Λίγες σκέψεις για το “χωρίς στεφάνι” του Αλ. Παπαδιαμάντη

24grammata.com / ιστορία της Λογοτεχνίας

Σ’ όλα τα σημερινά μπορείς να δεις τον υπερμοντέρνο και διορατικό Παπαδιαμάντη.

γράφει η Σοφία Δ. Κανταράκη, Φιλολόγος.

επισκεφτείτε τον αξιόλογο ιστότοπο:  έρρωσο

…«Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.»      “Χωρίς στεφάνι”

Μνημονεύουμε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για να ξεθολώσει ο νους και για να ξορκιστεί το «κακό» που μας βρήκε, γιατί έχουμε χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας και ανθρωπιάς, γιατί ακούμε τις ξένες σειρήνες, γιατί υποκλινόμαστε αβασάνιστα σαν ανδρείκελα σε ο,τι ξενόφερτο μας προσφερθεί, γιατί αποποιηθήκαμε κάθε τι ελληνικό και κάθε ρίζα μας την ξεριζώσαμε.
Και όμως αυτός ο γνήσιος Ρωμιός δεν υποκλίθηκε σε τίποτα από όλα αυτά. Η μεγάλη τέχνη, η ανυπέρβλητη, του Παπαδιαμάντη, είναι, αφενός, ο τρόπος που βλέπει, ακροάται, οσμίζεται, αισθάνεται τον αστικό βίο· αφετέρου, ο τρόπος που καταγράφει και φορμάρει: χωρίς μυθοπλασία, χωρίς ηθικό δίδαγμα, χωρίς κρίσεις επί των ανθρώπων, χωρίς να σκαρώνει χαρακτήρες. Ο κυρ – Αλέξανδρος χωρίς να είναι επαναστάτης, επαναστατεί όταν η κοινωνία γίνεται εχθρικός τόπος για τον άνθρωπο.  Τα διηγήματα του είναι λυρικό μοντάζ σκηνών, αποσπάσματα που συναρμόζονται οργανικά. 1
Κοινωνικού περιεχομένου, με πασχαλινή όμως απόχρωση είναι και το αθηναϊκό,  «Χωρίς στεφάνι» του 1896.Πλημμυρισμένο μεν από τα πασχαλινά έθιμα της Αθήνας, κρύβει δε, μια βαθιά αίσθηση λύπης και περιρρέουσας μελαγχολίας σε μια ατμόσφαιρα χαλιναγωγημένη και συγκρατημένη. Το πασχαλινό δράμα αφορά εδώ και μια άλλη αγνή ψυχή, μαρτυρικά υπομένουσα τα δικά της πάθη, μια ψυχή  με καταπιεσμένα αισθήματα αλλά και με πολλές πληγές, ίσως  αγιάτρευτες.
Το διήγημα προφανώς διαδραματίζεται στην ΑΘήνα, και μάλιστα στην περιοχή των Αγ.Αναργύρων Ψυρρή.
Μια κατάσταση ελεύθερης, ή μάλλον σχεδόν «καταναγκαστικής», συμβίωσης περιγράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του. Αυτή αφορά την περίπτωση μιας πολύπαθης και μαρτυρικής αστεφάνωτης δασκάλας, η οποία  τις άγιες μέρες του Πάσχα δεν τολμούσε να πλησιάσει στην εκκλησία.
Με σκηνοθετική μαεστρία περιγράφει την εσωτερική της κατάσταση αλλά και την ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα σε όλες της εκφάνσεις. Η γυναίκα,  με κάθε επίγνωση  της κατάστασης της κρύβεται, φοβάται, απομονώνεται, αποφεύγει συνειδητά κάθε επαφή με τους γυμνούς οφθαλμούς των διπλανών της. Φοβάται ακόμη και να την αντικρίσουν αυτές τις άγιες μέρες, που η κατάνυξη και η μεταμέλεια δίνουν τη θέση  τους σε κάθε αμαρτωλή σκέψη.  Ξεκάθαρη και συνειδητή επιλογή μιας κατά τα άλλα καθώς πρέπει κυρίας , με μόρφωση αλλά και ανατροφή. Η θέση του πεζογράφου είναι σαφής στο σημείο αυτό , μην αφήνοντας τροφή για υπονοούμενα. «Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.»

