Tryfon Tolides, Τρύφων Τολίδης

24grammata.com/ καλλιτεχνική ζωή αποδήμων

Ο Ελληνοαμερικάνος ποιητής που κέρδισε το Νational Ρoetry Series. Ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία στην Αμερική.

γράφει ο Γκαζμεντ Καπλάνι

Τον Τρύφωνα Τολίδη (Τryfon Τolides) τον γνώρισα από κοντά πέρσι. Είχα διαβάσει την ποιητική του συλλογή που είχε κερδίσει το Νational Ρoetry Series: ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά βραβεία στην Αμερική. Εντυπωσιάστηκα από το πόσο πολύ ο ποιητής έμοιαζε στα ποιήματά του.

Ενας μποέμ που ζει λιτά και γράφει στίχους απλούς, που έχουν τη μυρωδιά της νοσταλγίας και τον ρυθμό της τζαζ, στίχοι λιτοί και μοντέρνοι, ναΐφ και βαθύτατα πνευματικοί.
Ενα αουτσάιντερ που περιπλανιέται διαρκώς.
Ακόμη και όταν στέκεται ακίνητος…

Το όνομα  μου είναι Τρύφων Τολίδης. Με φωνάζουν και Τεντ. Μου το έδωσαν στην Αμερική. Επειδή ηχεί πιο αμερικάνικο. Το αληθινό μου επίθετο είναι Τολιόπουλος. Ο πατέρας μου το άλλαξε σε Τολίδη όταν μετανάστευσε στην Αμερική. «Τολιόπουλος» θεωρούνταν δυσκολοπρόφερτο εκεί πέρα. Ετσι επέλεξε το «Τολίντες», όπως προφέρεται στα αγγλικά. Ηχεί ποντιακό και ισπανικό, ταυτόχρονα…

Γεννήθηκα σε ένα μικρό, όμορφο χωριό στη Βορειοανατολική Ελλάδα: Κορυφή Κοζάνης, στις πτυχές του βουνού Βοΐου. Γεννήθηκα το 1966, 12 Ιουνίου. Την ίδια ημερομηνία με τον Τζορτζ Μπους πατέρα- που δεν συμπαθώ- και τον Τζέρι Αλαν, τον μεγάλο τζαζίστα, τον οποίο θαυμάζω. Από τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τα φυσικό περιβάλλον του χωριού: γη, αέρας, πέτρες, ουρανός που φαινόταν σαν να σε καλωσορίζει, τη μυρωδιά της τομάτας, το τυρί που έτρωγα με λαιμαργία. Θυμάμαι και γραμματόσημα από την Αμερική. Τα μάζευα από τα γράμματα που έστελνε ο πατέρας μου. Είχε μεταναστεύσει προτού γεννηθώ. Στην Πολιτεία του Κονέκτικατ. Ηταν κοντά μου όταν γεννήθηκα αλλά η μνήμη ενός μωρού ήταν αδύναμη για να συγκρατήσει το πρόσωπό του. Πρώτη φορά τον είδα όταν έγινα έξι χρονών. Τότε που μεταναστεύσαμε οικογενειακά στην Αμερική. Η μητέρα μου, εγώ και ο μεγαλύτερος αδελφός μου. Πήγαμε με αεροπλάνο. Δεν θυμάμαι καθόλου το ταξίδι…

Oταν προσγειώθηκα στο Φάρμιγκτον, την πρωτεύουσα του Κονέκτικατ, έπαθα πολιτισμικό σοκ. Ερχόμουν από ένα ήρεμο και απομονωμένο χωριό, όπου για φωτισμό χρησιμοποιούσαμε λάμπες πετρελαίουμόλις είχε φθάσει το ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό. Βρέθηκα ξαφνικά στην ολόφωτη και πολύβουη πιτσαρία του πατέρα μου, όπου οι άνθρωποι μιλούσαν σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Στην πιτσαρία είδα πρώτη φορά τον πατέρα μου. Ηταν απασχολημένος, έτρεχε, άνοιγε συνέχεια ένα τεράστιο άσπρο ψυγείο. Οταν η πιτσαρία άδειασε πήγαμε στο σπίτι μας. Ενα δυάρι όπου άρχισε η καινούργια ζωή μου…

