Ο ποιητής Κώστας Σφενδουράκης

24grammata.com/ σύγχρονοι λογοτέχνες

Υπεύθυνος στήλης: Γιώργος Πρίμπας

Ο Κώστας Σφενδουράκης ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Η συλλογή ποιημάτων «Φωτιά στον πάγο», η οποία είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή, κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Ενδυμίων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «διάνθισμα» κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις Βεργίνα. Τα ποιήματά του, σε απλό αλλά όχι απλοϊκό λόγο, γραμμένα σε έμμετρο στίχο με έντονο τον καταγγελτικό τους χαρακτήρα θα ήταν ιδανικά ως στίχοι τραγουδιών. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι πριν συναντήσω τη γραφή του Κώστα Σφενδουράκη ήξερα μόνο τον Καρυωτάκη να έχει γράψει μπαλάντα στην ελληνική γλώσσα ακριβώς πάνω στη ρίμα της μπαλάντας (τρεις στροφές απoτελούμενες από οκτώ στίχους αβαββγβγ και μια τέταρτη με τέσσερις στίχους βγβγ κι επιπλέον τον τελευταίο στίχο κάθε στροφής, την επωδό, κοινό και στις τέσσερις στροφές)  Γιώργος Πρίμπας.

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ

Να, τώρα ξεκινήσαμε ταξίδια
διασχίζουμε βουνά κι ωκεανούς
να φύγουμε επιτέλους απ’ τα ίδια
αυτά που τα σιχάθηκε ο νους?
θεωρήσαμε τους λόγους ικανούς …
αυτός ο τόπος στο σκοτάδι μένει
και μέσα του βυθίζει τους αγνούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Μπλεχτήκαμε στων άλλων τα παιχνίδια
με αφέλεια αναπτύξαμε δεσμούς
κοντέψαν να μας πνίξουνε τα φίδια
αυτών που μας φορτώσαν με θυμούς
και κει με της συνήθειας  δισταγμούς
βαραίναμε και μέναμε δεμένοι
στων σκοτεινών θεών τους τους βωμούς?
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Μας έταξαν χρυσάφια και στολίδια
αθάνατους του πνεύματος χυμούς
μας έδωσαν της σάρκας τα σκουπίδια
μας έσυραν σ’ απότομους γκρεμούς
με απόρριψη, με χλεύη, με διωγμούς
και την ελπίδα αφήσαμε κρυμμένη,
θαμμένη σε απόγνωσης λυγμούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

Σε άλλους τόπους σ’ άλλους ουρανούς
σε άλλες καρδιές παντού στην οικουμένη
ίσως βαθιά, σε χρόνους μακρινούς
μα κάπου όμως το φως μας περιμένει.

ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ

Γεμίσαμε το χρόνο να πονούμε
σε τούτη τη ζωή τη βιαστική
και που πραγματικά να στηριχτούμε;
Όλοι είμαστε από δω περαστικοί,
αδύναμοι να ζούμε, χοϊκοί…
και κείνος ο γεράκος με το μούσι
μονάχα μες στα σκίτσα κατοικεί…
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ’ ακούσει;

Ατάραχοι πως τις καρδιές κοιτούμε
από σχισμές ν’ αδειάζουν σαν ασκοί,
περίεργο, ενώ ξέρουμε θα δούμε
να χάνουν της αγάπης την ολκή…
περίεργο, πως μες στη φυλακή
και στων δεσμοφυλάκων το γιουρούσι,
απλά να αναρωτιόμαστε και κει
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιός θ’ ακούσει;

Είναι  στιγμές που κάποτε ευλογούμε
μια ιδέα του αιωνίου μυστική
πως μέσα του τη λύτρωση θα βρούμε?
εικόνα κι απ’ το χιόνι πιο λευκή
που αν κι από μέσα βγαίνει μουσική
με νότες ευτυχίας να μας λούσει
στο βάθος θα ρωτάμε «μα αρκεί;
Το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ’ ακούσει;»

Δεν είμαστε ένοχοι μα ενοχικοί
μετωπική του εαυτού μας κρούση
μια ερώτηση σε χρόνο διαρκή :
το ρέκβιεμ της ψυχής μας ποιος θ’ ακούσει;

ΑΤΕΛΕΙΩΤΟΣ ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Μας έριξε ετούτος ο αιώνας
ανήλεα στου ψεύτικου τη δίνη,
μας πλάνεψε αισχρά ο απατεώνας
με του «καινούριου κόσμου» τη σαγήνη.