Η κοινωνία όμως είναι εχθρική απέναντι σε ανύπαντρες γυναίκες. Και ο Παπαδιαμάντης ως κοινωνικός επιστήμων στηλιτεύει και καταδικάζει, μέσα από την περιγραφή της πορείας αυτής της γυναίκας, την επιθετικότητα που εισπράττει αλλά και την αναγκαστική αποξένωση της ως δήθεν μίασμα της κοινωνίας. Ιδιαίτερα σημαντικό όμως είναι ότι αυτή η γυναίκα μεγαλώνει ξένα παιδιά με όλη τη μητρική θαλπωρή και  αγάπη που τους αρμόζει, υπομένουσα , εγκαρτερούσα ίσως κάποτε και τα δικά της.  Ανυπέρβλητο παράδειγμα ανθρωπισμού και ύψιστου αλτρουισμού, που συνάδει άψογα με τις άγιες μέρες του Πάσχα. Να δίνεις χωρίς ανταπόδοση και λυτρώνεις χωρίς εσύ να λυτρώνεσαι.
Ο Παπαδιαμάντης κατανοεί την περιθωριοποίηση και την εξαθλίωση της γυναικείας ύπαρξης. Κατανοεί την κοινωνική αδικία. Δεν είναι φωτογράφος αλλά ψυχογράφος. Δεν μένει σε όσα ακούει και βλέπει, στο περίγραμμα, προχωρεί σε όσα διαισθάνεται, έτσι δεν ζωγραφίζει απλώς αλλά δημιουργεί ανθρώπους δικούς μας. Ανθρώπους που υποφέρουν μαρτυρικά τον Γολγοθά τους και στέκονται στο ύψος που εκείνος τους θέλει.
Ο Κ. Βάρναλης (αναφερόμενος στον τρόπο που αντιμετωπίζει ο Παπαδιαμάντης τους ήρωές του): «(…) Όλους αυτούς τους ανθρώπους τους εξιλεώνει η δυστυχία, η άγνοια, η αδυναμία ν’ αντιδράσουνε στη Μοίρα και να νικήσουνε με τη βοήθεια του λογικού και της θέλησης την ανθρώπινή τους φύση. Γι’ αυτό όλοι τους είναι δικαιωμένοι μέσα σ’ έναν ανώτερον κόσμο Συγνώμης κι Ελέου. Ο ίδιος ο δημιουργός τους (σ.σ. ο συγγραφέας) τους αγαπά, τους συμπονεί και τους συχωρνά. Τους συχωρνά όχι τόσο σα χριστιανός παρά σαν ένας φιλοσοφημένος άνθρωπος, που τοποθετείται μέσα στην αιωνιότητα (…)».2
Πάντα μπροστά από την εποχή του, o Παπαδιαμάντης θα προτείνει ήδη από το 1896 την κοινωνική τακτοποίηση με την ψήφιση του πολιτικού γάμου. Δηλαδή περίπου 100 χρόνια πριν την τελική καθιέρωσή του από την ελληνική πολιτεία τολμά και προβλέπει τον πολιτικό γάμο.  Όσο για την εκκλησιαστική αποκατάσταση, οι ελπίδες του Σκιαθίτη «σ’ Αυτόν που ανέστη ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων» φαίνεται να βρίσκονται στην ουσία της θυσιαστικής αγάπης του Εσταυρωμένου και της θεολογίας της Εκκλησίας Του. Αξιοπρόσεκτη και αξιοθαύμαστη η ευρύτητα του πνεύματος και του ηθικού κριτηρίου του Παπαδιαμάντη.
Αφ’ενός υποστηρίζει την θέσπιση του πολιτικού γάμου, θεσμό που οικονομεί όσους αντιμετωπίζουν ποικίλα εμπόδια για μια άμεση θρησκευτική τελετή.
Αφ’ετέρου προσεγγίζει το δράμα της δασκάλας, που παγιδεύτηκε, με τόση συμπάθεια και κατανόηση και με τόση ελπίδα για το τελικό έλεος παρά Θεού.. Πόση μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια δείχνει απέναντι σε μια γυναίκα για την κατάσταση στην οποία έχει επέλθει, επ’ουδενί κατηγορώντας την ή επιρρίπτοντας της ευθύνες. Με περισσό ψυχικό πλούτο καρδιάς την υπερασπίζεται και φαίνεται να συμμερίζεται το πόνο της.
Ιδού όμως και η γνώμη του για το γάμο :«Το ζήτημα, βλέπετε, το περί γάμου και αγαμίας, είναι βαθύ, είναι εν των δυσκολωτέρων κοινωνικών ζητημάτων. Μην είμεθα βάρβαροι, μη θέλωμεν να επιβάλωμεν βίαν εις τους ανθρώπους. Τάχα απαντάτε σήμερον πολλούς εγγάμους να είναι ευχαριστημένοι από την τύχην των, ή βλέπετε να είναι εύκολος ο γάμος, ως έπρεπε να είναι, ως επιούσιος κοινωνικός άρτος, ως θεμελιώδης θεσμός; Πολλού γε και δει. Ή μήπως οι μόνοι άγαμοι σήμερον είναι οι καλόγηροι;
Ας καταστήσωμεν πρώτον τον γάμον δυνατόν δια τους επιθυμούντας να νυμφευθώσι, και ακολούθως έχομεν καιρόν ν’ αναγκάσωμεν και τους μη επιθυμούντας. Ας ανοίξωμεν πρώτον την θύραν εις τους θέλοντας να εισέλθωσι, και κατόπιν βιάζομεν και τους μη θέλοντας.» Α.Π. 2,323-324. Δυο τρία επουσιώδη σημεία αυτού διηγήματος, που έχει για ηρωίδα τη δασκάλα Χριστίνα, απόφοιτη του Αρσακείου, παραπέμπουν στο πρώτο μυθιστόρημα του Βώκου, “Ο κύριος Πρόεδρος”, που κυκλοφόρησε σε φυλλάδια και κατόπιν σε βιβλίο, το 1893, από την “Ακρόπολη”, στην οποία και οι δυο εργάζονταν. Προ χρόνων η Χριστίνα πήγαινε στο ναΐσκο του Αγίου Ελισσαίου, κατόπιν εκκλησιαζόταν λάθρα, καθότι αμαρτωλή, σε εκκλησία κοντά στο σπίτι της, όπου έψελναν τα ορφανά του Χατζηκώστα. Το πιθανότερο, κατοικούσε στην ίδια γειτονιά με τη Χρυσάνθη, την άτακτη ηρωίδα του μυθιστορήματος του Βώκου, δηλαδή στα πέριξ της πλατείας Κουμουνδούρου. Ύστερα, όπως και οι ήρωες του Βώκου, η Χριστίνα, για να διοριστεί δασκάλα, χρειάστηκε τις συστάσεις των κομματαρχών, οπότε ένας από αυτούς, ο Παναγιώτης ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την εκμεταλλεύτηκε. Και ο Παπαδιαμάντης, ακριβώς πριν έναν αιώνα, προέτρεπε να ψηφιστεί ο πολιτικός γάμος 3.
Τόσο μπροστά από την εποχή του ήταν και τόσο προοδευτικός αλλά και διορατικός, φωτεινό και διαχρονικό παράδειγμα Ανθρώπου και Ψυχής.

