικονομία, και αποτέλεσε έτσι αποφασιστικό παράγοντα παρακμής του Κλασικού πολιτισμού. Η σύφιλη δεν αναφέρεται πουθενά στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ενώ η λέπρα, αν και μπορεί να υπήρχε από την αρχή της Κλασικής περιόδου, μόνο κατά τα τελευταία χρόνια προσέλαβε ενδημική μορφή.  Από τα υπόλοιπα νοσήματα, ξεχώριζαν οι κληρονομικά μεταβιβαζόμενες αναιμίες και η ουρική αρθρίτιδα.

Στη μεσαιωνική Ευρώπη ήταν αρκετά διαδεδομένες οι επιδημίες ανεμοβλογιάς, σκορβούτου και εργοτισμού, νόσου που προέρχεται από τη σίκαλη, γνωστής και ως «πυρ του Αγίου Αντωνίου». Το 570 μ.Χ. μια επιδημία ανεμοβλογιάς σκόρπισε τον θάνατο σε όλη την Ευρώπη. Ο πληθυσμός της Ευρώπης, που το 200 μ.Χ. ανερχόταν σε 36 περίπου εκατ., το 600 μ.Χ. έφτανε μόλις τα 26 εκατ. Επίσης, υπήρξαν «επιδημίες» ψυχικών διαταραχών και μαζικών υστερικών εκδηλώσεων, κυρίως μετά από μεγάλες επιδημίες πανώλης.

Οι επιδημίες πανώλης ήταν, ασφαλώς, εκείνες που σημάδεψαν κατ’ εξοχήν την ιστορία της μεσαιωνικής Ευρώπης. Δεκαπέντε διαδοχικά κύματα πανώλης έπληξαν την Ευρώπη. Η πρώτη επιδημία εκδηλώθηκε το 541 μ.Χ. στο Βυζάντιο.  Σύμφωνα με τον ιστορικό Ευάγριο (περ. 536-600), πέθαναν 300.00 άτομα, δηλαδή το 1/3–1/2 του πληθυσμού.

Για όλη αυτή την περίοδο, έχει υποστηριχθεί ότι στην Ευρώπη κάθε αιώνα κυριαρχούσε κι ένα διαφορετικό λοιμώδες νόσημα. Η λέπρα τον 14ο αιώνα, η πανώλη τον 15ο, η σύφιλη τον 16ο, η ιλαρά τον 17ο και 18ο, η φυματίωση και η οστρακιά τον 19ο αιώνα. Η επιδημιολογική αυτή διαδοχή επέτρεψε στους Ευρωπαίους να αναπτύξουν υψηλά επίπεδα ανοσίας, γεγονός που τους βοήθησε να κατακτήσουν και να εκμεταλλευτούν τον υπόλοιπο κόσμο.

Η περίοδος από την αρχή του 18ου αιώνα μέχρι σήμερα υπήρξε περίοδος αλλαγής και μετάβασης από τον αγροτικό τρόπο ζωής στο βιομηχανικό. Στις περισσότερες προηγμένες χώρες η μετάβαση έχει ήδη ολοκληρωθεί, προκαλώντας αλλαγές και στο νοσολογικό μοντέλο, με τη μετατόπιση από τα λοιμώδη νοσήματα  προς τα μη μεταδοτικά νοσήματα. Ωστόσο, σε ορισμένες υπό ανάπτυξη περιοχές η μετάβαση αυτή σχεδόν δεν έχει ακόμα ξεκινήσει, και στο σύνολο της υφηλίου δεν θα ολοκληρωθεί πριν από το 2020.

Μια από τις πιο σημαντικές συνέπειες αυτών των αλλαγών ήταν η θεαματική μείωση της θνησιμότητας και η συνακόλουθη εκρηκτική αύξηση του πληθυσμού λόγω της μεγάλης μείωσης των λοιμωδών νοσημάτων.

Αρχικά, η δραστική μείωση των λοιμωδών νοσημάτων μετά το 1850 στις αναπτυγμένες χώρες αφορούσε κυρίως τα μεταδιδόμενα από το νερό νοσήματα, όπως ο τύφος. Μετά το 1900 παρουσιάζουν μεγαλύτερη μείωση τα νοσήματα που μεταδίδονται με τον αέρα, κυρίως η βρογχίτιδα, η πνευμονία και η γρίπη. Η φυματίωση, που ανήκει σε αυτή την κατηγορία, παρουσίασε μεγάλη και σταθερή μείωση, σε όλο το διάστημα από το 1850 ώς το 1971, συμβάλλοντας κατά 17,5% στη μείωση της συνολικής θνησιμότητας.

O άγγλος γιατρός και καθηγητής της κοινωνικής ιατρικής Thomas McKeown πριν τριάντα περίπου χρόνια είχε εκτιμήσει ότι σε αναπτυγμένες χώρες όπως η Αγγλία το 80-90% της συνολικής μείωσης της θνησιμότητας από τις αρχές του 18ου αιώνα ώς σήμερα οφειλόταν στη μείωση των θανάτων από λοιμώδη νοσήματα.

Η μείωση των λοιμωδών νοσημάτων κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα στις αναπτυγμένες χώρες συνοδεύτηκε από ραγδαία αύξηση των λεγόμενων χρόνιων νοσημάτων ή νοσημάτων φθοράς, που κυριαρχούν σήμερα στο φάσμα νοσηρότητας του σύγχρονου Δυτικού πολιτισμού.

Τα δε τελευταία χρόνια στις αναπτυγμένες χώρες τα καρδιαγγειακά νοσήματα, οι καρκίνοι και τα ατυχήματα αποτελούν πλέον τις βασικές αιτίες θανάτου. Σημαντική αύξηση παρουσιάζουν στις χώρες αυτές και ορισμένα άλλα νοσήματα φθοράς, όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης και οι διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος, καθώς και οι ψυχικές διαταραχές.
www.neahygeia.gr