ΘΥΜΑΜΑΙ ότι τις πρώτες μέρες αρρώστησα βαριά. Είχα υψηλό πυρετό και ανάσαινα δύσκολα. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου βάζει κομπρέσες. Θυμάμαι την πρώτη μέρα στο σχολείο. Ο πατέρας μου μού έδωσε μία κάρτα και είπε να τη δείξω στον οδηγό του σχολικού λεωφορείου. Την έδειξα χωρίς να πω τίποτα. Δεν ήξερα αγγλικά. Βρήκα κενό κάθισμα και κάθησα. Ολο το λεωφορείο άρχισε να γελάει. Είχα καθήσει με τα κορίτσια. Ο κοινωνικός κανόνας ήταν τα αγόρια να κάθονται όλα μαζί στο πίσω μέρος του λεωφορείου και τα κορίτσια στο μπροστινό. Είχα κάνει την πρώτη μου γκάφα στον Νέο Κόσμο. Στο σχολείο είχα υπέροχους δασκάλους. Οταν άνοιγα το στόμα όμως οι συμμαθητές μου γελούσαν με τα σπαστά αγγλικά μου. Για να αμυνθώ, έγινα λιγομίλητος. Ημουν ένα εξωστρεφές παιδί όταν έφθασα στην Αμερική. Εγινα εσωστρεφής. Ισως αυτή ήταν η αιτία που στράφηκα στην ποίηση…

Περνούσα το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μου στην πιτσαρία. Οι γονείς μου δούλευαν εκεί επτά ημέρες την εβδομάδα. Θυμάμαι τους τακτικούς πελάτες. Ερχονταν μία φορά την εβδομάδα. Παράγγελναν την πίτσα, κάθονταν τρία- τέσσερα λεπτά, μετά έπαιρναν το πακέτο και εξαφανίζονταν. Εβλεπα τον καθένα από αυτούς για χρόνια ολόκληρα, για τρίατέσσερα λεπτά την εβδομάδα. Βλέποντας αυτούς και τους γονείς των συμμαθητών μου σκεφτόμουν ότι οι δικοί μου γονείς ήταν διαφορετικοί. Ντύνονταν διαφορετικά, έδειχναν διαφορετικοί, μιλούσαν διαφορετικά, μιλούσαν σπαστά αγγλικά. Η μητέρα μου δεν τα μιλούσε καν. Ποτέ δεν τα έμαθε. Αυτό με έκανε να νιώσω αμήχανα. Ειδικά όταν έπρεπε να πάμε μαζί στο σχολείο και να τους παρουσιάζω στους δασκάλους μου. Ημουν αμήχανος, ντρεπόμουν, μπορώ να πω… Oι γονείς μου έβλεπαν διαφορετικά την Αμερική. Η μητέρα μου δεν ήταν ευτυχισμένη. Δεν ήθελε να πάει στην Αμερική. Δεν συμβιβάστηκε με τη μετανάστευση μέχρι που πέθανε. Πήγαινε κάθε χρόνο στο χωριό της. Αλλά εκεί την έβλεπαν πλέον σαν ξένη. Ηταν η «Αμερικάνα». Ο πατέρας μου, από την άλλη, ήταν βουτηγμένος στην αμερικανική πραγματικότητα. Σπάνια επισκεπτόταν το χωριό. Νομίζω ότι ο πατέρας μου δεν μετανάστευσε λόγω της φτώχειας. Ηθελε να ταξιδέψει, να αλλάξει τη ζωή του. Ηθελε να πετύχει. Επειτα από κάποια χρόνια αγοράσαμε ένα καινούργιο σπίτι, μεγάλο και όμορφο. Το σύμβολο της πραγματοποίησης του αμερικανικού ονείρου. Ο πατέρας μου έφτιαξε μια πισίνα στη μεγάλη αυλή. Η μητέρα μου δεν την πλησίασε ποτέ. Θυμάμαι μόνο τον πατέρα μου να κολυμπά στην πισίνα. Σαν να κολυμπούσε μέσα στο αμερικανικό του όνειρο. Είναι μια παράξενη, μελαγχολική, εικόνα στο μυαλό μου. Οταν αγόρασε το σπίτι αρρώστησε βαριά. Μετά τον θάνατό του το νερό άδειασε και η πισίνα άρχισε να γεμίζει με φύλλα δέντρων και χορτάρι. Στο τέλος εξαφανίστηκε. Εμεινε μόνο μια τρύπα κενή, άδεια, που τη γεμίζουν τα φύλλα που πέφτουν από τα δέντρα τριγύρω…