Βιβλιογραφία
1)Πασχαλινός Παπαδιαμάντης- Μ. Θεοδοσοπούλου
2) Κώστας Βάρναλης «Αισθητικά – Κριτικά – Σολωμικά» («ΚΕΔΡΟΣ»).
3)ΠΗΓΗ:εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 4-7-2010
4)Απαντα. Τριανταφυλλόπουλος τευχ. 3.Εκδοσεις Δόμος.

“Χωρίς στεφάνι”

Τάχα δεν ήτον οικοκυρά κι αυτή στο σπίτι της και στην αυλήν της; Τάχα δεν ήτο κι αυτή, έναν καιρόν, νέα με ανατροφήν; Είχε μάθει γράμματα εις τα σχολεία. Είχε πάρει το δίπλωμά της από το Αρσάκειον.

Κι ετήρει όλα τα χρέη της τα κοινωνικά, και μετήρχετο τα οικιακά έργα της, καλλίτερ’ από καθεμίαν. Είχε δε μεγάλην καθαριότητα εις το σπίτι της, κι εις τα κατώφλιά της, πρόθυμη ν’ ασπρίζη και να σφουγγαρίζη, χωρίς ποτέ να βαρύνεται, και χωρίς να δεικνύη την παραξενιάν εκείνην ήτις είνε συνήθης εις όλας τας γυναίκας, τας αγαπώσας μέχρις υπερβολής την καθαριότητα. Και όταν έμβαινεν η Μεγάλη Εβδομάς, εδιπλασίαζε τα ασπρίσματα και τα πλυσίματα, τόσον οπού έκαμνε το πάτωμα ν’ αστράφτη, και τον τοίχον να ζηλεύη το πάτωμα.

