Γνωριμία με τον ποιητή Κώστα Παπαθανασίου

24grammata.com/ σύγχρονοι Λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο ποιητής Κώστας Παπαθανασίου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου μέχρι και σήμερα ζει με την οικογένειά του και εργάζεται. Έχει εκδώσει την ποιητική συλλογή «Πέτρινα πουλιά» (2006, Οδός Πανός) από την οποία προέρχονται τα ποιήματα που παρατίθενται κατωτέρω. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά διαδικτυακά περιοδικά. Τα τελευταία επτά χρόνια είναι τακτικός συνεργάτης του περιοδικού «Jazz & Τζαζ».
Η απουσία των σημείων στίξης, της τελείας μάλιστα να απουσιάζει εντελώς,
χαρακτηριστικό της ποίησης του Κώστα Παπαθανασίου. Πέτρινα όντα οι άνθρωποι χρειάζονται να ονειρεύονται πουλιά. Το ποίημα «Πιοτό», προτελευταίο στην παρούσα, αποδεικνύει το πόσο εκφραστικός και ισχυρός μπορεί να είναι ο επιγραμματικός λόγος και δίνει το στίγμα του ποιητή όπως παρουσιάζεται μέσα από την παρούσα συλλογή. Γιώργος Πρίμπας

Εραστές

Και τα σώματα υγρά τις νύχτες του καλοκαιριού
Σ’ ένα δωμάτιο νοικιασμένων ονείρων
Να τραγουδούν τον έρωτα
Με δυο ποτήρια κόκκινο κρασί
Κοιτώντας τα φώτα των πλοίων στο μπαλκόνι
Να πάνε και να ‘ρχονται στα μάτια τους
Κι ολοένα ν’ αγκαλιάζονται σφιχτά
Μην τυχόν τους κλέψει η θάλασσα
Μια γουλιά απ’ τις αθάνατες ψυχές τους

Παραίσθηση

Ήρθαν κι απόψε μέσα μου
Αυτά που ξέρουν οι τρελοί
Σκέψεις αλλήθωρες
Μες στη σιωπή και τον καθρέφτη
Ήρθαν πουλιά
Απ’ το βαλσαμωμένο ουρανό
Κι ακούστηκαν από μακριά
Κραυγές ανάποδα
Να σπαρταράνε στο κενό
Κι αντίκρυ μου οι νεκροί
Κάπνιζαν και χαϊδεύαν τα σκυλιά
Φωνές τρεμάμενες μες τον καπνό
Που αγκάλιαζε τη λήθη
«Ό,τι είχαμε εδώ απέμεινε
γι’ αυτό μας βλέπεις
πίσω να γυρνάμε»
Γυναίκες έμελπαν
Κρατώντας φίδια μέσα στα μαλλιά
τραγούδια έρωτα και κλαίγανε
με δάκρυα δηλητήριο

Ύστερα γέρασα
Και γύρισα στην πλήξη
Απ’ το παράθυρο
Κοιτούσα στα κλεφτά
Τον εαυτό μου νέο
Να γράφει στο χαρτί
Με μάτια αγριεμένα

Ντε Κ ί ρ ι κ ο

Στις άδειες πλατείες
Αόρατο χέρι γεωμέτρη
Γυναίκες δίχως πρόσωπο
Να περιμένουν

Φόβοι αρχαίοι ρίχνουν σκιά
Στην πόλη της σιωπής
Στο μάτι του μάντη άσπιλα
Την απειλή φωτίζουν

Δίπλα στο άγαλμα μπανάνες
Κι ο ποιητής χωρίς χέρια
Χωρίς πόδια για να προχωρήσει

Κάποτε και το μέλλον ασφυκτιά
Στ’ αφηρημένα σχέδια των τρελών

Θέλουν οι μέρες να ξεφύγουν
Σαν άγρια άλογα που καλπάζουν
Αμέρωτα στην ακροθαλασσιά

Ενοχή

Έχω ριζώσει πια εδώ
Τα λόγια της αγάπης να λέω από συνήθεια
Κρύβοντας το φόβο να ξεχαστώ
Δίχως κουράγιο και δύναμη
Ν’ αγγίξω αληθινά μια ψυχή
Δεσμώτης φτηνού πάθους
Που ξεπηδά απότομα
Μέσα από τις σκοτεινές σπηλιές
Κι ύστερα χάνεται στο βρώμικο φως
Γυμνός μπρος στην ανοιχτή πόρτα
Κρατάω το κλειδί στο χέρι
Κοιτώντας τους φόβους μου
Στον καθρέφτη των άλλων
Φοράω τα ρούχα μου
Κι από συνήθεια κλειδώνω
Κλειδώνω επιθυμίες κι αβάσταχτα πάθη
Στ’ όνομα του πατρός
Υιός ανάξιος – Οιδίποδας
Στις αγκαλιές τυφλωμένων γυναικών
Να κρύβομαι σε αβασάνιστες υποσχέσεις
Κι όλο να φεύγω την τελευταία στιγμή
Ως μέγας εραστής των κούφιων χρόνων
Ψάχνοντας τάχα για το τέλειο
Να προσπερνάω πληγωμένες υπάρξεις
Λυπημένος γιατί δεν μπόρεσαν
Να βρουν το κλειδί
Να ελευθερώσουν τα φυλακισμένα πουλιά
Που εγώ ο ίδιος
Έκλεισα μέσα μου