Και γίνανε οι εποχές χειμώνας,
χειμώνας η εποχή τώρα έχει μείνει
κι αφού μας κοκαλώνει ο παγετώνας
στης κόλασης μας ρίχνει το καμίνι.

Του πνεύματος τα βήματα χελώνας
κι εμείς σκιές ανθρώπινης εικόνας,
με μιαν αρχαία σκάβουμε αξίνη

τον τάφο μας που μοιάζει Παρθενώνας;
κοντά του ούτε δέντρα ούτε κρίνοι
μονάχα ένας θεός που θα μας κρίνει.

ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ

Μια ανθρωπότητα είναι μέσα στους αιώνες
γαλουχημένη με «διατάξτε» και «επ’ ώμου»
όλης της γης οι τόποι γίνανε στρατώνες
κι οι άνθρωποι δέσμιοι «της τάξης και του νόμου».

Μια ανθρωπότητα δεμένη, φιμωμένη,
στης κόλασης βρίσκεται πλέον το κατώφλι,
καλύπτει του φιδιού το αυγό την οικουμένη,
παγκόσμιο χάρτη οι ρωγμές φτιάξανε στο τσόφλι.

Μια ανθρωπότητα που τη νικούν οι πόνοι
και με απόγνωση το λάθος παίρνει χάπι
που τις αισθήσεις και τη μνήμη της νεκρώνει
και αφαιρεί ό,τι παράγει την αγάπη.

Ο ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

Καβαλάρης της νύχτας με πάθος καλπάζει
στ’ άλογο του σε μια
σιωπηλή ερημιά

κι ο ουρανός το φεγγάρι λαμπρό ξεσκεπάζει
της σκιάς τη φυγή
τότε απλώνει στη γη.

Και τον σέρνει η σκιά σε απάτητα μέρη,
δίχως επιστροφή
και σε κάθε στροφή

νέο δρόμο του δείχνει από πάνω ένα αστέρι
με ορίζοντα αγνό
ν’ ακουμπά ουρανό.

Κι όταν θέλει πια λίγο για να ξημερώσει
η σκιά του φορά
μεταξένια φτερά

και νοεί τη στιγμή, δεν αργεί να τ’ απλώσει
κι όταν πάνω πετά
τ’ άλογό του κοιτά,

που καλπάζει μονάχο και μ’ αγάπη του γνέφει
τη χαρά της φυγής
στην αρχή της αυγής…

καβαλάρης της νύχτας καλπάζει στα νέφη
τ’ άλογο του δε ζει
θα το πήρε μαζί.

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ

Ο Γκάμπριελ ζούσε σε σπίτι,
σε συνοικία ιταλική,
μα όταν γνωστός έγιν’ εκεί
πήρε το δρόμο για την Κρήτη.

Ο Γκάμπριελ επιθυμούσε
να μην τον ξέρουν πουθενά
πάνω στης Κρήτης τα βουνά
ήταν ο τόπος που ποθούσε.

Ο Γκάμπιριελ πια είχε κάψει
όσα τον «έδειχναν» χαρτιά
σε μια ανεμόδαρτη φωτιά
που από τη γέννα του είχε ανάψει.

Ο Γκάμπριελ ζει με ειρήνη
κι έχει κρεμάσει στα Χανιά
ένα κρεβάτι από σχοινιά
που τα ‘χει δέσει στη σελήνη.

Ο Γκάμπριελ τώρα στο δέντρο
ποτέ δε γνώρισε κελί
ούτε αρχηγό ούτε φυλή…
του κόσμου του έγινε το κέντρο.