Ήρχετο η Μεγάλη Πέμπτη και αυτή άναφτε την φωτιάν της, έστηνε την χύτραν της, κι έβαπτε κατακόκκινα τα πασχαλινά αυγά. Ύστερον ητοίμαζε την λεκάνην της, εγονάτιζεν, εσταύρωνε τρεις φοραίς τ’ αλεύρι κι εζύμωνε καθαρά και τεχνικά της κουλούραις, κι ενέπηγε σταυροειδώς επάνω τα κόκκινα αυγά.

Και το βράδυ, όταν ενύχτωνε, δεν ετόλμα να πάγη ν’ ανακατωθή με τας άλλας γυναίκας διά ν’ ακούση τα Δώδεκα Ευαγγέλια. Ήθελε να ήτον τρόπος να κρυβή οπίσω από τα νώτα καμμιάς υψηλής και χονδρής, ή εις την άκραν ουράν όλου του στίφους των γυναικών, κολλητά με τον τοίχον, αλλ’ εφοβείτο μήπως γυρίσουν και την κυττάξουν.

Την Μεγάλην Παρασκευήν όλην την ημέραν ερρέμβαζε κι έκλαιε μέσα της, κι εμοιρολογούσε τα νειάτα της, και τα φίλτατά της όσα είχε χάσει, και ωνειρεύετο ξυπνητή, κι εμελετούσε να πάγη κι αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία ν’ ασπασθή κλεφτά-κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος, και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός.

Αργά την νύκτα, όταν η ιερά πομπή μετά σταυρών και λαβάρων και κηρίων εξήρχετο του ναού, εν μέσω ψαλμών και μολπών και φθόγγων εναλλάξ της μουσικής των ορφανών Χατζηκώστα, και θόρυβος και πλήθος και κόσμος εις το σκιόφως πολύς, τότε ο Γιαμπής ο επίτροπος προέτρεχε να φθάση εις την οικίαν του, διά να φορέση τον μεταξωτόν κεντητόν του σκούφον, και κρατών το ηλέκτρινον κομβολόγιόν του, να εξέλθη εις τον εξώστην, με την ματαιουμένην από έτους εις έτος ελπίδα ότι οι ιερείς θ’ απεφάσιζον να κάμουν στάσιν και ν’ αναπέμψουν δέησιν υπό τον εξώστην του. Τότε και η πτωχή αυτή, η Χριστίνα η Δασκάλα (όπως την έλεγαν έναν καιρόν εις την γειτονιάν), εις το μικρόν παράθυρον της οικίας της, μισοκρυμμένη όπισθεν του παραθυροφύλλου εκράτει την λαμπαδίτσαν της, με το φως ίσα με την παλάμην της, κι έρριπτεν άφθονον μοσχολίβανον εις το πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν το μύρον εις Εκείνον, όστις εδέχθη ποτέ τα αρώματα και τα δάκρυα της αμαρτωλού, και μη τολμώσα εγγύτερον να προσέλθη και ασπασθή τους αχράντους και ηλοτρήτους και αιμοσταγείς πόδας Του.
Και την Κυριακήν το πρωί, βαθειά μετά τα μεσάνυκτα, ίστατο πάλιν μισοκρυμμένη εις το παράθυρον, κρατούσα την ανωφελή και αλειτούργητην λαμπάδα της, και ήκουε τας φωνάς της χαράς και τους κρότους, κι έβλεπε κι εζήλευε μακρόθεν εκείνας, οπού επέστρεφαν τρέχουσαι φρου-φρου από την εκκλησίαν, φέρουσαι τας λαμπάδας των λειτουργημένας, αναμμένας έως το σπίτι, ευτυχείς, και μέλλουσαι να διατηρήσωσι δι’ όλον τον χρόνον το άγιον φως της Αναστάσεως. Και αυτή έκλαιε κι εμοιρολογούσε την φθαρείσαν νεότητά της.
Μόνον το απόγευμα της Λαμπρής, όταν εσήμαινον οι κώδωνες των ναών διά την Αγάπην, την Δευτέραν Ανάστασιν καλουμένην, μόνον τότε ετόλμα να εξέλθη από την οικίαν, αθορύβως και ελαφρά πατούσα, τρέχουσα τον τοίχον-τοίχον, κολλώσα από τοίχον εις τοίχον, με σχήμα και με τρόπον τοιούτον ως να έμελλε να εισέλθη διά τι θέλημα εις την αυλήν καμμιάς γειτονίσσης. Και από τοίχον εις τοίχον έφθανεν εις την βόρειον πλευράν του ναού, και διά της μικράς πλαγινής θύρας, κρυφά και κλεφτά έμβαινε μέσα.

