“Διάλογος” με τον Κώστα Βάρναλη

Κάποιοι υποστηρίζουν,  από την εποχή του Θουκυδίδη ( “Ομήρου επαινέτου”)

ότι η ποίηση δεν μπορεί να εκφράσει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων.

Φαντάζονται τον ποιητή ως ένα ξωτικό που “ζει στον κόσμο του”.

Τα ΜΜΕ τον διακωμωδούν ως τον γραφικό ποιητή Φανφάρα. Σας μοιάζει Φανφάρας ο Μαβίλης (σκοτώθηκε, ως εθελοντής στη μάχη του Δρίσκου) ή ο Ελύτης (μαχητής του ελληνοαλβανικού πολέμου), ή ο Βάρναλης, ο Ρίτσος, ο Αναγνωστάκης (βασανίστηκαν και εξορίστηκαν για να υπηρετήσουν τις ιδέες τους). Αυτοί, και εκατοντάδες άλλοι, παρουσιάζονται, με τη βοήθεια της ανιαρής σχολικής εκπαίδευσης, ως “λαπάδες”. Αντίθετα, οι άνθρωποι του χρηματοοικονομικού συστήματος είναι οι άνθρωποι της “πιάτσας”. Ίσως να πήγαμε μπροστά τον τελευταίο αιώνα μόνον χάριν του Ζάππα ή του Συγγρού. Ίσως. Αλήθεια πόσους μάρτυρες για την κοινή ευημερία έχουν όλα αυτά τα “περπατημένα” παιδιά, που “κόβει το μάτι τους”;

Tα 24γράμματα ζητάν “συγγνώμη” από τη μνήμη του Βάρναλη, επειδή, στην προσπάθεια μας να συνοδεύσουμε το στίχο με εικόνα μεταφέραμε αποσπασματικά το έργο του. Πάντως, στο τέλος της σελίδας παρουσιάζεται ολόκληρο το ποίημα “Αν” του Βάρναλη (με εκτενή βιογραφία), καθώς και το αρχικό “Αν” του Κίπλινγκ

“Αν” του Κώστα Βάρναλη

Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις,
όταν οι άλλοι σου κάνουνε το γνωστικό
κι όλοι σε λένε φταίχτη…

σχωρνάς όλα τα δικά σου,
τίποτα των άλλων,
κι αν το κακό που πας να κάνεις,
δεν το αναβάλλεις,
λαός  κι αν όσα ψέματα σου λεν με πιότερα απανταίνεις,

Αν περπατάς με την κοιλιά
κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο,
…Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις,

ό,τι γράφεις κι ό,τι λες,
το ξαναλέν κ’ οι άλλοι
γι’ αληθινό- να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη,
αν λόγια κ’ έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά και συ ξαναμολάς καινούριον.

κι Aν να πλερώνεις την πεντάρα που χρωστάς αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ‘ χεις…
αν στέκεις πάντα δίβουλος
και πάντα σου σκυμμένος
κι αν όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός»!
εσύ φωνάζεις «πίσω»!

Δικιά σου θα ‘ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη πού χει

κ’ έξοχος θα ‘σαι Κύριος, αλλ’ Άνθρωπος δε θα ‘σαι.

παρωδία του “Αν” του Κίπλινγκ  από τον Κώστα Βάρναλη
Αν ημπορείς την παλαβή να κάνεις, όταν οι άλλοι
σου κάνουνε το γνωστικό κι όλοι σε λένε φταίχτη,
αν δεν πιστεύεις τίποτα κι άλλοι δε σε πιστεύουν,
αν σχωρνάς όλα τα δικά σου, τίποτα των άλλων,
κι αν το κακό που πας να κάνεις, δεν το αναβάλλεις,
κι αν όσα ψέματα σου λεν με πιότερα απανταίνεις,
κι αν να μισείς ευφραίνεσαι κι όσους δε σε μισούνε
κι αν πάντα τον πολύξερο και τον καλόνε κάνεις.
Αν περπατάς με την κοιλιά κι ονείρατα δεν κάνεις
κι αν να στοχάζεσαι μπορείς μονάχα το ιντερέσο,
το νικημένο αν παρατάς και πάντα διπλαρώνεις
το νικητή, μα και τους δυό ξετσίπωτα προδίνεις,
αν ο τι γράφεις κι ο τι λες, το ξαναλέν κ’ οι άλλοι
γι’ αληθινό- να παγιδεύουν τον κουτό κοσμάκη,
αν λόγια κ’ έργα σου καπνόν ο δυνατός αέρας
τα διαβολοσκορπά και συ ξαναμολάς καινούριον.
Αν όσα κέρδισες μπορείς να τα πληθαίνεις πάντα
και την πατρίδα σου κορώνα γράμματα να παίζεις,
κι αν να πλερ`νεις την πεντάρα που χρωστάς αρνιέσαι
και μόνο να πληρώνεσαι σωστό και δίκιο το ‘ χεις,
αν η καρδιά, τα νεύρα σου κι ο νους σου εν αμαρτίαις
γεράσανε κι όμως εσύ τα στύβεις ν’ αποδίδουν,
αν στέκεις πάντα δίβουλος και πάντα σου σκυμμένος
κι αν όταν φωνάζουν οι άλλοι «εμπρός»! εσύ φωνάζεις «πίσω»!
Αν στην πλεμπάγια να μιλάει αρνιέται η αρετή σου
κι όταν ζυγώνεις δυνατούς, στα δυό λυγάς τη μέση
κι αν μήτε φίλους μήτε εχθρούς ποτέ σου λογαριάζεις
και κάνεις πως τους αγαπάς, αλλά ποτέ κανέναν,
αν δεν αφήνεις ευκαιρία κάπου να κακοβάνεις
και μόνο, αν κάνεις το κακό, η ψυχή σου γαληνεύει,

δικιά σου θά ναι τούτ’ η Γης μ’ όλα τα κάλλη πού χει

κ’ έξοχος θά σαι Κύριος, αλλ’  Ανθρωπος δε θά σαι.