Τελείωσα το δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο. Πήγα να σπουδάσω πολιτικός μηχανικός. Εμεινα μόνο μερικές εβδομάδες στη Σχολή. Ενιωθα ότι δεν ανήκα εκεί πέρα. Επίσης ο πατέρας μου αρρώστησε βαριά εκείνη τη χρονιά. Εγκατέλειψα το Πανεπιστήμιο και άρχισα να δουλεύω στην πιτσαρία. Κάποια στιγμή άρχισα να σπουδάζω μουσική, μετά φιλοσοφία, κατέληξα στη λογοτεχνία. Δούλευα στην πιτσαρία και παρακολουθούσα παράλληλα μαθήματα δημιουργικής γραφής. Πήρα το πτυχίο μου στις «Καλές Τέχνες και δημιουργική γραφή». Από τότε άρχισα να γράφω συστηματικά ποίηση. Σήμερα η ποίηση αποτελεί τρόπο ζωής για μένα…
www.tanea.gr

Tryfon Tolides
MY FATHER IS AT A KIND OF BUS STATION
My father is at a kind of bus station
outside, mostly men, moving, not moving,
wearing early 1900?s mustaches, dark thick coats,
as in black and white immigrant documentaries
where people hold parcels and stand
very close to their unknown lives. He calls
after a few of the men using names of men
from our village who are not there,
so the men he calls do not respond. I have
the sense my father knows this but keeps calling
anyway, perhaps to give the impression of being
consumed in something, like crazy
people in the streets gesturing, talking to others
who we cannot see, or people pretending
to be dead so as not to be shot when the soldiers
come, or they do anything the soldiers say
so as not to be shot. Giving an impression
is survival. I am off on the side
of a hill in our village, as if I?ve slipped through
a pasture gate to where I cannot be seen,
but I see in toward the station. I see my brother
walking down the hall inside our house,
saying something to me, disturbing the quiet.

TRYFON TOLIDES was born in Korifi Voiou, Greece. He has completed a BFA in Creative Writing at the University of Maine, and an MFA at Syracuse University. He has received a Reynolds Scholarship, the 2004 Foley Poetry Prize, and his manuscript, An Almost Pure Empty Walking, a 2005 National Poetry Series selection, was published by Penguin in  July 2006. His work has appeared in America, Atlanta Review, Mondo Greco, Poetry Daily, Worcester Review, and elsewhere. He lives in Farmington, Connecticut.

Calling

Come to the point where, finally, you are lost,

wayside-sitting, wind-gazing, train-whistle-listening,
ad_icon
Click here!

if you want to converse with the invisible presence,

continual, sustained, indwelling, be lost,

be abandoned, so that the heart, the mind, as big

as God, come to the place where you are lost,

so that all your days and the shuttering of each day’s

light and the blue magnetic incomprehensible

jumping and motionless blue of twilight and the fine

blackening after, around the incomprehensible

waiting and breathing of trees with their delight-inducing

Three Poems:

Immigrant
My mother called this morning, kept trailing away,
or off, with complaints about her failure
to make it, alone in the house, the night being
long, no one to talk to, blaming, in part, America,
hating the mess we’ve found, or made this year.
“What is America?” she said. “A hole in the water.
What have we gained but poison and illness?”
Her whole message, a cry, though still she asked
what I would eat for lunch. Back in bed,
I listened awhile to the furnace. Then, dressed,
passed the same books and papers spread on the floor,
and out, to the snow, the crows in the park.

Almond Tree
I miss smashing the green-covered shells,
peeling the bitter skin, putting the slippery seed
on my tongue.
I miss the outhouse. I miss the wind blowing
through the hole in the floor.
I miss the small door to the fallen balcony
and the swallows’ nests and their tunnels
stuck to the stone.
I miss the smell of fried eggs, potatoes, and cheese.
I miss the wood-paneled radio with the voices
from Tirane and Skopje.
I miss the dogs at midnight and the church gates
and the steep forest behind the cemetery.
I miss the bundles of tree limbs, the crackling fires,
the crazy bright fields of tan and clover.
I miss going down hills on wood sleds
made from old chairs, greased with pig lard.
I miss the barbed wire fence around the orchard
and climbing the cherry trees and watching ants
on the bark and flicking them off my fingers.
I miss the spring water. I miss the plug to the tap
to the spring water, the cloth and wood.
I miss the walk to the spring. I miss the black sky.
I miss the ghosts in the holy air.

I Will Sleep
What will you do in the village alone in the house
with your mother gone in autumn with winter coming?
I will sleep with the terrifying and brave blackness at night
of the village and of the house. I will sweep the yard
of plum leaves and pear leaves, with the short broom,
my back bent. Sweep, clean, tidy up, my arm repeating
a motion until I am woven with my dead into a clear
and living braid. Then I will sit in one of the chairs
by the white table and wait on the wind, the birds,
the ancient scent of the house, joyous and crying.

Tryfon Tolides
An Almost Pure Empty Walking
The National Poetry Series
Selected by Mary Karr
Penguin Books