Εις τας Αθήνας, ως γνωστόν, η πρώτη Ανάστασις είνε για της κυράδες, η δευτέρα για της δούλαις. Η Χριστίνα η Δασκάλα εφοβείτο τας νύκτας να υπάγη εις την Εκκλησίαν, μήπως την κυττάξουν, και δεν εφοβείτο την ημέραν, να μην την ιδούν. Διότι η κυράδες την εκύτταζαν, η δούλαις την έβλεπαν απλώς. Εις τούτο δε ανεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δεν ήθελε ή δεν ημπορούσε να έρχεται εις επαφήν με τας κυρίας, και υπεβιβάζετο εις την τάξιν των υπηρετριών. Αυτή ήτο η τύχη της.

Ωραίον και πολύ ζωντανόν, και γραφικόν και παρδαλόν, ήτο το θέαμα. Οι πολυέλεοι ολόφωτοι αναμμένοι, αι άγιαι εικόνες στίλβουσαι, οι ψάλται αναμέλποντες τα Πασχάλια, οι παπάδες ιστάμενοι με το Ευαγγέλιον και την Ανάστασιν επί των στέρνων, τελούντες τον Ασπασμόν.

Η δούλαις με τας κορδέλλας των και με τας λευκάς ποδιάς των, εμοίραζαν βλέμματα δεξιά και αριστερά, κι εφλυάρουν προς αλλήλας, χωρίς να προσέχουν εις την ιεράν ακολουθίαν. Η παραμάναις ωδήγουν από την χείρα τριετή και πενταετή παιδία και κοράσια, τα οποία εκράτουν τας χρωματιστάς λαμπάδας των, κι έκαιον τα χρυσόχαρτα με τα οποία ήσαν στολισμέναι, κι έπαιζαν κι εμάλωναν μεταξύ των, κι εζητούσαν να καύσουν όπισθεν τα μαλλιά τού προ αυτών ισταμένου παιδίου. Οι λούστροι έρριπτον πυροκρόταλα εις πολλά άγνωστα μέρη εντός του ναού, και κατετρόμαζον ταις δούλαις. Ο μοναδικός αστυφύλαξ τους εκυνηγούσε, αλλ’ αυτοί έφευγαν από την μίαν πλαγινήν θύραν, κι ευθύς επανήρχοντο διά της άλλης. Οι επίτροποι εγύριζον τους δίσκους κι έρραινον με ανθόνερον ταις παραμάναις.

Δύο ή τρεις νεαραί μητέρες της κατωτέρας τάξεως του λαού, επτά ή οκτώ παραμάναις, εκρατούσαν πεντάμηνα και επτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας. Τα μικρά ήνοιγον τεθηπότα τους γλυκείς οφθαλμούς των, βλέποντα απλήστως το φως των λαμπάδων, των πολυελέων και μανουαλίων, τους κύκλους και τα νέφη του ανερχομένου καπνού του θυμιάματος και το κόκκινον και πράσινον φως το διά των υάλων του ναού εισερχόμενον, το ανεμίζον ράσον του εκκλησάρχου καλογήρου, τρέχοντος μέσα-έξω εις διάφορα θελήματα, τα γένεια των παπάδων σειόμενα εις πάσαν κλίσιν της κεφαλής, εις πάσαν κίνησιν των χειλέων, διά να επαναλάβουν εις όλους το Χριστός ανέστη. Βλέποντα και θαυμάζοντα όλα όσα έβλεπον, τα στίλβοντα κομβία και τα στρημμένα μουστάκια του αστυφύλακος, τους λευκούς κεφαλοδέσμους των γυναικών, και τους στοίχους των άλλων παιδίων, όσα ήσαν αραδιασμένα εγγύς και πόρρω, παίζοντα με τους βοστρύχους της κόμης των βασταζουσών, και ψελλίζοντα ανάρθρους αγγελικούς φθόγγους.