Το “Αν” του Κίπλινγ (Rudyard Kipling)
Αν στα μυαλά σου εσύ γερά βαστάς ακόμα κι όταν
οι άλλοι σάστισαν κι εσέ φορτώνουν την αιτία
αν να πιστεύεις συ μπορείς στον εαυτό σου κι όταν
οι άλλοι δείχνουνε για σε μεγάλη δυσπιστία·
να υπομένεις αν μπορείς μ’ υπομονήν ιώβεια·
κι αν όλοι σε συκοφαντούν να μη συκοφαντείς
και να μην κάνεις τον καλό ή το σοφό με λόγια
κι αν όλοι οι άλλοι σε μισούν συ ταπεινά να μη μισείς.

Αν να στοχάζεσαι μπορείς χωρίς να σε χαυνώνει,
να τρέφεις όνειρα χωρίς να ονειροπολείς,
το Θρίαμβο ή το Χαμό θωρώντας να σιμώνει
την ίδια στάση και στους δυό απατεώνες να κρατείς.
Κι αν την αλήθεια που’ χεις πει σου την στρεβλώνουν άλλοι
παγίδα στους αστόχαστους από κορμιά χαμένα,
για όσα θυσιάστηκες συντρίμμια αν βλέπεις πάλι
και να ξαναχτίσεις πας με σύνεργα φθαρμένα.

Αν όσα απόχτησες μπορείς μια στοίβα να συνάξεις
κι όλα κορώνα γράμματα να πας μονοζαριά.
Και σαν τα χάσης αν μπορείς και να τα ξαναφτιάξεις
χωρίς καμιά βαρυγκώμια γι΄ αυτήν σου τη ζημιά.
Να σφίξεις την καρδιά αν μπορείς, τα δόντια σου και πάλι
κι ας ξόφλησαν, συ στη δουλειά τα στρώνεις όσο ζείτε,
κι ολόρθος να στυλώνεσαι μες στην ανεμοζάλη
κι η σιδηρή σου θέληση να κράζει “βασταχτείτε”!

Αν και στον όχλο σαν μιλάς φυλάς την αρετή σου,
και με το ρήγα συντροφιά και με τον ταπεινό,
αν να σε βλάψουν δεν μπορούν οι φίλοι μήτ’ οι εχθροί σου
και με καθένα έχεις δεσμό μα με κανέναν πιο στενό.
Κι άμα μπορείς σε μια στιγμή ότι κακό κι αν γίνει
να ξεπεράσεις την οργή και να ‘βρεις τη γαλήνη·
τότε κυρίαρχος της γης ολόκληρης λογάσαι
κι ακόμα σπουδαιότερο παιδί μου ά ν δ ρ α ς θα ‘σαι.
μτφρ.: Σίμος Μενάρδος

Βιογραφικά του Κώστα Βάρναλη (από το LivePedia.gr)

Ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές των τελευταίων χρόνων (1884 – 1974). Γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα. Αργότερα σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και στο Παρίσι και υπηρέτησε ως καθηγητής σε διάφορα επαρχιακά γυμνάσια για πολλά χρόνια και έφτασε στο βαθμό του σχολάρχη. Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, διηγήματα, κριτικές μελέτες, ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Επίσης έκανε μεταφράσεις αρχαίων τραγικών και συγγραφέων, καθώς και Ευρωπαίων λογοτεχνών και δοκιμιογράφων.
Το πρωτότυπο ποιητικό του έργο το διακρίνει βαθύς και ρωμαλέος λυρισμός. Την πρώτη του συλλογή “Κερήθρες” τη δημοσίευσε το 1905. Με το πρωτόλειο εκείνο προαναγγέλλεται ο ποιητής που θα `ρθει στις επόμενες δεκαετίες, που είναι γεμάτες από ιστορικά γεγονότα για τον κόσμο όλο και, κυρίως, για την Ελλάδα. Όλα αυτά καταγράφτηκαν στη συνείδηση του Βάρναλη και πέρασαν στην ποίησή του. Ακολουθούν τα ποιητικά και κριτικά έργα: “Το φως που καίει” (1922). μ` αυτό αρχίζει η κοινωνιστική περίοδος του έργου του, σταθμός για τη νεοελληνική ποίηση, γιατί για πρώτη φορά γίνονται ποίηση τα προβλήματα της εργατικής τάξης και τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη. Ο “Λαός των μουνούχων” (1923), “Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική” (1925), “Σκλάβοι πολιορκημένοι” (1927), “Η αληθινή απολογία του Σωκράτη” (1931), “Ζωντανοί άνθρωποι” (1939), “Το ημερολόγιο της Πηνελόπης” (1946), “Ποιήματα” (1953) και το θεατρικό “Άτταλος ο Α΄”. Πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 90 χρονών.