Κάθοδος στη σπηλιά του Όσιου Αθανάσιου του Αγιορείτη

Μες στη σιωπή βαδίζαμε
Στην υποψία του όρθρου ένοχοι
Δίχως να γνωρίζουμε
Δίχως ν’ ανήκουμε στη στιγμή και το πάθος
Χωρίς φως ν’ αποκαλύπτει
Τα μυστικά των βράχων
Το θρόισμα στα φύλλα της αγωνίας

Μέσα στη νύχτα προχωρούσαμε
Καραβάνι στην έρημο των άστρων
Ακούγοντας την ανάσα της θάλασσας
Τα ήσυχα τύμπανα της καρδιάς του βουνού

Μακριά ήταν η πόλη
Η πόλη των τρελών
Με τους σίγουρους φόβους
Να περιμένουν κάτω απ’ τις λάμπες
Πάνω απ’ τα δώματα της υπερβολής
Έτοιμοι να διασχίσουν τις ευτελείς συνήθειες
Του χαμερπούς βίου των μυρμηγκιών

Κι όλο κατεβαίναμε
Χαμηλά όπως αρμόζει
Κι απομακρύνονταν η ψυχή
Απ’ την κούραση του σώματος
Σ’ ένα ταξίδι μετανοίας
Παραδομένη
Ώσπου όλα ν’ επανέρθουν
Ξανά σαν θαύμα

Μπροστά στα σπλάχνα του βουνού
Αμίλητοι σταθήκαμε
Μάρτυρες ταπεινής αιωνιότητας
Αγγίξαμε τα σημάδια
Συνεπαρμένοι
Βυζάξαμε το αέναο νερό
Και σκυφτοί μπήκαμε μέσα

Στον εαυτό μου

Τι ελπίζεις για απόψε Κώστα;

Σ’ έμαθα καλά στα τόσα χρόνια
Κι ακόμη περιμένω

Επιβλέπων μηχανικός

Ακόμη καπνίζουν τα χώματα
Τα ίχνη των φορτηγών που έστριψαν
Χάθηκαν στην δική τους σκόνη
Κι η αόρατη ματιά να ρέει
Σε μια σκιά του χθες
Που μόνο για σένα θα υπάρχει

Αυτοί αποδέχθηκαν τη ζωή
Φωνάζουν φιλικά γεμάτοι λάσπη
Μ’ ένα τσιγάρο βαρύ
Να σβήνει στα τραχιά τους δάχτυλα
Τρώνε, πίνουν, γαμούν
Δίχως να σκέφτονται την αιωνιότητα
Ξέρουν βαθιά μέσα τους
Πως στο τέλος της μέρας
Οι τοίχοι θα υψωθούν
Το βράδυ θα κοιμηθούν
Μακάρια σε ένα σύννεφο
Το πρωί ο μηχανικός
Θα τους δώσει τις τελευταίες αλλαγές
Θα ανέβουν ψηλά στα ικριώματα
Με τραγούδια και βρισιές

Τι θα ‘ταν αυτό το παιχνίδι
Μόνο με κανόνες και βιβλία
Χωρίς αυτές τις δυνατές κραυγές
Τον ήχο των σφυριών μες το λιοπύρι
Να τραντάζει τον ύπνο των δικαίων;

Διαπίστωση

Έχω χρόνια να κλάψω
Τα δάκρυα που δεν κύλησαν
Ένα ποτάμι μέσα μου

Πνιγμένη επιθυμία

Ένα βράδυ αλλόφρων
θα ορμήξω στην πόρτα σας
Να ουρλιάξω την αλήθεια
Που με πνίγει

Έξοδος

Ξεχύνομαι στη νύχτα σαν το σκυλί
Που του ανοίγουν την πόρτα

Πιοτό

Χρειάζομαι μια ψεύτικη επιθυμία
Να με σπρώχνει στο γκρεμό

Πεθαίνοντας κάθε μέρα
Αγαπάς περισσότερο
Τη ζωή που θα ‘θελες να ζήσεις

Αυνανισμός

Πρέπει με κάποιο τρόπο
Να ζήσουμε την απόλυτη ηδονή
Του στιγμιαίου έρωτα
Που θα μπορούσε να υπάρξει