Δύο οκτάμηνα βρέφη εις τας αγκάλας δύο νεαρών μητέρων, αίτινες ίσταντο ώμον με ώμον πλησίον μιας κολώνας, μόλις είδαν το έν το άλλο, και πάραυτα εγνωρίσθησαν και συνήψαν σχέσεις, και το έν, ωραίον και καλόν και εύθυμον, έτεινε την μικράν απαλήν χείρά του προς το άλλο, και το είλκε προς εαυτό, και εψέλλιζεν ακαταλήπτους ουρανίους φθόγγους.

Αλλ’ η φωνή του βρέφους ήτο λιγεία, και ηκούσθη ευκρινώς εκεί γύρω, και ο Γιαμπής ο επίτροπος δεν ηγάπα ν’ ακούη θορύβους. Εις όλας τας νυκτερινάς ακολουθίας των Παθών πολλάκις είχε περιέλθει τας πυκνάς των γυναικών τάξεις διά να επιπλήξη πτωχήν τινα μητέρα του λαού διότι είχε κλαυθμηρίσει το τεκνίον της. Ο ίδιος έτρεξε και τώρα να επιτιμήση και αυτήν την πτωχήν μητέρα διά τους ακάκους ψελλισμούς του βρέφους της.

Τότε η Χριστίνα η δασκάλα, ήτις ίστατο ολίγον παρέκει, οπίσω από τον τελευταίον κίονα, κολλητά με τον τοίχον, σύρριζα εις την γωνίαν, εσκέφθη ακουσίως της -και το εσκέφθη όχι ως δασκάλα, αλλ’ ως αμαθής και ανόητος γυνή οπού ήτον- ότι, καθώς αυτή ενόμιζε, κανείς, ας είνε και επίτροπος ναού, δεν έχει δικαίωμα να επιπλήξη πτωχήν νεαράν μητέρα διά τους κλαυθμηρισμούς του βρέφους της, καθώς δεν έχει δικαίωμα να την αποκλείση του ναού διότι έχει βρέφος θηλάζον. Καθημερινώς δεν μεταδίδουν την θείαν κοινωνίαν εις νήπια κλαίοντα; Και πρέπει να τα αποκλείσουν της θείας μεταλήψεως διότι κλαίουν; Έως πότε όλη η αυστηρότης των «αρμοδίων» θα διεκδικήται και θα ξεθυμαίνη μόνον εις βάρος των πτωχών και των ταπεινών;

Εκ του μικρού τούτου περιστατικού, η Χριστίνα έλαβεν αφορμήν να ενθυμηθή ότι προ χρόνων, μίαν νύκτα, κατά την ύψωσιν του Σταυρού, όταν επήγε να εκκλησιασθή εις τον ναΐσκον του Αγίου Ελισσαίου, παρά την Πύλην της Αγοράς, ενώ ο αναγνώστης έλεγε τον Απόστολον, όταν απήγγειλε τας λέξεις «τα μωρά του κόσμου εξελέξατο ο Θεός», αίφνης, κατά θαυμασίαν σύμπτωσιν, από τον γυναικωνίτην έν βρέφος ήρχισε να ψελλίζη μεγαλοφώνως, αμιλλώμενον προς την φωνήν του αναγνώστου. Και οποίαν γλυκύτητα είχε το παιδικόν εκείνο κελάδημα! Τόσον ωραίον πρέπει να ήτο το Ωσαννά το οποίον έψαλλον το πάλαι οι παίδες των Εβραίων προς τον ερχόμενον Λυτρωτήν. «Εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων κατηρτίσω αίνον, ένεκα των εχθρών σου, του καταλύσαι εχθρόν και εκδικητήν».

Τοιαύτα ανελογίζετο η Χριστίνα, σκεπτομένη ότι καμμία μήτηρ δεν θα ήτο τόσον αφιλότιμος ώστε να μη στενοχωρήται, και να μη σπεύδη να κατασιγάση το βρέφος της, και να μη παρακαλή ν’ ανοιχθή πλησίον της εις τον τοίχον, διά θαύματος, θύρα, διά να εξέλθη το ταχύτερον. Περιτταί δε ήσαν αι νουθεσίαι του επιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, και αφού προς βρέφος θηλάζον όλα τα συνήθη μέσα της πειθούς είναι ανίσχυρα, μόνη δε η μήτηρ είνε κάτοχος άλλων μέσων πειθούς, την χρήσιν των οποίων περιττόν να έλθη τρίτος τις διά να της υπενθυμίση. Κι έπειτα λέγουν ότι οι άνδρες έχουν περισσότερον μυαλό από τας γυναίκας!

Ούτω εφρόνει η Χριστίνα. Αλλά τι να είπη; Αυτής δεν της έπεφτε λόγος. Αυτή ήτον η Χριστίνα η δασκάλα, όπως την έλεγαν έναν καιρόν. Παιδία δεν είχε διά να φοβήται τας επιπλήξεις του επιτρόπου. Τα παιδία της τα είχε θάψει, χωρίς να τα έχη γεννήσει. Και ο ανήρ τον οποίον είχε δεν ήτο σύζυγός της.

Ήσαν ανδρόγυνον χωρίς στεφάνι.
Χωρίς στεφάνι! Οπόσα τοιαύτα παραδείγματα!…

Αλλά δεν πρόκειται να κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ελλείψει όμως άλλης προνοίας, χριστιανικής και ηθικής, διά να είνε τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουν να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον.

Από τον καιρόν οπού είχεν ανάγκην από τας συστάσεις των κομματαρχών διά να διορίζεται δασκάλα, είς των κομματαρχών τούτων, ο Παναγής ο Ντεληκανάτας, ο ταβερνιάρης, την είχεν εκμεταλλευθή. Άμα ήλλαξε το υπουργείον, και δεν ίσχυε πλέον να την διορίση, της είπεν: «Έλα να ζήσουμε μαζύ, κι αργότερα θα σε στεφανωθώ». Πότε; Μετ’ ολίγους μήνας, μετά έν εξάμηνον, μετά ένα χρόνον.

Έκτοτε παρήλθον χρόνοι και χρόνοι, κι εκείνος ακόμη είχε μαύρα τα μαλλιά, κι αυτή είχεν ασπρίση. Και δεν την εστεφανώθη ποτέ.

Αυτή δεν εγέννησε τέκνον. Εκείνος είχε και άλλας ερωμένας. Κι εγέννα τέκνα με αυτάς.

Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τα νόθα του αστεφανώτου ανδρός της εις το σπίτι, τα εθέρμαινεν εις την αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τα επονούσε. Και τα ανέσταινε, κι επάσχιζε να τα μεγαλώση. Και όταν εγίνοντο δύο ή τριών ετών, και τα είχε πονέσει πλέον ως τέκνα της, τότε ήρχετο ο Χάρος, συνοδευόμενος από την οστρακιάν, την ευλογιάν, και άλλας δυσμόρφους συντρόφους… και της τα έπαιρνεν από την αγκαλιάν της.

Τρία ή τέσσερα παιδία τής είχαν αποθάνει ούτω εντός επτά ή οκτώ ετών.

Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε και άσπριζε. Κι έκλαιε τα νόθα του ανδρός της, ως να ήσαν γνήσια ιδικά της. Κι εκείνα τα πτωχά, τα μακάρια, περιίπταντο εις τα άνθη του παραδείσου, εν συντροφία με τ’ αγγελούδια τα εγχώρια εκεί.

Εκείνος ουδέ λόγον της έκαμνε πλέον περί στεφανώματος. Κι αυτή δεν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή.

Κι έπλυνε κι εσυγύριζεν όλον τον χρόνον. Την Μεγάλην Πέμπτην έβαπτε τ’ αυγά τα κόκκινα. Και τας καλάς ημέρας δεν είχε τόλμης πρόσωπον να υπάγη κι αυτή εις την εκκλησίαν.

Μόνον το απόγευμα του Πάσχα, εις την ακολουθίαν της Αγάπης, κρυφά και δειλά εισείρπεν εις τον ναόν, διά ν’ ακούση το «Αναστάσεως ημέρα» μαζύ με της δούλαις και της παραμάναις.

Αλλ’ Εκείνος όστις ανέστη «ένεκα της ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων», όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις τη βασιλείαν Του την αιωνίαν.